Όταν διπλωμάτες και κατάσκοποι πρέπει να φύγουν | Foreign Affairs - Hellenic Edition
Secure Connection

Όταν διπλωμάτες και κατάσκοποι πρέπει να φύγουν

Απελαύνοντας Ρώσους, τότε και τώρα

Εκείνη την χρονιά, το 1986, ήταν ο πρώτος πλήρης χρόνος της θητείας του Σοβιετικού ηγέτη Μιχαήλ Γκορμπατσόφ [4]. Οι μεταρρυθμίσεις του -η περεστρόικα («αναδιάρθρωση») και η glasnost («διαφάνεια»)- μόλις ξεκινούσαν. Μέσα στην διοίκηση του Reagan, διάφορα στρατόπεδα συζητούσαν την σημασία αυτών των μεταρρυθμίσεων και τι, εν πάση περιπτώσει, πρέπει να κάνει η Ουάσινγκτον για να τις ενθαρρύνει. Κάποιοι, αποκαλέστε τους Ψυχροπολεμικούς (Cold Warriors), πίστευαν ότι η κομμουνιστική Ρωσία ήταν αναπόφευκτα εχθρική και μη μεταρρυθμίσιμη. Είτε με glasnost είτε χωρίς glasnost, υποστήριζαν, οι Ηνωμένες Πολιτείες έπρεπε να συνεχίσουν να φυλάγονται και να ηγούνται με δύναμη. Άλλοι -οι Στρατηγιστές (Strategists)- πίστευαν ότι ο Γκορμπατσόφ προσέφερε ανοίγματα που οι Ηνωμένες Πολιτείες έπρεπε να εξετάσουν. Μια τρίτη ομάδα, οι Ανόητοι (Suckers), πίστευαν ότι ο Ψυχρός Πόλεμος ήταν μια παρεξήγηση, με τα λάθη να κατανέμονται εξίσου στις δύο πλευρές. (Ευτυχώς, είχαν ελάχιστη επιρροή εκείνα τα χρόνια).

Ο πρόεδρος Ρόναλντ Ρήγκαν σίγουρα πίστευε ότι στις διαπραγματεύσεις με τη Μόσχα, οι Ηνωμένες Πολιτείες έπρεπε να ξεκινήσουν με δύναμη. Αλλά εκτός από την πεποίθηση ότι ο κομμουνισμός ήταν κακός, κατάλαβε ότι [ο κομμουνισμός] αποτύγχανε. Ήταν, συνεπώς, πρόθυμος να αποδεχθεί ότι ένας Σοβιετικός ηγέτης θα μπορούσε να έχει καταλήξει στο ίδιο συμπέρασμα και, ως εκ τούτου, μπορεί να ενδιαφέρεται για πολιτικές και οικονομικές μεταρρυθμίσεις και για μια καλύτερη σχέση με την Δύση για να τις στηρίξει. Από αυτή την άποψη, ο Reagan ήταν μπροστά από πολλούς στην διοίκησή του και ήταν με αυτή την λογική που συναντήθηκε με τον Γκορμπατσόφ στο Ρέικιαβικ στις 11 και 12 Οκτωβρίου -λίγες μέρες πριν οι Ηνωμένες Πολιτείες δηλώσουν ως PNG τους 55 Ρώσους διπλωμάτες- για να διερευνήσει μια πιθανή επαναστατική συμφωνία για τον έλεγχο των πυρηνικών όπλων.

Το 1986, η πολιτική των ΗΠΑ προς την Σοβιετική Ένωση κινείτο σε δύο τροχιές. Στην πρώτη, η Ουάσινγκτον αντιδρούσε στην ρωσική επιθετικότητα στο Αφγανιστάν ενισχύοντας εκεί την αντι-σοβιετική αντίσταση, υποστηρίζοντας το κίνημα της Αλληλεγγύης στην Πολωνία, και τους δεσμούς με άλλους δημοκρατικούς αντιφρονούντες στο σοβιετικό μπλοκ. Από την άλλη, προσέγγιζε τον Γκορμπατσόφ, επιδιώκοντας την πρόοδο στον έλεγχο των όπλων, την οικονομική συνεργασία και περιοχές κοινού ενδιαφέροντος σε ορισμένα καυτά σημεία όπως η Μέση Ανατολή. Ο υπουργός Εξωτερικών του Ρήγκαν, George Shultz, ενσωμάτωσε αυτά τα διαφορετικά στοιχεία σε μια συνεκτική σοβιετική στρατηγική που έφερε κοντά τους Ψυχροπολεμικούς και τους Στρατηγιστές, και επίσης μείωσε τις ευρωπαϊκές ανησυχίες ότι ο Reagan ήταν ένας αναξιόπιστος καουμπόι.

Ο Ρήγκαν και ο Σουλτς ταίριαξαν στο στρατηγικό τους πλαίσιο τον γύρο των απελάσεων του 1986: Οι Ηνωμένες Πολιτείες καθιστούσαν σαφές ότι θα έδειχναν ισχύ και θα έπαιρναν σκληρά μέτρα όταν χρειαζόταν, συμπεριλαμβανομένων των απελάσεων, αλλά ταυτόχρονα θα διερευνούσαν όλα τα εύλογα ανοίγματα με τη Μόσχα. Όπως δήλωσε η υπουργός Εξωτερικών, Κοντολίζα Ράις, αφότου η Ρωσία εισέβαλε στην Γεωργία το 2008, αναφέροντας πικρόχολα μια από τις τακτικές αρχές του Λένιν, η Ουάσιγκτον έπρεπε μερικές φορές να οξύνει τις αντιφάσεις για τους Ρώσους: Θα μπορούσαν να έχουν τα ανοίγματά τους με την Δύση ή να επιδοθούν στις επιθετικές τους προτιμήσεις˙ όχι και τα δύο. Η προσέγγιση του Ρήγκαν λειτούργησε: Αντιμέτωπος τόσο με μια επίδειξη αμερικανικής δύναμης (συμπεριλαμβανομένων των απελάσεων) όσο και το αποδεδειγμένο ενδιαφέρον της Αμερικής για συνεργασία, ο Γκορμπατσόφ επέλεξε την συνεργασία.

ΕΚΕΙΝΟ ΗΤΑΝ ΤΟΤΕ, ΑΥΤΟ ΕΙΝΑΙ ΤΩΡΑ

Ο Πούτιν δεν είναι Γκορμπατσόφ. Ο σημερινός ηγέτης στο Κρεμλίνο δεν αναζητά καλύτερες σχέσεις με την Δύση για να ενεργοποιήσει τις μεταρρυθμίσεις του στο εσωτερικό, αλλά, αντίθετα [5], επιδιώκει να αποδυναμώσει την Δύση και να κυριαρχήσει στους γείτονες της Ρωσίας σε μια προσπάθεια να προστατεύσει το αυταρχικό του σύστημα. Αυτό περιλαμβάνει την διεξαγωγή πολέμου εναντίον των γειτόνων του (μέχρι στιγμής, της Γεωργίας και της Ουκρανίας) εάν προσπαθήσουν να έρθουν πολύ κοντά στην Δύση˙ στρατιωτικό εκφοβισμό της Βαλτικής και της Πολωνίας, οι οποίες είναι τώρα μέρος της Δύσης˙ χρήση κυβερνο-επιθετικότητας κατά των υποδομών στην Ουκρανία και την Εσθονία˙ διάδοση παραπληροφόρησης και διεξαγωγή άλλων μορφών εμπλοκής στις δημοκρατικές εκλογές στις Ηνωμένες Πολιτείες, την Γαλλία και αλλού˙ και, όπως φαίνεται, δολοφονίες πολιτικών εχθρών στο εσωτερικό και στο εξωτερικό.

Η προπαγάνδα του Πούτιν στους Ρώσους είναι ότι μόνο εκείνος μπορεί να τους προστατεύσει από μια εκδικητική Δύση και ότι, μέσω της θέλησης και της πονηριάς, μπορεί να διχάσει ή να γοητεύσει τους ηγέτες της και να αποτρέψει αντίμετρα. Οι Ηνωμένες Πολιτείες πρέπει να αναπτύξουν και να αρθρώσουν μια στρατηγική για την Ρωσία που να είναι ανάλογη με αυτή την πρόκληση, και οι τακτικές της -διπλωματικές απελάσεις, οικονομικές κυρώσεις, μέτρα για να σταματήσουν οι εισροές ρωσικών χρημάτων από διαφθορά, στρατιωτικές αναπτύξεις σε ευάλωτες χώρες του ΝΑΤΟ και άμυνα κατά των εκστρατειών παραπληροφόρησης και των κυβερνο-απειλών- πρέπει να επεκταθούν και να ενσωματωθούν σε αυτήν. Ο Πούτιν έχει την αφήγησή του και τον κατάλογο της δράσης του. Οι Ηνωμένες Πολιτείες χρειάζονται τα δικά τους.

Το καλύτερο πράγμα για τον πρόσφατο γύρο απελάσεων ήταν η αλληλεγγύη που επεδείχθη από τους Δυτικούς συμμάχους –η οποία δεν είναι μια προτεραιότητα που συνήθως συνδέεται με την διοίκηση του Trump. Οι Ηνωμένες Πολιτείες εντάχθηκαν με την υπόλοιπη Δύση σε μια συνεκτική δράση που έβγαλε ψεύτικη την αφήγηση του Πούτιν ότι ήταν σε θέση να νικήσει την Δύση.