Η άνοδος του λαϊκισμού στην Ευρώπη | Foreign Affairs - Hellenic Edition
Secure Connection

Η άνοδος του λαϊκισμού στην Ευρώπη

Μπορεί το κέντρο να κρατήσει;

Στο τέλος, το κόμμα Εναλλακτική για την Γερμανία κέρδισε έδρες σε τρία ακόμα κοινοβούλια ομοσπονδιακών [γερμανικών] κρατιδίων φέτος την άνοιξη, βασιζόμενο στην δεξαμενή των ανθρώπων που συνήθως δεν ψηφίζουν και –καθόλου αμελητέο- στους πρώην υποστηρικτές της κεντροαριστεράς. Εν τω μεταξύ, στις βρετανικές εκλογές του 2015, το δεξιό UKIP κέρδισε σημαντική στήριξη από τους ψηφοφόρους της εργατικής τάξης [5]. Τέλος, στις αυστριακές εκλογές της περασμένης εβδομάδας, ένα εντυπωσιακό 86% των εργαζομένων [6] ψήφισαν δεξιούς λαϊκιστές.

Για να κερδίσουν πάλι μερίδιο ψήφων από τα άκρα και για να καταπολεμήσουν την εντύπωση ότι τα καθιερωμένα κόμματα έχουν παρασυρθεί πολύ κοντά μεταξύ τους (σε μια πρόσφατη μελέτη στη νότια Γερμανία, το 59% των ερωτηθέντων παραπονέθηκε ότι τα καθιερωμένα κόμματα ήταν «πολύ παρόμοια το ένα με ένα άλλο» [7]), τα κεντροαριστερά και τα κεντροδεξιά κόμματα θα πρέπει να αλλάξουν. Το ερώτημα είναι πώς. Βεβαίως, η μίμηση μιας λαϊκίστικης στάσης δεν αποτελεί την κατάλληλη απάντηση στον λαϊκισμό. Εδώ, ο ηγέτης του βρετανικού Εργατικού Κόμματος, Jeremy Corbyn, ο οποίος έχει αναδυθεί από τις ριζοσπαστικές παρυφές στην κορυφή του κόμματος, είναι ακριβώς μια τέτοια περίπτωση. Η υπόσχεσή του να μετατρέψει τους Εργατικούς σε ένα «κόμμα αρχών» [8] μέσω μιας εκτεταμένης στροφής προς την άκρα αριστερά ενθουσίασε τους υποστηρικτές του, αλλά, ταυτόχρονα, αποξένωσε τους κεντρώους και κατέστησε την νίκη τις βρετανικές γενικές εκλογές του 2020 σχεδόν αδύνατη.

Αντί να υποστηρίζουν μια ριζική αλλαγή, βέβαια, τα πολιτικά κόμματα της Ευρώπης θα ήταν καλό να ξαναβρούν τις αρετές της ιδεολογικής ετερογένειας. Για δεκαετίες, τα μεγάλα κόμματα της ηπείρου αποτελούνταν από ξεκάθαρες πολιτικές παρατάξεις, που εκπροσωπούσαν εργοδότες, συνδικάτα, ακόμη και μαρξιστές και εθνικιστές. Σήμερα, διαφωνούντες μέσα από τα πολιτικά κόμματα συχνά φιμώνονται γρήγορα. Οι κομματικές δομές πρέπει να ανοίξουν το φάσμα στις αποκλίνουσες, τις διαφορετικές και τις αμφιλεγόμενες απόψεις.

Οι κλασικές κοινωνικές ομάδες και τάξεις έχουν σε μεγάλο βαθμό εξαφανιστεί. Η κοινωνική αδικία, όμως, όχι. Για την κεντροαριστερά, αυτό ανοίγει ένα ευρύ πεδίο πολιτικού ακτιβισμού με μια ανανεωμένη έμφαση στους παραδοσιακούς ψηφοφόρους της εργατικής τάξης. Αυτό που χρειάζονται τα κόμματα είναι μια συνεκτική εναλλακτική λύση για τις οικονομικές πολιτικές που έχουν πολύ συχνά συμβάλλει στην διεύρυνση των εισοδηματικών διαφορών σε ολόκληρη την ήπειρο.

Μια κεντροαριστερή οικονομική στάση που εγκαταλείπει την λιτότητα και καθιστά υπόλογους τους υπεύθυνους για τραπεζικά σκάνδαλα θα βοηθήσει σε μεγάλο βαθμό να ξαναπροσελκυσθούν απογοητευμένοι ψηφοφόροι. Στο Βερολίνο, η πρόσφατη στροφή του Sigmar Gabriel για την εκ νέου εστίαση των Γερμανών σοσιαλδημοκρατών στην κοινωνική δικαιοσύνη ως την «ιστορική καρδιά των ικανοτήτων τους» -για παράδειγμα, με την αύξηση του φόρου κεφαλαιουχικών κερδών- είναι ένα βήμα προς την σωστή κατεύθυνση. Το ίδιο είναι και η προσέγγιση του πρόσφατα ανακηρυχθέντα κεντροαριστερού καγκελάριου της Αυστρίας, Christian Kern. Στην εναρκτήρια ομιλία του, ο Kern έκανε έκκληση για ένα «New Deal» [9] και μια ρήξη με τις πολιτικές που «αντικατέστησαν τις πολιτικές πεποιθήσεις με τον τακτικό οπορτουνισμό». Αν και οι λεπτομέρειες της προσέγγισής του είναι ακόμα ασαφείς, έχει προτείνει [10] μια στροφή προς την αύξηση των δημόσιων επενδύσεων, [εφαρμογή] πολιτικών από την πλευρά της ζήτησης και υψηλότερη φορολόγηση του κεφαλαίου και άλλων χρηματοοικονομικών περιουσιακών στοιχείων.

06062016-2.jpg

Ένα μέλος του United Kingdom Independence Party (UKIP) και του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου λαμβάνει μέρος σε μια ψηφοφορία στο Στρασβούργο, στην Γαλλία, τον Απρίλιο του 2016. VINCENT KESSLER / REUTERS
----------------------------------------

Η κεντροδεξιά επίσης έχει περιθώρια για ελιγμούς. Οι ανησυχίες των ψηφοφόρων σχετικά με το κράτος δικαίου, η ανασφάλεια που προκαλείται από την μετανάστευση, καθώς και η εθνική ταυτότητα θα πρέπει να αντιμετωπιστούν ως πράγματα δικαιολογημένα, αντί να γελοιοποιούνται ως ανήθικα. Η πρόσφατη προσπάθεια της Μέρκελ για την ενίσχυση των εξωτερικών συνόρων της Ευρωπαϊκής Ένωσης ήταν μια προσπάθεια να ανακτήσει δημοτικότητα μεταξύ της παραδοσιακής κεντροδεξιάς σε ένα από τα πιο διχαστικά ζητήματα της χώρας. Επιπλέον, όπως πρότειναν πρόσφατα 15 Γερμανοί Χριστιανοδημοκράτες βουλευτές [11], τα συντηρητικά κόμματα θα πρέπει να ξαναβρούν τις παραδοσιακές θέσεις τους για την μείωση των φορολογικών συντελεστών, την απορρύθμιση της αγοράς εργασίας, την μείωση των φόρων κληρονομιάς και τις «οικογενειακές πολιτικές που εστιάζουν στον γάμο».

Μια τέτοια ανάταξη των κεντρώων κομμάτων της Ευρώπης βασισμένη στις παραδοσιακές κεντρικές πεποιθήσεις τους θα παρουσιάσει στους ψηφοφόρους ένα ευρύτερο φάσμα επιλογών. Ωστόσο, μια ολοκληρωμένη στρατηγική για την αντιμετώπιση του λαϊκισμού αναφέρεται όχι μόνο στο τι θα πρέπει να κάνουν τα καθιερωμένα κόμματα αλλά και τι πρέπει να σταματήσουν να κάνουν.

Κατ’ αρχήν, οι επιδείξεις οργής σχετικά τον λαϊκισμό από τα καθιερωμένα πολιτικά κόμματα μπορεί να είναι ηθικά δικαιολογημένες. Και παρ’όλο που μια στρατηγική καραντίνας θα μπορούσε να είναι χρήσιμη για την αντιμετώπιση των βίαιων εξτρεμιστών, μια τέτοια στρατηγική θα αποτύχει κατά των λαϊκιστών. Η συσπείρωση του κατεστημένου στην ομόφωνη αγανάκτηση, έχει μέχρι στιγμής μόνο ενισχύσει την λαϊκίστικη αφήγηση κατά των ελίτ. Το ίδιο έχει κάνει και η δαιμονοποίηση της λαϊκιστικής ψήφου ως «εθνική ντροπή» [12] και η έκκληση προς τις Υπηρεσίες πληροφοριών [13] να ασχοληθούν με τα νέα κόμματα. Οι ψηφοφόροι που αισθάνονται αποκλεισμένοι δεν γίνεται να κερδηθούν πίσω με ύβρεις.