Ο εύθραυστος συνασπισμός του δημοψηφίσματος του Ερντογάν | Foreign Affairs - Hellenic Edition
Secure Connection

Ο εύθραυστος συνασπισμός του δημοψηφίσματος του Ερντογάν

Η δημιουργία μιας συνεκτικής εγχώριας ατζέντας θα είναι δύσκολη
Περίληψη: 

Το πρόσφατο δημοψήφισμα προκάλεσε πολύ λίγο ενθουσιασμό στην Τουρκία. Αυτό συνέβη επειδή θα έχει περιορισμένο και βραχυπρόθεσμο αντίκτυπο στην δομή της εξουσίας και στις εσωτερικές πολιτικές της Τουρκίας. Ο πρόεδρος Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν και το AKP ασκούν και θα συνεχίσουν να ασκούν την πραγματική εξουσία στην χώρα.

Ο GALIP DALAY είναι διευθυντής ερευνών στο φόρουμ Al Sharq και ανώτερος συνεργάτης για την Τουρκία και τις Κουρδικές Υποθέσεις στο Κέντρου Μελετών Al Jazeera.

Στο δημοψήφισμα της 16ης Απριλίου, οι Τούρκοι πολίτες ψήφισαν υπέρ ενός μέτρου [1] που θα αλλάξει θεμελιωδώς την φύση του πολιτικού συστήματος της Τουρκίας. Αν και η δημοκρατία έχει μακρά ιστορία τέτοιων ψηφοφοριών -επτά δημοψηφίσματα, και τρία από αυτά κατά την διάρκεια κυβερνήσεων του Κόμματος Δικαιοσύνης και Ανάπτυξης (ΑΚΡ)- αυτό [2] ξεπέρασε όλα τα άλλα από την άποψη της πολιτικής σημασίας του. Με μια μικρή διαφορά (μόνο το 51,4% ψήφισε «ναι»), το αποτέλεσμα θα οδηγήσει [3] στην κατάργηση του κοινοβουλευτικού πολιτικού συστήματος της Τουρκίας, το οποίο προηγήθηκε της ίδρυσης της σύγχρονης Τουρκικής Δημοκρατίας. Το νέο προεδρικό σύστημα θα διαθέσει σημαντικά μεγαλύτερη εξουσία στον εκτελεστικό κλάδο και πιθανότατα θα προωθήσει την ανάπτυξη ενός δικομματικού προεδρικού συστήματος (αν και δεν θα τερματίσει την ύπαρξη μικρότερων κομμάτων) με έναν υπερβολικά ισχυρό πρόεδρο που θα κρατά στα χέρια του τα περισσότερα χαρτιά.

Παρά τις ριζικές αλλαγές, το δημοψήφισμα προκάλεσε πολύ λίγο ενθουσιασμό στην Τουρκία. Αυτό συνέβη επειδή θα έχει μόνο περιορισμένο και βραχυπρόθεσμο αντίκτυπο στην δομή της εξουσίας και στις εσωτερικές πολιτικές της Τουρκίας. Ο πρόεδρος Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν και το AKP ασκούν και θα συνεχίσουν να ασκούν την πραγματική εξουσία στην χώρα. Στην πραγματικότητα, ο ηγέτης του Κόμματος του Εθνικιστικού Κινήματος (MHP), Devlet Bahceli, του οποίου η προσφορά να υποστηρίξει το προεδρικό σύστημα οδήγησε το AKP να φέρει τελικά το ζήτημα στο προσκήνιο τον Νοέμβριο του 2016, δικαιολόγησε την θέση του υποστηρίζοντας ότι το δημοψήφισμα απλώς θα νομιμοποιήσει το μοντέλο διακυβέρνησης που εφαρμόζεται ήδη αποτελεσματικά.

10052017-1.jpg

Ο πρόεδρος της Τουρκίας, Ταγίπ Ερντογάν, σε συνέντευξη Τύπου στο Προεδρικό Μέγαρο στην Άγκυρα, τον Απρίλιο του 2017. UMIT BEKTAS / REUTERS
-------------------------------------------------

Ίσως ένας άλλος λόγος για την μελαγχολική ατμόσφαιρα είναι ότι το δημοψήφισμα πέρασε με μια τόσο μικρή διαφορά. Ακόμα και τα κόμματα που το υποστήριζαν -όλα τα συντηρητικά ισλαμικά και εθνικιστικά κόμματα εκτός από το μικρό υπερ-ισλαμικό Κόμμα της Ευδαιμονίας- απέτυχαν να πείσουν ένα σημαντικό μερίδιο των δικών τους ψηφοφόρων για την ανάγκη αλλαγής του πολιτικού συστήματος. Η ψήφος υπέρ του «όχι» περιελάμβανε όχι μόνο τις εκλογικές βάσεις του κύριου αντιπολιτευόμενου Ρεπουμπλικανικού Λαϊκού Κόμματος (CHP) και του Λαϊκού Δημοκρατικού Κόμματος (HDP), αλλά και ένα σημαντικό κομμάτι της κανονικής βάσης των κομμάτων του στρατοπέδου υπέρ του «ναι».

Για να θέσουμε τις αμφιλεγόμενες πτυχές του πρόσφατου δημοψηφίσματος σε ιστορική προοπτική, πρέπει να δούμε απλώς τις δύο προηγούμενες ψηφοφορίες που έγιναν υπό το AKP. Το 2007, το κοσμικό κατεστημένο της Τουρκίας αντιστάθηκε στην προοπτική να γίνει πρόεδρος [της χώρας] ο τότε αντιπρόεδρος της κυβέρνησης και υπουργός Εξωτερικών, Αμπντουλάχ Γκιουλ, με το επιχείρημα ότι η σύζυγός του φορούσε ισλαμική μαντίλα. Σε απάντηση, το AKP (στο οποίο ανήκε ο Γκιουλ) αποφάσισε να διεξαγάγει πρόωρες εκλογές και να προβεί σε δημοψήφισμα που θα επέτρεπε στους πολίτες και όχι στο Κοινοβούλιο να εκλέξουν τον πρόεδρο. Το πακέτο αυτό, το οποίο μείωσε επίσης την κανονική περίοδο μεταξύ των γενικών εκλογών από πέντε σε τέσσερα χρόνια, ήταν ο πρόδρομος της εκτελεστικής προεδρίας. Αν και το ΑΚΡ έλαβε [4] περίπου το 46,5% των ψήφων στις γενικές εκλογές του 2007, το συνταγματικό μέτρο έλαβε [5] περίπου το 69% της δημόσιας στήριξης στο δημοψήφισμα. Ομοίως, το 2009, το ποσοστό ψήφων υπέρ του κόμματος μειώθηκε [6] σε περίπου 38% στις τοπικές εκλογές. Όμως, έναν χρόνο αργότερα, προώθησε ένα σημαντικό δημοψήφισμα σχετικά με την αναδιάρθρωση του ανώτατου δικαστικού σώματος της Τουρκίας, το οποίο έλαβε [5] το 58% [7] της δημόσιας στήριξης.

Σε αυτά τα πρώτα δύο δημοψηφίσματα, το AKP ήταν μόνο του πολιτικά. Όλα τα άλλα μεγάλα κόμματα αντιτάχθηκαν ή μποϊκοτάρισαν τα δημοψηφίσματα, όπως συνέβη με το φιλοκουρδικό Κόμμα Ειρήνης και Δημοκρατίας στο δημοψήφισμα του 2010. Ωστόσο, το ΑΚΡ κατάφερε να λάβει αντιστοίχως 23 και 20 ποσοστιαίες μονάδες περισσότερη υποστήριξη από ό, τι έλαβε στις εκλογές που προηγούνταν των δημοψηφισμάτων. Με άλλα λόγια, ένα σημαντικό τμήμα της κοινωνίας που δεν ψήφισε υπέρ του ΑΚΡ εξέλαβε αυτές τις προτάσεις ως προοδευτικές και μεταρρυθμιστικές και προσέφερε την υποστήριξή του στα μέτρα. Αυτή την φορά, όμως, συνέβη το αντίστροφο. Προφανώς, το 11% έως 12% των υποστηρικτών του AKP και του MHP βρήκαν ότι η συνταγματική αλλαγή είναι οπισθοδρομική και ότι παραβιάζει τον διαχωρισμό των εξουσιών. Επιπλέον, παρά την εντατική εκστρατεία του στρατοπέδου του «ναι» με έντονη έμφαση στα ρήγματα της ταυτότητας της Τουρκίας και την πολωμένη πολιτική ατμόσφαιρα, ένα κομμάτι των ψηφοφόρων αντιστάθηκε στην έλξη των πολιτικών της ταυτότητας και του λαϊκισμού. Και αυτό είναι ένα ενθαρρυντικό σημάδι για το μέλλον της τουρκικής δημοκρατίας.

ΜΙΑ ΜΗ ΣΥΓΚΡΟΤΗΜΕΝΗ ΑΤΖΕΝΤΑ;

Η μελλοντική πορεία της τουρκικής πολιτικής μέχρι το 2019 εξαρτάται από τον τρόπο με τον οποίο ο Ερντογάν και η κυβέρνηση του ΑΚΡ θα εμπλακούν με εκείνους που υποστήριξαν το δημοψήφισμα. Η σύνθεση αυτού του συνασπισμού -δηλαδή η επίσημη συμμαχία του ΑΚΡ με το MHP, με την επιπρόσθετη υποστήριξη των κουρδικών ψήφων υπέρ του «ναι»- δεν θα οδηγήσει σε ουσιαστική πολιτική μεταρρύθμιση, τουλάχιστον βραχυπρόθεσμα. Η υπερβολική εξάρτηση από το εθνικιστικό MHP, το οποίο ευνοεί πολιτικές όπως μια πιο σκληρή προσέγγιση στο κουρδικό ζήτημα, θα απομακρύνει τους Κούρδους. Από την άλλη πλευρά, οποιαδήποτε προσπάθεια διαπραγμάτευσης επί των πολιτικών απαιτήσεων των Κούρδων, συμπεριλαμβανομένων των γλωσσικών, εκπαιδευτικών δικαιωμάτων ή των ευρύτερων πολιτιστικών και πολιτικών δικαιωμάτων, θα σπάσει την συμμαχία με το ΜΗΡ.