Οι ευρω-αμερικανικές σχέσεις και ο πρόεδρος Κλίντον | Foreign Affairs - Hellenic Edition
Secure Connection

Οι ευρω-αμερικανικές σχέσεις και ο πρόεδρος Κλίντον

Η αδυναμία της Ευρώπης και ο Αμερικανός σύμμαχος
Περίληψη: 

Η διαχείριση των ευρωαμερικανικών σχέσεων στην διάρκεια της προεδρίας Clinton μπορεί να χαρακτηριστεί ως επιτυχημένη και για τις δύο πλευρές. Οι Ηνωμένες Πολιτείες αναγνώρισαν τα όρια τους και περιόρισαν τις ηγεμονικές τους τάσεις ενώ οι Ευρωπαίοι αποδέχτηκαν τα πραγματικά δεδομένα και προσάρμοσαν αναλόγως την προσπάθεια ανεξαρτητοποίησής τους από τον πανίσχυρο εταίρο τους. Το αποτέλεσμα ήταν επωφελές και για τους δύο, περισσότερο μάλλον για τις Ηνωμένες Πολιτείες που επέκτειναν και εδραίωσαν την επιρροή τους στην Ευρώπη.

Ο ΘΕΟΔΟΣΗΣ ΚΑΡΒΟΥΝΑΡΑΚΗΣ είναι καθηγητής Διπλωματικής Ιστορίας στο Τμήμα Διεθνών και Ευρωπαϊκών Σπουδών στο Πανεπιστήμιο Μακεδονίας.

Οι επιπτώσεις από το τέλος του Ψυχρού Πολέμου στις σχέσεις μεταξύ Ευρώπης και Ηνωμένων Πολιτειών γίνονται σαφέστερες κατά την διάρκεια της προεδρίας του Bill Clinton. Οι Ευρωπαίοι αδυνατούν να αντιμετωπίσουν χωρίς την βοήθεια των Ηνωμένων Πολιτειών τα προβλήματα ασφάλειας που προκύπτουν αλλά και την διαδικασία αναπροσαρμογής των διακρατικών σχέσεων στο πλαίσιο της δημιουργίας νέων ισορροπιών ισχύος. Έτσι οι Ευρωπαίοι περιορίζουν τις φιλοδοξίες τους για απεξάρτηση από την αμερικανική ηγεμονία και αποδέχονται ή και επιζητούν την συνέχιση του καθοριστικού ρόλου των Αμερικανών στην ήπειρο τους.

Ο πρόεδρος Clinton και οι επιτελείς του επιθυμούν την συμμετοχή της χώρας τους στις ευρωπαϊκές υποθέσεις με στόχο την προστασία των συμφερόντων της, την εδραίωση της επιρροής της αλλά και γιατί το επιβάλλει ο ιδιαίτερος ρόλος της ως ικανού και κύριου εγγυητή μια νέας παγκόσμιας τάξης. Παράλληλα, ο Clinton βλέπει ευνοϊκά την ευρωπαϊκή ιδέα και την ευρωπαϊκή ενοποίηση, τις θεωρεί επωφελείς για τα ευρύτερα συμφέροντα των Ηνωμένων Πολιτειών και συναινεί ως εκ τούτου στην ισχυροποίηση της ευρωπαϊκής ταυτότητας ακόμη και στον τομέα της άμυνας και της ασφάλειας. Φροντίζει βέβαια να θέσει όρια για να αποτρέψει την ουσιαστική υποβάθμιση του πρωτεύοντα αμερικανικού ρόλου στο πλαίσιο της ευρω-ατλαντικής συνεργασίας. Κατά την διάρκεια της προεδρίας Clinton (1993-2001), οι δεσμοί μεταξύ των δύο πλευρών του Ατλαντικού παραμένουν ισχυροί, ενώ οι σχέσεις τους τίθενται σε μια πλέον ισόρροπη βάση.

Ο Clinton φαινόταν να μην ενδιαφέρεται ιδιαίτερα για θέματα εξωτερικής πολιτικής. Η οικονομία και τα εσωτερικά προβλήματα ήταν οι προτεραιότητες του κατά την προεκλογική εκστρατεία, ενώ η ήττα του Μπους αποδίδονταν ακριβώς στην υποτιθέμενη υπερβολική ενασχόληση του με την εξωτερική πολιτική. Σύντομα, όμως, έγινε προφανές ότι τα διεθνή προβλήματα θα απορροφούσαν μεγάλο μέρος της ενέργειας και της προσοχής του. Ιδιαίτερα, η ρευστή κατάσταση που είχε δημιουργηθεί στην Ευρώπη μετά την κατάρρευση του κομμουνισμού θα αποτελούσε πρόκληση για τον διεθνή ρόλο των Ηνωμένων Πολιτειών και θα οδηγούσε στην συνέχιση της ενεργής τους ανάμειξης στον ευρωπαϊκό χώρο.

ΤΟ ΒΟΣΝΙΑΚΟ

Το πρώτο μεγάλο πρόβλημα που κλήθηκε να αντιμετωπίσει η νέα κυβέρνηση ήταν η κατάσταση στην Βοσνία. Ακολουθώντας το παράδειγμα της Σλοβενίας, της Κροατίας και της ΠΓΔΜ, η Βοσνία είχε κηρύξει την ανεξαρτησία της από την ομόσπονδη Γιουγκοσλαβία τον Μάρτιο του 1992. Όμως την ανεξαρτησία – την οποία αναγνώρισαν οι Ηνωμένες Πολιτείες και οι χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης – ακολούθησε εμφύλιος πόλεμος ανάμεσα στις τρεις εθνοτικές ομάδες της χώρας, τους Σέρβους, τους Κροάτες και τους Βόσνιους μουσουλμάνους. Η σφοδρότητα των συγκρούσεων και το πλήθος των εγκλημάτων πολέμου που διαπράττονταν κυρίως από τους Σέρβους, με την βοήθεια του γιουγκοσλαβικού στρατού τον οποίον έλεγχαν, είχαν οδηγήσει τον ΟΗΕ στην επιβολή απαγόρευσης εξοπλισμού των εμπολέμων (εμπάργκο), σε οικονομικές κυρώσεις κατά της Σερβίας και του Μαυροβουνίου αλλά και σε μια επιχείρηση ανθρωπιστικής βοήθειας που υποστηριζόταν από ειρηνευτική δύναμη (UNPROFOR) με την συμμετοχή στρατιωτών από την Βρετανία, την Γαλλία και άλλες ευρωπαϊκές χώρες. Οι συγκρούσεις όμως συνεχίζονταν.

Αρχικά, οι Ηνωμένες Πολιτείες απέφυγαν να αναμειχθούν ενεργά. «Δεν έχουμε δικό μας σκύλο σ’ αυτό τον καυγά» είχε δηλώσει ο υπουργός Εξωτερικών της κυβέρνησης Bush Joseph Baker, ενώ ο υπουργός Εξωτερικών του Λουξεμβούργου, μιλώντας εξ’ ονόματος της τότε Ευρωπαϊκής Κοινότητας είχε υποστηρίξει τον Ιούνιο του 1991 ότι η Γιουγκοσλαβία δεν ήταν υπόθεση των Αμερικανών. «Αν υπάρχει ένα πρόβλημα που μπορεί να λυθεί από τους Ευρωπαίους, αυτό είναι το γιουγκοσλαβικό πρόβλημα» [1]. Οι Αμερικανοί φαινόταν διατεθειμένοι να αφήσουν την πρωτοβουλία στους Ευρωπαίους εταίρους τους.

Αρχικά, ο Bill Clinton, που διαδέχθηκε τον Bush στην προεδρεία το 1993, φάνηκε εξίσου επιφυλακτικός με τον προκάτοχο του. Στην προεκλογική του εκστρατεία είχε υποστηρίξει αντικρουόμενες απόψεις, προσπαθώντας αφενός να υποβαθμίσει το πρόβλημα αλλά και προτείνοντας αφετέρου αεροπορικές επιδρομές κατά των Σέρβων «για την αποκατάσταση στοιχειωδώς ανθρώπινων συνθηκών». Τον Ιανουάριο του 1993 οι διαμεσολαβητές του ΟΗΕ και της Ε.Ε., Cyrus Vance και David Owen, πρώην υπουργοί Εξωτερικών των Ηνωμένων Πολιτειών και της Βρετανίας αντίστοιχα, πρότειναν ένα σχέδιο ειρήνης που περιλάμβανε την διαίρεση της Βοσνίας σε δέκα καντόνια, το καθένα υπό τον έλεγχο ενός εκ των τριών αντιμαχομένων εθνοτήτων, με μια ασθενή κεντρική κυβέρνηση στο Σεράγεβο. Στις Ηνωμένες Πολιτείες το σχέδιο καταγγέλθηκε ως ένας απαράδεκτος συμβιβασμός που αντάμειβε τους επιτιθέμενους. Έτσι, η αποδοχή του σχεδίου από την κυβέρνηση Clinton θα είχε υψηλό πολιτικό κόστος, καθότι υπήρχε διάχυτη η αντίληψη ότι ο νέος πρόεδρος δεν διέθετε την απαραίτητη πυγμή για την διαχείριση διεθνών θεμάτων. Μια λύση σαν την προτεινόμενη θα μπορούσε να εκληφθεί ως ανεπίτρεπτη υποχωρητικότητα. Αυτό και άλλα μειονεκτήματα, όπως ο de facto διαμελισμός της χώρας που το σχέδιο αποδέχονταν, οδήγησαν στην μη υποστήριξή του από τους Αμερικανούς. Ο Αμερικανός υπουργός Εξωτερικών Warren Christopher, δημόσια αμφισβήτησε αν ήταν «εφικτό και εφαρμόσιμο στην πράξη». Οι δύο μεσολαβητές αντέταξαν ότι, υπό τις επικρατούσες συνθήκες και με τους Αμερικανούς να αρνούνται να παρέμβουν στρατιωτικά, ήταν το καλύτερο που μπορούσε να επιτευχθεί. Χωρίς την στήριξη των Αμερικανών το σχέδιο απορρίφθηκε από τους Σερβοβόσνιους.