Πώς να δημιουργηθεί μια κοινωνία των ίσων | Foreign Affairs - Hellenic Edition
Secure Connection

Πώς να δημιουργηθεί μια κοινωνία των ίσων

Ξεπερνώντας την σημερινή κρίση της ανισότητας
Περίληψη: 

Σήμερα, οι άνθρωποι θρηνούν για τις ανισότητες γενικά, φρίττουν με πληθώρα από κοινωνικά στατιστικά στοιχεία ή ακραία παραδείγματα πλούτου και φτώχειας, αλλά συχνά συναινούν στην ανισότητα σε ειδικές περιπτώσεις, όσον αφορά μικρότερες διακυμάνσεις στα αποτελέσματα ζωής που προκύπτουν από κατά τεκμήριο νόμιμες ατομικές επιλογές και περιστάσεις.

Ο PIERRE ROSANVALLON είναι καθηγητής Πολιτικής Ιστορίας στο Collège de France, διευθυντής σπουδών στο Ecole des Hautes Études en Sciences Sociales, και ο συγγραφέας του βιβλίου με τίτλο The Society of Equals.

Υπήρξε πολλή συζήτηση [1] για την αύξηση των οικονομικών ανισοτήτων στον ανεπτυγμένο κόσμο πρόσφατα, μαζί με μια γενικευμένη αίσθηση ότι το πρόβλημα έχει πάρει απαράδεκτες διαστάσεις [2]. Αλλά την ίδια στιγμή, υπήρξαν λίγες κινήσεις για να αντιμετωπιστεί η κατάσταση˙ Αντ' αυτού, υπάρχει σιωπηρή αποδοχή πολλών ειδικών μορφών ανισότητας και των διεργασιών που τις παράγουν. Το αποτέλεσμα είναι μια ευρέως διαδεδομένη δυσαρέσκεια και στην πράξη μια παθητικότητα.

Θα μπορούσε κάποιος να το αποκαλέσει αυτό ως το παράδοξο του Bossuet, από τον θεολόγο του 17ου αιώνα, Jacques -Benigne Bossuet [3], ο οποίος είπε: «Ο Θεός γελάει με τους ανθρώπους οι οποίοι διαμαρτύρονται για τις συνέπειες, ενώ λατρεύουν τις αιτίες». Σήμερα, οι άνθρωποι θρηνούν για τις ανισότητες γενικά, φρίττουν με πληθώρα από κοινωνικά στατιστικά στοιχεία ή ακραία παραδείγματα πλούτου και φτώχειας, αλλά συχνά συναινούν σ' αυτήν σε ειδικές περιπτώσεις, όσον αφορά μικρότερες διακυμάνσεις στα αποτελέσματα ζωής που προκύπτουν από κατά τεκμήριο νόμιμες ατομικές επιλογές και περιστάσεις. Για παράδειγμα, μια πρόσφατη έρευνα που διεξήχθη στην Γαλλία σχετικά με την «αντίληψη της ανισότητας και τα συναισθήματα της αδικίας» διαπίστωσε ότι σχεδόν το 90% των ερωτηθέντων πιστεύουν ότι οι εισοδηματικές ανισότητες θα πρέπει να μειωθούν, και ένα ακόμη μεγαλύτερο ποσοστό αισθάνεται ότι μια δίκαιη κοινωνία θα πρέπει να εγγυάται την εκπλήρωση των βασικών αναγκών του καθενός (για την εκπαίδευση, τα τρόφιμα, την υγειονομική περίθαλψη και την στέγη). Ωστόσο, το 57% αισθάνεται επίσης ότι οι ανισότητες εισοδήματος ήταν αναπόφευκτες σε μια δυναμική οικονομία, και το 85% είπε ότι οι διαφορές εισοδήματος είναι αποδεκτές όταν ανταμείβουν ατομικά προσόντα.

Η κατάσταση αυτή είναι το προϊόν μιας ισχυρής γενικής ηθικής αποστροφής στην υπερβολική ανισότητα σε συνδυασμό με την αδύναμη συναίνεση σχετικά με τα θεωρητικά πεδία για δράση προς την μείωσή τους. Κάποιοι μπορεί να πιστεύουν ότι το τελευταίο σημαίνει πως τίποτα δεν μπορεί ή δεν πρέπει να γίνει για το πρόβλημα αυτό. Αλλά κατά την διάρκεια των αρχικών και των μέσων δεκαετιών του εικοστού αιώνα, οι Δυτικές κυβερνήσεις κατάφεραν να μειώσουν την ανισότητα δραματικά, ακόμη και χωρίς ένα κοινό όραμα για την ανάγκη να το πράξουν. Αντί για αυτό, είχαν κίνητρο από τρεις αντικειμενικούς παράγοντες: Τον φόβο ότι η έλλειψη μεταρρυθμίσεων θα προκαλέσει κοινωνικές και πολιτικές αναταραχές, τις πρακτικές επιπτώσεις των δύο Παγκοσμίων Πολέμων, και την μείωση της πίστης στην ατομική ευθύνη για την μοίρα των ανθρώπων. Μαζί, αυτά οδήγησαν σε πολιτικές όπως η κοινωνική ασφάλιση, ο ελάχιστος μισθός, το ισχυρό κράτος πρόνοιας, και ο προοδευτικός φόρος εισοδήματος, πράγματα τα οποία βοήθησαν να γίνουν οι οικονομίες και οι κοινωνίες πιο δίκαιες.

Τις τελευταίες δεκαετίες, όμως, όλοι αυτοί οι αντικειμενικοί παράγοντες έχουν εξαφανιστεί, και μαζί τους έχει εξαφανιστεί η υποστήριξη για την εξισωτική δημόσια πολιτική. Όσοι ασχολούνται με την καταπολέμηση της αύξησης της ανισότητας [4] σήμερα, ως εκ τούτου, πρέπει να ξεκινήσουν πρώτα σε θεωρητικό επίπεδο, με την διαμόρφωση ενός εννοιολογικού πλαισίου που να δικαιολογεί τις προσπάθειες αυτές με ξεκάθαρο τρόπο.

ΤΙ ΟΔΗΓΗΣΕ ΣΤΗΝ ΕΠΟΧΗ ΤΗΣ ΙΣΟΤΗΤΑΣ

Η ανάπτυξη των κινημάτων των εργαζομένων στα τέλη του 19ου και στις αρχές του 20ου αιώνα, μαζί με την έλευση της καθολικής ψηφοφορίας, παρουσίασαν στις Δυτικές ελίτ μια δύσκολη επιλογή: Να δεχθούν μια δημοσιονομική επανάσταση ή να διακινδυνεύσουν μια κοινωνική. Στο πιο διάσημο παράδειγμα, ο συντηρητικός καγκελάριος Otto von Bismarck πρωτοστάτησε στο σύγχρονο κράτος πρόνοιας στην αυτοκρατορική Γερμανία, προσπαθώντας να αντιμετωπίσει την εξάπλωση των σοσιαλιστικών ιδεών με το να δείξει ότι η κυβέρνηση ενδιαφερόταν για την εργατική τάξη. Μετά το 1918, οι φόβοι για επανάσταση αυξήθηκαν, χάρη στην κατάληψη της εξουσίας από τους κομμουνιστές στην Ρωσία και την εξάπλωση των μιμητικών εξεγέρσεων σε όλη την Ευρώπη. Οι καταστροφές της Μεγάλης Ύφεσης μόνο συνέβαλαν στο πρόβλημα, όπως έκανε και ο επίμονος φόβος του κομμουνισμού στις δεκαετίες μετά τον Β' Παγκόσμιο Πόλεμο. Το αποτέλεσμα ήταν ένας ρεφορμισμός από φόβο, με την μείωση της ανισότητας να γίνεται μια σημαντική προτεραιότητα της κυβέρνησης.

Η εμπειρία του Α' Παγκοσμίου Πολέμου επίσης παρήγαγε ένα νέο όραμα ενός κοινωνικού δεσμού που δένει μαζί τις χώρες. Κατά μια έννοια, ο πόλεμος «εθνικοποίησε» τις ζωές των ανθρώπων. Ακριβώς καθώς απειλούσε την ύπαρξη του καθενός, έτσι προωθούσε την ιδέα ότι καθένας όφειλε ένα χρέος προς την ευρύτερη κοινότητα. Επιπλέον, τα εκατομμύρια των θανάτων σε όλη την ευρωπαϊκή ήπειρο ανάγκασαν τους ανθρώπους να σκέφτονται με νέους τρόπους σχετικά με το τι τους ένωνε. «Αν ο πόλεμος δεν σε σκότωνε, σε έκανε να ξεκινήσεις να σκέφτεσαι», όπως το έθεσε ο Τζορτζ Όργουελ. Φυσικά, η ομάδα των στρατιωτών ήταν η πιο δύσκολη. Κάθε πολεμιστής έμαθε στην λάσπη των χαρακωμάτων ότι η ζωή του ήταν εξίσου ευάλωτη με εκείνη του συντρόφου του. Όπως έγραψε ένας από αυτούς, «Η συνείδηση μιας φυσικής κοινότητας οδήγησε σε ένα πολύ ζωντανό και παρήγορο συναίσθημα ισότητας». Και ο πόλεμος συνέβαλε στην ανάπτυξη κοινών εθνικών ταυτοτήτων. Όπως παρατήρησε ο Γερμανός συγγραφέας Robert Musil, «Πολλοί Γερμανοί στρατιώτες αισθάνθηκαν για πρώτη φορά την ανώτερη αίσθηση ότι έχουν κάτι κοινό με όλους τους άλλους Γερμανούς. Ο καθένας ξαφνικά έγινε ένα απλό, ταπεινό κομμάτι σε ένα γεγονός που ξεπερνούσε το προσωπικό. Ενταγμένος στο έθνος, κάποιος θα μπορούσε σχεδόν να το νιώσει».