Το τέλος των αεροπλανοφόρων; | Foreign Affairs - Hellenic Edition
Secure Connection

Το τέλος των αεροπλανοφόρων;

Ο στρατηγικός τους ρόλος σήμερα και στο μέλλον

Επιπλέον, ένα αεροπλανοφόρο δεν επιχειρεί ποτέ από μόνο του, παρά μόνον ως ναυαρχίδα ενός ευρύτερου στολίσκου πλοίων με διαφορετικές αποστολές το καθένα, γνωστού ως «Δύναμη Κρούσης» (Task Force) ή, στην αμερικανική ορολογία, CVBG (carrier battle group). Εάν όλα αυτά τα «παρεπόμενα» του αεροπλανοφόρου δεν υπάρχουν, θα πρέπει να ναυπηγηθούν. Είναι λοιπόν προφανές ότι μόνο πολύ λίγες χώρες σε ολόκληρο τον κόσμο μπορούν να «αντέξουν» οικονομικά αυτού του είδους τα σκάφη, μολονότι δεν είναι όλα τόσο ακριβά όσο η προαναφερθείσα κλάση Ford: Το ιταλικό αεροπλανοφόρο τσέπης Cavour, σε πλήρη υπηρεσία από το 2008, εκτιμάται ότι δεν πρέπει να ξεπέρασε τα 2 δισ. δολάρια και, μάλιστα, στο εγγύς μέλλον θα διαθέτει τον ίδιο τύπο μαχητικού αεροσκάφους με το γιγαντιαίο CVN-78 (F-35 Joint Strike Fighter), αν και σε μικρότερους αριθμούς. Στην παρούσα ανάλυση θα επιχειρήσουμε να παρουσιάσουμε -εν συντομία- μόνο την κριτική περί της αναποτελεσματικότητας των αεροπλανοφόρων και επίσης να την ανασκευάσουμε, καθώς την θεωρούμε, σε κάποιο βαθμό, υπερβολική.

Τον Οκτώβριο του 2015, λοιπόν, ένας απόστρατος αξιωματικός του Αμερικανικού Ναυτικού και δη αεροπόρος ο ίδιος, ο Δρ. Jerry Hendrix, εξέδωσε, για λογαριασμό της «δεξαμενής σκέψης» CNAS -Center for a New American Security- μια βαρυσήμαντη μελέτη με τίτλο: «Retreat from Range: The Rise and Fall of Carrier Aviation» [4]. Η εν λόγω μελέτη έλαβε μεγάλη έκταση στον Τύπο των ΗΠΑ [5]. Ο συγγραφέας προβαίνει σε μια ιστορική επισκόπηση των τεχνικών δυνατοτήτων του στόλου τα τελευταία περίπου 90 χρόνια (από τον Μάρτιο του 1922, όταν απέκτησε στις τάξεις του το Langley, το πρώτο πλοίο αυτού του τύπου). Αναφέρεται, με εξαιρετική συμπύκνωση των δεδομένων, στις κυριότερες κλάσεις σκαφών που τέθηκαν σε υπηρεσία, ιδίως, δε, μετά τον Β’ Π.Π. Όπως μαρτυρεί ο ίδιος ο τίτλος της μελέτης, το βασικό της επιχείρημα συνοψίζεται στην εξής θέση: Η προοδευτική, ήδη από την δεκαετία του 1960 και ιδίως, δε, μετά το 1996, «υποχώρηση από την εμβέλεια» -δηλαδή η σμίκρυνση της εμβέλειας των αεροσκαφών τα οποία επιχειρούν από τα αμερικανικά αεροπλανοφόρα- μαρτυρεί την πτώση της ναυτικής αεροπορίας, η οποία σήμερα δεν μπορεί να συγκριθεί με την παλιά-καλή εποχή. Για να είναι όντως ακαταμάχητο ένα αεροπλανοφόρο, υποστηρίζει ο Hendrix, πρέπει το βεληνεκές των επιθετικών οπλοσυστημάτων του να υπερβαίνει, αν μη τι άλλο, το βεληνεκές των οπλοσυστημάτων του εχθρού που δύνανται να το πλήξουν. Με άλλα λόγια, είναι σαν να αναμετρώνται δύο πυγμάχοι, με το πλεονέκτημα να ανήκει σε εκείνον με τα μακρύτερα χέρια. Κάτι τέτοιο φαίνεται να ίσχυε επί πολλές δεκαετίες, όχι όμως πια. Αυτό διότι, πρώτον, και η εμβέλεια των ναυτικών αεροσκαφών των ΗΠΑ βαίνει τον τελευταίο μισό αιώνα -και ιδίως μετά το 1996- μειούμενη και, δεύτερον, τα εχθρικά όπλα που αποσκοπούν ειδικά εναντίον των αεροπλανοφόρων (carrier-killers) έχουν καταστεί πλέον άκρως επικίνδυνα.

Ως προς το πρώτο σκέλος των εξελίξεων, το οποίο αφορά τα ίδια τα ναυτικά αεροσκάφη, η κατάσταση είχε αρχίσει να επιδεινώνεται μετά την απόσυρση του τεράστιου Α-3 (βλ. παρακάτω), την οποία ο συγγραφέας τοποθετεί χρονικά στο 1991, αν και στην πραγματικότητα αυτή είχε λάβει χώρα ήδη από το 1971 στον βασικό ρόλο της ατομικής κρούσης. Όμως η μεγάλη παρακμή της αμερικανικής ναυτικής ισχύος επήλθε μετά τον «Ψυχρό Πόλεμο» και έγκειται κατά τον Hendrix στο εξής γεγονός: Την άδοξη ακύρωση (Ιανουάριος 1991) από τον τότε Υπουργό Άμυνας των ΗΠΑ, Dick Cheney, του αεροσκάφους κρούσης Α-12 Avenger II, πριν ακόμη προλάβει να πετάξει το πρωτότυπο. Με σχήμα ιπτάμενης πτέρυγας, όπως και το στρατηγικό Β-2, αυτό θα είχε προβλεπόμενη ακτίνα δράσης μάχης περί τα 1.000 ναυτικά μίλια ή 1.850 χιλιόμετρα και μάλιστα μόνο με εσωτερικό καύσιμο. Το Α-12 ή πρόγραμμα ΑΤΑ (Advanced Tactical Aircraft) επρόκειτο να αντικαταστήσει στις πολεμικές μοίρες του στόλου την βασική πλατφόρμα βαθιάς κρούσης ολόκληρης της περιόδου 1963-1996, το Grumman Α-6 Intruder. Το τελευταίο είχε εμβέλεια 880 ν.μ. (με εσωτερικό και εξωτερικό καύσιμο) και έδρασε με επιτυχία από το Βιετνάμ μέχρι τον Α’ Πόλεμο του Κόλπου το 1991.

Κατόπιν τούτου, το Ναυτικό των ΗΠΑ αναγκάστηκε, θέλοντας και μη, να στραφεί στο «ημίμετρο» Boeing F/A-18E Super Hornet (πρώτη πτήση το 1995, αλλά εξήλθε στην θάλασσα μόλις το καλοκαίρι του 2002). Πρόκειται για ένα μαχητικό πολλαπλού ρόλου, με κόστος μονάδας όχι λιγότερο από 85 εκατ. δολάρια και ακτίνα δράσης μάχης 500 ν.μ., ακριβώς την μισή από του ακυρωθέντος Α-12. Ακόμη και το «αόρατο» (stealth) μαχητικό πολλαπλού ρόλου Lockheed Martin F-35, που αναμένεται να πλαισιώσει το Super Hornet στην θάλασσα από το 2019 και θα κοστίζει 130 εκατ. δολάρια έκαστο (!), δεν θα ξεπερνάει τα 550 ν.μ. ή μόλις 10% παραπάνω από το σημερινό Super Hornet, τουλάχιστον βάσει των τελευταίων εκτιμήσεων [6]. Συμπερασματικά, γράφει ο Hendrix, όλη η έμφαση του Ναυτικού τα τελευταία 25 χρόνια δόθηκε στην αξιοπιστία (reliability) και στις ικανότητες εκτέλεσης πολλών εξόδων την ίδια ημέρα από το ίδιο αεροσκάφος (sortie generation capabilities). Από την άλλη, η μακρά εμβέλεια ήταν μια περιοχή την οποία και το Ναυτικό και το Πεντάγωνο (Υπουργείο Άμυνας) αποφάσισαν να την αφήσουν εκτός, παίρνοντας το σχετικό ρίσκο. Και καταλήγει στο μελαγχολικό απόφθεγμα ότι το Αμερικανικό Ναυτικό πλέον απλώς εξελίσσεται, χωρίς να καινοτομεί, όπως συνέβαινε παλαιότερα («It’s an evolutionary force, not a revolutionary force»), αποτελώντας εύκολο στόχο.