Η άνοδος του λαϊκισμού στην Ευρώπη | Foreign Affairs - Hellenic Edition
Secure Connection

Η άνοδος του λαϊκισμού στην Ευρώπη

Μπορεί το κέντρο να κρατήσει;
Περίληψη: 

Οι κλασικές κοινωνικές ομάδες και τάξεις έχουν σε μεγάλο βαθμό εξαφανιστεί. Η κοινωνική αδικία, όμως, όχι. Αυτό που χρειάζονται τα κόμματα είναι μια συνεκτική εναλλακτική λύση για τις οικονομικές πολιτικές που έχουν πολύ συχνά συμβάλλει στην διεύρυνση των εισοδηματικών διαφορών σε ολόκληρη την ήπειρο.

Ο Michael Bröning είναι επικεφαλής στο Τμήμα Διεθνούς Πολιτικής του Friedrich-Ebert-Stiftung, ενός πολιτικού ιδρύματος συνδεδεμένου με το Σοσιαλιστικό Δημοκρατικό Κόμμα της Γερμανίας.

Την Κυριακή 29 Μαΐου 2016, ο Norbert Hofer του ακροδεξιού Κόμματος της Ελευθερίας της Αυστρίας έλαβε ένα εκπληκτικό 49% των ψήφων στις προεδρικές εκλογές της χώρας του. Μολονότι ο Hofer τελικά ηττήθηκε, η ισχυρή παρουσία του άνοιξε ένα νέο κεφάλαιο στην ιστορία των λαϊκιστών της Ευρώπης.

Σε αρκετές ευρωπαϊκές χώρες, μεταξύ των οποίων η Φινλανδία, η Ουγγαρία, η Λετονία, η Λιθουανία, η Νορβηγία και η Ελβετία, δεξιά κόμματα έχουν πάρει τα ηνία της κυβέρνησης. Και ακόμη και εκεί που οι δεξιοί λαϊκιστές δεν έχουν αποκτήσει δύναμη, ομάδες όπως το UKIP της Βρετανίας, το γαλλικό Εθνικό Μέτωπο, και το γερμανικό Alternative für Deutschland (Ενναλλακτική για την Γερμανία) απολαμβάνουν ρεκόρ δημοτικότητας.

Στην μαστιζόμενη από την κρίση νότια Ευρώπη, εν τω μεταξύ, οι αριστεροί λαϊκιστές έχουν δει μια αναγέννηση. Το ισπανικό κίνημα κατά της λιτότητας Podemos είναι πιθανό να τερματίσει δεύτερο στις εκλογές που έχουν προγραμματιστεί για τον Ιούνιο. Στην Ελλάδα, ο πρωθυπουργός Αλέξης Τσίπρας του αριστερού κόμματος ΣΥΡΙΖΑ ηγείται μιας απίθανης κυβέρνηση συνασπισμού με το δεξιό λαϊκίστικο κόμμα Ανεξάρτητοι Έλληνες.

Δύο βασικά θέματα βρίσκονται στην ρίζα του σημερινού αυξανόμενου λαϊκισμού: Η πρόκληση της μετανάστευσης και η παρατεταμένη κρίση του ευρώ. Το να εντοπιστεί το πρόβλημα, ωστόσο, δεν είναι το ίδιο με την υπέρβασή του. Και εδώ, η Ευρώπη αντιμετωπίζει ένα δίλημμα. Τα προβλήματα της ηπείρου μπορούν να αντιμετωπιστούν μόνο με αυξημένη συνεργασία, αλλά τα ευρωπαϊκά εκλογικά σώματα αρνούνται να εγκρίνουν οποιαδήποτε περαιτέρω μεταβίβαση κυριαρχίας στις Βρυξέλλες.

Το λαϊκιστικό κύμα είναι εν μέρει μια ορθολογική απάντηση στις προφανείς πολιτικές αποτυχίες των καθιερωμένων κομμάτων. Είναι επίσης μια συναισθηματική αντίδραση σε μια αίσθηση στέρησης δικαιωμάτων. Όλο και περισσότερο, η μηχανή συμβιβασμών της Ευρωπαϊκής Ένωσης [1] γίνεται αντιληπτή ως ένας θεσμοθετημένος μεγάλος συνασπισμός ανάμεσα στην κεντροαριστερά και την κεντροδεξιά που αγνοεί συστηματικά τις αντίθετες φωνές.

06062016-1.jpg

Η αρχηγός του κόμματος Γαλλικό Εθνικό Μέτωπο, Marine Le Pen, σε ομιλία της στο Henin-Beaumont, στην Γαλλία, τον Δεκέμβριο του 2015. YVES HERMAN / REUTERS
-----------------------------------------

Σε αντίθεση με τις Ηνωμένες Πολιτείες, όπου οι πολιτικές διαφορές μεταξύ Ρεπουμπλικάνων και Δημοκρατών έχουν παραμείνει βαθιές, τα βασικά ευρωπαϊκά κόμματα κατά την τελευταία δεκαετία έχουν μετακινηθεί όλο και πιο κοντά προς το ιδεολογικό κέντρο. Για πολλά αριστερά κόμματα, η μετατόπιση ήταν σαφής. Τα κόμματα δεν δίνουν προτεραιότητα στην ιδεολογία και αγκαλιάζουν αυτό που υποτίθεται ότι είναι ένας μετα-κομματικός πραγματισμός. Ο Τόνι Μπλερ των Νέων Εργατικών και ο Γκέρχαρντ Σρέντερ του Neue Mitte (Νέο Κέντρο) στην Γερμανία είναι ακριβώς τέτοιες περιπτώσεις.

Αμφότερα τα κόμματα ανταμείφθηκαν με ιστορικές νίκες στην δεκαετία του 1990. Στην συνέχεια, τα χρόνια των κεντρώων οικονομικών πολιτικών παρήγαγαν ανάπτυξη, αλλά αποξένωσαν και μεγάλα κομμάτια των παραδοσιακών υποστηρικτών της κεντροαριστεράς. Οι απογοητευμένοι αριστεροί ψηφοφόροι έγιναν εύκολος στόχος για τους λαϊκιστές. Παρά το γεγονός ότι η διαδικασία αυτή ήταν σταδιακή, τα αποτελέσματα μπορούν να φανούν στην εξαφάνιση των από μακρού χρόνου καθιερωμένων κεντροαριστερών κομμάτων, όπως το ΠΑΣΟΚ στην Ελλάδα και το πολωνικό Σοσιαλδημοκρατικό Κόμμα.

Ένα παρόμοιο μοτίβο ισχύει και για τα κεντροδεξιά κόμματα στην Ευρώπη, τα οποία πληρώνουν το τίμημα για την στροφή τους προς πιο προοδευτικές θέσεις -πρώτα και κύρια στα κοινωνικο-πολιτιστικά θέματα.

Πουθενά αυτή η διαδικασία δεν ήταν πιο εντυπωσιακή από όσο στην Γερμανία. Εδώ, η καγκελάριος Άνγκελα Μέρκελ έχει μετατοπίσει την συντηρητική Χριστιανοδημοκρατική Ένωσή της προς τα αριστερά σε ένα ευρύ φάσμα θεμάτων. Η φιλόξενη στάση της Μέρκελ προς τους πρόσφυγες πέρσι ήταν μόνο μια -αν και η πιο εμφανής- αλλαγή σε ό, τι συνιστά μια καθ’ ολοκληρίαν επανεφεύρεση των Γερμανών συντηρητικών.

Ομοίως, μετά το πυρηνικό ατύχημα στην Φουκουσίμα της Ιαπωνίας το 2011, η Μέρκελ σχεδόν μόνη της ανέτρεψε την μακρόχρονη πολιτική του κόμματός της και απομακρύνθηκε από την πυρηνική ενέργεια εντελώς -μια άνευ προηγουμένου αλλαγή πορείας για μια πολιτική ομάδα που παραδοσιακά θεωρούσε αυτή την τεχνολογία «απαραίτητη» [2]. Την ίδια χρονιά, η κυβέρνηση Μέρκελ κατάργησε την υποχρεωτική στράτευση που στο παρελθόν ήταν ένας ακρογωνιαίος λίθος της συντηρητικής πλατφόρμας του κόμματός της, και το 2014 εισήγαγε νέους κανόνες σχετικά με την γερμανική υπηκοότητα επιτρέποντας στα παιδιά των μη Γερμανών γονέων να κατέχουν δύο διαβατήρια, μια ακόμα κίνηση αποστασιοποίησης από προηγούμενες συντηρητικές πεποιθήσεις [3].

Για να είμαι ξεκάθαρος, πολλές από αυτές τις αποφάσεις ήταν δημοφιλείς. Ωστόσο, άφησαν επίσης τους σθεναρά συντηρητικούς υποστηρικτές χωρίς μια πολιτική στέγη. Ως εκ τούτου, η στροφή της Μέρκελ διευκόλυνε την δημιουργία ενός λαϊκιστικού κόμματος στα δεξιά των Χριστιανοδημοκρατών, ένα εφιαλτικό σενάριο [4] για γενιές Γερμανών ηγετών της κεντροδεξιάς. Δεν ήταν τυχαίο το γεγονός ότι στο πρώτο προγραμματικό συνέδριό του τον Μάιο του τρέχοντος έτους, το κόμμα Alternative für Deutschland αντιμετώπισε δηκτικά μια προς μια τις πολιτικές της Μέρκελ. Το νεοσυνταχθέν πρόγραμμα έκανε έκκληση για την ανατροπή της διπλής υπηκοότητας, μια παράταση της διάρκειας ζωής των πυρηνικών σταθμών ηλεκτροπαραγωγής, την επαναφορά της υποχρεωτικής στράτευσης, και -όπως ήταν αναμενόμενο- τον τερματισμό της φιλόξενης προσέγγισης προς τους πρόσφυγες.