Ο άξονας Κύπρου-Ισραήλ-Ιορδανίας | Foreign Affairs - Hellenic Edition
Secure Connection

Ο άξονας Κύπρου-Ισραήλ-Ιορδανίας

Μια ιστορία των ευαίσθητων ισορροπιών στην Μέση Ανατολή

Η επίσκεψη που πραγματοποίησε στην Κύπρο στις 8 Σεπτεμβρίου 2016 ο βασιλιάς Αμπντάλα Β’ της Ιορδανίας, συνοδευόμενος από τον πρωθυπουργό, τον αντιπρόεδρο της κυβέρνησης, τον υπουργό Εξωτερικών, τον νεο-τοποθετηθέντα πρέσβη της Ιορδανίας στην Κύπρο και άλλους ανώτερους αξιωματούχους, έρχεται ως επιστέγασμα μιας σειράς εντατικών διμερών επαφών που είχαν δρομολογηθεί ήδη από την περασμένη χρονιά. Τον Νοέμβριο του 2015 ο πρόεδρος Αναστασιάδης επισκέφθηκε το Αμμάν και οι επαφές του τόσο με τον Ιορδανό μονάρχη και την κυβέρνηση όσο και με τοπικούς επιχειρηματικούς φορείς επικεντρώθηκαν στους τομείς της οικονομικής συνεργασίας, με έμφαση - όπως άλλωστε ήταν αναμενόμενο – τις νέες περιφερειακές προοπτικές που ανοίγονται στον τομέα της ενέργειας.

Όλα δείχνουν ότι, όπως δήλωσε ο Κύπριος πρόεδρος μετά το πέρας της πρόσφατης επίσκεψης του βασιλιά Αμπντάλα, πράγματι οι δύο χώρες «γράφουν ένα νέο κεφάλαιο στις διμερείς τους σχέσεις». Στην πραγματικότητα όμως, πρόκειται για το πρώτο σημαντικό κεφάλαιο στις διμερείς σχέσεις Κύπρου-Ιορδανίας, οι οποίες, ήδη από την δεκαετία του 1950 έως και σήμερα, χαρακτηρίζονται από σημαντικές ιδιαιτερότητες.

ΚΥΠΡΟΣ-ΙΟΡΔΑΝΙΑ: ΔΥΟ ΧΩΡΕΣ ΣΕ ΠΑΡΑΛΛΗΛΕΣ ΤΡΟΧΙΕΣ

Έχοντας αποτελέσει βρετανικό προτεκτοράτο από το 1921, το Εμιράτο της Υπεριορδανίας απέκτησε την ανεξαρτησία του στις 25 Μαΐου 1946, μετεξελισσόμενο σε Βασίλειο. Ο οίκος των Χασεμιτών ανέλαβε τα ηνία της χώρας, με πρώτο Ιορδανό μονάρχη τον βασιλιά Αμπντάλλα Α’. Ήδη κατά την περίοδο της βρετανικής επικυριαρχίας, είχαν τεθεί οι βάσεις των δομών της διοίκησης και των ενόπλων δυνάμεων, γεγονός το οποίο καθόρισε αποφασιστικά όχι μόνο την εσωτερική λειτουργία του νεοσύστατου ιορδανικού κράτους αλλά και τις περιφερειακές του συμμαχίες. Είχε εξ αρχής καταστεί σαφές ότι η Ιορδανία θα είχε στραμμένη την ματιά της στην Δύση, τελώντας σε πλήρη εξάρτηση από τις στρατηγικές επιλογές του Λονδίνου στην ευρύτερη περιοχή του Μασρέκ και του Περσικού Κόλπου. Κατά την πρώτη εικοσαετία της ύπαρξής του, το νεαρό χασεμιτικό βασίλειο – με ελάχιστους φυσικούς πόρους και ισχνή οικονομία, με την πλειοψηφία των υπηκόων του να αποτελείται από Παλαιστίνιους πρόσφυγες του Α’ Αραβοϊσραηλινού Πολέμου (1948-1949), έχοντας να αντιμετωπίσει την αυξανόμενη επιρροή του αντι-Δυτικού παναραβισμού που προωθούσε η νασερική Αίγυπτος, ως επίσης και την παρουσία του Ισραήλ που παγιωνόταν στην περιοχή – δεν είχε άλλη επιλογή από το να εμβαθύνει ακόμα περισσότερο τις σχέσεις εξάρτησης που επί δεκαετίες είχαν διαμορφωθεί με την προστάτιδα Βρετανία.

30092016-1.jpg

------------------------------------------------------

Δεδομένων των ανωτέρω, όταν κατά το δεύτερο μισό της δεκαετίας του 1950 το Κυπριακό αποτέλεσε ένα από τα κομβικά περιφερειακά ζητήματα που αντιμετώπιζε η βρετανική εξωτερική πολιτική, η φιλοβρετανική στάση που τήρησε το Χασεμιτικό Βασίλειο της Ιορδανίας δεν εξέπληξε κανέναν. Σύμφωνα με την θεώρηση του Αμμάν, εάν οι Βρετανοί αποσύρονταν από την Κύπρο, η ιορδανική μοναρχία θα στερείτο ένα από τα σημαντικότερα στηρίγματά της στην περιοχή. Είναι ενδεικτικό ότι, όταν τον Ιούλιο του 1958 φιλονασσερικές αντικαθεστωτικές δυνάμεις επιχείρησαν να ανατρέψουν τον βασιλιά Χουσεΐν Α’ (πατέρα του σημερινού Ιορδανού μονάρχη), η Βρετανία απέστειλε στο Αμμάν στρατιωτικές ενισχύσεις μέσω των αεροπορικών της βάσεων στην Κύπρο. Χωρίς την άμεση βρετανική στρατιωτική εμπλοκή το κρίσιμο εκείνο καλοκαίρι του 1958, η ιορδανική μοναρχία δεν θα ήταν σε θέση να διατηρήσει την εξουσία και πιθανότατα σήμερα, η μετέπειτα πορεία της χώρας να θύμιζε ό,τι αργότερα επακολούθησε στο πάλαι ποτέ εξίσου φιλο-Δυτικό Χασεμιτικό Βασίλειο του Ιράκ.

Η ιορδανική στάση σε όλες τις ψηφοφορίες που πραγματοποιήθηκαν για το Κυπριακό ζήτημα στα συλλογικά όργανα του ΟΗΕ, από το 1954 έως και το 1958, ήταν ταυτόσημη με εκείνην της Βρετανίας και της πλειοψηφίας των χωρών της Δύσης που δεν στήριζαν τις θέσεις της Ελλάδας και των Ελληνοκυπρίων. Όταν υπεγράφησαν οι συμφωνίες Ζυρίχης-Λονδίνου και εξασφαλίσθηκε η συνέχιση της βρετανικής στρατιωτικής παρουσίας στο νησί, η Ιορδανία δεν είχε κανέναν λόγο να μην θελήσει να καλλιεργήσει τις σχέσεις της με την Κυπριακή Δημοκρατία. Το Αμμάν χαιρέτισε το αποτέλεσμα των συμφωνιών για την Κύπρο. Ήταν μάλιστα χαρακτηριστικό ότι κατά τις επίσημες εκδηλώσεις για την ανακήρυξη της κυπριακής ανεξαρτησίας της 16ης Αυγούστου του 1960, εκτός από τον Λίβανο – που ήταν η μοναδική αραβική χώρα που διατηρούσε διπλωματική παρουσία στην Λευκωσία εκείνη την περίοδο – η Ιορδανία εξέπληξε αποστέλλοντας στις εορταστικές εκδηλώσεις για την ανακήρυξη της ανεξαρτησίας της Κυπριακής Δημοκρατίας επίσημη αντιπροσωπεία, με επικεφαλής της τον Γενικό Γραμματέα του Υπουργείου Εξωτερικών. Κατά τους αμέσως επόμενους μήνες, η Ιορδανία εξέφραζε με ποικίλους τρόπους το ενδιαφέρον της για περαιτέρω εμβάθυνση των σχέσεών της με την Κυπριακή Δημοκρατία. Στην πράξη όμως, η στάση του Αμμάν αποτιμάται ως μάλλον διστακτική.

Κατά την τριετία 1960-1963 η ιορδανική πολιτική έναντι της Κύπρου βασιζόταν σε δύο βασικούς πυλώνες: Αφ’ ενός το Αμμάν ήθελε να δηλώσει πίστη στις αποφάσεις του Αραβικού Συνδέσμου που κατηύθυναν την συνολική στάση του αραβικού κόσμου ως προς το νεοσύστατο κυπριακό κράτος, ενθαρρύνοντας την αραβική διείσδυση στο νησί με έμφαση στην οικονομία και στο εμπόριο. Αφ’ ετέρου, και πάλι στο πλαίσιο των αποφάσεων του Αραβικού Συνδέσμου, η Ιορδανία συντάχθηκε με την κοινή αραβική προσπάθεια να διατηρηθεί και να ενισχυθεί το οικονομικό εμπάργκο κατά του Ισραήλ. Η Ιορδανία τάχθηκε και εκείνη στο πλευρό των υπολοίπων αραβικών κρατών, προκειμένου να περιορισθούν ή ακόμα και να διακοπούν παντελώς οι οικονομικές σχέσεις μεταξύ της Κύπρου και του Ισραήλ. Ήδη από το φθινόπωρο του 1960, με συστηματικές κινήσεις που εκπορεύονταν από τον Αραβικό Σύνδεσμο, γίνονταν προσπάθειες να ενισχυθούν οι δεσμοί των εμπορικών επιμελητηρίων και των εργατικών συνδικάτων που ελέγχονταν από την πλειοψηφούσα ελληνοκυπριακή κοινότητα με αντίστοιχους αραβικούς φορείς – στους οποίους περιλαμβάνονταν και ιορδανικοί.

Ωστόσο, και παρά το γεγονός ότι η Ιορδανία συμμετείχε σε εκείνην την παναραβική προσπάθεια να ανακόψει τους δεσμούς που καλλιεργούνταν μεταξύ της Κύπρου και του Ισραήλ, η ιορδανική μοναρχία δεν ξεχνούσε ότι η νασσερική Αίγυπτος είχε τον πρώτο λόγο. Δεν ήταν άλλωστε κρυφό, ότι η υψηλή δημοτικότητα του Νάσσερ στην Κύπρο οφειλόταν στη σταθερή διπλωματική στήριξη που είχε προσφέρει η Αίγυπτος καθ’ όλη την διάρκεια του ελληνοκυπριακού αγώνα κατά των Βρετανών – την στιγμή που η Ιορδανία δεν συγκαταλεγόταν στην κατηγορία των υποστηρικτών των ελληνικών αιτημάτων. Πέραν αυτού, το Αμμάν δεν μπορούσε να λησμονήσει την προσπάθεια των νασσεριστών να ανατρέψουν την χασεμιτική μοναρχία τον Ιούλιο του 1958. Ως εκ τούτου, η Ιορδανία είχε επίγνωση ότι σε περίπτωση που θα ανταποκρινόταν περισσότερο ενεργά στην ενίσχυση της αραβικής παρουσίας στην Κύπρο, εν τέλει θα εξυπηρετούσε τις περιφερειακές σκοπιμότητες του καθεστώτος Νάσσερ, με το οποίο οι σχέσεις κάθε άλλο παρά αγαστές ήταν. Έτσι, σε ό,τι αφορούσε την ανάπτυξη των αραβοκυπριακών σχέσεων, η Ιορδανία απέφευγε να αναλάβει περαιτέρω πρωτοβουλίες και ενσυνείδητα περιοριζόταν στις απολύτως απαραίτητες ενέργειες, που απέρρεαν από την ιδιότητα του κράτους-μέλους του Αραβικού Συνδέσμου. Δεν είναι τυχαίο ότι, παρά τις πληροφορίες που διέρρεαν από ιορδανικές διπλωματικές πηγές, σύμφωνα με τις οποίες «το αργότερο μέχρι τα τέλη Σεπτεμβρίου του 1960 θα λειτουργήσει ιορδανική Πρεσβεία στη Λευκωσία», εν τέλει κάτι τέτοιο έμελλε να συμβεί 56 ολόκληρα χρόνια αργότερα.

Κατά την διάρκεια των περασμένων δεκαετιών, οι διπλωματικές σχέσεις Λευκωσίας-Αμμάν χαρακτηρίζονταν από ουδέτερες έως «παραδοσιακά καλές», χωρίς θετικές ή αρνητικές εξάρσεις. Σε αυτό συνέβαλαν τα ταραγμένα χρόνια που επακολούθησαν στην Κύπρο, από τα Χριστούγεννα του 1963 έως και την τουρκική εισβολή και κατοχή, το καλοκαίρι του 1974. Το Αμμάν προτίμησε να μην εμπλακεί σε μια περιφερειακή διαμάχη, από την οποία δεν είχε να αναμένει κανένα όφελος. Άλλωστε, τόσο πριν όσο και μετά την ανακήρυξη της ανεξαρτησίας της Κυπριακής Δημοκρατίας, το κύριο –αν όχι το μοναδικό- ζήτημα που απασχολούσε την Ιορδανία ως προς τα τεκταινόμενα στην Κύπρο ήταν η διατήρηση ή μη της βρετανικής στρατιωτικής παρουσίας στο νησί. Όταν οι διακοινοτικές συγκρούσεις οξύνθηκαν, η Ιορδανία δεν είχε λόγο να λάβει συγκεκριμένη θέση υπέρ της μιας ή της άλλης κοινότητας, αφ’ ης στιγμής το μέλλον των βρετανικών βάσεων δεν απειλείτο.

Ακόμα και μετά την τουρκική εισβολή του 1974, αλλά και καθ’ όλη την διάρκεια της δεκαετίας του ’80, δεν διαμορφώθηκαν σημεία σύγκλισης μεταξύ της Κύπρου και της Ιορδανίας. Τουναντίον μάλιστα, οι δύο χώρες ακολούθησαν διαφορετικές ατραπούς ως προς ακόμα ένα κομβικής σημασίας περιφερειακό ζήτημα: Το Παλαιστινιακό. Συγκεκριμένα, τα αιματηρά γεγονότα του «Μαύρου Σεπτέμβρη» του 1970 έφεραν την ιορδανική μοναρχία σε ευθεία ένοπλη αντιπαράθεση με την Οργάνωση για την Απελευθέρωση της Παλαιστίνης και τους πυρήνες της, που είχαν εγκατασταθεί στην Ιορδανία μετά το πέρας του Α’ Αραβοϊσραηλινού Πολέμου του 1948 και μετέπειτα μετά τον Πόλεμο των Έξι Ημερών του Ιουνίου του 1967. Η αποτυχία της ΟΑΠ υπό τον Γιασέρ Αραφάτ να ανατρέψει τον βασιλιά Χουσεΐν Α΄, αποτέλεσε την απαρχή της σταδιακής απομάκρυνσης της Ιορδανίας από την φιλοπαλαιστινιακή επικρατούσα τάση στα όργανα του Αραβικού Συνδέσμου. Το 1964 η Ιορδανία είχε ήδη εκφράσει τις έντονες αντιρρήσεις της, όταν ο Αραβικός Σύνδεσμος προτίθετο να αναγνωρίσει την ΟΑΠ ως τον μόνο νόμιμο εκπρόσωπο του παλαιστινιακού λαού. Η ψυχρότητα μεταξύ της Ιορδανίας και των υπολοίπων αραβικών κρατών έγινε εμφανέστερη όταν το 1976 η ΟΑΠ κατέστη πλήρες μέλος του Αραβικού Συνδέσμου, χωρίς να λάβει υπ’ όψιν τις αντιρρήσεις του Αμμάν. Η διπλωματική αναβάθμιση της ηγετικής προσωπικότητας του Γιασέρ Αραφάτ συνέπεσε με την συμπλήρωση του πρώτου έτους του λιβανικού εμφυλίου, με την ΟΑΠ να αναλαμβάνει ενεργό ένοπλη δράση. Τα γεγονότα της Σάμπρα και Σατίλα τον Σεπτέμβριο του 1982 συσπείρωσαν ακόμα περισσότερο το φιλοπαλαιστινιακό αίσθημα σε διεθνές επίπεδο. Ολοένα και περισσότερο εκφράζονταν δυσάρεστες ιστορικές αναγωγές, που συνέκριναν τις σφαγές που υπέστησαν άμαχοι Παλαιστίνιοι - από τους Χριστιανούς Φαλαγγίτες και με την ανοχή του Ισραήλ - με τα αιματηρά γεγονότα του «Μαύρου Σεπτέμβρη» του 1970. Η ψυχρότητα ανάμεσα στο Αμμάν και τις υπόλοιπες αραβικές πρωτεύουσες είχε οξυνθεί χαρακτηριστικά, μιας και οι επικρίσεις κατά της ιορδανικής μοναρχίας δεν προέρχονταν από διεθνή fora αλλά από την «μεγάλη αραβική οικογένεια».

Υπό την σκιά των γεγονότων της δεκαετίας του 1980, που σημάδεψαν την πορεία του παλαιστινιακού κινήματος (λιβανικός εμφύλιος, τα γεγονότα στην Σάμπρα και Σατίλα και βεβαίως, η πρώτη Ιντιφάντα), η Κύπρος υιοθέτησε ξεκάθαρη φιλοπαλαιστινιακή γραμμή. Η στάση αυτή δεν ερμηνεύεται μόνο από την εμφανή τάση ευθυγράμμισης της εξωτερικής πολιτικής της Λευκωσίας με την παραδοσιακά φιλοαραβική Αθήνα, ή από την ανάγκη να μην χαθεί η παναραβική στήριξη στον ΟΗΕ για το Κυπριακό ζήτημα. Εξηγείται και από την μαζική ροή κεφαλαίων από τον Λίβανο προς την Κύπρο, λόγω της παρατεταμένης οικονομικής αβεβαιότητας που απέρρεε από τον συνεχιζόμενο αιματηρό εμφύλιο. Όσο κυνικό και αν ακούγεται, δεν θα ήταν υπερβολή να ειπωθεί ότι ο εμφύλιος πόλεμος στον Λίβανο αποτέλεσε έναν από τους κύριους παράγοντες ανάκαμψης της κυπριακής οικονομίας εκείνη την εποχή.

Έτσι, κατά την δεκαετία του 1980, Κύπρος και Ιορδανία εκ των πραγμάτων δεν ήταν σε θέση να εξεύρουν κοινά σημεία αναφοράς στην περιφερειακή τους πολιτική - την στιγμή που η Λευκωσία τηρούσε μια ξεκάθαρη φιλοπαλαιστινιακή στάση, ενώ το Αμμάν αντιμετώπιζε με μεγάλη επιφυλακτικότητα την παλαιστινιακή εθνική περιπέτεια. Αυτές οι συγκυρίες δεν διαμόρφωναν κατάλληλο κλίμα ώστε Κύπρος και Ιορδανία να αναβαθμίσουν ουσιαστικά τις διμερείς τους σχέσεις. Συγχρόνως όμως, δεν σημειώθηκε κάποια αφορμή έντασης: Ήταν σαφές ότι ο τρόπος με τον οποίον η Ιορδανία είχε αποφασίσει να διαχειρισθεί το ευαίσθητο παλαιστινιακό ζήτημα σχετιζόταν άμεσα με τον αυτοπροσδιορισμό της κρατικής της υπόστασης – και η Λευκωσία, όπως ήταν φυσικό, δεν είχε κανέναν λόγο να λάβει θέση επ’ αυτού.

Στις αρχές της δεκαετίας του 1990, το τέλος του Πρώτου Πολέμου του Κόλπου άνοιξε τον δρόμο για την ειρηνευτική διάσκεψη της Μαδρίτης και την σταδιακή αναβάθμιση των διπλωματικών σχέσεων του Ισραήλ με τις μετριοπαθείς φιλο-Δυτικές αραβικές χώρες. Έτσι, άρχισαν να λειτουργούν ισραηλινά γραφεία συμφερόντων στο Μαρόκο, στο Κατάρ, στα Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα και στην Τυνησία, ενώ στην πρωτεύουσα της Μαυριτανίας Νουακχότ λειτούργησε η πρώτη ισραηλινή πρεσβεία σε χώρα-μέλος του Αραβικού Συνδέσμου. Αντιστοίχως, η Ελλάδα, η Κύπρος και η Τουρκία αποφάσισαν να ομαλοποιήσουν την διπλωματική τους εκπροσώπηση στο Τελ Αβίβ, λειτουργώντας Πρεσβείες. Μετά την υπογραφή των συμφωνιών του Όσλο και τη σύσταση της Παλαιστινιακής Αρχής στην Δυτική Όχθη και στην Λωρίδα της Γάζας, ήρθε η σειρά της Ιορδανίας να προσαρμοσθεί στα νέα περιφερειακά δεδομένα, υπογράφοντας το 1994 συνθήκη ειρήνης με το Ισραήλ.

Το γενικότερο κλίμα ευφορίας εκείνης της περιόδου, δεν έδειχνε να επηρεάζει θετικά τις διμερείς σχέσεις Κύπρου-Ιορδανίας. Και εκείνη την περίοδο, οι δύο χώρες, για καθαρά ενδογενείς λόγους η κάθε μια, ακολουθούσαν τις δικές τους ασύνδετες παράλληλες τροχιές: Η Κύπρος απολάμβανε μια –εξαιρετικά ευάλωτη όπως αποδείχθηκε- οικονομική ευμάρεια, που της επέτρεψε να ενταχθεί στην ευρωπαϊκή οικογένεια, χωρίς όμως τελικά να καταφέρνει να επιλύσει το αγκάθι της τουρκικής κατοχής. Την ίδια στιγμή, η Ιορδανία ενώ απαλλασσόταν αργά και σταθερά από τον μόνιμο εσωτερικό «παλαιστινιακό κίνδυνο», άρχισε να εστιάζει το ενδιαφέρον της στις ηγετικές τάσεις του εγχώριου κινήματος των Αδελφών Μουσουλμάνων – ένα ζήτημα που απασχολεί την ιορδανική μοναρχία μέχρι σήμερα.

ΟΙ ΣΧΕΣΕΙΣ ΜΕΤΑ ΤΟΥΣ ΥΔΡΟΓΟΝΑΝΘΡΑΚΕΣ

Η πρόσφατη αναβάθμιση των κυπρο-ιορδανικών σχέσεων σχετίζεται άμεσα με την ανακάλυψη των κοιτασμάτων φυσικού αερίου στην Ανατολική Μεσόγειο. Κατά την τελευταία εξαετία, η Κύπρος καλείται να θέσει σε υγιείς βάσεις τις περιφερειακές της σχέσεις και να ενταχθεί στους υφιστάμενους συσχετισμούς, διασφαλίζοντας τα εθνικά της συμφέροντα. Ειδικότερα, σε ό,τι αφορά τις διμερείς σχέσεις της Κύπρου με την Ιορδανία και τον τρόπο αξιοποίησής τους, η Λευκωσία οφείλει να λάβει υπ’ όψιν της το ευρύ πλέγμα των διμερών συσχετισμών Ιορδανίας-Ισραήλ, όπως έχουν παγιωθεί κατά τις τελευταίες δεκαετίες.

Πολύ πριν την υπογραφή της συνθήκης ειρήνης μεταξύ Ισραήλ και Ιορδανίας το 1994, η Ιορδανία καλείτο όσο καμία άλλη αραβική χώρα να αντιμετωπίζει σε καθημερινή βάση τα τετελεσμένα του Πολέμου του 1948 και όλων των υπολοίπων που επακολούθησαν. Με την διμερή συμφωνία κατάπαυσης του πυρός, που υπεγράφη στην Ρόδο τον Απρίλιο του 1949, Ισραηλινοί και Ιορδανοί μοιράζονταν την Ιερουσαλήμ, μια πόλη με πλείστες ιδιαιτερότητες. Παράλληλα, η «πράσινη γραμμή» που διαχώριζε την ιορδανική Δυτική Όχθη του Ιορδάνη από την ισραηλινή επικράτεια, είχε χαραχθεί χωρίς καμία γεωγραφική λογική. Ισραηλινά και ιορδανικά αστικά και ημιαστικά κέντρα απείχαν ελάχιστα μεταξύ τους, αφήνοντας πλείστα περιθώρια για μελλοντικές εδαφικές αμφισβητήσεις. Η επίφαση πρόσκαιρης ηρεμίας που υποτίθεται ότι εξασφάλιζε η οριογραμμή εκείνη, έφερε έναν ιδιότυπο διαρκή πόλεμο χαρακωμάτων σε πλείστα «θερμά» σημεία της Δυτικής Όχθης, αλλά και ανάμεσα σε πυκνοκατοικημένες περιοχές του εβραϊκού και του αραβικού τομέα της Ιερουσαλήμ.

30092016-2.jpg

Ο υπηρεσιακός υπουργός Ενέργειας Gebran Bassil επισημαίνει σε έναν χάρτη κατά τη διάρκεια περιοδείας στις περιοχές που πιστεύεται ότι έχουν αποθέματα φυσικού αερίου, στα ανοικτά των ακτών του Λιβάνου κοντά στην Βηρυτό στις 30 Μαΐου 2013. Οι υπεράκτιες σεισμικές έρευνες δείχνουν Λίβανο έχει τουλάχιστον 30 τρισεκατομμύρια κυβικά πόδια σε μόλις ένα μικρό κλάσμα των υδάτων της Μεσογείου, είπε ο Bassil. Ο Λίβανος έχει επιλέξει 46 διεθνείς εταιρείες πετρελαίου για να υποβάλουν προσφορά ερευνών για το φυσικό αέριο στα ανοικτά των ακτών του, μετά τις ανακαλύψεις στα ύδατα ανοικτά του γειτονικού Ισραήλ και της Κύπρου. REUTERS/Mohammed Azakir
------------------------------------------------

Με τον πόλεμο του 1967, ο ισραηλινός στρατός κατέλαβε την Δυτική Όχθη και τον αραβικό τομέα της Ιερουσαλήμ. Δεν άργησε να διαμορφώνεται ένα καθεστώς de facto συγκυριαρχίας Ισραήλ-Ιορδανίας, που επηρέαζαν σε καθημερινή βάση την ζωή των μονίμων κατοίκων των κατεχομένων περιοχών. Αν και μια λεπτομερής ανάδειξη των ποικίλων πτυχών του ιδιότυπου status quo ιορδανο-ισραηλινής συμβίωσης –που ακόμα δεν έχει παντελώς εξαλειφθεί- δεν αποτελεί το κύριο αντικείμενο της παρούσας ανάλυσης, αρκεί επιγραμματικά να ειπωθεί, ότι η συνθήκη ειρήνης του 1994 ουσιαστικά επικύρωνε την ήδη ισχύουσα «αναγκαστική συνύπαρξη» των δύο κρατικών εξουσιών, οι οποίες, ούτως ή άλλως, ανέκαθεν μοιράζονταν πολλά κοινά: Αφ’ ενός, Ισραήλ και Ιορδανία αντιμετώπιζαν διαχρονικά κοινούς αντιπάλους (τον Νασσερισμό κατά την δεκαετία του ’50, το αίτημα των Παλαιστινίων για εθνική ανεξαρτησία από την δεκαετία του ’60 έως και σήμερα, ενώ από τις αρχές τις δεκαετίας του ’90 προστέθηκε και ο κίνδυνος της περιφερειακής εξάπλωσης του ριζοσπαστικού πολιτικού Ισλάμ). Αφ’ ετέρου, τόσο το Ισραήλ όσο και η Ιορδανία στηρίζονταν πολιτικά και διπλωματικά από τα ίδια διεθνή κέντρα αποφάσεων (αρχικά από το Λονδίνο και μετέπειτα από την Ουάσινγκτον και την Δύση εν γένει).

Δεδομένων των ανωτέρω λοιπόν, δεν θα έπρεπε να εκπλήσσουν εκτιμήσεις έγκυρων Ισραηλινών αναλυτών, που υποστηρίζουν ότι το Ισραήλ θα κληθεί εκ των πραγμάτων προστατεύσει την χασεμιτική μοναρχία σε περίπτωση που αμφισβητηθεί η πολιτειακή της ισχύς.

Η ανακάλυψη των κοιτασμάτων υδρογονανθράκων στην Ανατολική Μεσόγειο το 2010 αποτέλεσε γεγονός καταλυτικής σημασίας, αναδιαμορφώνοντας ποικιλοτρόπως την περιφερειακή πολιτική όλων ανεξαιρέτως των χωρών της περιοχής. Στην περίπτωση της Ιορδανίας, πρωτεύοντα ρόλο έπαιξε η σημαντική αναβάθμιση του Ισραήλ στον τομέα της ενέργειας. Δεν θα ήταν υπερβολή να ειπωθεί ότι η ενεργειακή δορυφοροποίηση της Ιορδανίας εκ μέρους του Ισραήλ είναι ήδη γεγονός. Η ιορδανική μοναρχία φαίνεται αποφασισμένη να μην λάβει υπ’ όψιν της τις αντιδράσεις της τοπικής κοινής γνώμης και να ενισχύσει τους δεσμούς της με το Ισραήλ στον τομέα της ενέργειας. Ήδη από το 2014 έχει δρομολογηθεί ότι το ισραηλινό κοίτασμα Ταμάρ θα καλύπτει σημαντικό ποσοστό αναγκών της ιορδανικής αγοράς, αρχής γενομένης από τις αρχές του 2017.

Είναι χαρακτηριστικό ότι το ιορδανικό κοινοβούλιο, σε μια άκρως επεισοδιακή συνεδρίασή του στις 22.5.2016 – τρεις μόλις ημέρες πριν τον εορτασμό της εθνικής επετείου της ανεξαρτησίας -, απέρριψε σχέδιο νόμου της κυβέρνησης που θα επέτρεπε σε ισραηλινές εταιρείες να συμμετέχουν σε διαγωνισμούς δημοσίων έργων. Η πρωινή συνεδρίαση διακόπηκε εν μέσω φημών ότι το Παλάτι είχε δυσαρεστηθεί από αυτήν την εξέλιξη, αφήνοντας ανοικτό το ενδεχόμενο άμεσης διάλυσης του κοινοβουλίου. Το απόγευμα της ίδια ημέρας η συνεδρίαση επαναλήφθηκε, το ίδιο σχέδιο νόμου τέθηκε εκ νέου σε ψηφοφορία και εν τέλει υπερψηφίσθηκε. Ο νέος αυτός νόμος εκτιμάται ότι σχετίζεται με την συμμετοχή ισραηλινών κατασκευαστικών εταιρειών στην ανοικοδόμηση τείχους ασφαλείας με ηλεκτρονικά μέσα επιτήρησης κατά μήκος της μεθορίου Ιορδανίας-Συρίας, στα εκτεταμένα έργα αφαλάτωσης στη νότια Νεκρά Θάλασσα, και βέβαια, στην κατασκευή δικτύου επίγειων αγωγών που θα μεταφέρουν το ισραηλινό φυσικό αέριο στην ιορδανική αγορά, το αργότερο έως τις αρχές του 2018.

Ύστερα από αυτό το πρωτοφανές για τα τοπικά δεδομένα κοινοβουλευτικό επεισόδιο, εκδόθηκε βασιλικό διάταγμα που προκήρυσσε την διενέργεια βουλευτικών εκλογών για τις 20.9.2016, ορίζοντας ως υπηρεσιακό πρωθυπουργό τον Χάνι Μάλκι – ο οποίος κατά το παρελθόν είχε διαπραγματευθεί επιτυχώς με την ισραηλινή κυβέρνηση περί την σύσταση κοινής διακρατικής Ζώνης Ελευθέρων Συναλλαγών στο λιμάνι της Άκαμπα και στο ισραηλινό τουριστικό θέρετρο Εϊλάτ της Ερυθράς Θάλασσας. Μετά την ανάδειξη του νέου Κοινοβουλίου, ο Ιορδανός μονάρχης διατήρησε τον Μάλκι στον πρωθυπουργικό του θώκο, προφανώς λόγω της εμπειρίας που απέκτησε ως διαπραγματευτής με την ισραηλινή πλευρά.

Έξι ακριβώς ημέρες μετά την διεξαγωγή των βουλευτικών εκλογών στην Ιορδανία, η Noble Energy ανακοίνωσε την υπογραφή της συμφωνίας που θα εξασφαλίσει την πώληση ισραηλινού φυσικού αερίου προς την ιορδανική κρατική εταιρεία ηλεκτροδότησης, ενώ απομένει να αποσαφηνισθεί ποιες χώρες ή ποιοι επιχειρηματικοί φορείς θα καλύψουν το κόστος κατασκευής του δικτύου επίγειων αγωγών που θα συνδέουν το Ισραήλ με την Ιορδανία. Και ενώ η εξάρτηση της Ιορδανίας έναντι του Ισραήλ αυξάνεται, η ιορδανική κοινή γνώμη εκφράζει ξεκάθαρα τις αντιρρήσεις της, αμφισβητώντας την ορθότητα των περιφερειακών επιλογών της μοναρχίας.

ΟΙ ΚΥΠΡΙΑΚΕΣ ΕΠΙΔΙΩΞΕΙΣ

Σε αντίθεση με την ιορδανική Realpolitik, που αντιλαμβάνεται την ενεργειακή πραγματικότητα με καθαρά τεχνοκρατικά και οικονομικά κριτήρια, η Κύπρος δεν μπορεί να αγνοήσει τις πολιτικές παραμέτρους που συνδέουν την εκμετάλλευση του ορυκτού της πλούτου με το άλυτο εθνικό ζήτημα. Παράλληλα με τους υπολογισμούς των πολυεθνικών εταιρειών που επιθυμούν να δραστηριοποιηθούν στην Ανατολική Μεσόγειο, η Λευκωσία βλέπει το φυσικό αέριο εντός της ΑΟΖ της ως μια ευκαιρία επωφελούς επίλυσης του Κυπριακού. Είναι σαφές ότι τα κίνητρα που ώθησαν Ελλάδα και Κύπρο να συστήσουν διακριτές τριμερείς περιφερειακές συμφωνίες με το Ισραήλ και την Αίγυπτο αντίστοιχα, ήταν πρωτίστως πολιτικά και δευτερευόντως αμιγώς τεχνοκρατικά.

Ωστόσο, μετά την πρόσφατη διπλωματική επαναπροσέγγιση Τουρκίας-Ισραήλ, ανακοινώθηκε και επίσημα η πρόθεση να κατασκευαστεί υποθαλάσσιος αγωγός μεταφοράς ισραηλινού φυσικού αερίου που θα συνδέει τις βόρειες ακτές του Ισραήλ με τις νότιες ακτές της Τουρκίας, με τελικό προορισμό τις ευρωπαϊκές αγορές. Το ενδεχόμενο αυτό ήταν επόμενο να προβληματίσει την κυπριακή πλευρά, όχι μόνο ως προς την ποιότητα της περιφερειακής ενεργειακής συνεργασίας με το Ισραήλ, αλλά και ως προς την τελική μορφή που θα λάβει ο χάρτης των αγωγών της Ανατολικής Μεσογείου. Έτι περαιτέρω, και ενόσω η Noble Energy δείχνει να επιθυμεί να εντάξει την «τουρκική οδό» στους επενδυτικούς της σχεδιασμούς, η Ιορδανία δείχνει εξίσου πρόθυμη να προσαρμοσθεί σε μια τέτοια προοπτική – δεδομένου ότι σε αυτήν θα εντάσσεται και το Ισραήλ, από το οποίο τείνει να εξαρτάται απόλυτα.

Όταν η Λευκωσία ανακοινώνει ότι επιδιώκει να εξάγει κυπριακό φυσικό αέριο στην Ιορδανία, ουσιαστικά επιδιώκει να πείσει το Αμμάν να περιορίσει την εξάρτησή του από την ισραηλινή παραγωγή, από τους περιφερειακούς σχεδιασμούς της Noble – και , επαγωγικά, επιδιώκει να αποδυναμώσει την λύση της «τουρκικής οδού», την οποία η Άγκυρα διαχειρίζεται ως μέσο άσκησης πίεσης στις διαπραγματεύσεις για την επίλυση του Κυπριακού. Εκτιμάται λοιπόν, ότι πέραν της ανάγκης να βρεθούν νέες αγορές που θα είναι σε θέση να απορροφήσουν το κυπριακό φυσικό αέριο, ένας εξίσου σημαντικός λόγος που ώθησε την Λευκωσία να αναβαθμίσει τις σχέσεις της με το Αμμάν είναι να αποτραπεί ο κίνδυνος ενός ακόμα δυσάρεστου επακόλουθου της πρόσφατης επαναπροσέγγισης Τουρκίας-Ισραήλ: Την «επαγωγική»-αλυσιδωτή επέκταση της τουρκικής επιρροής στην ιορδανική αγορά ενέργειας, η οποία ουσιαστικά έχει ήδη δορυφοροποιηθεί από το ισραηλινό φυσικό αέριο.

Με την επίσκεψη που πραγματοποίησε στην Κύπρο ο Ιορδανός υπουργός Εξωτερικών, Νάσερ Τζιούντε, στις 29 Ιουλίου 2016 διαφάνηκε πιο ξεκάθαρα ποιο είναι το ζητούμενο στις σχέσεις των δύο χωρών από τώρα και στο εξής.

Από κυπριακής πλευράς τονίσθηκε η ανάγκη ένταξης της Ιορδανίας στο υπάρχον πλέγμα περιφερειακών συνεργασιών της Λευκωσίας στον τομέα της ενέργειας. Η επιδίωξη αυτή συσχετιζόταν με την ανεύρεση κατάλληλης φόρμουλας, ούτως ώστε το κυπριακό φυσικό αέριο να καλύψει ανάγκες της ιορδανικής αγοράς, προκειμένου να δοθεί στο Αμμάν μια δεύτερη εναλλακτική, πέραν της ισραηλινής παραγωγής φυσικού αερίου. Ωστόσο, οι πιθανότητες ευόδωσης των κυπριακών επιδιώξεων διαφαίνονται λιγοστές, καθότι τόσο το Ισραήλ όσο και η Noble Energy έχουν προχωρήσει σε καίριες κινήσεις ελέγχου της ιορδανικής αγοράς.

Από την άλλη πλευρά, η Ιορδανία τονίζει την σημασία που έχει για αυτήν το γεγονός ότι η Κύπρος και η Ελλάδα, ως κράτη-μέλη της ΕΕ, είναι σε θέση να προωθήσουν ενώπιον των ευρωπαϊκών κέντρων λήψεως αποφάσεων τα αιτήματα του Αμμάν για περαιτέρω οικονομική ενίσχυση και όσο το δυνατόν μεγαλύτερη ελάφρυνση του βάρους που η Ιορδανία ανέλαβε, με την επί σειρά ετών φιλοξενία στο έδαφός της ενός εξαιρετικά μεγάλου αριθμού Σύρων προσφύγων. Σύμφωνα με επίσημα στοιχεία που παρέθεσε ο Ιορδανός υπουργός Εξωτερικών στο πλαίσιο των εργασιών της φετινής συνόδου του ΟΗΕ, οι πρόσφυγες του συριακού εμφυλίου που διαβιούν στην Ιορδανία σήμερα αποτελούν το 20% του συνολικού πληθυσμού της χώρας του. Πέραν των ανωτέρω, αφ’ ενός η Ιορδανία αναζητεί ασφαλείς διόδους για το εξωτερικό της εμπόριο για όσο διάστημα η Συρία δεν προσφέρεται ως διαμετακομιστικός σταθμός των ιορδανικών εισαγωγών και εξαγωγών, αφ’ ετέρου τα τελευταία χρόνια αναπτύχθηκε μια ισχυρή φιλομοναρχική επιχειρηματική ελίτ που αναζητεί τρόπους να διεισδύσει στην ευρωπαϊκή αγορά.

Η Κυπριακή Δημοκρατία, λόγω της γεωγραφικής της θέσης και της ιδιότητας του κράτους-μέλους της ΕΕ, αντικειμενικά είναι σε θέση να προωθήσει τα ιορδανικά αιτήματα τόσο σε διμερές όσο και σε ευρωπαϊκό επίπεδο. Ύστερα από δεκαετίες ουδέτερων «παραδοσιακών φιλικών σχέσεων» μεταξύ Λευκωσίας και Αμμάν, εν τέλει αναδείχθηκαν σημεία σύγκλισης ανάμεσα στην περιφερειακή πολιτική της Κύπρου και της Ιορδανίας. Παρότι η κυβέρνηση του Αμμάν ήταν από τις πρώτες που αναγνώρισαν το κυπριακό κράτος το 1960, ο πρώτος Ιορδανός Πρέσβης επέδωσε τα διαπιστευτήριά του στον πρόεδρο Αναστασιάδη στις 30 Αυγούστου 2016 και η ιορδανική Πρεσβεία στη Λευκωσία έχει συμπληρώσει μόλις τέσσερις εβδομάδες λειτουργίας.

Από την άλλη πλευρά όμως, κρίνεται εξαιρετικά αμφίβολο εάν η Λευκωσία θα είναι σε θέση να αξιοποιήσει προς το συμφέρον της τις ήδη ειλημμένες αποφάσεις της ιορδανικής πολιτικής ηγεσίας στον τομέα της ενέργειας. Οι πρόσφατες ενέργειες του Αμμάν καταδεικνύουν ότι, ακόμα μια φορά, Ιορδανία και Κύπρος κινούνται σε παράλληλες τροχιές όσον αφορά τα φλέγοντα περιφερειακά ζητήματα – και αυτή φορά, το μείζον ζήτημα που καλούνται να διαχειρισθούν οι δύο αυτές χώρες είναι η διαμόρφωση του ενεργειακού χάρτη της Ανατολικής Μεσογείου. Όλα δείχνουν ότι οι επιλογές των στρατηγικών επενδυτών, αλλά και η ποικιλοτρόπως δοκιμασμένη ιορδανική Realpolitik, θα καθορίσουν την θέση της Ιορδανίας στον νέο ενεργειακό περιφερειακό χάρτη.

Ωστόσο, η επιτυχία οιασδήποτε διμερούς περιφερειακής συνεργασίας εξαρτάται από τον βαθμό ικανοποίησης των συμφερόντων αμφοτέρων των μερών. Ήδη ανακοινώθηκε ότι κατά τους προσεχείς μήνες, Κύπρος και Ιορδανία πρόκειται να συνάψουν περαιτέρω διμερείς συμφωνίες – προφανώς με σκοπό να ισοσταθμισθεί ο διαφαινόμενος ετεροβαρής χαρακτήρας του υπάρχοντος πλαισίου συνεργασίας.

Παρά τις δυσκολίες, οι οιωνοί δεν είναι απαραίτητα αποθαρρυντικοί. Η ιορδανική μοναρχία, από το 1948 έως και σήμερα, έχει αποδείξει ότι γνωρίζει πώς να διαχειρίζεται εύστοχα αντίρροπες περιφερειακές δυνάμεις. Η Κύπρος έχει δεσμευθεί να προωθήσει τα ιορδανικά οικονομικά αιτήματα στην Ευρώπη. Η Ιορδανία καλείται από την πλευρά της να προσφέρει στην Λευκωσία ικανά ανταλλάγματα, προκειμένου το νέο κεφάλαιο στις μεταξύ τους σχέσεις να μακροημερεύσει.

Copyright © 2015 by the Council on Foreign Relations, Inc.
All rights reserved.

Μπορείτε να ακολουθείτε το «Foreign Affairs, The Hellenic Edition» στο TWITTER στην διεύθυνση www.twitter.com/foreigngr αλλά και στο FACEBOOK, στην διεύθυνση www.facebook.com/ForeignAffairs.gr και στο linkedin στην διεύθυνση https://www.linkedin.com/company/foreign-affairs-the-hellenic-edition