Ένας φίλος σε ανάγκη | Foreign Affairs - Hellenic Edition
Secure Connection

Ένας φίλος σε ανάγκη

Ο Ομπάμα, ο Ρέντσι και το ιταλικό δημοψήφισμα
Περίληψη: 

Ο Renzi αντιμετωπίζει μια διπλή πρόκληση στο να «πουλήσει» τον εαυτό του και την ατζέντα του. Από τη μια πλευρά, θα πρέπει να πείσει τους Ιταλούς ότι οι προτάσεις του για την συνταγματική μεταρρύθμιση θα διατηρήσουν την ιταλική παράδοση της συναίνεσης, και δεν θα είναι ένα μέσο ώστε μια μικρή ομάδα ελίτ να αρπάξει τον έλεγχο της χώρας. Από την άλλη πλευρά, θα πρέπει να αποδείξει ότι ο ίδιος, προσωπικά, μπορεί να τύχει εμπιστοσύνης.

Ο ERIK JONES είναι διευθυντής ευρωπαϊκών και ευρασατικών σπουδών στο Johns Hopkins και βασικός ερευνητικός συνεργάτης στο Nuffield College στην Οξφόρδη. Είναι ο συντάκτης, μαζί με τον Gianfranco Pasquino, του The Oxford Handbook of Italian Politics (Oxford University Press, 2015).

Την Τρίτη, 18 Οκτωβρίου, ο Ιταλός πρωθυπουργός Matteo Renzi δείπνησε στον Λευκό Οίκο σε αυτό που μπορεί να αποδειχθεί το τελευταίο επίσημο δείπνο του Μπαράκ Ομπάμα ως προέδρου των ΗΠΑ. Αυτή η τιμή ήταν ο τρόπος της κυβέρνησης Ομπάμα για να δείξει ευγνωμοσύνη. Ο Renzi υποστήριξε την διοίκηση Ομπάμα στην Ευρώπη και την Μεσόγειο, συμφώνησε σε κυρώσεις για την Ρωσία που πηγαίνουν ενάντια στα υλικά συμφέροντα της Ιταλίας, και υποστήριξε μια μακροοικονομική πολιτική θέση -υπέρ των δημοσιονομικής αναζωογόνησης [1]- που είναι πιο συνεπής με εκείνη που πήρε το Υπουργείο Οικονομικών των ΗΠΑ από όσο εκείνη που υποστηρίζεται από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή, το Συμβούλιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης και την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα [2].

Η πρόσκληση, όμως, ήταν κάτι περισσότερο από μια επίδειξη ευγνωμοσύνης: Ήταν επίσης ένα μήνυμα στήριξης. Σε λιγότερο από δύο μήνες, στις 4 Δεκεμβρίου, ο Renzi θα αντιμετωπίσει ένα σημαντικό λαϊκό δημοψήφισμα για την συνταγματική μεταρρυθμιστική ατζέντα του, πάνω στην οποία έχει στοιχηματίσει την πολιτική του καριέρα. Αν κερδίσει, θα είναι σε θέση να συνεχίσει την οικονομική μεταρρυθμιστική ατζέντα του εγχωρίως και την ευρωπαϊκή ολοκλήρωση στο εξωτερικό. Αν χάσει, όμως, είναι πολύ πιθανό να παραιτηθεί από το αξίωμά του και η Ιταλία θα γίνει εσωστρεφής, καθώς οι πολιτικοί της θα εμπλακούν σε μια παρατεταμένη μάχη σχετικά με την μεταρρύθμιση των πολιτικών θεσμών της χώρας. Μιλώντας σε κοινή συνέντευξη Τύπου προχθές το βράδυ, ο Ομπάμα παραδέχτηκε ότι παρ’όλο που ο ίδιος υποστηρίζει την επιτυχία του δημοψηφίσματος, ελπίζει ότι ο Ιταλός ηγέτης θα «βρίσκεται τριγύρω σε κάθε περίπτωση» [3].

Η ΠΕΡΙΠΕΤΕΙΑ

Ο Renzi επιχειρεί να μεταβάλλει το ιταλικό πολιτικό σύστημα, το οποίο έχει απόλυτη ανάγκη επιδιόρθωσης [4]. Το σύνταγμα της χώρας απαιτεί η κυβέρνηση να έχει την πλειοψηφία και στα δύο σώματα του κοινοβουλίου για να περάσει νόμους. Δεδομένου ότι τα δύο σώματα έχουν εκλεγεί με την χρήση διαφορετικών τύπων αναλογικής εκπροσώπησης, το ιταλικό κοινοβούλιο ήταν ανέκαθεν ένα συνονθύλευμα κομμάτων, με τις κυβερνήσεις να πρέπει να κάνουν ταχυδακτυλουργίες με πολλά συγκεκριμένα συμφέροντα, προκειμένου να συγκεντρώσουν έναν αρκετά μεγάλο συνασπισμό ώστε να περάσουν νόμους. Ίσως αναμενόμενα, η Ιταλία είχε 49 κυβερνήσεις από το 1946 μέχρι το 1992, μια περίοδο που αναφέρεται κοινώς ως η «Πρώτη Δημοκρατία». Καθώς οι κυβερνήσεις αναδύονταν και έπεφταν, το προσωπικό σπάνια άλλαζε -η ίδια ομάδα πολιτικών ηγετών επέζησε με το να μετακινείται εντός και εκτός διαδοχικών συνασπισμών. Όταν η Πρώτη Δημοκρατία κατέρρευσε μέσα σε μια εκτεταμένη έρευνα για δωροδοκία, οι πολιτικοί της Ιταλίας προσπάθησαν να αναδιαμορφώσουν τους πολιτικούς τους θεσμούς. Τα αποτελέσματα, όμως, ήταν μόνο εν μέρει επιτυχή, και από τότε η «Δεύτερη Δημοκρατία» [5] της Ιταλίας μαστίζεται από την πολιτική αστάθεια.

Σήμερα, η διατήρηση κυβερνητικών συνασπισμών είναι υπερβολικά πολύπλοκο καθήκον για να το διαχειρίζονται οι Ιταλοί πολιτικοί [6]. Πράγματι, οι περισσότεροι πολιτικοί αναγνωρίζουν ότι κάποια συνταγματική μεταρρύθμιση είναι απαραίτητη αν η Ιταλία πρόκειται ποτέ να επιδιώξει άλλες πιεστικά αναγκαίες μεταρρυθμιστικές ατζέντες. Αυτός είναι ο λόγος για τον οποίο ο Renzi έχει προτείνει την μείωση της σημασίας της άνω βουλής, δηλαδή της Γερουσίας, με την μείωση του αριθμού των γερουσιαστών και με το να ορίζονται ανάλογα με τις περιοχές αντί να είναι άμεσα εκλεγμένοι. Μέσα σε αυτό το νέο καθεστώς, η κυβέρνηση θα χρειάζεται μόνο μια πλειοψηφία στην κάτω βουλή, την Βουλή των Αντιπροσώπων, προκειμένου να παραμείνει στην εξουσία και να περάσει νομοθεσία.

Αυτή η μεταρρύθμιση της Γερουσίας είναι μέρος ενός μεγαλύτερου πακέτου μέτρων που προτάθηκαν από μια επιτροπή λεγόμενων «σοφών» [7] το 2013, και την οποία ο Renzi έχει κάνει το επίκεντρο της ατζέντας του από την ανάληψη των καθηκόντων του το 2014. Αυτό το πακέτο περιλαμβάνει μια σειρά από άλλες προτεινόμενες αλλαγές στο σύνταγμα, όπως η κατάργηση του επαρχιακού κυβερνητικού επιπέδου -ευρέως θεωρούμενου ως σπάταλη και περιττού- και ένας νέος εκλογικός νόμος για την Βουλή των Αντιπροσώπων, ο οποίος δίνει ένα μπόνους πλειοψηφίας στο μεγαλύτερο πολιτικό κόμμα. Και τα δύο σώματα του κοινοβουλίου ψήφισαν δύο φορές για να εγκρίνουν το πακέτο μεταρρυθμίσεων. Τώρα θα πρέπει να εγκριθεί σε ένα λαϊκό δημοψήφισμα.

Η τελευταία κοινοβουλευτική ψηφοφορία, ωστόσο, πραγματοποιήθηκε τον Απρίλιο του τρέχοντος έτους, και η λαϊκή υποστήριξη για τις μεταρρυθμίσεις έχει μειωθεί από τότε. Αν είναι να κερδίσει το δημοψήφισμα, ο Renzi θα πρέπει να ξεπεράσει διαιρέσεις στο εσωτερικό του κεντροαριστερού Δημοκρατικού Κόμματος (PD) και να αντιμετωπίσει μια πολυκομματική αντιπολίτευση που εκτείνεται από την λαϊκίστικη αριστερά μέχρι την αντι-μεταναστευτική δεξιά. Τον περασμένο χειμώνα, οι δημοσκοπήσεις έκλιναν τόσο υπέρ του «Ναι» που ο Renzi απείλησε να παραιτηθεί από το αξίωμά του, αν η ψηφοφορία δεν πήγαινε κατά τις επιθυμίες του -μια χαρακτηριστική έκφραση του μαχητικού και με αυτοπεποίθηση στυλ ηγεσίας του. Αλλά με το να προσωποποιήσει το δημοψήφισμα, η απειλή αυτή παρουσίασε ένα διττό πρόβλημα. Το πρώτο ήταν ότι ο Renzi έκανε την ψηφοφορία τόσο σχετική με τον εαυτό του όσο και με τις συνταγματικές αλλαγές. Τώρα που το αντιπολιτευόμενο Κίνημα των Πέντε Αστέρων (M5S) έχει ξεπεράσει το PD του Renzi στις δημοσκοπήσεις, η απειλή μοιάζει με έναν εσφαλμένο υπολογισμό.