Από το Brexit στον Trump | Foreign Affairs - Hellenic Edition
Secure Connection

Από το Brexit στον Trump

Δίνοντας ένα σκληρό χτύπημα στις ελίτ
Περίληψη: 

Θα ήταν λάθος να κατηγορηθεί το κοινό επειδή επέλεξε έναν μάλλον δραστικό τρόπο για να σηματοδοτήσει την τεράστια δυσαρέσκειά του. Όταν φαίνεται ότι εντελώς τίποτα δεν μπορεί να γίνει μέσα στις ελίτ, το να πατηθεί το κουμπί έκτακτης ανάγκης γίνεται όχι μόνο ένα δικαιολογημένο, αλλά και ίσως το μόνο υπεύθυνο πράγμα που πρέπει να κάνουμε.

Ο DOUGLAS MURRAY είναι αναπληρωτής διευθυντής στο The Henry Jackson Society.

Τα δύο μεγάλα εκλογικά γεγονότα του 2016 –το Brexit και η εκλογή του Donald Trump ως ο επόμενος πρόεδρος των ΗΠΑ- ήταν φαινομενικά συνδεδεμένα από την στιγμή που το Ηνωμένο Βασίλειο ψήφισε για να αποχωρήσει από την Ευρωπαϊκή Ένωση. Εκείνη η ιστορική μέρα του Ιουνίου ήταν ένα σημάδι ότι οι Αμερικανοί ψηφοφόροι θα μπορούσαν επίσης να επιλέξουν, μόλις δινόταν η ευκαιρία, να δώσουν στις άρχουσες ελίτ τους ένα όσο το δυνατόν πιο σκληρό χτύπημα, για όσο το δυνατόν περισσότερους λόγους. Και ακριβώς όπως η Ευρωπαϊκή Επιτροπή, ένα σύμβολο ελιτισμού, έγινε ο στόχος για το βρετανικό κοινό, το ίδιο και η Δημοκρατική προεδρική υποψήφια Χίλαρι Κλίντον έγινε στόχος για το αμερικανικό κοινό την ημέρα των εκλογών.

Οι δύο πολιτικές αναταραχές ταιριάζουν στο ότι αμφότερες οι κοινωνίες περιλαμβάνουν μια κατηγορία ανθρώπων των οποίων οι προοπτικές απασχόλησης έχουν καταστραφεί από την εξωτερική ανάθεση εργασιών (outsourcing), άνθρωποι για τους οποίους η παγκοσμιοποίηση είναι ένα πρόβλημα και όχι μια ευκαιρία. Ίσως η πιο σημαντική ομοιότητα, τουλάχιστον μακροπρόθεσμα, θα είναι ότι και τα δύο γεγονότα θα αυξήσουν την πιθανότητα ενός νέου αριστερο-δεξιού υβριδίου στην εσωτερική πολιτική: Ενός [υβριδίου] που μαθαίνει από τα χρόνια της αμελούς μετανάστευσης και τα χρόνια της αμελούς οικονομίας. Αυτό το υβρίδιο αναγνωρίζει τις αποτυχίες της δεξιάς οικονομίας της ελεύθερης αγοράς, ευνοώντας τις μορφές προστατευτισμού αντί του διεθνισμού στις εμπορικές πολιτικές˙ αγνοεί επίσης μερικά από τα διαχωριστικά γνωρίσματα που εμποδίζουν την αριστερά και την δεξιά τα τελευταία χρόνια, αναγνωρίζοντας αντί για αυτά τους δικαιολογημένους φόβους λόγω του οικονομικού ανταγωνισμού από το εξωτερικό και τις κοινωνικές ανησυχίες που μπορεί να φέρει η μετανάστευση.

Οποιαδήποτε προσαρμογή της κύριας πολιτικής τάσης σε αυτήν την πραγματικότητα δεν θα έρθει εύκολα. Τόσο στις Ηνωμένες Πολιτείες όσο και στο Ηνωμένο Βασίλειο, οι παραδοσιακοί πολιτικοί της αριστεράς και της δεξιάς αγωνίζονται για να μιλήσουν με τα δικά τους εκλογικά σώματα, πόσω μάλλον με τους αντιπάλους τους. Αποδείχθηκε τόσο δύσκολο για την Κλίντον να προσεγγίσει ψηφοφόρους της αριστεράς στην «ζώνη της σκουριάς» του Μίσιγκαν όσο και για τον Βρετανό πρώην πρωθυπουργό Ντέιβιντ Κάμερον να προσελκύσει παραδοσιακούς ψηφοφόρους της δεξιάς στο Sunderland, έναν κόμβο της αυτοκινητοβιομηχανίας στο Ηνωμένο Βασίλειο. Και οι δύο ένευσαν για την βαρύτητα των ανησυχιών αυτών των εκλογικών σωμάτων, αλλά αμφότεροι απέτυχαν να αναγνωρίσουν την πραγματική σοβαρότητα αυτών των φόβων.

Εν τω μεταξύ, ως συμβιβασμένοι κεντρώοι, η Κλίντον και ο Κάμερον δεν ήταν σε θέση να μιλήσουν για τις ατέλειες στο δικό τους πολιτικό κόμμα ή πραγματικά να παραθέσουν τις αποτυχίες των αντιπάλων κομμάτων. Και οι δύο έδωσαν μη ικανοποιητικές απαντήσεις στις αυξανόμενες υποψίες ότι οι τρέχουσες οικονομικές πολιτικές των αντίστοιχων χωρών τους ευνοούν τους λίγους επί των πολλών. Ούτε κανείς τους αντιμετώπισε επαρκώς το γεγονός ότι οι ψηφοφόροι δεν κινήθηκαν προς την πολιτική αριστερά σε καθόλου μεγάλους αριθμούς -αν μη τι άλλο, επειδή στο Ηνωμένο Βασίλειο και στις Ηνωμένες Πολιτείες, η αριστερά απεχθάνεται να μιλά για τις ανησυχίες του κοινού σχετικά με την ταυτότητα και την μετανάστευση και προτιμά να κηρύττει σχετικά με το γιατί ο κόσμος έχει λάθος να αισθάνεται τον τρόπο που αισθάνεται.

Οι κοινωνικοί φιλελεύθεροι έχουν περάσει χρόνια επιπλήττοντας και κάνοντας διαλέξεις στους συντηρητικούς, χωρίς να ακούνε αυτά που η άλλη πλευρά είχε να πει. Σπάνια εξέτασαν το ενδεχόμενο ότι το κοινό δεν χρειάζεται να διορθωθεί, γιατί το κοινό δεν είναι απαραίτητα λάθος. Το να αναγνωριστεί η ύπαρξη των ανθρώπων που έχουν «μείνει πίσω» δεν είναι το ίδιο με το να γίνει κάτι για να βοηθηθούν. Το να βρεθεί δουλειά για αυτούς τους ανθρώπους μπορεί να αποδειχθεί δύσκολο. Αλλά το να επικρίνονται για ρατσισμό και άλλες ανάμεικτες ιδεοληψίες ρίχνει αλάτι στις πληγές τους.

Είναι αλήθεια ότι ο Trump χρησιμοποίησε εμπρηστική γλώσσα κατά των μειονοτήτων και των γυναικών, αλλά οι φιλελεύθεροι δεν θα έπρεπε να επιτεθούν στους υποστηρικτές του απεικονίζοντάς τους ως ρατσιστές, μισογύνηδες, και ομοφοβικούς φασίστες. Η υποστήριξη του ελέγχου των συνόρων ή των συντηρητικών αξιών δεν πρέπει να φέρνει αυτόματα τέτοιους βίαιους χαρακτηρισμούς. Η σωστή απάντηση θα ήταν να αναγνωριστεί το δίκαιο των ανησυχιών σχετικά με την ελεύθερη αγορά και την μετανάστευση. Η λανθασμένη απάντηση ήταν οι χαρακτηρισμοί, στους οποίους κατέφυγε η Κλίντον όταν είπε ότι πολλοί από τους υποστηρικτές του Trump ανήκουν σε ένα «καλάθι ελεεινών».

Στην ομιλία της όταν πήρε το χρίσμα, η Κλίντον τόνισε πόσο σημαντική είναι «ανοχή» στην πολιτική. Είναι αλήθεια ότι η εκστρατεία του Trump εμφάνισε ένα επίπεδο δυσανεξίας σε αντίθετες απόψεις, αλλά δεν ήταν η μόνη. Ομοίως, ο οποιοσδήποτε ψήφισε «εκτός» στο Ηνωμένο Βασίλειο, απεικονίστηκε ως ρατσιστής: Αλλά αυτή η προσπάθεια να κλείσει η συζήτηση αποτελούσε απλώς μια προσπάθεια της εκστρατείας του «εντός» να κρατήσουν τους αντιπάλους τους κάτω από την επιφάνεια του νερού. Στο κάτω-κάτω, η κύρια εκστρατεία του «εκτός» στο δημοψήφισμα του Ηνωμένου Βασιλείου στράφηκε εμφανώς μακριά από το να προωθεί μια κραυγαλέα πλατφόρμα κατά της μετανάστευσης, ακόμη και αν τέτοια αισθήματα κινητοποιούσαν ορισμένους, αλλά σίγουρα όχι όλους τους ψηφοφόρους στις κάλπες. Η εκστρατεία επικεντρώθηκε σε ένα ηλιόλουστο, αισιόδοξο όραμα ενός Ηνωμένου Βασιλείου ακόμα εξέχοντος ως παγκόσμια δύναμη, αλλά απλώς ελεύθερου από τους περιορισμούς των Βρυξελλών.