Έθνη σε κρίση, θεσμοί σε αμφισβήτηση | Foreign Affairs - Hellenic Edition
Secure Connection

Έθνη σε κρίση, θεσμοί σε αμφισβήτηση

Αναζητώντας μια νέα εθνική ταυτότητα σε ένα διαφορετικό θεσμικό πλαίσιο

«Μεγάλη αναταραχή, υπέροχη κατάσταση», συνήθιζε να λέει ο Μάο Τσε-Τουνγκ τον καιρό της παντοδυναμίας του για να περιγράψει τις στιγμές κρίσης που περνούσε το κομμουνιστικό εγχείρημα στην Κίνα. Με αυτήν την φράση μέχρι σήμερα υποδηλώνεται ο συνεχής κύκλος που κάνει η ιστορία έχοντας ταυτόχρονα ως αφετηρία και τέλος εθνικές κρίσεις και επιτυχίες. Οι εθνικές κρίσεις, όσο επώδυνες είναι για μια χώρα, τόσο πιο γόνιμες μπορούν να φανούν για την αναγέννηση ενός έθνους, την ενίσχυση των θεσμών του και γενικότερα τον επαναπροσδιορισμό της ταυτότητας και της θέσης του στον παγκόσμιο χάρτη ισχύος. Η Γαλλική επανάσταση γέννησε το σύγχρονο Δυτικό πολιτικό σύστημα, η οικονομική κρίση του 1929 προσδιόρισε τις οικονομικές αρχές που εφαρμόστηκαν στη Δυτική καπιταλιστική οικονομία τον 20ο αιώνα και ο Β’ Παγκόσμιος Πόλεμος ώθησε τους Ευρωπαϊκούς λαούς να αντιληφθούν τα κοινά τους συμφέροντα και επιτάχυνε την ευρωπαϊκή ολοκλήρωση. Τα ιστορικά αυτά γεγονότα λειτούργησαν ως εφαλτήριο σε μια σειρά κρατών για να αναθεωρήσουν την πορεία τους.

Από την παγκόσμια χρηματοπιστωτική κρίση του 2008, μέχρι την Αραβική Άνοιξη και την ελληνική και ευρωπαϊκή κρίση χρέους, η τελευταία δεκαετία έχει επιφέρει σημαντικές αλλαγές στους εθνικούς και παγκόσμιους θεσμούς. Γίνεται πλέον αντιληπτό ότι το θεσμικό πλαίσιο μέσα στο οποίο αναπτύχθηκαν οι σύγχρονες δημοκρατίες και οικονομίες βρίσκεται σε μια κατάσταση συνεχούς εξέλιξης που προσφέρει ευκαιρίες καινοτομίας, δημιουργικότητας και προόδου για όποιο έθνος καταφέρει να τις αξιοποιήσει. Είτε πρόκειται για κρίση οικονομική, είτε για κρίση πολιτική, το ζητούμενο για τους εθνικούς θεσμούς είναι το πώς θα υπερβούν τα στενά όρια των δυνατοτήτων τους για να διορθώσουν τις παθογένειες που προκάλεσαν την κρίση. Το ζητούμενο, δηλαδή, είναι οι σύγχρονες κοινωνίες – μεταξύ των οποίων και η ελληνική – να μετατρέψουν το σοκ της κρίσης σε ευκαιρία επαναπροσδιορισμού των θεσμών τους, και με αυτόν τον τρόπο να καθορίσουν το μέλλον των επόμενων γενεών.

Η διεθνής εμπειρία από τις χώρες που κατάφεραν να μεταρρυθμίσουν το κράτος και την οικονομία τους προσφέρει παραδείγματα για την στρατηγική με την οποία ο πολιτικός κόσμος και η κοινωνία της Ελλάδας θα μπορούσαν να διαχειριστούν και να αξιοποιήσουν την κρίση με έναν πιο δημιουργικό τρόπο. Τα επιτυχή παραδείγματα που προσφέρει η διεθνής κλίμακα καταδεικνύουν τον δρόμο που θα έπρεπε να είχε επιλέξει η Ελλάδα για να ξεφύγει από τον φαύλο κύκλο της κρίσης με το μικρότερο δυνατό κοινωνικό και οικονομικό κόστος. Η πόλωση και η αντιπαλότητα των ελληνικών πολιτικών κομμάτων θα μπορούσαν να είχαν αντικατασταθεί από την συναίνεση και τον εθνικό διάλογο, ο κοινωνικός αυτοματισμός από την συνειδητοποίηση και την αλλαγή νοοτροπίας, και, τέλος, η μεταρρυθμιστική αδράνεια από ένα ριζοσπαστικό εθνικό σχέδιο που θα είχε στον πυρήνα του το στοιχείο της κοινωνικής διαβούλευσης και αποδοχής.

ΠΟΛΙΤΙΚΟ ΣΥΣΤΗΜΑ ΕΝ ΚΑΙΡΩ ΚΡΙΣΗΣ: ΣΤΑΘΕΡΟΤΗΤΑ, ΣΥΝΑΙΝΕΣΗ ΚΑΙ ΤΕΧΝΗΤΗ ΑΝΤΙΠΑΡΑΘΕΣΗ

Το ελληνικό πολιτικό σύστημα δομήθηκε κατά τα χρόνια της μεταπολίτευσης με κύριο στόχο την επίτευξη ισχυρών, σταθερών κυβερνήσεων που θα ήταν ικανές να προσελκύσουν ευρείες μάζες πολιτών και να επιτύχουν μεγάλες κοινοβουλευτικές πλειοψηφίες. Άλλωστε, έπειτα από αρκετές δεκαετίες πολιτικής αποσταθεροποίησης και εμφύλιου διχασμού, το εκλογικό σύστημα και το θεσμικό πλαίσιο μέσα στο οποίο ασκούνταν η πολιτική είχαν ως κεντρικό στόχο την διασφάλιση σταθερότητας. Η επιλογή αυτή, ωστόσο, –αν και αναγκαία– καθόρισε όχι μόνο τον τρόπο λειτουργίας του πολιτικού συστήματος, αλλά επηρέασε και τον πολιτικό πολιτισμό που επικράτησε στην χώρα. Οδήγησε, δηλαδή, στην υιοθέτηση πρακτικών και συμπεριφορών που έγιναν μέρος του πολιτικού παιχνιδιού. Ο κομματικός εγωισμός, η συγκρουσιακή ρητορική, η απουσία στοιχειώδους συνεννόησης σε κομβικά ζητήματα που απασχολούσαν την χώρα, αποτέλεσαν τα βασικά στοιχεία με τα οποία η εκάστοτε αντιπολίτευση κέρδιζε τις εκλογές. Η συναίνεση, ο διάλογος και η συνεργασία των πολιτικών δυνάμεων δεν αποτελούσαν αναγκαία συνθήκη για την άσκηση εξουσίας και γι’ αυτόν τον λόγο δεν αποζητούνταν.

Παράλληλα, ο λαϊκισμός έγινε το πολιτικό εργαλείο που εξασφάλιζε την παραμονή των κομμάτων στην εξουσία και την εκπλήρωση των πελατειακών υποσχέσεων που είχαν δώσει. Η σχέση μεταξύ κόμματος, εκτελεστικής εξουσίας και συγκεκριμένων κοινωνικών ομάδων μετατράπηκε σε σχέση εξάρτησης, συναλλαγής και άσκησης πολιτικών που ήταν ενάντια στο δημόσιο συμφέρον. Η πρακτική της σύγκρουσης και της τεχνητής κομματικής αντιπαράθεσης υπηρετούσε αυτό το τρίγωνο συναλλαγής σε περιόδους οικονομικής ευημερίας και κάλυπτε κάτω από το πέπλο της αντιπαράθεσης την διαφθορά και τον οικονομικό παρασιτισμό. Ωστόσο, η κρίση χρέους που ξέσπασε το 2010 ανέδειξε την αδυναμία των ελληνικών πολιτικών δυνάμεων να ανταποκριθούν στην πρόκληση αυτή και απέδειξε ότι το συγκεκριμένο πολιτικό και οικονομικό μοντέλο της μεταπολίτευσης δεν ήταν βιώσιμο. Τα πολιτικά κόμματα διαχειρίστηκαν την κρίση εντός του υπάρχοντος πλαισίου και δεν επιχείρησαν να το υπερβούν και να υιοθετήσουν τις πρακτικές άλλων χωρών που προέταξαν από την πρώτη στιγμή την συνεργασία και τον εθνικό διάλογο για να υπερβούν την κρίση.

Η Αραβική Άνοιξη που ξεκίνησε από την Τυνησία και σιγά σιγά εξαπλώθηκε στην Αίγυπτο, την Λιβύη, την Συρία και την Υεμένη προσφέρει παραδείγματα διαφορετικών στρατηγικών για την διαχείριση εθνικών κρίσεων. Παρότι το πλαίσιο μέσα στο οποίο διαδραματίστηκαν τα γεγονότα της Αραβικής Άνοιξης είναι διαφορετικό από το πλαίσιο της ελληνικής πραγματικότητας, οι παράγοντες που συμβάλλουν στην διαχείριση κρίσεων παραμένουν συγκρίσιμοι.

24062016-1.jpg

Διαδηλωτές κρατούν πανό που γράφει «Τυνησία - Αλληλεγγύη με τον αγώνα του λαού του Sidi Bouzid», σε μια συγκέντρωση διαμαρτυρίας κατά του προέδρου της Τυνησίας, Ζιν αλ-Αμπιντίν Μπεν Αλί, κοντά πρεσβεία της Τυνησίας στο Παρίσι, στις 11 Ιανουαρίου 2011. REUTERS/Julien Muguet
------------------------------------------------

Οι διαδηλώσεις και τα βίαια αντικαθεστωτικά επεισόδια που ξέσπασαν στις 17 Δεκεμβρίου 2010 στην πόλη Sidi Bouzid της Τυνησίας, έδωσαν για πρώτη φορά την ευκαιρία στους λαούς των αραβικών χωρών να εκφραστούν. Ήταν η ευκαιρία να ακουστεί η φωνή εκείνων που αγωνίζονταν για περισσότερη δημοκρατία, για ένα διαφορετικό πολιτικό σύστημα, λιγότερο διεφθαρμένο και πιο ανοιχτό στις ιδέες του φιλελεύθερου Δυτικού πολιτισμού. Για κάθε αραβική χώρα ήταν, λοιπόν, μια κρίση του συστήματος διακυβέρνησης και μια σύγκρουση μεταξύ του διεφθαρμένου συστήματος εξουσίας και των απλών πολιτών που προασπίζονταν το κράτος δικαίου. Το ερώτημα που είχε τεθεί τότε ήταν πώς κάθε κράτος με τους υπάρχοντες πολιτικούς και κοινωνικούς θεσμούς θα διαχειριστεί αυτή την εθνική κρίση.

Η ΤΥΝΗΣΙΑ

Στις 9 Οκτωβρίου 2015, η Νορβηγική Επιτροπή απένειμε το βραβείο Νόμπελ Ειρήνης στο Κουαρτέτο Εθνικού Διαλόγου της Τυνησίας [1], που αποτελείται από την Γενική Συνομοσπονδία Εργατών, την Ένωση Τυνησιακής Βιομηχανίας, Εμπορίου και Βιοτεχνίας, τον Εθνικό Δικηγορικό Σύλλογο και την Οργάνωση Προστασίας Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων. Η βράβευση έγινε για την αποφασιστική συμβολή των οργανώσεων αυτών στην επίλυση της πολιτικής κρίσης που ξέσπασε την περίοδο 2010 – 2013 και την επίτευξη ενός ιστορικού πολιτικού συμβιβασμού χωρίς τον οποίο η κρίση δεν θα είχε αποσοβηθεί.

Συγκεκριμένα, το πολιτικό τοπίο που προέκυψε στην Τυνησία στις πρώτες εκλογές μετά την παραίτηση του προέδρου Zine El Abidine Ben Ali, ήταν ισορροπημένο και επέτρεψε από την πρώτη στιγμή την δημιουργία ενός συνασπισμού κομμάτων υπό το μετριοπαθές ισλαμιστικό κόμμα Ennahda. Οι πολιτικές δυνάμεις, έπειτα από έναν εθνικό διάλογο, συμφώνησαν σε ένα συγκεκριμένο σχέδιο μεταβατικής διακυβέρνησης που προέβλεπε την αναθεώρηση του Συντάγματος και την εφαρμογή μεταρρυθμίσεων στο κράτος και στο πολιτικό σύστημα. Είχαν μάλιστα το θάρρος να εφαρμόσουν το εθνικό αυτό σχέδιο μέσα απο κυβερνητικές συνεργασίες ώστε να αποφευχθεί η πόλωση και να εφαρμοστούν οι μεταρρυθμίσεις με τη μέγιστη δυνατή ταχύτητα.

Ο επικεφαλής της Συντακτικής Εθνοσυνέλευσης, Mustapha Ben Jafar, του οργάνου που ήταν υπεύθυνο για το νέο Σύνταγμα της χώρας προερχόταν από τις κοσμικές πολιτικές δυνάμεις, ενώ ο Πρωθυπουργός Hamadi Jebali από το ισλαμιστικό κόμμα. Ακόμα και όταν ο συνασπισμός κατέρρευσε στα τέλη του 2013 εν μέσω διαφωνιών για τον προσανατολισμό του νέου Συντάγματος, το Κουαρτέτο Εθνικού Διαλόγου παρενέβη και διαπραγματεύτηκε την αποχώρηση του ισλαμιστικού κόμματος από την εξουσία, τον σχηματισμό κυβέρνησης τεχνοκρατών και την τελική κατάρτιση ενός νέου προοδευτικού Συντάγματος.

Οι παράγοντες που επέτρεψαν στην Τυνησία να αποτελεί ένα success story στην διαχείριση της κρίσης σχετίζονται με το υψηλό επίπεδο ωριμότητας των πολιτικών κομμάτων, τους δυτικότροπους θεσμούς που είχαν εγκαθιδρυθεί στην χώρα την εποχή της γαλλικής αποικιοκρατίας, αλλά και την συνειδητοποίηση εκ μέρους των πολιτικών εκπροσώπων της χώρας ότι η πολιτική σταθερότητα είναι το κλειδί για την επίλυση της κρίσης. Η Τυνησία επιβεβαιώνει ότι το όραμα της πολιτικής συναίνεσης σε καιρό κρίσης, ο εθνικός διάλογος και η αναζήτηση συμβιβασμών μπορούν να οδηγήσουν σε πραγματικά βήματα προόδου.

Τα λόγια του προέδρου του κόμματος Ennahda, που είχε συμφωνήσει να παραχωρήσει την εξουσία σε υπηρεσιακή κυβέρνηση, επιβεβαιώνουν τον κρίσιμο ρόλο που διαδραμάτισε η ωριμότητα των κομμάτων και η δυνατότητα εξωτερικών κοινωνικών ομάδων πίεσης να επηρεάζουν τις εξελίξεις προς το θετικότερο: «Ο λαός της Τυνησίας πέτυχε μια ειρηνική επανάσταση που φώτισε τον κόσμο. Πέτυχε να αποφύγει τον εμφύλιο πόλεμο. Κατάφερε την συναίνεση» [2].

Ο ΡΟΛΟΣ ΤΩΝ ΑΤΥΠΩΝ ΘΕΣΜΩΝ: ΚΟΙΝΩΝΙΚΗ ΔΡΑΣΗ ΚΑΙ ΑΝΤΙΔΡΑΣΗ ΣΤΗΝ ΚΡΙΣΗ

Η ικανότητα των σύγχρονων κρατών να διαχειριστούν μια κρίση στηρίζεται σε μεγάλο βαθμό στις στρατηγικές επιλογές του πολιτικού τους συστήματος και στην αντοχή των επίσημων θεσμών τους. Ωστόσο, σε περιόδους κατά τις οποίες το status quo διαταράσσεται, κρίσιμο ρόλο διαδραματίζουν οι αντιδράσεις και οι συμπεριφορές των άτυπων θεσμών, εκείνων δηλαδή, που σχετίζονται με τα κοινωνικά χαρακτηριστικά, τις συνήθειες, τη νοοτροπία, τα συναισθήματα που κυριαρχούν στις διαφορετικές κοινωνικές ομάδες. Τα χαρακτηριστικά αυτά διαμορφώνονται σταδιακά μέσα από τις παραστάσεις και τις συλλογικές εμπειρίες που βιώνει ένα έθνος στο παρόν ή στο κοντινό παρελθόν. Παρότι οι προτεραιότητες και οι κανόνες κοινωνικής συμπεριφοράς αλλάζουν από γενιά σε γενιά, ο κύριος κορμός και ο προσανατολισμός των άτυπων κοινωνικών θεσμών διαμορφώνεται σε βάθος πολλών δεκαετιών και συντηρείται μέσω της ιστορικής μνήμης.

Επομένως, το νομικό πλαίσιο και η σωστή λειτουργία των δομών του κράτους δεν αρκούν για να εξηγήσουν γιατί ορισμένα κράτη αντιδρούν πιο ώριμα απέναντι σε μια εθνική τραγωδία. Εκείνο το οποίο φαίνεται να αγνοούμε όταν συγκρίνουμε την ελληνική κρίση με τις περιπτώσεις άλλων χωρών είναι ότι η πολιτική αποτελεί αντανάκλαση της κοινωνίας. Μια φοβική και συγκρουσιακή κοινωνία θα δημιουργήσει ένα πολιτικό σύστημα που αρέσκεται στο να πολώνει, να συγκρούεται και να θέτει εμπόδια στην επίλυση μιας εθνικής κρίσης. Αντιθέτως, μια κοινωνία ανοιχτή στον διάλογο, που δεν φοβάται την αμφισβήτηση και την συνεργασία θα αντιδράσει με ένα πιο δημιουργικό τρόπο.

Η ΣΟΥΗΔΙΑ

Χαρακτηριστικό παράδειγμα χώρας όπου οι προϋπάρχοντες άτυποι κοινωνικοί θεσμοί μεταφράζονται σε συναινετική πολιτική συμπεριφορά είναι η Σουηδία. Στις 3 Δεκεμβρίου 2014, ο σοσιαλδημοκράτης πρωθυπουργός Stefan Lοfven υφίσταται σοβαρή ήττα στο κοινοβούλιο και παραιτείται αναγγέλλοντας πρόωρες εκλογές, τις πρώτες στην ιστορία της χώρας από το 1958 [3]. Αφορμή στάθηκε η καταψήφιση του σχεδίου προϋπολογισμού της κεντροαριστερής κυβέρνησης και η υπερψήφιση της πρότασης προϋπολογισμού της κεντροδεξιάς αντιπολίτευσης. Στην υπερψήφιση της πρότασης της αντιπολίτευσης ενεργό ρόλο έπαιξε το ακροδεξιό κόμμα των Σουηδών Δημοκρατών (SD) το οποίο ήθελε να δώσει στις πρόωρες εκλογές δημοψηφισματικό χαρακτήρα για το μεταναστευτικό πρόβλημα.

Οι πρώτες δημοσκοπήσεις έδειχναν ότι η Σουηδία οδεύει προς μια πολιτική κρίση για πρώτη φορά μετά από πολλές δεκαετίες. Κανένα κόμμα δε θα επιτύγχανε κοινοβουλευτική πλειοψηφία, ενώ η ακροδεξιά αναμενόταν να αυξήσει τα ποσοστά της. Μπροστά σε αυτά τα δεδομένα, οι δύο μεγαλύτερες πολιτικές δυνάμεις, η κεντροαριστερή κυβέρνηση και ο συνασπισμός της κεντροδεξιάς που αποτελείτο από 4 κόμματα, μαζί με τους Πράσινους αποφάσισαν να συνεργαστούν και να στηρίξουν την κυβέρνηση για να αποφύγουν τις πρόωρες εκλογές και την επερχόμενη κρίση. Η Συμφωνία του Δεκεμβρίου, όπως ονομάστηκε, προέβλεπε ότι η σουηδική κυβέρνηση θα είχε την ανοχή της αντιπολίτευσης στα κρίσιμα νομοσχέδια μέχρι το 2018 ενώ υποχρεούτο να εφαρμόσει τον ψηφισμένο προϋπολογισμό της αντιπολίτευσης για τους προσεχείς μήνες.

Αυτή η πολιτική συμπεριφορά που αμβλύνει τις εντάσεις στην Σουηδία ξεφεύγει από τα στενά όρια της ορθής λειτουργίας του πολιτικού συστήματος και αγγίζει το πεδίο της κοινωνικής συμπεριφοράς και δράσης. Επομένως, για να καταλάβουμε τους λόγους της σουηδικής ιδιαιτερότητας, πρέπει να ερευνήσουμε τον τρόπο κοινωνικής οργάνωσης της χώρας αρκετούς αιώνες νωρίτερα.

Τον 16ο και 17ο αιώνα στην Σουηδία υπήρχαν κοινωνικοί θεσμοί τοπικού χαρακτήρα με κυριότερο το συμβούλιο της ενορίας (sockenstammen). Τα συμβούλια των ενοριών λειτουργούσαν σαν πλατφόρμες ελεύθερης συζήτησης και διαλόγου. Οι Σουηδοί αγρότες μπορούσαν να εκφράζουν τα παράπονά τους, να συζητούν για σημαντικά ζητήματα που απασχολούσαν την τοπική κοινωνία και να επιλύουν τα καθημερινά τους προβλήματα [4]. Το αποτέλεσμα ήταν να δημιουργηθεί μια νέα σχέση αμοιβαίας εμπιστοσύνης αλλά ταυτόχρονα και αυτονομίας μεταξύ του κεντρικού κράτους και των τοπικών κοινωνιών. Μέσα από την ειρηνική επίλυση συγκρούσεων και την συνεργασία σε τοπικό επίπεδο, η σουηδική κοινωνία ανέπτυξε χαρακτηριστικά ανεκτικότητας, σεβασμού στην αντίθετη γνώμη και εμπιστοσύνης στους θεσμούς του κράτους που αντανακλούσαν τη συλλογική προσπάθεια.

Στο πλαίσιο της παραπάνω κοινωνικής συμπεριφοράς, οι τοπικοί θεσμοί διαλόγου επηρέασαν το πολιτικό σύστημα και τους θεσμούς που δημιουργήθηκαν στο σουηδικό κράτος τον 19ο και 20ο αιώνα. Τα εκλογικά συστήματα απλής αναλογικής και η αποφυγή μονοκομματικών κυβερνήσεων αποτέλεσαν θεμέλιο λίθο της σουηδικής πολιτικής σκηνής κατά το δεύτερο μισό του 20ου αιώνα. Την ίδια περίοδο, εγκαθιδρύθηκε ένα κορπορατιστικό μοντέλο άσκησης πολιτικής, το οποίο έδινε την ευκαιρία σε διαφορετικές κοινωνικές ομάδες – συνδικαλιστικά σωματεία, εργοδοτικές ενώσεις, ανεξάρτητες ομάδες πολιτών – να συνδιαμορφώσουν και να επηρεάσουν τα νομοσχέδια που έρχονταν προς ψήφιση [5]. Η δημιουργία κρατικών επιτροπών διαβούλευσης, οι οποίες αποσαφήνιζαν τις λεπτομέρειες κάθε νομοσχεδίου πριν αυτό εισαχθεί για ψήφιση στο κοινοβούλιο, διαδραμάτισε ουσιαστικό ρόλο στην επιτυχία του σουηδικού μοντέλου.

Υπάρχει η αντίληψη ότι αυτού του είδους η κοινωνική συμπεριφορά συναντάται μόνο στην Σουηδία ή γενικότερα στις βορειο-ευρωπαϊκές χώρες, και πως είναι κάτι ξένο για άλλα κράτη με διαφορετικές κουλτούρες - την ελληνική ή την κουλτούρα που υπάρχει σε χώρες της Ασίας και της Αφρικής. Ωστόσο, αντίστοιχα παραδείγματα μπορούν να βρεθούν και σε άλλες ηπείρους, όπου η κουλτούρα του κοινωνικού διαλόγου και της συνεργασίας έχει συμβάλλει στην δημιουργία ισχυρών θεσμών, πολιτικής σταθερότητας και οικονομικής ευημερίας.

Η ΜΠΟΤΣΟΥΑΝΑ

Η Μποτσουάνα αποτελεί ένα success story της αφρικανικής ηπείρου επειδή διαθέτει σταθερούς πολιτικούς και οικονομικούς θεσμούς που προστατεύουν τα δικαιώματα ιδιοκτησίας (property rights), εξασφαλίζουν σταθερότητα και περιορίζουν αποτελεσματικά τις πολιτικές ελίτ. Αν και η Μποτσουάνα οφείλει την οικονομική της ευημερία στην παραγωγή και εξαγωγή διαμαντιών, γειτονικές χώρες που μοιράζονται τον ίδιο ή παρόμοιο ορυκτό πλούτο δεν έχουν καταφέρει το ίδιο επίπεδο σταθερότητας και ευημερίας.

Ο Daron Acemoglu, καθηγητής Οικονομικών στο Τεχνολογικό Ινστιτούτο της Μασαχουσέτης (ΜΙΤ), αναφερόμενος στην θεσμική σταθερότητα της Μποτσουάνα, έχει επισημάνει την σημασία των τοπικών θεσμών κοινωνικού διαλόγου Kgotla, ενός συστήματος συμμετοχής των απλών πολιτών στην πολιτική ζωή της χώρας [6]. Το σύστημα Kgotla χρονολογείται από την προ-αποικιακή περίοδο και αποτελείται από δημόσιες συνεδριάσεις διαλόγου σε τοπικό επίπεδο, στο οποίο οι διάφορες φυλές της χώρας έχουν την ευκαιρία να ασκήσουν κριτική στους αρχηγούς τους και να λάβουν αποφάσεις συλλογικά και με απόλυτη συναίνεση. Η παράδοση αυτή έθεσε όρια στην άσκηση εξουσίας από τις πολιτικές ελίτ, εγγυήθηκε την πολιτική λογοδοσία και ενθάρρυνε την ευρεία συμμετοχή των πολιτών στην διαμόρφωση των θεσμών της χώρας. Γι’ αυτόν τον λόγο η Μποτσουάνα κατατάσσεται στις πρώτες θέσεις ανάμεσα στις αφρικανικές χώρες για το υψηλό επίπεδο αποτελεσματικής διακυβέρνησης, το χαμηλό επίπεδο διαφθοράς στον κρατικό μηχανισμό, την απρόσκοπτη οικονομική ανάπτυξη και την ανταγωνιστικότητα της οικονομίας της. Ο ρόλος των τοπικών παραδοσιακών συνεδριάσεων διαλόγου υπήρξε σημαντικός για την ισχυροποίηση των θεσμών του κεντρικού κράτους και την σταθερότητα που αυτό απέφερε.

Συγκρίνοντας τις περιπτώσεις της Σουηδίας, της Μποτσουάνα και της Ελλάδας, γίνεται κατανοητό ότι η ελληνική κοινωνία δεν έχει αναπτύξει τα κοινωνικά χαρακτηριστικά που θα επέτρεπαν μια συναινετική και λιγότερο συγκρουσιακή αντίδραση μπροστά στην εθνική τραγωδία που βιώνει τα τελευταία 5 χρόνια. Οι ελληνικοί άτυποι κοινωνικοί θεσμοί προσιδιάζουν περισσότερο σε αυτό που ο φιλόσοφος Thomas Hobbes είχε περιγράψει ως κοινωνική ζούγκλα. Μια κοινωνία, δηλαδή, στην οποία το στενό προσωπικό συμφέρον κυριαρχεί και ο διαρκής πόλεμος όλων εναντίον όλων εξαπλώνεται σε όλα τα επίπεδα της κοινωνικής και πολιτικής ζωής. Μέσα σε αυτό το πλαίσιο, η έλλειψη εμπιστοσύνης προς το κράτος, η δυσπιστία και ο φόβος προς οτιδήποτε συμβαίνει εκτός συνόρων αλλοιώνουν την ικανότητα του έθνους να αναγεννηθεί μέσα από τις στάχτες που αφήνει η κρίση. Σε περιόδους όπου το αίσθημα της εθνικής αποτυχίας κυριαρχεί, τέτοιου είδους κοινωνίες εισέρχονται σε έναν φαύλο κύκλο εσωστρέφειας και αυτοτροφοδοτούμενων συγκρούσεων.

24062016-2.jpg

Ο ηγέτης του ΣΥΡΙΖΑ Αλέξης Τσίπρας και ο πρόεδρος του κόμματος των Ανεξάρτητων Ελλήνων Πάνος Καμμένος πανηγυρίζουν την εκλογική νίκη του ΣΥΡΙΖΑ στις 20 Σεπτεμβρίου 2015. REUTERS/Alkis Konstantinidis
--------------------------------------------------------

Ο συνδυασμός της αδιάκοπης πολιτικής σύγκρουσης και αντιπαράθεσης, και της κοινωνικής εσωστρέφειας που παρατηρείται στην Ελλάδα ενέχει τον κίνδυνο να οδηγήσει σε μια αργή και σιωπηλή παρακμή. Για να αντιστραφεί αυτή η πορεία, χρειάζεται η σταδιακή και εκ βάθρων μεταρρύθμιση του θεσμικού πλαισίου μέσα στο οποίο λειτουργεί το ελληνικό κράτος και η ελληνική οικονομία. Ωστόσο για να μπορέσουν να επιτευχθούν οι απαραίτητες θεσμικές μεταρρυθμίσεις, ένα νέο κοινωνικό συμβόλαιο είναι αναγκαίο, μια νέα σχέση εμπιστοσύνης μεταξύ του πολιτικού κόσμου και των πολιτών που θα σφραγιστεί από μια ριζική συνταγματική αλλαγή. Η επιτυχία ενός τέτοιου εθνικού σχεδίου θα εξαρτηθεί από το αν και κατά πόσο η ελληνική κοινωνία θα ενστερνιστεί την ανάγκη διαμόρφωσης μιας νέας εθνικής ταυτότητας, τα χαρακτηριστικά της οποίας θα αποτυπωθούν στους νέους θεσμούς της χώρας.

ΜΕΤΑΡΡΥΘΜΙΣΗ ΚΑΙ ΘΕΣΜΙΚΗ ΑΛΛΑΓΗ ΣΤΗΝ ΕΕ: ΜΕΤΑΤΡΕΠΟΝΤΑΣ ΤΗΝ ΚΡΙΣΗ ΣΕ ΕΥΚΑΙΡΙΑ

Η τεχνητή πολιτική αντιπαράθεση και η κοινωνική δυσθυμία και εσωστρέφεια που επικράτησε στην Ελλάδα μετά το ξέσπασμα της κρίσης ναρκοθέτησαν τις προοπτικές γρήγορης επανάκαμψης. Επίσης, ο τρόπος και τα μέσα επιβολής των μεταρρυθμίσεων που χρησιμοποιήθηκαν στο πλαίσιο των ευρωπαϊκών προγραμμάτων στήριξης ευθύνονται σε μεγάλο βαθμό για την αποτυχία της μεταρρυθμιστικής προσπάθειας από το 2010 και μετά. Οι ευρωπαϊκοί θεσμοί δεν αντιλήφθηκαν εγκαίρως το εύρος των μεταρρυθμίσεων που είναι αναγκαίες και αγνόησαν την ανάγκη για ριζική αναθεώρηση όλων των τομέων της δημόσιας διοίκησης, των ανεξάρτητων θεσμών και της οικονομίας, κάτι που με την σειρά του θα απαιτούσε περισσότερο χρόνο προσαρμογής. Τα ευρωπαϊκά προγράμματα στήριξης εστίαζαν μονομερώς στην επίτευξη ποσοτικών στόχων ενώ η εποπτεία και ο έλεγχος γινόταν ανά μικρά χρονικά διαστήματα - μιας εβδομάδας ή ενός μήνα - που δεν άφηναν περιθώριο μακροχρόνιου κυβερνητικού προγραμματισμού. Μέσα σε αυτό το πλαίσιο, κάθε πρωτοβουλία για την δημιουργία ενός εθνικού σχεδίου μέσα από κοινωνική διαβούλευση, που θα άλλαζε τις δομές του ελληνικού κράτους σταδιακά και σε βάθος χρόνου δεν μπορούσε να καρποφορήσει.

Αξίζει να σημειωθεί ότι οι ευρωπαϊκοί θεσμοί διαθέτουν σημαντική εμπειρία πάνω στις διαδικασίες αποτελεσματικής θεσμικής μεταρρύθμισης από την εποχή που η Ευρωπαϊκή Ένωση εφάρμοζε τις πολιτικές ενσωμάτωσης των χωρών της Ανατολικής Ευρώπης. Η θεσμική μεταμόρφωση των χωρών αυτών πραγματοποιήθηκε σε βάθος αρκετών χρόνων μέσω της στοχευμένης στήριξης και καθοδήγησης σε ευαίσθητους τομείς όπως είναι το κράτος δικαίου, η ανεξαρτησία της δικαιοσύνης, η ανοιχτή και ανταγωνιστική οικονομία, η ενθάρρυνση της ιδιωτικής πρωτοβουλίας και οι πολιτικές ελευθερίες. Παράλληλα, η απουσία ενός ασφυκτικού χρονικού πλαισίου επέτρεψε την χάραξη μακρόπνοων σχεδίων σε άμεση συνεργασία με τα στελέχη της Ευρωπαϊκής Επιτροπής και πέτυχε την ομαλή μεταφορά τεχνογνωσίας στους τομείς που την χρειάζονταν περισσότερο. Στην επιτυχία των προγραμμάτων στην Ανατολική Ευρώπη συνέβαλλε και η κοινωνική αποδοχή που απολάμβαναν καθώς οι κοινωνίες των χωρών αυτών εκλάμβαναν την μεταβατική περίοδο προ της εισόδου τους στην Ε.Ε. ως μια ευκαιρία επανένταξης στο διεθνές περιβάλλον.

Δεδομένου ότι η Ελλάδα δεν εφάρμοσε ποτέ ένα συγκροτημένο πρόγραμμα μεταρρυθμίσεων πριν την ένταξή της στην Ευρωπαϊκή Ένωση, το θεσμικό χάσμα είναι αρκετά ευρύ και δεν μπορεί να γεφυρωθεί μέσω μιας βεβιασμένης και λανθασμένα ιεραρχημένης μεταρρυθμιστικής προσπάθειας. Γι' αυτόν τον λόγο χρειάζεται ένα ριζοσπαστικό εθνικό σχέδιο που σε συνεννόηση με τους ευρωπαϊκούς εταίρους θα υπερβαίνει τα χρονικά όρια της κυβερνητικής θητείας, θα έχει την στήριξη του μεγαλύτερου δυνατού αριθμού κομμάτων και θα αποτελεί μέρος ενός γενικότερου πλαισίου κοινωνικής διαβούλευσης. Χρειάζεται, με άλλα λόγια, ένα σχέδιο μεταρρυθμίσεων από τους πολίτες για τους πολίτες, που θα δίνει χρονικά περιθώρια για να συγχρονιστεί η θεσμική αλλαγή με την κοινωνική συνειδητοποίηση και αποδοχή.

Στο πλαίσιο αυτού του εθνικού σχεδίου, μια ριζική συνταγματική αλλαγή θα δώσει την ευκαιρία στην ελληνική κοινωνία να διαμορφώσει από μόνη της τους νέους θεσμούς του κράτους και να διορθώσει τις παθογένειες και τις δομικές ανισορροπίες που υφίστανται αυτήν την στιγμή στην χώρα. Η προνομιακή μεταχείριση των βουλευτών, η απουσία ενός συστήματος δημόσιας λογοδοσίας, ο χωρισμός κράτους – εκκλησίας, η διεξαγωγή εκλογών σε πιο αυστηρά χρονικά διαστήματα, η ενίσχυση της ανεξαρτησίας και της ορθής λειτουργίας της δικαιοσύνης αλλά και η ψήφιση προϋπολογισμών που δεν θα επιβαρύνουν αλόγιστα το δημόσιο χρέος, αποτελούν μόνο μερικά από τα ζητήματα που θα μπορούσαν να ρυθμιστούν. Τα ζητήματα αυτά βρίσκονται στον πυρήνα των αιτιών που οδήγησαν στην κρίση του 2010.

Η Ισλανδία, αν και βίωσε μια παρόμοια συντριπτική οικονομική κατάρρευση στις απαρχές της κρίσης του 2008, κατάφερε μέσα από την ψήφιση ενός νέου Συντάγματος να επανασχεδιάσει το κράτος και την οικονομία της, να διαχειριστεί την κρίση ώριμα και να δρομολογήσει ριζικές μεταρρυθμίσεις. Οι βασικές πτυχές του νέου Συντάγματος της Ισλανδίας διαμορφώθηκαν από την Συντακτική Εθνοσυνέλευση, ένα σώμα 950 απλών πολιτών επιλεγμένων με κλήρωση από τους εκλογικούς καταλόγους ενώ η περαιτέρω επεξεργασία των θεμάτων πραγματοποιήθηκε απο τα 25 μέλη του Συνταγματικού Συμβουλίου [7]. Τα μέλη του Συμβουλίου απαγορευόταν να ανήκουν σε κάποιο πολιτικό κόμμα για να εξασφαλισθεί η μεγαλύτερη δυνατή εκπροσώπηση διαφορετικών και ανεξάρτητων απόψεων. Οι προτάσεις και τα προσχέδια κάθε άρθρου του Συντάγματος αναρτήθηκαν στο Διαδίκτυο και στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης και μέσα από ηλεκτρονικές πλατφόρμες διαλόγου λήφθηκαν υπόψη τα σχόλια και οι επισημάνσεις των πολιτών. Παράλληλα, οργανώθηκαν εκατοντάδες τοπικές συνελεύσεις σε δημόσιους χώρους που έδωσαν την ευκαιρία στους πολίτες να γίνουν κομμάτι της συνταγματικής αλλαγής.

Η διαδικασία αναθεώρησης του συντάγματος μπορεί να σηματοδοτήσει ένα νέο ξεκίνημα για την Ελλάδα και να αποτελέσει ευκαιρία για ένα κοινωνικό συμβόλαιο εμπιστοσύνης μεταξύ κράτους και πολιτών. Γι’ αυτόν τον λόγο πρέπει να στοχεύει στην όσο το δυνατόν μεγαλύτερη συμμετοχή των πολιτών σε ανοιχτές διαδικασίες στις οποίες θα μπορούν να προτείνουν, να αντιπροτείνουν, να σχολιάσουν και να συνδιαμορφώσουν το περιεχόμενο των συνταγματικών αλλαγών. Οι ανοιχτές και συμμετοχικές διαδικασίες θα δώσουν το αίσθημα στους πολίτες ότι οι ίδιοι επαναπροσδιορίζουν την πορεία της χώρας για τις επόμενες δεκαετίες.

Η πολιτική συναίνεση, η κοινωνική αποδοχή και η ριζική θεσμική αλλαγή μέσα από μηχανισμούς κοινωνικής διαβούλευσης αποτελούν τα σημαντικότερα στοιχεία που συμβάλλουν αποτελεσματικά στην αντιμετώπιση και υπέρβαση μιας εθνικής κρίσης. Είναι βέβαιο ότι κάθε λαός έχει διαφορετικά πολιτισμικά χαρακτηριστικά που επηρεάζουν τον τρόπο με τον οποίο αντιμετωπίζει τα εμπόδια που βρίσκει στο διάβα της ιστορίας του.

Σε μια περίοδο κατά την οποία η απογοήτευση κυριαρχεί και η προοπτική εξόδου από τον φαύλο κύκλο της εσωστρέφειας φαντάζει δύσκολη, το πολιτικό σύστημα πρέπει να αναλάβει τις ευθύνες του και οι πολίτες να συμμετέχουν στην προσπάθεια χάραξης μιας νέας πορείας για το ελληνικό έθνος. Το ζητούμενο είναι να χτίσουμε μια σχέση εμπιστοσύνης με το κράτος, να μετατρέψουμε την εσωστρέφεια σε κοινωνική δράση και αλλαγή νοοτροπίας και να επανασχεδιάσουμε το θεσμικό πλαίσιο μέσα στο οποίο θα λειτουργούμε ατομικά και συλλογικά.

Το ζητούμενο, δηλαδή, είναι μια νέα εθνική ταυτότητα και ένα όραμα για τις επόμενες δεκαετίες.

Copyright © 2002-2012 by the Council on Foreign Relations, Inc.
All rights reserved.

ΠΑΡΑΠΟΜΠΕΣ:

[1] Βλέπε: http://www.bbc.com/news/world-europe-34485865 , [απόληψη: 10/11/2015]
[2] Βλέπε: http://www.euronews.com/2014/01/27/celebrations-as-tunisia-adopts-new-co..., (απόληψη: 11/11/2015)
[3] Βλέπε: http://www.reuters.com/article/2014/12/27/us-sweden-politics-poll-idUSKB... , [απόληψη: 11/11/2015)
[4] Μαίρη Χίλσον, Το Σκανδιναβικό Μοντέλο: αποτελεσματικότητα και αλληλεγγύη, συναίνεση και θεσμικός πειραματισμός, Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης, 2012, σ. 65
[5] Idem, σ. 83
[6] Daron Acemoglu, Robinson, James, and Simon Johnson, “An African Success Story: Botswana”, MIT Department of Economics Working Paper No. 01-37, July 2001
[7] Baldvin Thor Bergsson, Paul Blokker, “The Constitutional Experiment in Iceland”, in Kalman Pocza (edited by), Verfassungsgebung in konsolidierten Demokratien: Neubeginn oder Verfall eines Systems?, Baden-Baden: Nomos Verlag, In press

Μπορείτε να ακολουθείτε το «Foreign Affairs, The Hellenic Edition» στο TWITTER στη διεύθυνση www.twitter.com/foreigngr αλλά και στο FACEBOOK, στη διεύθυνση www.facebook.com/ForeignAffairs.gr και στο linkedin στην διεύθυνση https://www.linkedin.com/company/foreign-affairs-the-hellenic-edition