Οι ευρω-αμερικανικές σχέσεις και ο πρόεδρος Κλίντον | Foreign Affairs - Hellenic Edition
Secure Connection

Οι ευρω-αμερικανικές σχέσεις και ο πρόεδρος Κλίντον

Η αδυναμία της Ευρώπης και ο Αμερικανός σύμμαχος

Οι επιπτώσεις από το τέλος του Ψυχρού Πολέμου στις σχέσεις μεταξύ Ευρώπης και Ηνωμένων Πολιτειών γίνονται σαφέστερες κατά την διάρκεια της προεδρίας του Bill Clinton. Οι Ευρωπαίοι αδυνατούν να αντιμετωπίσουν χωρίς την βοήθεια των Ηνωμένων Πολιτειών τα προβλήματα ασφάλειας που προκύπτουν αλλά και την διαδικασία αναπροσαρμογής των διακρατικών σχέσεων στο πλαίσιο της δημιουργίας νέων ισορροπιών ισχύος. Έτσι οι Ευρωπαίοι περιορίζουν τις φιλοδοξίες τους για απεξάρτηση από την αμερικανική ηγεμονία και αποδέχονται ή και επιζητούν την συνέχιση του καθοριστικού ρόλου των Αμερικανών στην ήπειρο τους.

Ο πρόεδρος Clinton και οι επιτελείς του επιθυμούν την συμμετοχή της χώρας τους στις ευρωπαϊκές υποθέσεις με στόχο την προστασία των συμφερόντων της, την εδραίωση της επιρροής της αλλά και γιατί το επιβάλλει ο ιδιαίτερος ρόλος της ως ικανού και κύριου εγγυητή μια νέας παγκόσμιας τάξης. Παράλληλα, ο Clinton βλέπει ευνοϊκά την ευρωπαϊκή ιδέα και την ευρωπαϊκή ενοποίηση, τις θεωρεί επωφελείς για τα ευρύτερα συμφέροντα των Ηνωμένων Πολιτειών και συναινεί ως εκ τούτου στην ισχυροποίηση της ευρωπαϊκής ταυτότητας ακόμη και στον τομέα της άμυνας και της ασφάλειας. Φροντίζει βέβαια να θέσει όρια για να αποτρέψει την ουσιαστική υποβάθμιση του πρωτεύοντα αμερικανικού ρόλου στο πλαίσιο της ευρω-ατλαντικής συνεργασίας. Κατά την διάρκεια της προεδρίας Clinton (1993-2001), οι δεσμοί μεταξύ των δύο πλευρών του Ατλαντικού παραμένουν ισχυροί, ενώ οι σχέσεις τους τίθενται σε μια πλέον ισόρροπη βάση.

Ο Clinton φαινόταν να μην ενδιαφέρεται ιδιαίτερα για θέματα εξωτερικής πολιτικής. Η οικονομία και τα εσωτερικά προβλήματα ήταν οι προτεραιότητες του κατά την προεκλογική εκστρατεία, ενώ η ήττα του Μπους αποδίδονταν ακριβώς στην υποτιθέμενη υπερβολική ενασχόληση του με την εξωτερική πολιτική. Σύντομα, όμως, έγινε προφανές ότι τα διεθνή προβλήματα θα απορροφούσαν μεγάλο μέρος της ενέργειας και της προσοχής του. Ιδιαίτερα, η ρευστή κατάσταση που είχε δημιουργηθεί στην Ευρώπη μετά την κατάρρευση του κομμουνισμού θα αποτελούσε πρόκληση για τον διεθνή ρόλο των Ηνωμένων Πολιτειών και θα οδηγούσε στην συνέχιση της ενεργής τους ανάμειξης στον ευρωπαϊκό χώρο.

ΤΟ ΒΟΣΝΙΑΚΟ

Το πρώτο μεγάλο πρόβλημα που κλήθηκε να αντιμετωπίσει η νέα κυβέρνηση ήταν η κατάσταση στην Βοσνία. Ακολουθώντας το παράδειγμα της Σλοβενίας, της Κροατίας και της ΠΓΔΜ, η Βοσνία είχε κηρύξει την ανεξαρτησία της από την ομόσπονδη Γιουγκοσλαβία τον Μάρτιο του 1992. Όμως την ανεξαρτησία – την οποία αναγνώρισαν οι Ηνωμένες Πολιτείες και οι χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης – ακολούθησε εμφύλιος πόλεμος ανάμεσα στις τρεις εθνοτικές ομάδες της χώρας, τους Σέρβους, τους Κροάτες και τους Βόσνιους μουσουλμάνους. Η σφοδρότητα των συγκρούσεων και το πλήθος των εγκλημάτων πολέμου που διαπράττονταν κυρίως από τους Σέρβους, με την βοήθεια του γιουγκοσλαβικού στρατού τον οποίον έλεγχαν, είχαν οδηγήσει τον ΟΗΕ στην επιβολή απαγόρευσης εξοπλισμού των εμπολέμων (εμπάργκο), σε οικονομικές κυρώσεις κατά της Σερβίας και του Μαυροβουνίου αλλά και σε μια επιχείρηση ανθρωπιστικής βοήθειας που υποστηριζόταν από ειρηνευτική δύναμη (UNPROFOR) με την συμμετοχή στρατιωτών από την Βρετανία, την Γαλλία και άλλες ευρωπαϊκές χώρες. Οι συγκρούσεις όμως συνεχίζονταν.

Αρχικά, οι Ηνωμένες Πολιτείες απέφυγαν να αναμειχθούν ενεργά. «Δεν έχουμε δικό μας σκύλο σ’ αυτό τον καυγά» είχε δηλώσει ο υπουργός Εξωτερικών της κυβέρνησης Bush Joseph Baker, ενώ ο υπουργός Εξωτερικών του Λουξεμβούργου, μιλώντας εξ’ ονόματος της τότε Ευρωπαϊκής Κοινότητας είχε υποστηρίξει τον Ιούνιο του 1991 ότι η Γιουγκοσλαβία δεν ήταν υπόθεση των Αμερικανών. «Αν υπάρχει ένα πρόβλημα που μπορεί να λυθεί από τους Ευρωπαίους, αυτό είναι το γιουγκοσλαβικό πρόβλημα» [1]. Οι Αμερικανοί φαινόταν διατεθειμένοι να αφήσουν την πρωτοβουλία στους Ευρωπαίους εταίρους τους.

Αρχικά, ο Bill Clinton, που διαδέχθηκε τον Bush στην προεδρεία το 1993, φάνηκε εξίσου επιφυλακτικός με τον προκάτοχο του. Στην προεκλογική του εκστρατεία είχε υποστηρίξει αντικρουόμενες απόψεις, προσπαθώντας αφενός να υποβαθμίσει το πρόβλημα αλλά και προτείνοντας αφετέρου αεροπορικές επιδρομές κατά των Σέρβων «για την αποκατάσταση στοιχειωδώς ανθρώπινων συνθηκών». Τον Ιανουάριο του 1993 οι διαμεσολαβητές του ΟΗΕ και της Ε.Ε., Cyrus Vance και David Owen, πρώην υπουργοί Εξωτερικών των Ηνωμένων Πολιτειών και της Βρετανίας αντίστοιχα, πρότειναν ένα σχέδιο ειρήνης που περιλάμβανε την διαίρεση της Βοσνίας σε δέκα καντόνια, το καθένα υπό τον έλεγχο ενός εκ των τριών αντιμαχομένων εθνοτήτων, με μια ασθενή κεντρική κυβέρνηση στο Σεράγεβο. Στις Ηνωμένες Πολιτείες το σχέδιο καταγγέλθηκε ως ένας απαράδεκτος συμβιβασμός που αντάμειβε τους επιτιθέμενους. Έτσι, η αποδοχή του σχεδίου από την κυβέρνηση Clinton θα είχε υψηλό πολιτικό κόστος, καθότι υπήρχε διάχυτη η αντίληψη ότι ο νέος πρόεδρος δεν διέθετε την απαραίτητη πυγμή για την διαχείριση διεθνών θεμάτων. Μια λύση σαν την προτεινόμενη θα μπορούσε να εκληφθεί ως ανεπίτρεπτη υποχωρητικότητα. Αυτό και άλλα μειονεκτήματα, όπως ο de facto διαμελισμός της χώρας που το σχέδιο αποδέχονταν, οδήγησαν στην μη υποστήριξή του από τους Αμερικανούς. Ο Αμερικανός υπουργός Εξωτερικών Warren Christopher, δημόσια αμφισβήτησε αν ήταν «εφικτό και εφαρμόσιμο στην πράξη». Οι δύο μεσολαβητές αντέταξαν ότι, υπό τις επικρατούσες συνθήκες και με τους Αμερικανούς να αρνούνται να παρέμβουν στρατιωτικά, ήταν το καλύτερο που μπορούσε να επιτευχθεί. Χωρίς την στήριξη των Αμερικανών το σχέδιο απορρίφθηκε από τους Σερβοβόσνιους.

Τον Μάιο, ο Warren Christopher ανακοίνωσε ότι θα ταξίδευε στην Ευρώπη για να υποβάλει στους Ευρωπαίους συμμάχους ένα αμερικανικό σχέδιο αντιμετώπισης της κρίσης. Οι Αμερικανοί επιδίωκαν να κάνουν τους Σερβοβόσνιους πιο διαλλακτικούς, αίροντας το εμπάργκο όπλων κατά των Μουσουλμάνων με ταυτόχρονες αεροπορικές επιθέσεις του ΝΑΤΟ κατά σερβοβοσνιακών στόχων, τακτική που ονομάστηκε lift and strike (αίρω και πλήττω). Όμως οι Βρετανοί και οι Γάλλοι δεν ήθελαν να εκθέσουν το στρατιωτικό προσωπικό τους που συμμετείχε στην UNPROFOR στα αντίποινα των Σερβοβοσνίων, που ήταν πολύ πιθανόν να ακολουθήσουν τους βομβαρδισμούς από την Δυτική Συμμαχία. Δεν πίστευαν επίσης ότι ακόμη και με ενισχυμένο τον πολεμικό τους εφοδιασμό οι Μουσουλμάνοι ήταν ικανοί να σταματήσουν τους Σέρβους. Επιπλέον, φάνηκε από την συμπεριφορά του Warren Christopher ότι ούτε και οι ίδιοι οι Αμερικανοί ήταν πεπεισμένοι για την ορθότητα της πρότασής τους. Χωρίς την υποστήριξη των Ευρωπαίων, η αμερικανική πρόταση αποσύρθηκε.

Πολιτικές πιέσεις από την κοινή γνώμη και το Κογκρέσο, αλλά και οι συνεχιζόμενες συγκρούσεις που συνοδεύονταν από Σερβικές φρικαλεότητες κατά των αμάχων οδήγησαν την κυβέρνηση Clinton σε περαιτέρω ανάμειξη. Έτσι, στην διάρκεια του 1994 οι Αμερικανοί μεσολαβούν για την εξομάλυνση των διαφορών και την σύναψη συμμαχίας μεταξύ Μουσουλμάνων και Κροατών, και συμμετέχουν δια του ΝΑΤΟ σε περιορισμένης έκτασης βομβαρδισμούς σερβικών θέσεων, υπό την αιγίδα του ΟΗΕ.

Μια σειρά από παράγοντες οδήγησε τους Αμερικανούς σε ενεργότερη και συστηματικότερη ανάμειξη στο βοσνιακό πρόβλημα το καλοκαίρι του 1995: Η κατάσταση στην χώρα χειροτέρευε, με αποκορύφωμα την σφαγή περίπου 8.000 Μουσουλμάνων ανδρών από τους Σέρβους στον υποτιθέμενο «ασφαλή» θύλακα της Σρεμπρενίτσα, υπό τα όμματα των κυανοκράνων, τον Ιούλιο του 1995. Φαινόταν πλέον πολύ πιθανή η αποχώρηση της ειρηνευτικής δύναμης, λόγω απροθυμίας των Ευρωπαίων να διακινδυνεύσουν την ασφάλεια του στρατιωτικού τους προσωπικού. Ο πρόεδρος Clinton είχε υποσχεθεί αμερικανική στρατιωτική υποστήριξη κατά την αποχώρηση (αμερικανικά στρατεύματα βρίσκονταν ήδη στην γειτονική ΠΓΔΜ), που θα ισοδυναμούσε όμως με συμμετοχή αμερικανικών χερσαίων δυνάμεων χωρίς την πρωτοβουλία κινήσεων, σε μια επιχείρηση που αναμφίβολα θα εκλαμβανόταν ως ήττα. Η παράταση του προβλήματος δημιουργούσε διαφωνίες και έθετε σε κίνδυνο τόσο την ενότητα του ΝΑΤΟ όσο και τον ηγετικό ρόλο των Ηνωμένων Πολιτειών. Οι Αμερικανοί ανησυχούσαν για την μεγάλη υποστήριξη που είχαν οι Σέρβοι από την ελληνική κοινή γνώμη και οι Μουσουλμάνοι από την τουρκική, ενώ χαρακτηριστική ήταν η δήλωση του πρόσφατα εκλεγέντος Γάλλου προέδρου Jacques Chirac ότι «η θέση του ηγέτη του ελεύθερου κόσμου είναι κενή». Τέλος το πολιτικό κλίμα είχε αλλάξει στις Ηνωμένες Πολιτείες, με χαρακτηριστική την υπερψήφιση με μεγάλη πλειοψηφία από το Κογκρέσο της άρσης του εμπάργκο όπλων στους Μουσουλμάνους (απόφαση που ουσιαστικά αμφισβητούσε τις προεδρικές εξουσίες, κατά της οποίας ο Clinton άσκησε βέτο).

04112016-3.jpg

Ο Μπιλ Κλίντον με τον Σλόμπονταν Μιλόσεβιτς (profimedia).
----------------------------------------------

Τον Αύγουστο του 1995 οι Αμερικανοί υπέβαλαν στους Ευρωπαίους μια νέα πρόταση που οι τελευταίοι αποδέχθηκαν. Οι αμερικανική μεσολαβητική προσπάθεια, βοηθούμενη από βελτιωμένες επιτόπιες συνθήκες – ήττες των Σέρβων από τους συνεργαζόμενους Κροάτες και Μουσουλμάνους, αεροπορικές επιδρομές του ΝΑΤΟ, αλλαγή στάσης του Γιουγκοσλάβου προέδρου Μιλόσεβιτς, κύριου υποστηρικτή των Σερβοβοσνίων -, οδήγησε σε διαπραγματεύσεις στο Dayton του Ohio τον Οκτώβριο του 1995 υπό την αιγίδα της λεγόμενης Ομάδας Επαφής (Contact Group) στην οποία συμμετείχαν η Γερμανία, η Γαλλία, η Ρωσία, το Ηνωμένο Βασίλειο και οι ΗΠΑ.

Εξαρχής οι Αμερικανοί ανέλαβαν κυρίαρχο ρόλο. Σύμφωνα με την επικεφαλής της Βρετανικής αποστολής «ο Αμερικανός διαπραγματευτής … αποφάσιζε την ημερήσια διάταξη και διεξήγαγε τις διαπραγματεύσεις όπως ήθελε, με την συγκατάθεση των υπολοίπων. Αυτοί ενημερώνονταν αλλά δεν ερωτούνταν και ο κύριος ρόλος τους ήταν να βοηθούν, στο μέτρο που τους ζητείτο, να παρίστανται και να επικυρώνουν το αποτέλεσμα. Αλλά δεν έπρεπε να παρεμβαίνουν» [2]. Η συμφωνία που τελικά επιτεύχθηκε προέβλεπε την δημιουργία μιας ενιαίας Βοσνίας-Ερζεγοβίνης με δύο χωριστές οντότητες, τη μουσουλμανική-κροατική ομοσπονδία και την σερβική δημοκρατία, που θα μοιράζονταν περίπου εξ’ ημισείας το έδαφος της χώρας, θα είχαν η κάθε μια το δικό της σύνταγμα, το δικό της κοινοβούλιο και την δυνατότητα να συνάπτουν αυτοτελώς σχέσεις με γειτονικές χώρες. Η κάθε μια από τις τρεις εθνότητες θα είχε τον δικό της στρατό. Την εφαρμογή του πλήθους των επιμέρους όρων της συνθήκης ανέλαβε να εξασφαλίσει πολυεθνική ειρηνευτική δύναμη 60.000 ανδρών, η IFOR (Implementation Force) με συμμετοχή 20.000 Αμερικανών και κυρίαρχο το ρόλο του ΝΑΤΟ, μετά από εξουσιοδότηση από το Συμβούλιο Ασφαλείας.

Η κρίση στην Βοσνία κατέδειξε την αδυναμία των Ευρωπαίων να αντιμετωπίσουν προβλήματα ασφάλειας χωρίς την παρέμβαση των Αμερικανών. Ενίσχυσε την θέση του ΝΑΤΟ (του οποίου η χρησιμότητα είχε αμφισβητηθεί μετά το τέλος του Ψυχρού Πολέμου), καταδεικνύοντας παράλληλα την ανάγκη να συνεχισθεί η συμμετοχή των Αμερικανών στα ευρωπαϊκά πράγματα με ηγετικό ρόλο. Τέλος, επιβεβαίωσε τις απόψεις εκείνων που υποστήριζαν ότι η αποστολή της Δυτικής Συμμαχίας έπρεπε να επεκταθεί πέρα από το άρθρο 5 του Καταστατικού της, την προστασία δηλαδή αποκλειστικά και μόνο της εδαφικής ακεραιότητας των κρατών μελών από εξωτερική επίθεση.

Η ΔΙΑΛΥΣΗ ΤΗΣ ΓΙΟΥΓΚΟΣΛΒΙΑΣ

Όμως, η συνεχιζόμενη αστάθεια στην πρώην Γιουγκοσλαβία οδήγησε σε μια ακόμη παρέμβαση των Ηνωμένων Πολιτειών και του ΝΑΤΟ, αυτή την φορά στο Κόσοβο. Το Κόσοβο αποτελούσε αυτόνομη επαρχία της Σερβίας με κυρίως αλβανικό πληθυσμό (90%). Το 1989 οι Σέρβοι επέβαλαν δραστικές αλλαγές στο καθεστώς αυτονομίας της περιοχής, προκαλώντας μεγάλες αντιδράσεις στον αλβανικό πληθυσμό. Τα Χριστούγεννα του 1992 η κυβέρνηση Μπους προειδοποίησε τον Μιλόσεβιτς ότι «σε περίπτωση σύγκρουσης στο Κόσοβο που θα προκληθεί από σερβικές ενέργειες, οι Ηνωμένες Πολιτείες θα είναι έτοιμες να χρησιμοποιήσουν στρατιωτική ισχύ εναντίον των Σέρβων στο Κόσοβο και στην ίδια την Σερβία» [3]. Η ειρηνική αντίσταση των Κοσοβάρων στην άρνηση των Σέρβων να αποδεχθούν την εθνική τους αυτοδιάθεση, τερματίστηκε το 1996 με την δημιουργία του Απελευθερωτικού Στρατού του Κοσόβου (KLA). Οι συγκρούσεις και οι βιαιοπραγίες με ένοχες και τις δύο πλευρές εξαπλώθηκαν σε όλο το Κόσοβο. Κατά την διάρκεια του 1998 1500 αλβανοί έχασαν τη ζωή τους και 400.000 εκδιώχθηκαν από τα σπίτια τους. Τον Ιούνιο του 1998 ο Trent Lott, επικεφαλής της πλειοψηφίας στην Γερουσία, ζήτησε από τον Clinton να κάνει «κάτι γρήγορα, πιο δραστικό απ’ ότι έχουμε κάνει ως τώρα» για την προστασία του αλβανικού πληθυσμού.

Οι ανησυχίες των Δυτικών συμμάχων για την επιδεινούμενη ανθρωπιστική κρίση και την πιθανή εξάπλωση της σύρραξης – θεωρούνταν απαράδεκτο στο κατώφλι του 21ου αιώνα η Ευρώπη να δοκιμάζεται από μια κρίση που έφερνε στο νου φρικαλεότητες του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου – οδήγησαν σε κοινή δράση στο πλαίσιο του ΝΑΤΟ. Στις 30 Ιανουαρίου 1999 η Συμμαχία διακήρυξε πως ήταν διατεθειμένη να διεξαγάγει αεροπορικές επιδρομές κατά Σερβικών στόχων αν δεν βρίσκονταν μια πολιτική λύση [4]. Τον επόμενο μήνα στο Rambouillet, κοντά στο Παρίσι, η Ομάδα Επαφής που είχε διαπραγματευτεί την ειρήνη στη Βοσνία, με την προσθήκη της Ιταλίας, πρότεινε στον Μιλόσεβιτς την αυτονομία του Κοσόβου ως τμήμα της Γιουγκοσλαβίας, υπό ΝΑΤΟική διοίκηση και με την παρουσία ΝΑΤΟικής ειρηνευτικής δύναμης 30.000 ανδρών. Ο Μιλόσεβιτς απέρριψε την πρόταση –που εν πάση περιπτώσει περιόριζε σημαντικά την εθνική ανεξαρτησία της χώρας του– υπολογίζοντας στην υποστήριξη των Ρώσων, που επίσης αρνήθηκαν να υπογράψουν. Οι Αλβανοί Κοσοβάροι την αποδέχθηκαν.

Στις 24 Μαρτίου, ο Clinton ανακοίνωσε την έναρξη αεροπορικών βομβαρδισμών στη Σερβία, δεσμευόμενος όμως ότι δεν επρόκειτο να χρησιμοποιήσει χερσαίες δυνάμεις. Η Συμμαχία δεν επιδίωξε την έγκριση της επιχείρησης από τον ΟΗΕ, γιατί ήταν βέβαιο πως θα αντιμετώπιζε το βέτο της Ρωσίας και της Κίνας στο Συμβούλιο Ασφαλείας [5]. Οι βομβαρδισμοί επιδείνωσαν την κατάσταση. Μόνο τον Απρίλιο η επιχείρηση εθνοκάθαρσης των Σέρβων εξανάγκασε 800.000 Κοσοβάρους να εγκαταλείψουν τα σπίτια τους.
Εν τω μεταξύ οι βομβαρδισμοί παρατείνονταν, χωρίς να φέρνουν το επιθυμητό αποτέλεσμα. Λάθη στην επιλογή των στόχων, όπως ο βομβαρδισμός Κοσοβάρων προσφύγων, Σέρβων αμάχων αλλά και της κινεζικής πρεσβείας στο Βελιγράδι επιβάρυναν την κατάσταση και δημιούργησαν προβλήματα στις ηγεσίες των χωρών του ΝΑΤΟ. Προβλήματα επίσης παρουσιάστηκαν και στην διεξαγωγή της επιχείρησης. Η ανάγκη επιχειρησιακής συναίνεσης όλων των κρατών-μελών δυσκόλεψε την επιλογή των κατάλληλων στόχων αλλά και τη χρήση του στρατιωτικού δυναμικού. Παρά την δυσαρέσκεια που αυτό προκάλεσε στην αμερικανική στρατιωτική ηγεσία, η ενότητα της Συμμαχίας διατηρήθηκε και η επιχείρηση συνεχίσθηκε.

Η έλλειψη αποτελέσματος οδήγησε ήδη από τον Απρίλιο σε συζητήσεις για χερσαία στρατιωτική επέμβαση. Κύριος υπέρμαχος της ιδέας ήταν ο Βρετανός πρωθυπουργός Tony Blair. Τον ενθουσιασμό του δεν συμμερίζονταν ο πρόεδρος Clinton, που δεν ήθελε να ταυτιστεί με τις διακηρύξεις του Blair για ένα νέο δόγμα διεθνούς τάξης με παρεμβάσεις για την προάσπιση των Δυτικών ανθρωπιστικών ιδεωδών, αλλά και φοβόταν μια αδιέξοδη, με αναπόφευκτες απώλειες σε ανθρώπινο δυναμικό, εμπλοκή αμερικανικών δυνάμεων. Οι πολιτικές συγκυρίες στο εσωτερικό και το εξωτερικό επίσης φαινόταν δυσοίωνες. Στις 28 Απριλίου με απόφασή της η Βουλή των Αντιπροσώπων απαίτησε από τον Πρόεδρο την πρότερη έγκρισή της για την αποστολή χερσαίων δυνάμεων. Μεγάλες επίσης αντιδράσεις φαίνονταν πιθανές στις χώρες του ΝΑΤΟ. Ειδικά στην Γερμανία όπου η συμμετοχή στις χερσαίες επιχειρήσεις μπορούσε να «ρίξει» την κυβέρνηση και στην Ελλάδα όπου η αντίθεση στους βομβαρδισμούς έφτανε στο 96% του πληθυσμού.

Η λύση επιτεύχθηκε με την εξασφάλιση της διπλωματικής υποστήριξης των Ρώσων που στέρησε από τον Μιλόσεβιτς τον σημαντικότερο σύμμαχό του. Παράλληλα, στην δημόσια συζήτηση κέρδιζε έδαφος η άποψη για χερσαία παρέμβαση, ενώ μέχρι το τέλος Μαΐου σημαντικές ΝΑΤΟϊκές δυνάμεις είχαν αναπτυχθεί γύρω από το Κόσοβο (χωρίς αυτό να σημαίνει ότι ήταν βέβαιο πως θα παρέμβουν). Στις 3 Ιουνίου ο Μιλόσεβιτς αποδέχτηκε ένα νέο σχέδιο ειρήνευσης που προέβλεπε αποχώρηση όλων των Σερβικών Δυνάμεων από το Κόσοβο. Την διοίκηση της περιοχής θα αναλάμβανε ο ΟΗΕ με την βοήθεια ειρηνευτικής δύναμης 48.000 ανδρών που θα συνεισέφερε το ΝΑΤΟ. Τυπικά το Κόσοβο θα παρέμενε τμήμα της Γιουγκοσλαβίας.

Η κρίση στο Κόσοβο απέδειξε και πάλι την ανάγκη συνέχισης του αμερικανικού ηγετικού ρόλου στην Ευρώπη. Παρά την επιθυμία Γάλλων, Βρετανών και Γερμανών να αντιμετωπίσουν το πρόβλημα, η συμμετοχή τους στις στρατιωτικές επιχειρήσεις ήταν αναπόφευκτα περιορισμένη γιατί στερούνταν τα κατάλληλα μέσα, την δυνατότητα (για παράδειγμα βομβαρδισμών ακριβείας, αντίστοιχη εκείνης των Αμερικανών) που ήταν απαραίτητη για την συγκεκριμένη επιχείρηση [6]. Ιδιαίτερη επίσης βαρύτητα είχε ο διπλωματικός ρόλος των Ηνωμένων Πολιτειών. Φαινόταν ότι προβλήματα ασφάλειας ακόμη και στον ευρωπαϊκό χώρο δεν θα μπορούσαν να επιλυθούν χωρίς την ανάληψη πρωτοβουλίας από τις Ηνωμένες Πολιτείες.

Η ΔΙΕΥΡΥΝΣΗ ΤΟΥ ΝΑΤΟ

Πολύ σημαντικό επίτευγμα του Προέδρου Clinton θεωρείται η διεύρυνση του ΝΑΤΟ. Η ένταξη στην Δυτική Συμμαχία πρώην μελών του Συμφώνου της Βαρσοβίας τερμάτισε οριστικά κάθε σοβαρή συζήτηση για την ανάγκη ύπαρξής της μετά το τέλος του Ψυχρού Πολέμου, εδραίωσε την επιρροή των ΗΠΑ σε Δυτική και Ανατολική Ευρώπη ενώ παράλληλα δημιούργησε ευνοϊκές συνθήκες για την πλήρη ένταξη χωρών του πρώην Ανατολικού μπλοκ στην διευρυμένη ευρωπαϊκή οικογένεια. Από το Δεκέμβριο του 1991, το ΝΑΤΟ επιχείρησε να δημιουργήσει μια ειδική σχέση με τις χώρες - πρώην μέλη του Συμφώνου της Βαρσοβίας (που διαλύθηκε τον Ιούλιο του 1991) ιδρύοντας το Συμβούλιο Συνεργασίας Βορείου Ατλαντικού (NACC) στο πλαίσιο του οποίου θα συζητούσαν θέματα ασφάλειας με τα μέλη της Συμμαχίας [7]. Προς το τέλος της θητείας Bush το επίμονο αίτημα ανατολικοευρωπαϊκών κυβερνήσεων για ένταξη στην Συμμαχία άρχισε να κερδίζει έδαφος στην Ουάσινγκτον. Διαφωνίες μεταξύ στελεχών της κυβέρνησης Clinton, πολέμιων και υπέρμαχων της διεύρυνσης, έκαναν τον νέο πρόεδρο επιφυλακτικό. Στην Διάσκεψη του ΝΑΤΟ στις Βρυξέλλες τον Ιανουάριο του 1994, ο Clinton προώθησε την ιδέα του Συνεταιρισμού για την Ειρήνη (PfP) που δημιουργούσε την δυνατότητα συνεργασίας των χωρών μελών του ΝΑΤΟ με πρώην χώρες του Ανατολικού μπλοκ, συμπεριλαμβανομένης της Ρωσίας και πρώην Σοβιετικών δημοκρατιών, σε θέματα όπως από κοινού συμμετοχή σε ειρηνευτικές αποστολές, χωρίς όμως τις εγγυήσεις ασφάλειας που η Συμμαχία παρείχε στα μέλη της. Σχεδόν ταυτόχρονα, όμως, ο Clinton ανακοίνωσε ότι όσον αφορά την διεύρυνση, το θέμα δεν ήταν το «αν» αλλά το «πότε».

Εν τω μεταξύ η αντιπαράθεση συνεχίζονταν στις Ηνωμένες Πολιτείες. Οι πολέμιοι της διεύρυνσης με επιφανέστερο τον George Kennan, εμπνευστή της νικηφόρου ψυχροπολεμικής στρατηγικής της ανάσχεσης, επεσήμαναν τις αρνητικές επιπτώσεις στις σχέσεις με την Ρωσία, που θα περιθωριοποιείτο και θα αμφισβητείτο η αξιοπιστία της. Η προσπάθεια ένταξής της στην ευρύτερη κοινότητα των συνεργαζομένων καπιταλιστικών δημοκρατιών θα υφίστατο καίριο πλήγμα. Πιο ισχυρά όμως αποδείχτηκαν τα επιχειρήματα της άλλης πλευράς: Επέκταση και εδραίωση της Αμερικανικής επιρροής, άρση της αβεβαιότητας στις χώρες της Ανατολικής Ευρώπης που θα διευκόλυνε την εδραίωση της δημοκρατίας, της ανεξαρτησίας και την πορεία προς την πλήρη ένταξη στην ευρωπαϊκή οικογένεια με συμμετοχή στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Προστασία από τυχόν αναβίωση του ρωσικού εθνικισμού και ηγεμονισμού, που με βάση τα εκλογικά αποτελέσματα στην Ρωσία, φαινόταν αρκετά πιθανή˙ αποφυγή εντάσεων στην περιοχή, με την κατευναστική παρέμβαση της Συμμαχίας σε εθνοτικές και άλλες διαφορές μεταξύ των Ανατολικοευρωπαίων που ήταν πιθανόν να έρθουν στην επιφάνεια μετά το τέλος του Ψυχρού Πολέμου και της σχετικής ακινησίας που είχε επιβάλει η Σοβιετική Ένωση˙ πολιτικά οφέλη με την ικανοποίηση του σχετικού αιτήματος 19 εκατομμυρίων Αμερικανών με καταγωγή από την Ανατολική Ευρώπη˙ η πιθανότητα αναβίωσης του γερμανικού εθνικισμού, αλλά και το δίκαιο αίτημα των Ανατολικών να εξισωθούν με τους υπόλοιπους Ευρωπαίους με θεσμικό τρόπο.

Οι Ευρωπαίοι Σύμμαχοι ήταν αρχικά διστακτικοί. Ανησυχούσαν για την αντίδραση της Ρωσίας σε μια τέτοια κίνηση. Οι Βρετανοί ανησυχούσαν μήπως η λειτουργία της Συμμαχίας δυσκολέψει με την προσθήκη νέων μελών. Οι Γάλλοι ήθελαν να δοθεί έμφαση σε μια ευρωπαϊκή και όχι ευρωατλαντική άμυνα, για να περιορίσουν την Αμερικανική επιρροή στην Ευρώπη και να αυξήσουν την δική τους. Η Γερμανία έβλεπε θετικά την διεύρυνση, αφού με την γεωγραφική παρεμβολή των νέων χωρών μελών δεν θα ήταν πλέον στην πρώτη γραμμή της αντιπαράθεσης με την Ρωσία. Σταδιακά η κυβέρνηση Clinton κέρδισε την υποστήριξη Γάλλων και Βρετανών ενώ πολλές μικρότερες χώρες του ΝΑΤΟ επίσης υποστήριζαν την διεύρυνση.

Από τις 13 χώρες που υπέβαλαν αίτημα για έγκριση, μετά από σχετική πρόσκληση της συμμαχίας, τα μέλη του ΝΑΤΟ φάνηκαν να συμφωνούν καταρχήν σε τρεις, την Πολωνία, την Ουγγαρία και την Τσεχία, με κριτήριο την πολιτικο-οικονομική τους εξέλιξη και την ικανότητα συνεισφοράς τους στην αποστολή της Συμμαχίας [8]. Είχε γίνει επίσης γενικά αποδεκτό ότι η αρχική διεύρυνση έπρεπε να είναι περιορισμένη. Γάλλοι και Ιταλοί επέμεναν στην ταυτόχρονη ένταξη Ρουμανίας και Σλοβενίας. Τον τελευταίο λόγο όμως είχαν οι Ηνωμένες Πολιτείες, που ανακοίνωσαν μονομερώς τα ονόματα των τριών υπό ένταξη χωρών, λίγο πριν την Διάσκεψη της Μαδρίτης με θέμα της διεύρυνση, τον Ιούλιο του 1997. Η δυσαρέσκεια των Γάλλων και άλλων συμμάχων ήταν προφανής.

Τον Απρίλιο του 1999 στην Ουάσινγκτον, στην Διάσκεψη Κορυφής του ΝΑΤΟ που γιόρταζε τα πεντηκοστά του γενέθλια, οι τρεις υποψήφιες χώρες έγιναν επισήμως δεκτές στον Οργανισμό. Παράλληλα, ανακοινώθηκε ότι επρόκειτο να αρχίσουν συνομιλίες με πολλές άλλες υποψήφιες χώρες. Η διεύρυνση του ΝΑΤΟ επιβεβαίωσε τον ηγετικό ρόλο των Ηνωμένων Πολιτειών σε θέματα ευρωπαϊκής ασφάλειας και εδραίωσε ευρύτερα την επιρροή τους στις ευρωπαϊκές υποθέσεις. Όμως παράλληλα ήταν επωφελής και για τους Ευρωπαίους, καθότι διευκόλυνε την διεύρυνση της Ευρωπαϊκής Ένωσης και ενίσχυσε την συνοχή της μεταψυχροπολεμικής Ευρώπης. Οι έντονες αντιρρήσεις της Ρωσίας αγνοήθηκαν – ο Clinton υποσχέθηκε τη μη εγκατάσταση πυρηνικών όπλων στα νέα κράτη-μέλη, ενώ δημιουργήθηκε μια ειδική σχέση συνεργασίας της Ρωσίας με το ΝΑΤΟ. Ο Αμερικανός πρόεδρος απλά εκμεταλλεύτηκε την τεράστια υπεροχή των Ηνωμένων Πολιτειών που η εξουθενωμένη πολιτικά, οικονομικά και διπλωματικά πρώην υπερδύναμη δεν μπορούσε να αντισταθμίσει.

Η ΑΜΥΝΑ ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΗΣ

Στην διάρκεια της προεδρίας Clinton, οι Ηνωμένες Πολιτείες αποδέχθηκαν και υποστήριξαν την δημιουργία μιας κοινής ευρωπαϊκής πολιτικής άμυνας, που είχε τεθεί ως στόχος από την Συνθήκη του Μάαστριχτ τον Δεκέμβριο του 1991 (για τον μετασχηματισμό της Ευρωπαϊκής Κοινότητας σε Ευρωπαϊκή Ένωση). Έχοντας εξασφαλίσει την διαβεβαίωση των Ευρωπαίων ότι θα δίνονταν προτεραιότητα στους στόχους και την αποστολή του ΝΑΤΟ, η κυβέρνηση Clinton συμφώνησε στην δημιουργία μιας «Ευρωπαϊκής Ταυτότητας Ασφάλειας και Άμυνας» μέσα στο πλαίσιο της Συμμαχίας, της οποίας μάλιστα θα ενίσχυε τον «ευρωπαϊκό πυλώνα». Την «χωριστή» αλλά όχι «διαχωρίσιμη» από το ΝΑΤΟ αυτή δραστηριότητα – που θα επέτρεπε την ανάληψη επιχειρήσεων χωρίς την συμμετοχή αλλά ουσιαστικά με την έγκριση των Ηνωμένων Πολιτειών – ανέλαβε να συντονίσει η Δυτικο-Ευρωπαϊκή Ένωση της οποίας τα κράτη-μέλη ήταν και μέλη του ΝΑΤΟ [9]. Ο Clinton φάνηκε πιο διαλλακτικός από τον προκάτοχό του γιατί ήταν πλέον βέβαιο πως η σοβιετική απειλή είχε εκλείψει αλλά και γιατί η ανάληψη αποστολών από τους Ευρωπαίους διευκόλυνε τον περιορισμό των αμερικανικών στρατιωτικών δαπανών καθώς και της αμερικανικής στρατιωτικής παρουσίας στην Ευρώπη, που αποτελούσαν πολιτική προτεραιότητα για τον Clinton. Τον είχαν επίσης καθησυχάσει οι δεσμεύσεις των εταίρων για την προτεραιότητα του ΝΑΤΟ καθώς και το ότι η νέα πρωτοβουλία θα μπορούσε να ελεγχθεί στα πλαίσια του οργανισμού. Ο Clinton όμως ήταν ακόμη αντίθετος σε μια ξεχωριστή αμυντική ταυτότητα για την Ευρωπαϊκή Ένωση [10].

04112016-4.jpg

Ο Μπιλ και η Χίλαρι Κλίντον με τον πρωθυπουργό της Βρετανίας, Τόνι Μπλαίρ.
-----------------------------------------------

Η πορεία προς μια ξεχωριστή Ευρωπαϊκή αμυντική πολιτική επιταχύνθηκε με την «Διακήρυξη του St. Malo» τον Δεκέμβριο του 1998. Στο κείμενο που υπέγραψαν οι Tony Blair και Jacques Chirac, πρωθυπουργός της Βρετανίας και πρόεδρος της Γαλλίας αντίστοιχα, με την υποστήριξη του Γερμανού καγκελάριου Gerhard Schroeder, οι δύο ηγέτες δήλωναν ότι «η Ευρώπη πρέπει να έχει την δυνατότητα αυτόνομης δράσης, με την υποστήριξη αξιόπιστων στρατιωτικών δυνάμεων … ώστε να ανταποκρίνεται σε διεθνείς κρίσεις». Διευκρινίζονταν βέβαια παράλληλα ότι η νέα δραστηριότητα δεν θα επηρέαζε τις υποχρεώσεις των μελών της Ένωσης έναντι του ΝΑΤΟ. Η πρωτοβουλία προέρχονταν από τον Tony Blair, φίλο των Ηνωμένων Πολιτειών αλλά και πρωθυπουργό μιας χώρας κατά παράδοση αντίθετης στις γαλλικές προτάσεις για τον περιορισμό του ρόλου των Αμερικανών στην άμυνα της Ευρώπης. Ο Blair επεδίωκε να υπογραμμίσει την φιλοευρωπαϊκή στάση της Βρετανίας, αντισταθμίζοντας με μια φιλοευρωπαϊκή πράξη την άρνηση της χώρας του να συμμετάσχει στο σχεδιαζόμενο κοινό ευρωπαϊκό νόμισμα. Ο Blair επίσης επιδίωκε να παρεισφρήσει στην κυρίαρχη (στο πλαίσιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης) γαλλο-γερμανική συνεργασία –που έδειχνε σημάδια κόπωσης– συσφίγγοντας τις σχέσεις του με τους Γάλλους. Ίσως επίσης να φοβόταν περαιτέρω περιορισμό της στρατιωτικής παρουσίας των Αμερικανών στην Ευρώπη και ως εκ τούτου ένα κενό στην Ευρωπαϊκή ασφάλεια που έπρεπε να καλυφθεί. Εν πάση περιπτώσει οι σαφείς διαβεβαιώσεις για την πρωτοκαθεδρία του ΝΑΤΟ έδειχναν πως δεν επρόκειτο για ουσιαστική αλλαγή πολιτικής από την Βρετανία.

Η αντίδραση των Αμερικανών εκδηλώθηκε λίγες μέρες αργότερα στην διάσκεψη των υπουργών του ΝΑΤΟ στις Βρυξέλλες, δια στόματος της Αμερικανίδας υπουργού Εξωτερικών Madeleine Albright. Καταρχήν αντιμετώπιζαν θετικά την πρωτοβουλία. Προειδοποίησαν όμως τους Ευρωπαίους ότι οι νέες ρυθμίσεις δεν θα έπρεπε να αποκόψουν τις Ηνωμένες Πολιτείες από την ευρωπαϊκή άμυνα και την Ευρώπη, δεν θα έπρεπε να αντιγράψουν ό,τι ήδη έκανε το ΝΑΤΟ με επιτυχία και δεν θα έπρεπε να δημιουργήσουν διακρίσεις εις βάρος κρατών-μελών που δεν ήταν μέλη της Ευρωπαϊκής Ένωσης (όπως η Τουρκία και τα υπό ένταξη στην συμμαχία κράτη της Ανατολικής Ευρώπης).

Στις διασκέψεις κορυφής της Ευρωπαϊκής Ένωσης στην Κολωνία και στο Ελσίνκι, τον Ιούνιο και τον Δεκέμβριο του 1999, η Ευρωπαϊκή Πολιτική Άμυνας και Ασφάλειας έγινε ένας από τους στόχους του οργανισμού. Σταδιακά, η Ευρωπαϊκή Ένωση θα αναλάμβανε τις δραστηριότητες τις Δυτικο-Ευρωπαϊκής Ένωσης της οποίας και θα τερματίζονταν η αποστολή (έπαψε να υφίσταται τον Ιούνιο του 2011). Στο Ελσίνκι αποφασίσθηκε η δημιουργία πολιτικο-στρατιωτικών οργάνων για την διαχείριση της νέας πολιτικής, καθώς και μιας Ευρωπαϊκής Δύναμης Ταχείας Αντίδρασης 50.000-60.000 ανδρών που θα αναλάμβανε αποστολές του είδους Petersberg (βλ. ανωτέρω υποσημείωση 9) [11]. Στην αναγγελία της ανεξάρτητης Ευρωπαϊκής Αμυντικής Πολιτικής, σαφώς λήφθηκαν υπόψη όλες οι επιφυλάξεις των Αμερικανών. Στο κείμενο του Ελσίνκι ορίζεται μεταξύ άλλων ότι μόνο αν δεν υπάρχει ανάμειξη του ΝΑΤΟ θα ενεργοποιηθεί στρατιωτικά η Ευρωπαϊκή Ένωση, ενώ ρητά αποκλείεται η δημιουργία σε μόνιμη βάση ευρωπαϊκού στρατού.

Η αμερικανική ηγεμονία εξακολουθούσε να αμφισβητείται από την Γαλλία. Το Δεκέμβριο του 1995 ο Γάλλος πρόεδρος Jacques Chirac πρότεινε την επιστροφή της χώρας του στο στρατιωτικό σκέλος του ΝΑΤΟ. Ο Chirac είχε αναγνωρίσει τον απαραίτητο (και αναπόφευκτο) ρόλο του ΝΑΤΟ και των Ηνωμένων Πολιτειών στα ευρωπαϊκά και τα διεθνή πράγματα, αλλά και την αδυναμία της Γαλλίας να υποκαταστήσει τις ΗΠΑ ως ηγέτιδα ευρωπαϊκή δύναμη. Επιδίωξε έτσι την αναβάθμιση του ρόλου της χώρας του στα πλαίσια της Δυτικής Συμμαχίας, εισηγούμενος ένα διακριτό ευρωπαϊκό ρόλο εντός του ΝΑΤΟ, θέλοντας παράλληλα να αντισταθμίσει την αυξανόμενη σημασία της Γερμανίας για την Ουάσινγκτον, που έτεινε να υποβαθμίσει την χώρα του. Οι συζητήσεις δεν ευοδώθηκαν γιατί οι Αμερικανοί αρνήθηκαν να παραχωρήσουν την καίρια στρατιωτική διοίκηση των ΝΑΤΟϊκών δυνάμεων της Μεσογείου σε Ευρωπαίο στρατιωτικό διοικητή, όπως επιθυμούσαν οι Γάλλοι. Αυτό βέβαια δεν απέτρεψε την καλή συνεργασία των γαλλικών ενόπλων δυνάμεων με το ΝΑΤΟ, όπως αποδείχθηκε και κατά την κρίση στο Κόσοβο. Οι σχέσεις όμως των δύο χωρών, των οποίων τα συμφέροντα συγκρούονταν και σε παγκόσμιο επίπεδο παρέμειναν σχετικά τεταμένες. Το 1998, ο πρόεδρος Chirac δήλωσε δημόσια ότι οι Ηνωμένες Πολιτείες «έχουν την αξίωση να θέλουν να κατευθύνουν τα πάντα, θέλουν να κυβερνούν όλο τον κόσμο» [12].

ΤΟ ΣΧΕΔΙΟ ΤΗΣ ΕΕ

Θετική ήταν η στάση του προέδρου Clinton προς την Ευρωπαϊκή Ένωση. Κατά τον Richard Holbrooke, προβεβλημένο κυβερνητικό στέλεχος στον τομέα της εξωτερικής πολιτικής, «η κυβέρνηση Clinton υποστήριζε την ευρωπαϊκή ενοποίηση περισσότερο από οποιαδήποτε αμερικανική κυβέρνηση σε διάστημα τριάντα ετών» [13]. Ο Clinton ήταν ένθερμος υποστηρικτής της ένταξης στην Ευρωπαϊκή Ένωση των χωρών της Κεντρικής και Ανατολικής Ευρώπης, στις οποίες πίστευε πως με αυτόν τον τρόπο θα εδραιωνόταν η δημοκρατία και η οικονομία της αγοράς. Ήταν υπέρμαχος τόσο της διεύρυνσης όσο και της εμβάθυνσης της Ευρώπης, η οποία συνεπάγονταν μεγαλύτερη συνεκτικότητα και περισσότερες εξουσίες στις Βρυξέλλες. Εδώ ερχόταν σε αντίθεση με την φίλη και στενή σύμμαχο Βρετανία που κατά κύριο λόγο προωθούσε μόνο την γεωγραφική διεύρυνση.

Ο Clinton όπως είδαμε υποστήριζε την δημιουργία μιας ξεχωριστής «Ευρωπαϊκής Αμυντικής Ταυτότητας» -σε στενή σχέση βέβαια και χωρίς να αντιβαίνει στις δραστηριότητες του ΝΑΤΟ. Οι Αμερικανοί είδαν θετικά και την δημιουργία της Ευρωπαϊκής Οικονομικής Ένωσης, πιστεύοντας πως θα ενίσχυε ευρύτερα την οικονομική ανάπτυξη και θα διευκόλυνε τις αμερικανικές επιχειρήσεις, αν και η εμφάνιση του κοινού ευρωπαϊκού νομίσματος θα μπορούσε να αμφισβητήσει την κυριαρχία του δολαρίου στην παγκόσμια αγορά.

Αμερικανοί και Ευρωπαίοι ιθύνοντες συνεργάστηκαν για την σύνταξη του κειμένου της Νέας Διατλαντικής Ατζέντας που υπέγραψε ο πρόεδρος Clinton μαζί με τον πρόεδρο του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου Ισπανό πρωθυπουργό Felipe Gonzalez και τον πρόεδρο της Ευρωπαϊκής Επιτροπής Jacques Santer, στην Διάσκεψη Κορυφής Ηνωμένων Πολιτειών – Ευρωπαϊκής Ένωσης στην Μαδρίτη, τον Δεκέμβριο του 1995. Προϊόν κυρίως ευρωπαϊκών ανησυχιών για πιθανή απομάκρυνση των Ηνωμένων Πολιτειών από την Ευρώπη, μετά το τέλος του Ψυχρού Πολέμου και στροφή προς την Ασία, η Νέα Διατλαντική Ατζέντα δήλωνε με αρκετή σαφήνεια και λεπτομέρεια την πρόθεση των δύο πλευρών για κοινή δράση σε εκατό περίπου τομείς πολιτικής, όπως το διεθνές εμπόριο, η τρομοκρατία, η εδραίωση της ειρήνης και της δημοκρατίας, η προστασία του περιβάλλοντος και η δίωξη του εγκλήματος. Αναγνωριζόταν ο κομβικός ρόλος του ΝΑΤΟ στην ασφάλεια της Ευρώπης αλλά και ετίθετο ως στόχος η δημιουργία μιας Νέας Διατλαντικής Αγοράς «με την προοδευτική μείωση ή κατάργηση φραγμών που εμποδίζουν την κυκλοφορία των αγαθών, των υπηρεσιών και του κεφαλαίου μεταξύ μας». [14]

Παρά την ειλικρινή διάθεση συνεργασίας των δύο πλευρών, οι εμπορικές διαφορές δεν έπαψαν να χαρακτηρίζουν τις σχέσεις τους, αν και σε πολλές περιπτώσεις το πρόβλημα θα διευθετούσε ο Παγκόσμιος Οργανισμός Εμπορίου που ιδρύθηκε με την υποστήριξη και των δύο πλευρών το 1995. Οι διαφορές αφορούσαν γεωργικά προϊόντα –πιο γνωστοί έγιναν οι λεγόμενοι πόλεμοι της μπανάνας, που οφείλονταν στο προνομιακό καθεστώς εισαγωγής για τις πρώην ευρωπαϊκές αποικίες, το οποίο έθιγε αμερικανικές εταιρίες– αλλά και τις τηλεπικοινωνίες, τις χρηματοοικονομικές συναλλαγές και τις πωλήσεις όπλων. Ένταση προκάλεσε η ψήφιση νόμου από το Κογκρέσο, με στόχο την επιβολή οικονομικών κυρώσεων και σε ευρωπαϊκές εταιρίες που συναλλάσσονταν με την Κούβα.

Οι διαφωνίες, όμως, αυτές δεν στάθηκαν ικανές να διαταράξουν το ευρύτερα καλό κλίμα στις σχέσεις των δύο πλευρών. Επιπλέον οι οικονομικές τους σχέσεις, ήδη στενές και ιδιαίτερα προσοδοφόρες, αναπτύχθηκαν ακόμη περισσότερο κατά την προεδρία του Clinton. Το 1996 η Ευρωπαϊκή Ένωση ήταν ο μεγαλύτερος εμπορικός εταίρος των Ηνωμένων Πολιτειών. Κατά τον ίδιο χρόνο οι άμεσες ξένες επενδύσεις της Ευρωπαϊκής Ένωσης στις ΗΠΑ ανέρχονταν σε περίπου 370 δισ. δολάρια ενώ αντίστοιχα των ΗΠΑ στην Ευρωπαϊκή Ένωση σε 348 δισ. δολάρια.

Η διαχείριση των ευρω-αμερικανικών σχέσεων στην διάρκεια της προεδρίας Clinton μπορεί να χαρακτηριστεί ως επιτυχημένη και για τις δύο πλευρές. Οι Ηνωμένες Πολιτείες αναγνώρισαν τα όρια τους και περιόρισαν τις ηγεμονικές τους τάσεις, που είχαν ενθαρρυνθεί από την νίκη τους στον Ψυχρό Πόλεμο και την μεγάλη οικονομική τους ευρωστία –«απαραίτητο έθνος» είχε χαρακτηρίσει την χώρα της η Madeleine Albright– ενώ οι Ευρωπαίοι αποδέχτηκαν τα πραγματικά δεδομένα και προσάρμοσαν αναλόγως την προσπάθεια ανεξαρτητοποίησής τους από τον πανίσχυρο εταίρο τους. Το αποτέλεσμα ήταν επωφελές και για τους δύο, περισσότερο μάλλον για τις Ηνωμένες Πολιτείες που επέκτειναν και εδραίωσαν την επιρροή τους στην Ευρώπη. Και οι Ευρωπαίοι όμως, αφενός εξασφάλισαν την συνέχιση της αμερικανικής παρουσίας στην ήπειρο, που αποδείχτηκε απαραίτητη για την επίλυση προβλημάτων ασφάλειας, αφετέρου πέτυχαν την αμερικανική συναίνεση στην δημιουργία και την εξέλιξη μιας ανεξάρτητης Ευρωπαϊκής Πολιτικής Άμυνας. Η διαχρονικά καλή σχέση των δύο πλευρών, παρά τις επιμέρους διαφωνίες και αντιθέσεις, συνεχίσθηκε και απέδωσε ακόμη περισσότερο με την δημιουργία των καταλλήλων συνθηκών για την ενοποίηση της Ευρώπης υπό καθεστώς ειρήνης, δημοκρατίας και οικονομικής ευημερίας. Η φιλοευρωπαϊκή διάθεση του προέδρου Clinton και οι εύστοχοι χειρισμοί του συνέβαλλαν θετικά σε αυτό το αποτέλεσμα.

Copyright © 2015 by the Council on Foreign Relations, Inc.
All rights reserved.

ΠΑΡΑΠΟΜΠΕΣ

[1] Sloan Stanley, NATO, The European Union and the Atlantic Community, Rowman and Littlefield, Oxford, 2005, σελ. 96.
[2] Pauline Neville-Jones στο άρθρο της “Dayton, IFOR and Alliance Relations in Bosnia”, Survival 30, no. 4 (Winter 1996-1997), σελ. 48.
[3] Ryan David, The United States and Europe in the Twentieth Century, Longman, New York, 2003, σελ. 118.
[4] Ανάλογη δήλωση είχε κάνει και ο πρόεδρος Clinton στις 27 του ιδίου μηνός, προσθέτοντας ότι ήταν επίσης διατεθειμένος να αποκλείσει την Αλβανία (απ’ όπου ανεφοδιάζονταν ο KLA που ήταν επίσης υπεύθυνος για πολλές βιαιότητες) αν οι Κοσοβάροι δεν συμμετείχαν στην επικείμενη Διάσκεψη ειρήνης. Dumbrell John, Clinton’s Foreign Policy, Routledge, New York, 2009, σελ. 93.
[5] Σχολιάζοντας τους βομβαρδισμούς ο Γενικός Γραμματέας του Οργανισμού Κόφι Άναν, δήλωσε: «είναι αλήθεια τραγικό ότι η διπλωματία έχει αποτύχει αλλά υπάρχουν περιπτώσεις όπου η χρήση βίας είναι δικαιολογημένη για να επιτευχθεί η ειρήνη». BBC News, March 25, 1999.
[6] Οι Αμερικανοί συνεισέφεραν το 80% των πολεμικών αεροσκαφών που χρησιμοποιήθηκαν και το 1/3 της οικονομικής δαπάνης. Η οικονομική συμμετοχή των Βρετανών ήταν το 1/7 της δαπάνης. Reynolds David, Britannia Overruled, Longman, Harlow (Essex), 2000, σελ. 293.
[7] Στο Συμβούλιο επίσης συμμετείχε η Ρωσία καθώς και πρώην Σοβιετικές Δημοκρατίες.
[8] Κατ΄ άλλους, επιλέχθηκαν από τις Ηνωμένες Πολιτείες ως πλέον φιλικά προσκείμενες σε αυτές. Βλ., Petras James and Morley Morris, Contesting Hegemons: US – French Relations in the new World Order, Review of International Studies, Volume 26, Issue 1, January 2000, σελ. 58.
[9] Η Δυτικο-Ευρωπαϊκή Ένωση (WEU) ήταν οργανισμός πολιτικού και αμυντικού χαρακτήρα που είχε συσταθεί το 1948 και είχε οδηγήσει στην ίδρυση του ΝΑΤΟ τον επόμενο χρόνο. Λειτουργώντας υποτονικά επί σειρά ετών, είχε επανενεργοποιηθεί το 1984 και είχε αναλάβει επιχειρησιακό ρόλο στον Πόλεμο του Κόλπου το 1990. Το 1992, με στόχο την αντιμετώπιση πιθανής αστάθειας στην Ανατολική Ευρώπη, υιοθέτησε τις λεγόμενες αρμοδιότητες του Petersberg, δηλαδή την διεξαγωγή επιχειρήσεων ανθρωπιστικού χαρακτήρα, διατήρησης της ειρήνης αλλά και στρατιωτικής εμπλοκής με στόχο τη διαχείριση κρίσεων και την επιβολή της ειρήνης.
[10] Το 1997 με τη Συνθήκη του Άμστερνταμ, η Ευρωπαϊκή Ένωση ενσωμάτωσε στους στόχους της τις αρμοδιότητες του Petersberg και δημιούργησε την ειδική θέση του Επικεφαλής της Εξωτερικής Πολιτικής, που θα συντόνιζε την εξωτερική πολιτική του οργανισμού.
[11] Η πρώτη στρατιωτική αποστολή της Ευρωπαϊκής Ένωσης ήταν η επιχείρηση CONCORDIA στην ΠΓΔΜ μεταξύ 2003-2005.
[12] Review of International Studies, σελ. 66.
[13] Lundestad Geir, Empire by Integration, Oxford University Press, Oxford, 1998, σελ. 117, σημ. 27.
[14] Κείμενο στο https://eeas.europa.eu/us/docs

ΒΑΣΙΚΗ ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ:

-Andrews David (ed.), The Atlantic Alliance under Stress, Cambridge University Press, Cambridge, 2005.
-Bindi Federiga, Angelescu Irina (eds.), The Foreign Policy of the European Union, 2nd Edition, Brookings Institution Press, Washington D.C., 2012.
-Chollet Derek, Goldgeier James, America between the Wars. From 11/9 to 9/11, Public Affairs (Council on Foreign Relations), New York, 2008.
-Dumbrell John, Clinton’s Foreign Policy, Routledge, New York, 2009.
-Hahnimaki Jussi, Schoenborn Benedikt, Zanchetta Barbara, Transatlantic Relations since 1945, Routledge, New York, 2012.
-Hyland William, Clinton’s World, Remaking American Foreign Policy, Praeger, London, 1999.
-Nolan Mary, The Transatlantic Century, Europe and America, 1890-2010, Cambridge University Press, New York, 2012.
-Lundestad Geir, Empire by Integration, Oxford University Press, Oxford, 1998.
-Lundestad Geir, The United States and Western Europe since 1945, Oxford University Press, Oxford, 2003.
-Petras James and Morley Morris, Contesting Hegemons: US – French Relations in the new World Order, Review of International Studies, Volume 26, Issue 1, January 2000.
-Reynolds David, Britannia Overruled, Longman, Harlow (Essex), 2000.
-Ryan David, The United States and Europe in the Twentieth Century, Longman, New York, 2003.
-Sloan Stanley, NATO, The European Union and the Atlantic Community, Rowman and Littlefield, Oxford, 2005.

Μπορείτε να ακολουθείτε το «Foreign Affairs, The Hellenic Edition» στο TWITTER στην διεύθυνση www.twitter.com/foreigngr αλλά και στο FACEBOOK, στην διεύθυνση www.facebook.com/ForeignAffairs.gr και στο linkedin στην διεύθυνση https://www.linkedin.com/company/foreign-affairs-the-hellenic-edition