Το διακύβευμα των συνομιλιών για το Κυπριακό | Foreign Affairs - Hellenic Edition
Secure Connection

Το διακύβευμα των συνομιλιών για το Κυπριακό

Τι κρύβει η στάση της Τουρκίας

Πολύ μεγάλη ανησυχία επικρατεί λόγω της απροσδόκητης αποφάσεως για επανέναρξη των διαπραγματεύσεων για λύση του Κυπριακού μέσα σε συγκεκριμένο χρονοδιάγραμμα με κορωνίδα την πολυμελή διάσκεψη για διευθέτηση –υποτίθεται- του θέματος των εγγυήσεων και της αποχωρήσεως του κατοχικού στρατού.

Τις συνομιλίες στο Μον Πελεράν τορπίλισε η Τουρκία με τις οδηγίες που έδωσε στους Τουρκοκύπριους να υπαναχωρήσουν στο εδαφικό την τελευταία στιγμή, για να εκβιάσει σύγκληση της πολυμελούς διασκέψεως, κατ’ αυτήν πενταμελούς, πράγμα το οποίο τελικώς επέτυχε. Στην διάσκεψη η Τουρκία είτε θα υποχωρήσει στο θέμα του προσφυγικού, δηλαδή να δεχθεί μερικές χιλιάδες περισσότερους πρόσφυγες στην Βόρεια Κύπρο ως αντάλλαγμα της παραμονής των στρατευμάτων της στο νησί και την διατήρησή της ως εγγυήτριας δυνάμεως είτε θα υποχωρήσει μερικώς στο θέμα των εγγυήσεων υπό τον όρο εξασφαλίσεως μεγαλύτερου μεριδίου στο εδαφικό και υποχωρήσεως των Ελληνοκυπρίων σε άλλα κεφάλαια όπως στην αποδοχή της εναλλακτικής Προεδρίας, κλπ. Επειδή υπάρχει δαιμονοποίηση των εγγυήσεων, τυχόν μερική υποχώρηση της Τουρκίας στο κεφάλαιο αυτό θα παρουσιαστεί ως επαρκής δικαιολογία για επώδυνες υποχωρήσεις εκ μέρους των Ελληνοκυπρίων στα θέματα ουσίας.

Το χρονικό που μας οδήγησε στην επανέναρξη των συνομιλιών μπορεί να συνοψισθεί ως εξής:
Σε ομιλία του αμέσως μετά την διακοπή των συνομιλιών στα εγκαίνια δημοτικού θεάτρου στην Λεμεσό, ο πρόεδρος Αναστασιάδης σχεδόν δάκρυσε όταν αναφέρθηκε στους Τουρκοκύπριους, τους προσφώνησε δε ως αδέλφια μας «με τα οποία πρέπει και μπορούμε να ζήσουμε ενωμένοι», μια ακατανόητη χειρονομία αφού γνωρίζει πολύ καλά ότι τα αισθήματά του δεν ανταποδίδονται από τους Τουρκοκυπρίους.

Μετά από πρωτοβουλία του προέδρου Αναστασιάδη παρακάθισαν την 1η Δεκεμβρίου οι δύο πλευρές σε δείπνο που παρέθεσαν τα Ηνωμένα Έθνη και αποφασίσθηκε η επιστροφή στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων.

28122016-1.jpg

Ο πρωθυπουργός Αλέξης Τσίπρας με τον Κύπριο Πρόεδρο Νίκο Αναστασιάδη στις Βρυξέλλες, στις 11 Ιουνίου 2015. REUTERS/Francois Lenoir
---------------------------------------------------

Όσον αφορά την Ελλάδα, ο πρωθυπουργός Αλέξης Τσίπρας ανακοίνωσε αμέσως μετά την διακοπή των συνομιλιών, την επιθυμία του να συναντηθεί με τον Ερντογάν για να πιέσει για επανέναρξη των συνομιλιών. Κατά δημοσιογραφικές δε πληροφορίες (Καθημερινή 24-25/12/2016) η Αθήνα έχει θέσει ως όρο συμμετοχής στην πολυμερή διάσκεψη της Γενεύης την προηγούμενη πραγματοποίηση διμερούς συναντήσεως των κ.κ. Τσίπρα και Ερντογάν.

Είναι, τουλάχιστον, αμφισβητούμενο αν αυτή είναι η σωστή κίνηση. Από μια τέτοια συνάντηση αναμενόμενο είναι η Ελλάδα να είναι σε μειονεκτική θέση. Η Ελλάδα δεν έχει τρόπο να πιέσει την Τουρκία, μόνο να την δελεάσει με υποχωρήσεις τόσο στο Κυπριακό, ενδεχομένως και στο Αιγαίο. Έχει δημοσιευθεί (Καθημερινή 04/12/2016) ότι η Τουρκία θέλει να συνδυάσει την λύση του Κυπριακού με την ριζική αναθεώρηση των ελληνο-τουρκικών σχέσεων, συνδέοντας την λύση με περιφερειακό ενεργειακό πλαίσιο συνεργασίας.

Με την δημόσια έκφραση τέτοιων συναισθημάτων και επιθυμιών, η άνευ προηγουμένου πίεση που δέχεται η ελληνοκυπριακή πλευρά από όλους, Γενικό Γραμματέα ΟΗΕ, Ευρώπη, Ηνωμένες Πολιτείες, Ηνωμένο Βασίλειο ακόμη και Ελλάδα, είναι φυσικό να καρποφορήσει. Είναι το άλλοθι που χρειάζονται οι τρίτοι για «να βοηθήσουν» στην επίλυση. Κανείς δεν θα τους κατηγορήσει εκ των υστέρων για την συμπεριφορά τους. Πρέπει να είμαστε και «ευγνώμονες» από πάνω.

Μετά από το δείπνο μεταξύ των δύο Κυπρίων ηγετών και των εκπροσώπων των Ηνωμένων Εθνών ανακοινώθηκε στις 2 Δεκεμβρίου συμφωνία για άμεση έναρξη και εντατικοποίηση νέου κύκλου συνομιλιών εφ’ όλων των κεφαλαίων, η συνέχισή τους στην Γενεύη και την επομένη του τερματισμού των συνομιλιών που προσδιορίζεται στις 11 Ιανουαρίου, η πραγματοποίηση διασκέψεως με τις εγγυήτριες δυνάμεις «αλλά και με όσα των εμπλεκομένων μερών απαιτείται» υπονοώντας την Ε.Ε., ο ΟΗΕ και ενδεχομένως μέλη του Συμβουλίου Ασφαλείας του ΟΗΕ. Στην δήλωση δεν φαίνεται ότι είναι προϋπόθεση η συμφωνία επί των επιμέρους κεφαλαίων για την σύγκληση της πολυμελούς διασκέψεως. Στην «πολυμελή» αυτή διάσκεψη η τουρκική πλευρά επιμένει ότι πέραν των εγγυητριών δυνάμεων και των δύο κοινοτήτων οι υπόλοιποι που ενδεχομένως θα εκδηλώσουν επιθυμία να συμμετάσχουν, όπως τα μέλη του Συμβουλίου Ασφαλείας και κυρίως η Ε.Ε. θα είναι, κατά την τουρκοκυπριακή πλευρά, παρατηρητές, δεν θα έχουν καθοριστικό λόγο, αλλά ίσως συμβουλευτικό, με την δικαιολογία ότι δεν έχουν υπογράψει την Συνθήκη της Εγγυήσεως.

Ακόμη και την επίσημη παρουσία της Κυπριακής Δημοκρατίας όχι μόνο αμφισβητεί αλλά αρνείται η τουρκική πλευρά εφ’ όσον, κατ’ αυτούς, στις συνομιλίες συμμετέχουν οι δύο κοινότητες και όχι το επίσημο κράτος το οποίο ούτως ή άλλως δεν αναγνωρίζουν. Η τουρκική θέση είναι ότι η Κυπριακή Δημοκρατία έχει εκλείψει (defunct). Δυστυχώς η ελληνοκυπριακή πλευρά με το να έχει δεχθεί από τα παλιά «να συνομιλεί» ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας ως ηγέτης της ελληνοκυπριακής κοινότητος, έχει τουλάχιστον αποδυναμώσει την θέση της Κυπριακής Δημοκρατίας (η οποία εμφανίζεται αμέτοχη) – η δε κυβέρνηση τρέχει τώρα να μαζέψει τα ασυμμάζευτα. Είναι ορισμένα θέματα τα οποία είναι προτιμότερο να είναι εξ υπαρχής ξεκάθαρα παρά να υπάρχει δημιουργική ασάφεια που σε δεδομένη στιγμή θα περιπλέξει την κατάσταση. Το σχέδιο του κ. Eide, ο οποίος προσπαθεί να ικανοποιήσει την Τουρκία, υιοθετεί την ευρεσιτεχνία του Σχεδίου Ανάν, δηλαδή ότι οι δύο κοινότητες θα υπογράψουν ως ένα κρατικό μόρφωμα μαζί με τις τρεις εγγυήτριες δυνάμεις. Το «νέο» κρατικό μόρφωμα θα παρθενογεννηθεί, κατά την τουρκική επιχειρηματολογία, με τις υπογραφές των δύο ηγετών. Με την σοφιστεία αυτή, η νόμιμη Κυπριακή Δημοκρατία καθίσταται περιττή και απούσα. Αντ’ αυτής, θα μετέχουν οι δύο κοινότητες οι οποίες έχουν μετεξελιχθεί στην Τουρκική Δημοκρατία της Βορείου Κύπρου και στην Δημοκρατία της Νότιας Κύπρου, και οι οποίες θα δημιουργήσουν το καινούργιο συνεταιρικό κράτος. Ευτυχώς, ο πρόεδρος Αναστασιάδης αντιλήφθηκε και προσφάτως αναγνώρισε δημοσίως τον κίνδυνο, και δήλωσε ότι αν η τουρκική πλευρά εμμείνει σε θέσεις όπως η μετεξέλιξη της Κυπριακής Δημοκρατίας, τότε δεν υπάρχει «η προοπτική που όλοι προσδοκούν». Ο δε κυβερνητικός εκπρόσωπος δήλωσε ότι «το θέμα της Κυπριακής Δημοκρατίας είναι ξεκαθαρισμένο… Ο τρόπος που θα εκπροσωπηθεί η Κυπριακή Δημοκρατία είναι κάτι το οποίο μελετούμε, το πώς διασφαλίζεται καλύτερα η εκπροσώπηση της Κυπριακής Δημοκρατίας». Η Λευκωσία σπεύδει εκ των υστέρων, καθώς η παρουσία και η συμμετοχή της Κυπριακής Δημοκρατίας δεν διασφαλίσθηκε στην συμφωνία της 1ης Δεκεμβρίου. Ίδωμεν.

Η Ελλάδα έχει επισήμως ανακοινώσει ότι συμφωνεί με την εντατικοποίηση των συνομιλιών όσο και με την πολυμερή διάσκεψη η οποία, καθοδηγούμενη από την Τουρκία είναι μάλλον σίγουρο ότι θα συζητήσει όλα τα θέματα που απομένουν σε εκκρεμότητα μαζί με τα θέματα των εγγυήσεων και της παραμονής του τουρκικού στρατού. Κατά το λαϊκότερον, θα γίνει το λεγόμενο «ανατολίτικο παζάρι» όπως γίνεται συνήθως στο Κυπριακό. Η Ελλάδα δεν έχει λόγο να εναντιωθεί αν ο πρόεδρος Αναστασιάδης δεχθεί να συζητήσει τις εκκρεμότητες που υφίστανται. Άλλωστε «η Κύπρος αποφασίζει και η Ελλάδα συμπαρίσταται».

Είναι φανερό ότι τόσο η κυπριακή κυβέρνηση όσο και η ελληνική αποδέχτηκαν ασφυκτικά χρονοδιαγράμματα τα οποία επεδίωκε η τουρκική πλευρά, δηλαδή μέχρι και τις 11 Ιανουαρίου να συζητηθούν όλα τα θέματα και συγχρόνως να συγκληθεί η πολυμερής την επομένη για όλες τις εκκρεμότητες.

Η άποψη ότι η Τουρκία δεν πρόκειται να διαφοροποιήσει την στάση της στο θέμα των εγγυήσεων και της παραμονής των τουρκικών στρατευμάτων δεν αντέχει στην βάσανο. Ήδη από διάφορες δηλώσεις κ.λπ. διαφαίνεται ότι η Τουρκία είναι έτοιμη να συζητήσει επανεξέταση των εγγυήσεων μετά από ορισμένα χρόνια και προϋποθέσεις (εφ’ όσον οι Ελληνοκύπριοι είναι «καλά παιδιά»), επίσης τον περιορισμό του αριθμού των τουρκικών στρατευμάτων και την τμηματική συρρίκνωσή τους.

28122016-2.jpg

Ο Τούρκος πρόεδρος Ταγίπ Ερντογάν με τον Τουρκοκύπριο ηγέτη Μουσταφά Ακιντζί (αριστερά) επιθεωρούν τιμητικό άγημα κατά την επίσκεψη του κ. Ερντογάν στην βόρεια Κύπρο, στις 20 Ιουλίου 2015. REUTERS/Harun Ukar
-----------------------------------------

Ανεξαρτήτως των εκφρασθέντων απόψεων περί επανεξετάσεως των εγγυήσεων και της παραμονής του στρατού κατοχής, η Τουρκία έχει επανειλημμένως αποδείξει ότι είναι ικανή (και έτοιμη) να επέμβει ακόμη και χωρίς να έχει δικαίωμα επεμβάσεως – όρα την συμπεριφορά της στο Συριακό.

Εάν ανατρέξουμε διαχρονικά στην συμπεριφορά της Τουρκίας όσον αφορά τις Συνθήκες στις οποίες υπεισέρχεται, θα διαπιστώσουμε ότι η συνήθης πρακτική της είναι, εφ’ όσον της δοθεί η ευκαιρία, την συμφέρει και ελέγχει την κατάσταση, να τις καταστρατηγήσει. Φτάνει να θυμηθούμε την συστηματική και μεθοδευμένη πρακτική που ακολούθησε για τον αφελληνισμό της Ίμβρου και της Τενέδου, κατά παράβαση της Συνθήκης της Λωζάννης, τον εξοβελισμό του ελληνικού στοιχείου από την Κωνσταντινούπολη, τον εποικισμό της Κύπρου, κ.λπ., κ.λπ., κ.λπ.

Λόγω της συνεχούς ενασχολήσεως της κυπριακής διοικήσεως και των Κυπρίων πολιτών με το πρόβλημα και την επιθυμία για λύση που όλοι καλόπιστα επιθυμούν, ασχολούνται με το δένδρο και χάνουν το δάσος. Συζητούν για τον αριθμό των προσφύγων που θα επιστρέψει αν θα είναι 75.000 ή 90.000 ή 65.000 όπως ζητούν οι Τουρκοκύπριοι ή εάν το ποσοστό θα είναι 29,2% ή 28,2% και δεν αντιλαμβάνονται ότι οι λεπτομέρειες αυτές είναι άνευ ουσιαστικής σημασίας.

Εκείνο που πρέπει να προβληματίσει είναι κατά πόσο είναι ειλικρινής η επιθυμία των Τουρκοκυπρίων για συμφωνία και κυρίως ο βαθμός ανεξαρτησίας που έχουν για να ενεργούν ως free agents. Ας ανατρέξουμε σε μερικά γεγονότα: Η τουρκοκυπριακή πλευρά εξαρτάται πλέον από την Τουρκία για την προμήθεια νερού η οποία με κόστος 500 εκατ. ευρώ «ένωσε» παρανόμως την Τουρκία με την Κύπρο με υποθαλάσσιο αγωγό, προωθείται δε η απ’ ευθείας προμήθεια ηλεκτρικού ρεύματος από την Τουρκία. Η Τουρκία οργανώνει την οικονομία της Βορείου Κύπρου και πληρώνει τους μισθούς των κυβερνητικών υπαλλήλων, η Τουρκία ελέγχει την Παιδεία και όπως είναι γνωστό προωθεί ταχέως την ισλαμοποίηση του ψευδο-κρατιδίου. Ενδεικτικό είναι ότι ούτε την χειμερία ώρα δεν αλλάζει η Βόρεια Κύπρος, προτιμώντας να ταυτίζεται με την Τουρκία παρά με το επίσημο κυπριακό κράτος και την Ευρώπη. Η ταύτιση σε όλα είναι πλήρης.

Αν ευοδωθούν οι συνομιλίες και υπογραφούν οι συμφωνίες, υπάρχει κίνδυνος η Κυπριακή Δημοκρατία να αποδομηθεί και απονομιμοποιηθεί πολιτικά και νομικά. Το σίγουρο είναι ότι οι πράξεις, ενέργειες και συμφωνίες του τουρκοκυπριακού συνιστώντος κράτους, παράνομες μέχρι σήμερα, θα αναγνωρισθούν και θα νομιμοποιηθούν αναδρομικώς, δια των διεθνών συνθηκών. Οι προηγούμενες παράνομες πράξεις του ψευδοκράτους θα εξισωθούν με τις πράξεις της Κυπριακής Δημοκρατίας. Το τουρκοκυπριακό δε κρατίδιο θα αποκτήσει ισότιμο μερίδιο στα κοινά αγαθά τα οποία σε δεδομένη στιγμή θα τα διεκδικήσει είτε δια διαχωρισμού είτε δια συνεκμεταλλεύσεως.

Ένα μεγάλο ερωτηματικό συνοδεύει το οικονομικό κόστος μιας ενδεχόμενης συμφωνίας: Μπορεί η Κύπρος «να αντέξει» τρεις κυβερνήσεις; Συν τα έξοδα ενοποιήσεως και αποζημιώσεων; Θεωρείται αυτονόητο ότι η κεντρική κυβέρνηση, δηλαδή οι Ελληνοκύπριοι φορολογούμενοι θα επωμισθούν όλο το οικονομικό βάρος. Για να αντιληφθεί κανείς τον βαθμό συνεργασίας του κατοχικού καθεστώτος στο θέμα αυτό, αρκεί να λεχθεί ότι μέχρι σήμερα δεν έχει επιτραπεί στην Παγκόσμια Τράπεζα και στο Διεθνές Νομισματικό Ταμείο να ελέγξουν τις τράπεζες στα κατεχόμενα. Το παράδειγμα της Γερμανίας πρέπει να μας προβληματίσει. Ενοποιήθηκε το 1989 και μέχρι σήμερα υπάρχουν μεγάλες οικονομικές διαφορές μεταξύ των δύο Γερμανιών, εξ αυτού δε του λόγου η άκρα δεξιά βρίσκει εύφορο έδαφος στην πρώην Ανατολική Γερμανία.

Ένα παρεπόμενο θέμα ενδέχεται να εξελιχθεί σε μεγάλο πρόβλημα. Οι περισσότερες επενδύσεις που ενδεχομένως να προκύψουν και που αναμένονται μάλλον θα προέλθουν από την Τουρκία και τις μουσουλμανικές χώρες και είναι φυσικό να προτιμάται η Βόρεια Κύπρος, αφ’ ενός για να βοηθηθούν οι Μουσουλμάνοι από τους ομόθρησκούς τους, αφ’ ετέρου επειδή για μεγάλο διάστημα το κόστος των επενδύσεων στον Βορρά θα είναι συμφερότερο από επενδύσεις στο Νότο, με αποτέλεσμα να καταστεί ο Βορράς το ευημερούν κρατίδιο και ο Νότος να επωμισθεί το τεράστιο κόστος της συμφωνίας και μετά να παρακμάσει, όπως έχει συμβεί με Πολιτείες των Ην. Πολιτειών μετά την NAFTA λόγω της μεταφοράς της οικονομικής δραστηριότητάς τους στο Μεξικό.

Η βασική διαφορά μεταξύ των κοινοτήτων είναι ότι στην Κύπρο υπάρχει αγεφύρωτο χάσμα κοσμοθεωριών. Ο ελληνικός πολιτισμός ευρίσκεται σε φάση μετανεωτερικότητος, πιστεύει και εφαρμόζει τις ανθρωπιστικές αξίες, το διεθνές δίκαιο και την ειρηνική συνύπαρξη. Από την άλλη, η Τουρκία ασκεί ακραία realpolitik και φροντίζει για την αναβίωση της Οθωμανικής αυτοκρατορίας, απειλώντας όλους τους γείτονες και απαιτώντας την αναθεώρηση των Συνθηκών urbi et orbi.

Πώς, λοιπόν, είναι δυνατόν να υπάρξει λύση στην Κύπρο; Είναι ηλίου φαεινότερο ότι η Τουρκία επιθυμεί διακαώς διακανονισμό για να νομιμοποιήσει το παράνομο κρατίδιο, ούτως ώστε μετά κάποιο χρονικό διάστημα, με πρόσχημα την διαφωνία των κρατιδίων επί συγκεκριμένου θέματος και την αδυναμία εύρυθμης λειτουργίας της κεντρικής διοικήσεως να επέλθει η διχοτόμηση δια της αποσχίσεως του τουρκοκυπριακού κρατιδίου και το σημερινό παράνομο κρατίδιο, ως ίσος εταίρος πλέον, να απαιτήσει το μερίδιό του στην υφαλοκρηπίδα, FIR, κ.λπ. στα οποία δεν δικαιούται τώρα, ούτε και ποτέ θα δικαιούται νομίμως εάν δεν αναγνωρισθεί ως συνιστών κράτος της διζωνικής ομοσπονδίας έστω και εάν αποκτήσει κάποιου είδους αναγνώριση από μερικά κράτη. Σε περίπτωση ευοδώσεως των συνομιλιών και υλοποιήσεως της συμφωνίας, ως ένα από τα δύο συνιστώντα κράτη, θα αποκτήσει δικαιωματικώς το 50% των κοινών αγαθών σε περίπτωση «διαζυγίου». Αυτό είναι το «αισιόδοξο» σενάριο. Το απαισιόδοξο είναι να καταλάβει η Τουρκία ολόκληρη την Κύπρο δια των όπλων, είτε με κάποια δικαιολογία όπως στο παρελθόν – εύκολο είναι να δημιουργηθούν διαφωνίες και αντιπαραθέσεις είτε δια της συνεχούς εισροής μεταναστών είτε δια των γεννήσεων. Οποιαδήποτε δε συμφωνία στην βάση της διζωνικής, δικοινοτικής ομοσπονδίας θα επιφέρει την φιλανδοποίηση της Κύπρου.

Ας σταματήσει ο κατήφορος. Τυχόν συμφωνία με τους Τούρκους θα είναι η καταστροφή του ελληνισμού και δευτερευόντως της Δύσεως, η δε Τουρκία θα έχει κερδίσει την μεγαλύτερή της νίκη στην πρόσφατη ιστορία της. Και για να γίνει πιο ευκρινές: Διαλύεται ο άξονας Ελλάδος–Ισραήλ–Κύπρου–Αιγύπτου, χάνεται η προοπτική συνεργασίας Ελλάδος–Κύπρου–Ιράν, η Ελλάδα παραμένει πλέον το μοναδικό ανάχωμα κατά των ισλαμιστών με μειωμένη γεωπολιτική ισχύ, περιορίζεται δραματικά η υφαλοκρηπίδα της Ελλάδος επειδή η υφαλοκρηπίδα της Κύπρου θα ελέγχεται από την Τουρκία και δεν θα μπορούν να γίνουν συμπράξεις, όλοι οι αγωγοί θα περνούν από την Τουρκία, η Τουρκία καθίσταται ο ρυθμιστής των ροών των υδρογονανθράκων της Μεσογείου, αυτό, εξ άλλου προσφέρει στην Τουρκία ως κίνητρο και δέλεαρ ο πρόεδρος Αναστασιάδης (ίδε συνέντευξή του στην «Καθημερινή» της 24-25 Δεκεμβρίου, 2016), οι άλλες δυνητικές οδοί θα αποκλειστούν και η Τουρκία αποκτά μια σφήνα στην καρδιά της Μέσης Ανατολής – ένα αβύθιστο αεροπλανοφόρο. Ενός κακού μύρια έπονται.

Ας ληφθούν τα πιο πάνω σοβαρά υπ’όψιν πριν είναι πολύ αργά.

Copyright © 2015 by the Council on Foreign Relations, Inc.
All rights reserved.

Μπορείτε να ακολουθείτε το «Foreign Affairs, The Hellenic Edition» στο TWITTER στην διεύθυνση www.twitter.com/foreigngr αλλά και στο FACEBOOK, στην διεύθυνση www.facebook.com/ForeignAffairs.gr και στο linkedin στην διεύθυνση https://www.linkedin.com/company/foreign-affairs-the-hellenic-edition