Ο άξονας Κύπρου-Ισραήλ-Ιορδανίας | Foreign Affairs - Hellenic Edition
Secure Connection

Ο άξονας Κύπρου-Ισραήλ-Ιορδανίας

Μια ιστορία των ευαίσθητων ισορροπιών στην Μέση Ανατολή

Κατά την τριετία 1960-1963 η ιορδανική πολιτική έναντι της Κύπρου βασιζόταν σε δύο βασικούς πυλώνες: Αφ’ ενός το Αμμάν ήθελε να δηλώσει πίστη στις αποφάσεις του Αραβικού Συνδέσμου που κατηύθυναν την συνολική στάση του αραβικού κόσμου ως προς το νεοσύστατο κυπριακό κράτος, ενθαρρύνοντας την αραβική διείσδυση στο νησί με έμφαση στην οικονομία και στο εμπόριο. Αφ’ ετέρου, και πάλι στο πλαίσιο των αποφάσεων του Αραβικού Συνδέσμου, η Ιορδανία συντάχθηκε με την κοινή αραβική προσπάθεια να διατηρηθεί και να ενισχυθεί το οικονομικό εμπάργκο κατά του Ισραήλ. Η Ιορδανία τάχθηκε και εκείνη στο πλευρό των υπολοίπων αραβικών κρατών, προκειμένου να περιορισθούν ή ακόμα και να διακοπούν παντελώς οι οικονομικές σχέσεις μεταξύ της Κύπρου και του Ισραήλ. Ήδη από το φθινόπωρο του 1960, με συστηματικές κινήσεις που εκπορεύονταν από τον Αραβικό Σύνδεσμο, γίνονταν προσπάθειες να ενισχυθούν οι δεσμοί των εμπορικών επιμελητηρίων και των εργατικών συνδικάτων που ελέγχονταν από την πλειοψηφούσα ελληνοκυπριακή κοινότητα με αντίστοιχους αραβικούς φορείς – στους οποίους περιλαμβάνονταν και ιορδανικοί.

Ωστόσο, και παρά το γεγονός ότι η Ιορδανία συμμετείχε σε εκείνην την παναραβική προσπάθεια να ανακόψει τους δεσμούς που καλλιεργούνταν μεταξύ της Κύπρου και του Ισραήλ, η ιορδανική μοναρχία δεν ξεχνούσε ότι η νασσερική Αίγυπτος είχε τον πρώτο λόγο. Δεν ήταν άλλωστε κρυφό, ότι η υψηλή δημοτικότητα του Νάσσερ στην Κύπρο οφειλόταν στη σταθερή διπλωματική στήριξη που είχε προσφέρει η Αίγυπτος καθ’ όλη την διάρκεια του ελληνοκυπριακού αγώνα κατά των Βρετανών – την στιγμή που η Ιορδανία δεν συγκαταλεγόταν στην κατηγορία των υποστηρικτών των ελληνικών αιτημάτων. Πέραν αυτού, το Αμμάν δεν μπορούσε να λησμονήσει την προσπάθεια των νασσεριστών να ανατρέψουν την χασεμιτική μοναρχία τον Ιούλιο του 1958. Ως εκ τούτου, η Ιορδανία είχε επίγνωση ότι σε περίπτωση που θα ανταποκρινόταν περισσότερο ενεργά στην ενίσχυση της αραβικής παρουσίας στην Κύπρο, εν τέλει θα εξυπηρετούσε τις περιφερειακές σκοπιμότητες του καθεστώτος Νάσσερ, με το οποίο οι σχέσεις κάθε άλλο παρά αγαστές ήταν. Έτσι, σε ό,τι αφορούσε την ανάπτυξη των αραβοκυπριακών σχέσεων, η Ιορδανία απέφευγε να αναλάβει περαιτέρω πρωτοβουλίες και ενσυνείδητα περιοριζόταν στις απολύτως απαραίτητες ενέργειες, που απέρρεαν από την ιδιότητα του κράτους-μέλους του Αραβικού Συνδέσμου. Δεν είναι τυχαίο ότι, παρά τις πληροφορίες που διέρρεαν από ιορδανικές διπλωματικές πηγές, σύμφωνα με τις οποίες «το αργότερο μέχρι τα τέλη Σεπτεμβρίου του 1960 θα λειτουργήσει ιορδανική Πρεσβεία στη Λευκωσία», εν τέλει κάτι τέτοιο έμελλε να συμβεί 56 ολόκληρα χρόνια αργότερα.

Κατά την διάρκεια των περασμένων δεκαετιών, οι διπλωματικές σχέσεις Λευκωσίας-Αμμάν χαρακτηρίζονταν από ουδέτερες έως «παραδοσιακά καλές», χωρίς θετικές ή αρνητικές εξάρσεις. Σε αυτό συνέβαλαν τα ταραγμένα χρόνια που επακολούθησαν στην Κύπρο, από τα Χριστούγεννα του 1963 έως και την τουρκική εισβολή και κατοχή, το καλοκαίρι του 1974. Το Αμμάν προτίμησε να μην εμπλακεί σε μια περιφερειακή διαμάχη, από την οποία δεν είχε να αναμένει κανένα όφελος. Άλλωστε, τόσο πριν όσο και μετά την ανακήρυξη της ανεξαρτησίας της Κυπριακής Δημοκρατίας, το κύριο –αν όχι το μοναδικό- ζήτημα που απασχολούσε την Ιορδανία ως προς τα τεκταινόμενα στην Κύπρο ήταν η διατήρηση ή μη της βρετανικής στρατιωτικής παρουσίας στο νησί. Όταν οι διακοινοτικές συγκρούσεις οξύνθηκαν, η Ιορδανία δεν είχε λόγο να λάβει συγκεκριμένη θέση υπέρ της μιας ή της άλλης κοινότητας, αφ’ ης στιγμής το μέλλον των βρετανικών βάσεων δεν απειλείτο.

Ακόμα και μετά την τουρκική εισβολή του 1974, αλλά και καθ’ όλη την διάρκεια της δεκαετίας του ’80, δεν διαμορφώθηκαν σημεία σύγκλισης μεταξύ της Κύπρου και της Ιορδανίας. Τουναντίον μάλιστα, οι δύο χώρες ακολούθησαν διαφορετικές ατραπούς ως προς ακόμα ένα κομβικής σημασίας περιφερειακό ζήτημα: Το Παλαιστινιακό. Συγκεκριμένα, τα αιματηρά γεγονότα του «Μαύρου Σεπτέμβρη» του 1970 έφεραν την ιορδανική μοναρχία σε ευθεία ένοπλη αντιπαράθεση με την Οργάνωση για την Απελευθέρωση της Παλαιστίνης και τους πυρήνες της, που είχαν εγκατασταθεί στην Ιορδανία μετά το πέρας του Α’ Αραβοϊσραηλινού Πολέμου του 1948 και μετέπειτα μετά τον Πόλεμο των Έξι Ημερών του Ιουνίου του 1967. Η αποτυχία της ΟΑΠ υπό τον Γιασέρ Αραφάτ να ανατρέψει τον βασιλιά Χουσεΐν Α΄, αποτέλεσε την απαρχή της σταδιακής απομάκρυνσης της Ιορδανίας από την φιλοπαλαιστινιακή επικρατούσα τάση στα όργανα του Αραβικού Συνδέσμου. Το 1964 η Ιορδανία είχε ήδη εκφράσει τις έντονες αντιρρήσεις της, όταν ο Αραβικός Σύνδεσμος προτίθετο να αναγνωρίσει την ΟΑΠ ως τον μόνο νόμιμο εκπρόσωπο του παλαιστινιακού λαού. Η ψυχρότητα μεταξύ της Ιορδανίας και των υπολοίπων αραβικών κρατών έγινε εμφανέστερη όταν το 1976 η ΟΑΠ κατέστη πλήρες μέλος του Αραβικού Συνδέσμου, χωρίς να λάβει υπ’ όψιν τις αντιρρήσεις του Αμμάν. Η διπλωματική αναβάθμιση της ηγετικής προσωπικότητας του Γιασέρ Αραφάτ συνέπεσε με την συμπλήρωση του πρώτου έτους του λιβανικού εμφυλίου, με την ΟΑΠ να αναλαμβάνει ενεργό ένοπλη δράση. Τα γεγονότα της Σάμπρα και Σατίλα τον Σεπτέμβριο του 1982 συσπείρωσαν ακόμα περισσότερο το φιλοπαλαιστινιακό αίσθημα σε διεθνές επίπεδο. Ολοένα και περισσότερο εκφράζονταν δυσάρεστες ιστορικές αναγωγές, που συνέκριναν τις σφαγές που υπέστησαν άμαχοι Παλαιστίνιοι - από τους Χριστιανούς Φαλαγγίτες και με την ανοχή του Ισραήλ - με τα αιματηρά γεγονότα του «Μαύρου Σεπτέμβρη» του 1970. Η ψυχρότητα ανάμεσα στο Αμμάν και τις υπόλοιπες αραβικές πρωτεύουσες είχε οξυνθεί χαρακτηριστικά, μιας και οι επικρίσεις κατά της ιορδανικής μοναρχίας δεν προέρχονταν από διεθνή fora αλλά από την «μεγάλη αραβική οικογένεια».