Ο εκδημοκρατισμός της Ευρώπης | Foreign Affairs - Hellenic Edition
Secure Connection

Ο εκδημοκρατισμός της Ευρώπης

Πώς η Ευρωπαϊκή Ένωση μπορεί να μεταρρυθμιστεί
Περίληψη: 

Μέσα στις δύο τελευταίες δεκαετίες, μετά από κάθε κρίση, οι Ευρωπαίοι ηγέτες υπόσχονται να επανεξετάσουν την ευρωπαϊκή ολοκλήρωση, απλώς για να συνεχίσουν να λειτουργούν με έναν τρόπο «business-as-usual» μόλις κατακαθίσει η σκόνη.

Ο RICHARD YOUNGS είναι ανώτερος συνεργάτης στο Democracy and Rule of Law Program του ιδρύματος Carnegie Europe στις Βρυξέλλες και καθηγητής στο Πανεπιστήμιο του Warwick, στο Ηνωμένο Βασίλειο. Είναι ο συγγραφέας δέκα βιβλίων [1] σχετικών με την Ευρωπαϊκή Ένωση και την διεθνή δημοκρατία.

Το Brexit έχει πυροδοτήσει πολλές συζητήσεις σχετικά με το πώς θα μεταρρυθμίσει την Ευρωπαϊκή Ένωση. Από τότε που το Ηνωμένο Βασίλειο ψήφισε να αποχωρήσει [2], αμέτρητοι επίτροποι, υπουργοί και πρόεδροι έχουν αναγνωρίσει ότι η ΕΕ πρέπει να γίνει πιο ευέλικτη και να ανταποκρίνεται στις ανησυχίες των πολιτών. Αλλά υπάρχει ένα γνωστό μοτίβο που εφαρμόζεται: Μέσα στις δύο τελευταίες δεκαετίες, μετά από κάθε κρίση [3], οι Ευρωπαίοι ηγέτες υπόσχονται να επανεξετάσουν την εναρμόνιση, απλώς για να συνεχίσουν με έναν τρόπο business-as-usual μόλις κατακαθίσει η σκόνη.

Η συζήτηση που διαμορφώνεται τώρα είναι λοιπόν εξαντλημένη. Ορισμένοι πιστεύουν ότι η ΕΕ μπορεί να σωθεί μόνο με την επιτάχυνση των κινήσεων προς μια πλήρη πολιτική ένωση. Η ομάδα αυτή περιλαμβάνει ανώτερους επιτρόπους της ΕΕ, πολιτικούς στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, και τους υπουργούς Εξωτερικών της Γαλλίας και της Γερμανίας [4]. Άλλοι, συμπεριλαμβανομένων των ηγετών της Κεντρικής και Ανατολικής Ευρώπης [5], της Δανία και της Ολλανδίας, έβγαλαν το αντίθετο συμπέρασμα. Αλλά ούτε η επιτάχυνση της ολοκλήρωσης ούτε η επιβράδυνσή της θα είναι αρκετή για να σώσει την Ευρωπαϊκή Ένωση. Επιπλέον, οι τρέχουσες προτάσεις που βρίσκονται στο τραπέζι για να αυξηθεί η συνεργασία στην οικονομική πολιτική και την ασφάλεια, είναι απίθανο να αναθερμάνουν τον ενθουσιασμό για το ευρωπαϊκό σχέδιο σε μια εποχή κατά την οποία η καχυποψία των Βρυξελλών βρίσκεται σε άνοδο [6]. Επίσης, η εισαγωγή μεταρρυθμίσεων με τρόπο σχεδιασμένο για να παρακάμψουν τις προτιμήσεις των δήθεν κακά πληροφορημένων ή αδαών πολιτών της Ευρώπης [7] θα είναι τόσο πατροναριστική όσο και ανίκανη να παρέχει οποιαδήποτε μακροπρόθεσμη σταθερότητα.

Αντ’ αυτού, η ΕΕ πρέπει να αναμορφώσει ριζικά ολόκληρη την πολιτική δομή της. Μια πολυσυζητημένη επιλογή είναι η δημιουργία μιας ΕΕ δύο ταχυτήτων, με την δυνατότητα των λεγόμενων κρατών του πυρήνα να κινούνται προς την κατεύθυνση της πολιτικής ένωσης χωρίς τα κράτη της περιφέρειας. Ωστόσο, αυτή η λύση είναι πιθανό να είναι μη λειτουργική, καθώς λίγα νότια ή ανατολικο-ευρωπαϊκά κράτη θα ανεχθούν μια τέτοια μεταχείριση, και δύο υποτιθέμενα κράτη του πυρήνα –η Γαλλία και η Ολλανδία- έχουν μερικά από τα υψηλότερα επίπεδα λαϊκής εχθρότητας προς την ΕΕ στην γηραιά ήπειρο. Ακόμη, αν ο πυρήνας βασίζεται στην ευρωζώνη, θα υπάρχει μικρό περιθώριο για διαφορετικά επίπεδα ολοκλήρωσης, δεδομένου ότι σχεδόν όλα τα κράτη-μέλη είτε βρίσκονται ήδη στην ευρωζώνη είτε έχουν υπογράψει για να συμμετάσχουν σ’ αυτήν.

Αντί για αυτά, εκείνο που χρειάζεται η ΕΕ είναι μια αναγέννηση, μια αμφισβήτηση των ιδεών που κληρονόμησε για το πώς μοιάζει η συνεργασία μεταξύ των εθνών και των λαών. Αυτή η αναγέννηση θα πρέπει να αποστασιοποιηθεί από την εστίαση στις τυπικές, θεσμικές σχέσεις μεταξύ των κρατών και [να κινηθεί] προς ένα πιο δημοκρατικό συμβόλαιο βασισμένο στην αλληλεγγύη μεταξύ των πολιτών. Χωρίς την πληρέστερη συμμετοχή των πολιτών της Ευρώπης, δεν υπάρχουν νέες πολιτικές που να είναι σε θέση να αντιμετωπίσουν την τρέχουσα δυσφορία, η οποία βασίζεται σε μεγάλο βαθμό στην έλλειψη εμπιστοσύνης των απλών ανθρώπων για το ευρωπαϊκό εγχείρημα. Για την αντιμετώπιση αυτής της δυσφορίας, οι Ευρωπαίοι ηγέτες θα πρέπει να υιοθετήσουν αυτό που εγώ αποκαλώ ένα συμβόλαιο των Ευρωπαίων πολιτών, που να διέπεται από τέσσερις αρχές συνεργατικής λήψης αποφάσεων.

ΕΝΑ ΣΥΝΕΡΓΑΤΙΚΟ ΣΥΜΒΟΛΑΙΟ

Η πρώτη αρχή είναι η επιλογή. Προς το παρόν, τα κράτη-μέλη αναμένεται να εγκρίνουν όλες τις πολιτικές της ΕΕ, εκτός αν μπορούν να διαπραγματευτούν εξαιρέσεις –κάτι που είναι εξαιρετικά δύσκολο να γίνει. Αυτό θα πρέπει να αντικατασταθεί από το αντίθετό του: Μια εθελοντική διαδικασία και ευέλικτες αποδοχές [των όρων].

Αντί για μια συγκεντρωτική γραφειοκρατία στις Βρυξέλλες [8], η διαμόρφωση πολιτικής θα μπορούσε να είναι αποκεντρωμένη σε μια σειρά από κοινότητες [διαμόρφωσης] πολιτικής, οι οποίες θα επιβλέπουν την συνεργασία σε διάφορους τομείς πολιτικής και θα τυγχάνουν διαχείρισης από οργανισμούς γεωγραφικά κατανεμημένους σε όλη την Ευρώπη. Οι εθνικές κυβερνήσεις, στην συνέχεια, θα είναι ελεύθερες να επιλέξουν ποιες κοινότητες πολιτικής θα συμμετάσχουν, ανάλογα με τις προτιμήσεις των πολιτών τους. Η αρχή αυτή θα δώσει σε κάθε κράτος έναν ενεργό και θετικό ρόλο στην διαμόρφωση του μέλλοντος της ΕΕ και όχι έναν παθητικό με τον οποίο οφείλει να δεχτεί ανεπιθύμητες υποχρεώσεις.

Το πλέον ακανθώδες ζήτημα για ένα συμμετοχικό (opt-in) μοντέλο θα ήταν αν το ελεύθερο εμπόριο και η ελεύθερη κυκλοφορία των ανθρώπων πρέπει να είναι ξεχωριστά στοιχεία στο μενού. Ακόμα και αν κάποιος είναι αντίθετος με τους περιορισμούς στην ελεύθερη κυκλοφορία, υπό τις παρούσες συνθήκες μπορεί κάποια μέτρια διαβάθμιση της εφαρμογής της ελεύθερης κυκλοφορίας να μπορούσε να βοηθήσει για την διατήρηση του ευρωπαϊκού σχεδίου. Για παράδειγμα, οι νομικές διατάξεις για ένα «φρένο έκτακτης ανάγκης» ή μια προσωρινή παύση της μετανάστευσης, θα επιτρέπουν στα κράτη να προστατεύουν τις φτωχές ή τις ευάλωτες κοινότητές τους από την ταχεία αύξηση της μετανάστευσης χωρίς να ανατρέπουν την κεντρική αρχή της διασυνοριακής αλληλεπίδρασης. Το να δοθεί στους πληθυσμούς η ευκαιρία να επιλέξουν το προτιμώμενο επίπεδο διαφάνειας θα μπορούσε ακόμη και να αντισταθμίσει μακροπρόθεσμα τον ανελεύθερο εθνικισμό.

Φυσικά, η εθελοντική συμμετοχική (opt-in) προσέγγιση θα καταστήσει την ευρωπαϊκή συνεργασία εξαιρετικά δαιδαλώδη. Πολλοί τομείς της πολιτικής -όπως το εμπόριο και η περιβαλλοντική πολιτική ή η κοινωνική πολιτική και το ευρώ- δεν μπορεί να αποσυνδεθούν πλήρως, και θα πρέπει να υπάρξει κάποιος συντονισμός μεταξύ των κοινοτήτων των [διαφόρων] πολιτικών [τομέων]. Αλλά, οι κίνδυνοι κάποιας ακαταστασίας είναι πολύ μικρότεροι από εκείνους της συνέχισης της υφιστάμενης κατάστασης, η οποία δεν δίνει στα κράτη και στους πολίτες καμιά επιλογή διαχωρισμού των πτυχών της ενσωμάτωσης σε εκείνες που τις επιθυμούν έναντι εκείνων που δεν τις επιθυμούν [9].