Η στρατηγική καταστροφή της αποχώρησης από την συμφωνία με το Ιράν | Foreign Affairs - Hellenic Edition
Secure Connection

Η στρατηγική καταστροφή της αποχώρησης από την συμφωνία με το Ιράν

Ο Trump κάνει τη Μέση Ανατολή λιγότερο ασφαλή
Περίληψη: 

Η απόφαση του Trump αναστέλλει το χαρακτηριστικότερο επίτευγμα της εξωτερικής πολιτικής του προκατόχου του, Μπαράκ Ομπάμα, και αντιπροσωπεύει μια προσβολή στους Ευρωπαίους συμμάχους των Ηνωμένων Πολιτειών, οι οποίοι άσκησαν έντονη πίεση στην κυβέρνηση Trump να παραμείνει στην συμφωνία.

Ο SEYED HOSSEIN MOUSAVIAN είναι ειδικός Πολιτικής Ασφάλειας και Πυρηνικής Πολιτικής της Μέσης Ανατολής με το Πρόγραμμα για την Επιστήμη και την Παγκόσμια Ασφάλεια στο Πανεπιστήμιο του Πρίνστον, πρώην εκπρόσωπος του Ιράν στις διεθνείς πυρηνικές διαπραγματεύσεις του, και ο συγγραφέας του βιβλίου με τίτλο Iran and the United States: An Insider’s View on the Failed Past and the Road to Peace (Bloomsbury Publishing, 2014).

Την Τρίτη, ο Αμερικανός πρόεδρος Ντόναλντ Τραμπ απέσυρε [1] τις Ηνωμένες Πολιτείες από το Κοινό Ολοκληρωμένο Σχέδιο Δράσης (Joint Comprehensive Plan of Action, JCPOA), γνωστό ως η πυρηνική συμφωνία με το Ιράν, που είχε παράσχει στο Ιράν ανακούφιση από τις κυρώσεις που του είχαν επιβληθεί, με αντάλλαγμα την αυστηρή παρακολούθηση και τον περιορισμό του πυρηνικού προγράμματος της χώρας [2]. Χαρακτηρίζοντας το JCPOA «μια φρικτή, μονόπλευρη συμφωνία που ποτέ δεν θα έπρεπε να έχει γίνει», ο Trump ανακοίνωσε ότι οι Ηνωμένες Πολιτείες σύντομα θα αρχίσουν «να επαναφέρουν τις πυρηνικές κυρώσεις των ΗΠΑ [3] στο ιρανικό καθεστώς».

Απαντώντας στην απόσυρση του Trump, ο Ιρανός πρόεδρος, Χασάν Ρουχανί, ανακοίνωσε ότι το Ιράν θα παραμείνει δεσμευμένο στους όρους του JCPOA, ενώ διαπραγματεύεται με τα άλλα μέρη της συμφωνίας -την Κίνα, την Γαλλία, την Γερμανία, την Ρωσία, το Ηνωμένο Βασίλειο και την Ευρωπαϊκή Ένωση. Αν δεν μπορέσει να βρεθεί μια ικανοποιητική λύση που να διασφαλίζει τα οικονομικά οφέλη που δικαιούται το Ιράν στο πλαίσιο της συμφωνίας, είπε ο Ρουχανί [4], το Ιράν θα «αρχίσει να εμπλουτίζει το ουράνιο περισσότερο από ό, τι πριν». Ωστόσο, ο Ιρανός Ανώτατος Ηγέτης, Αγιατολάχ Αλί Χαμενεΐ, εξέφρασε αμφιβολίες για το τι θα καταφέρουν οι Ευρωπαίοι, δηλώνοντας [5] ότι «χωρίς να λάβουμε μια ισχυρή εγγύηση από αυτές τις τρεις ευρωπαϊκές χώρες, δεν θα επιμείνουμε στην πυρηνική συμφωνία».

11052018-1.jpg

Ιρανικοί πύραυλοι σε επίδειξη στην Τεχεράνη, τον Φεβρουάριο του 2018. REUTERS
----------------------------------------------------------------------------

Η απόφαση του Trump αναστέλλει το χαρακτηριστικότερο επίτευγμα της εξωτερικής πολιτικής του προκατόχου του, Μπαράκ Ομπάμα, και αντιπροσωπεύει μια προσβολή στους Ευρωπαίους συμμάχους των Ηνωμένων Πολιτειών, οι οποίοι άσκησαν έντονη πίεση στην κυβέρνηση Trump [6] να παραμείνει στην συμφωνία. Όμως, ο πιο μακροπρόθεσμος αντίκτυπος θα είναι στην Τεχεράνη, όπου ο τερματισμός του JCPOA από τον Τραμπ -και η αντίδραση της Ευρώπης- θα ωθήσει τους ηγέτες του Ιράν να κινηθούν αποφασιστικά προς το στρατόπεδο των γεωπολιτικών αντιπάλων των Ηνωμένων Πολιτειών. Θα μετατοπίσει επίσης την πολιτική συζήτηση μεταξύ των ελίτ του Ιράν, οι οποίοι εδώ και πολλά χρόνια έχουν υποστηρίξει τα πλεονεκτήματα του διαλόγου με τις Ηνωμένες Πολιτείες. Τώρα, η συζήτηση αυτή έχει καταλαγιάσει. Το Ιράν έχει μάθει ότι η διαπραγμάτευση με την Ουάσιγκτον είναι αδιέξοδη. Αντ’ αυτού, θα επιδιώξει να ενισχύσει τους δεσμούς της με μη Δυτικές δυνάμεις, συμπεριλαμβανομένης της Κίνας και της Ρωσίας.

ΚΑΘΟΛΟΥ ΝΕΟΙ ΦΙΛΟΙ

Η απόφαση του Trump να αποχωρήσει από το JCPOA έχει τις ρίζες της σε μια μακρόχρονη αντίθεση των ΗΠΑ στο μετεπαναστατικό πολιτικό σύστημα του Ιράν, το οποίο οι προηγούμενοι και οι νυν ηγέτες των ΗΠΑ θεωρούσαν ως μια πρόκληση ασυμβίβαστη ως προς την δημιουργία και παγίωση μιας περιφερειακής τάξης ασφάλειας κυριαρχούμενη από τις ΗΠΑ. Έχουν δει το Ιράν ως ρεβιζιονιστική δύναμη, αναπόφευκτα αντίθετη προς τους συμμάχους των ΗΠΑ στην περιοχή, συμπεριλαμβανομένων των συντηρητικών μοναρχιών του Περσικού Κόλπου και των πολλών στρατιωτικών απολυταρχιών της Μέσης Ανατολής. Μετά την Ισλαμική Επανάσταση το 1979, η κυρίαρχη στρατηγική των Ηνωμένων Πολιτειών ήταν συνεπώς η άσκηση της μέγιστης πίεσης για περιθωριοποίηση του Ιράν στην περιοχή.

Ωστόσο, η στρατηγική των ΗΠΑ για επιδίωξη αδιάκοπης αντιπαράθεσης με το Ιράν βασίζεται σε μια εσφαλμένη ερμηνεία της στρατηγικής σκέψης του Ιράν. Η περιφερειακή στάση του Ιράν δεν είναι επιθετική, αλλά αποσκοπεί στην αποτροπή μιας επίθεσης των ΗΠΑ ή του Ισραήλ, και στην διασφάλιση της σταθερότητας των γειτόνων του, για να μην εξαπλωθεί το χάος στα σύνορά του. Έχει υποστηρίξει την κεντρική εξουσία στο Αφγανιστάν, το Ιράκ και την Συρία για τον σκοπό αυτό.

Μετά την Ισλαμική Επανάσταση του 1979, όλες οι πλευρές στις συζητήσεις περί εξωτερικής πολιτικής του Ιράν έχουν ενωθεί από μια επιθυμία να εξισορροπηθούν οι εξωτερικές σχέσεις της χώρας και να διατηρηθούν οι επιλογές της όσον αφορά τις διεθνείς συμπράξεις. Ο επαναστατικός πατέρας του Ιράν, ο Αγιατολάχ Ρουχολάχ Χομεϊνί, είχε δώσει έμφαση στο ότι η παραμονή «ούτε στην Ανατολή ούτε στην Δύση» θα πρέπει να αποτελεί θεμελιώδη αρχή της εξωτερικής πολιτικής της Ισλαμικής Δημοκρατίας –δηλαδή, να αποφευχθεί η υποταγή σε ξένες δυνάμεις, είτε Δυτικές όπως οι ΗΠΑ, είτε Ανατολικές, όπως η Κίνα ή η πρώην Σοβιετική Ένωση- μια πεποίθηση βασισμένη στο γεγονός ότι το Ιράν είχε υποκύψει σε σχεδόν πλήρη ξένη κυριαρχία από τον δέκατο ένατο αιώνα και μετά.

Αυτή η επιθυμία για αντιστάθμιση έχει οδηγήσει σε πολλές απόπειρες των Ιρανών ηγετών να επιδιορθώσουν τις σχέσεις. Μετά το τέλος του πολέμου Ιράν-Ιράκ το 1988, ο Ιρανός πρόεδρος Ali Akbar Hashemi Rafsanjani, καθοδηγούμενος από την επιθυμία του να αναπτύξει διεθνείς οικονομικές και πολιτικές συνεργασίες, προσέγγισε την Δύση, ειδικά στην Ευρώπη, διευκολύνοντας [7] την απελευθέρωση Αμερικανών και άλλων Δυτικών ομήρων στον Λίβανο, και πρόσφερε σύμβαση ύψους 1 δισεκατομμυρίου δολαρίων στην αμερικανική εταιρεία πετρελαίου Conoco. Ωστόσο, απορρίφθηκε από τον πρόεδρο των ΗΠΑ, George H. W. Bush. Ο μεταρρυθμιστής Ιρανός πρόεδρος, Mohammad Khatami, είχε παρόμοια εμπειρία στις επαφές του με τους προέδρους Μπιλ Κλίντον και George W. Bush, με τον δεύτερο να χαρακτηρίζει το Ιράν ως μέρος του «άξονα του κακού» αφότου ο Khatami είχε προσφερθεί να βοηθήσει την αμερικανική προσπάθεια στο Αφγανιστάν.

Ακόμα και ο πολεμοχαρής Ιρανός πρόεδρος, Mahmoud Ahmadinejad, πρότεινε να σταματήσει [8] ο εμπλουτισμός του ουρανίου στο επίπεδο του 20%, εάν στο Ιράν χορηγείτο το πυρηνικό καύσιμο που χρειαζόταν, και καλωσόρισε [9] μια ρωσική πρόταση που ήταν παρόμοια με το JCPOA. Η Ουάσινγκτον απάντησε με περαιτέρω αυστηροποίηση των κυρώσεων.