Ο Τραμπ δεν χρειάζεται μια υψηλή στρατηγική | Foreign Affairs - Hellenic Edition
Secure Connection

Ο Τραμπ δεν χρειάζεται μια υψηλή στρατηγική

Γιατί ο σχεδιασμός υπερεκτιμάται

Από όλες τις επικρίσεις που διατυπώθηκαν κατά της εξωτερικής πολιτικής του προέδρου των Ηνωμένων Πολιτειών, Ντόναλντ Τραμπ, η πιο προβλέψιμη είναι η αποδοκιμασία για την έλλειψη μιας υψηλής στρατηγικής (grand strategy) [1]. Για παράδειγμα, η Rebecca Friedman Lissner και ο Micah Zenko έχουν επικρίνει την «αντι-στρατηγική» εξωτερική πολιτική του Trump και την αδυναμία του να «αναπτύξει και να εκτελέσει μια σκόπιμη πορεία δράσης συν τω χρόνω». Άλλοι παραδέχονται ότι αν και ο Trump έχει όντως μια υψηλή στρατηγική, είναι κακώς σχεδιασμένη και ανεπαρκής. Ο Colin Kahl και ο Hal Brands γράφουν [3] ότι η πλατφόρμα «Πρώτα η Αμερική» του Trump, αν και αναγνωρίσιμη στρατηγική, «μαστίζεται από εσωτερικές εντάσεις και διλήμματα που θα δυσκολέψουν την επίτευξη των δηλωμένων στόχων του προέδρου».

25052018-1.jpg

Ο Trump στον Λευκό Οίκο, τον Μάιο του 2018. JONATHAN ERNST / REUTERS
-----------------------------------------------------------------------

Αυτές οι επικρίσεις μοιράζονται μια κρίσιμη υπόθεση: Ότι μια υψηλή στρατηγική [4] -ένα συνεκτικό, μακροπρόθεσμο σχέδιο για την ταξινόμηση των εθνικών στόχων και την κατάρτιση ρεαλιστικών μεθόδων για την επίτευξή τους- είναι το κλειδί για μια επιτυχημένη εξωτερική πολιτική. Αλλά όπως υποστηρίζω στο νέο μου βιβλίο [5], αυτό το συμπέρασμα είναι αδικαιολόγητο. Σε έναν περίπλοκο κόσμο όπου οι γνώσεις των ηγετών είναι πάντοτε ανεπαρκείς, οι νίκες της εξωτερικής πολιτικής κερδίζονται συχνά μέσω του αυτοσχεδιασμού, της σταδιακής προσέγγισης και της προσαρμογής στις μεταβαλλόμενες συνθήκες -μια προσέγγιση που ονομάζω «αναδυόμενη στρατηγική» (emergent strategy), δεδομένου ότι τα περιγράμματά της προκύπτουν με την πάροδο του χρόνου, αντί να είναι σχεδιασμένα προκαταβολικά. Παρόλο που η σοφία των συγκεκριμένων αποφάσεων του Trump παραμένει προς συζήτηση, οι επικριτές κάνουν λάθος να υποδηλώνουν ότι η έλλειψη μιας υψηλής στρατηγικής ή η επιδίωξη μιας κακοσχεδιασμένης, είναι αναγκαστικά θανατηφόρα. Στην πραγματικότητα, οι πρόεδροι των ΗΠΑ από τον Harry Truman μέχρι τον Ronald Reagan, χρησιμοποίησαν συχνά μια αναδυόμενη στρατηγική για να αυτοσχεδιάσουν τον δρόμο τους προς την επιτυχία.

ΟΔΗΓΩΝΤΑΣ ΣΤΟ ΣΚΟΤΑΔΙ

Θεωρητικά, η υπόθεση για την υψηλή στρατηγική φαίνεται ισχυρή. Στο βιβλίο του What Good Is Grand Strategy?, ο Hal Brands υποστηρίζει ότι η υψηλή στρατηγική αποτελεί ένα «εννοιολογικό πλαίσιο που βοηθά τα έθνη να καθορίσουν πού θέλουν να πάνε και πώς πρέπει να φτάσουν εκεί». Η εναλλακτική λύση συνήθως λέγεται ότι αποτελείται από ad hoc, ασυνάρτητη, και τελικά ανεπιτυχή λήψη αποφάσεων. Σύμφωνα με τον Josef Joffe του Ινστιτούτου Hoover [6], «Οι μεγάλες Δυνάμεις ... δεν διατυπώνουν στρατηγική προχείρως. Πρέπει να έχουν μια στρατηγική εκ των προτέρων, μια στρατηγική με βάση την ισχύ και τον σκοπό, που να λέει στους αμφισβητίες τι να περιμένουν».

Οι αδυναμίες της υψηλής στρατηγικής, από την άλλη πλευρά, είναι σχεδόν εξ ολοκλήρου πρακτικές. Το κύριο εμπόδιο για τον σχεδιασμό μιας επιτυχημένης υψηλής στρατηγικής έγκειται στην δυσκολία της ακριβούς εκτίμησης των απειλών και των ευκαιριών που παρουσιάζει το διεθνές περιβάλλον ασφάλειας και στην πρόβλεψη του τρόπου με τον οποίο αυτές θα αλλάξουν στο μέλλον.

Μια τέτοια εμπιστοσύνη στην στρατηγική προοπτική δεν υποστηρίζεται από την έρευνα των κοινωνικών επιστημών σχετικά με την ακρίβεια των προβλέψεων των ειδικών [7]. Στο βιβλίο του Expert Political Judgment, ο καθηγητής Philip Tetlock του Πανεπιστημίου της Πενσυλβάνιας παρατήρησε ότι «όταν βάζουμε ειδικούς απέναντι σε μινιμαλιστικά κριτήρια απόδοσης –ντιλετάντες, χιμπατζήδες που ρίχνουν βελάκια, και μεικτούς αλγόριθμους παρεκβολής- βρίσκουμε λίγα σημάδια ότι η εξειδίκευση μεταφράζεται σε μεγαλύτερη ικανότητα είτε για ‘καλά ισορροπημένες’ είτε για ‘οξυδερκείς’ προβλέψεις». Όταν πρόκειται για στρατηγικό σχεδιασμό μεγάλης εμβέλειας, δηλαδή, οι υπεύθυνοι χάραξης πολιτικής συνήθως «οδηγούν στο σκοτάδι» [8].

Από την άλλη πλευρά, η αναδυόμενη στρατηγική προσλαμβάνει τους στόχους καθώς και τα μέσα που πρέπει να αλλάξουν με βάση τις περιστάσεις. Οι επιτυχείς στρατηγικές, δηλαδή, μπορούν να μορφοποιηθούν χωρίς να έχουν διαμορφωθεί πλήρως εκ των προτέρων -και μάλιστα, η πολυπλοκότητα του κόσμου καθιστά συχνά τέτοιες διαμορφώσεις αδύνατες. Το σημαντικό είναι όχι να σχεδιάζεις, αλλά να μαθαίνεις.

Μεγάλο μέρος της βιβλιογραφίας για την αναδυόμενη στρατηγική προέρχεται σήμερα από τον επιχειρηματικό κόσμο, όπου οι στρατηγιστές έχουν αρχίσει να αλλάζουν την εστίασή τους [9] από τον μακροπρόθεσμο προγραμματισμό σε μια πιο βαθμιαία και προσαρμόσιμη μέθοδο λήψης αποφάσεων. Ένας από τους πιο ισχυρούς υποστηρικτές αυτής της μετατόπισης, ο θεωρητικός της διαχείρισης Henry Mintzberg, περιγράφει [10] την διαφορά ανάμεσα στην αναδυόμενη στρατηγική και σε αυτό που ονομάζει «εσκεμμένη στρατηγική» (deliberate strategy) ως εξής: «Η εσκεμμένη σφαιρική επικεντρώνεται στον έλεγχο -διασφαλίζοντας ότι οι διευθυντικές προθέσεις υλοποιούνται σε δράση- ενώ η αναδυόμενη στρατηγική δίνει έμφαση στη μάθηση -έρχεται να κατανοήσει μέσω της ανάληψης δράσεων το τι θα πρέπει να είναι αυτές οι προθέσεις εξ αρχής». Με άλλα λόγια, οι στόχοι κάποιου θα μπορούσαν να αλλάξουν κατά την διάρκεια της διαδικασίας σχεδιασμού στρατηγικής με βάση τα διδάγματα που αντλήθηκαν ενώ επιδιώκονται οι αρχικοί στόχοι.

ΑΝΑΔΥΟΜΕΝΗ ΕΠΙΤΥΧΙΑ

Ωστόσο, η αυξανόμενη δημοτικότητα της αναδυόμενης στρατηγικής στον επιχειρηματικό κόσμο δεν έχει διαχυθεί στην κοινότητα εθνικής ασφάλειας. Αυτό παρά το γεγονός ότι μερικές από τις μεγαλύτερες επιτυχίες της στρατηγικής των ΗΠΑ κατά την διάρκεια του Ψυχρού Πολέμου μπορούν να εξηγηθούν πολύ καλύτερα από το αναδυόμενο στρατηγικό μοντέλο παρά από το μοντέλο της υψηλής στρατηγικής.

Μια τέτοια επιτυχία ήταν η διαμόρφωση του λεγόμενου δόγματος της ανάσχεσης (containment doctrine) στην δεκαετία του 1940, όταν οι Ηνωμένες Πολιτείες δεσμεύτηκαν να αντιταχθούν στην σοβιετική επέκταση και στον παγκόσμιο κομμουνισμό. Η κυρίαρχη αφήγηση πιστώνεται στον Αμερικανό διπλωμάτη,George Kennan, με το σχεδιασμό της ανάσχεσης ως μια υψηλή στρατηγική, διάσημη στο «μακρύ τηλεγράφημα» του Kennan το 1946 (που δημοσιεύθηκε αργότερα ως άρθρο στο Foreign Affairs [11]). Σε αυτό, ο Kennan υποστήριξε ότι η «σοβιετική πίεση» θα μπορούσε να «ανασχεθεί με την προσεκτική και άγρυπνη εφαρμογή της αντίθετης δύναμης σε μια σειρά συνεχώς μεταβαλλόμενα γεωγραφικά και πολιτικά σημεία, που αντιστοιχούν στις μετατοπίσεις και τους ελιγμούς της σοβιετικής πολιτικής».

Ωστόσο, η άποψη ότι η ανάσχεση ήταν μια υψηλή στρατηγική βασίζεται περισσότερο στον μύθο παρά σε ιστορικά στοιχεία. Αν και οι ιδέες του Kennan συνέβαλαν κατά κάποιο τρόπο στην διαμόρφωση της αμερικανικής στρατηγικής στην δεκαετία του 1940, πολλά από τα πιο επιτυχημένα στοιχεία της πραγματικής πολιτικής ανάσχεσης του Truman, όπως το ΝΑΤΟ, το σχέδιο Marshall και το δόγμα Truman, βγήκαν από μια αναδυόμενη διαδικασία [5] και ήταν στην πραγματικότητα σε αντίθεση με τα υψηλά σχέδια του Kennan.

25052018-2.jpg

Ο Harry Truman με την σύζυγό του, Bess, και την κόρη του, Margaret, το 1951. NATIONAL ARCHIVES / REUTERS
----------------------------------------------------------

Η διοίκηση Truman έφτασε σε αυτά τα διαφορετικά στοιχεία μεταξύ του 1947 και του 1950 μέσω μιας διαδικασίας σταδιακής λήψης αποφάσεων και αναδυόμενης μάθησης. Δείτε τον σχηματισμό του ΝΑΤΟ. Σε μια έκθεση του 1948, ο Kennan υποστήριξε ότι η αμερικανική πολιτική πρέπει να κατευθύνεται «προς την ενδεχόμενη ειρηνική απόσυρση τόσο των Ηνωμένων Πολιτειών όσο και της ΕΣΣΔ από την καρδιά της Ευρώπης». Το να έρθουν οι ευρωπαϊκές χώρες που συμμετείχαν ήδη στο Σχέδιο Μάρσαλ στην συμμαχία, φοβόταν ο Kennan, θα σήμαινε «μια τελική στρατιωτικοποίηση της σημερινής διαχωριστικής γραμμής διαμέσου της Ευρώπης». Ο Kennan και το Προσωπικό Προγραμματισμού Πολιτικής του (Policy Planning Staff) υποστήριξαν επομένως ότι οι Ηνωμένες Πολιτείες πρέπει απλώς να προσφέρουν μια «μονομερή εγγύηση υπό τη μορφή μιας προεδρικής διακήρυξης παρόμοιας με το Δόγμα Monroe».

Ακόμη και καθώς ο Kennan επιχειρηματολογούσε εναντίον της διαμόρφωσης μιας μόνιμης στρατιωτικής συνθήκης, το ΝΑΤΟ προέκυψε ως αποτέλεσμα των προσπαθειών του Βρετανού υπουργού Εξωτερικών, Έρνεστ Μπέβιν, για να βρει έναν τρόπο [12] να «ανακόψει την περαιτέρω προέλαση της σοβιετικής παλίρροιας» στην Δυτική Ευρώπη. Αν και ποτέ δεν πρότεινε απευθείας στους Αμερικανούς ομολόγους του μια επίσημη συνθήκη ή στρατιωτική συμμαχία, το αίτημα του Bevin για «μια κατανόηση υποστηριζόμενη από ισχύ, χρήματα και αποφασιστικότητα» για να αντιταχθεί στην «σοβιετική διείσδυση» έθεσε σε κίνηση τις διαπραγματεύσεις με επικεφαλής τον Αμερικανικό διπλωμάτη John D. Hickerson και τους συμμάχους του στο Υπουργείο Εξωτερικών των ΗΠΑ, μεταξύ των Ηνωμένων Πολιτειών, του Καναδά και της Ευρώπης κατά το επόμενο έτος οι οποίες οδήγησαν στην έγκριση της του Βορειοατλαντικού Συμφώνου.

Εν ολίγοις, η δημιουργία του ΝΑΤΟ πραγματοποιήθηκε παρά, κι όχι λόγω του προγραμματισμού που έγινε στο Policy Planning Staff του Υπουργείου Εξωτερικών, και η ίδια η συνθήκη παραβίασε πολλούς κρατικούς στόχους του Κέναν. Ο Κέναν εστίασε στην περιορισμένη ανάσχεση της Σοβιετικής Ένωσης, ενώ ο Τρούμαν αποφάσισε να αντιταχθεί στην ίδια την κομμουνιστική ιδεολογία˙ ο Kennan ήθελε έναν κυρίως ψυχολογικό ψυχρό πόλεμο (κερδίζοντας μέσω της προπαγάνδας και επηρεάζοντας εκλογές), ενώ ο Truman τον στρατιωτικοποίησε μέσω του ΝΑΤΟ˙ ο Kennan θεώρησε ότι αξίζει να προστατευθεί η Ευρασία και η Ιαπωνία μόνο για να διατηρηθεί η ισορροπία ισχύος, ενώ ο Truman είχε μια παγκοσμιοποιημένη οπτική βασισμένη στην ιδεολογική απειλή κατά των ελεύθερων κοινωνιών παγκοσμίως˙ και ο Kennan ήθελε να προωθήσει την ανάδυση μιας ουδέτερης Δυτικής Ευρώπης, όχι, όπως αποφάσισε ο Truman, για να ηγείται η Ουάσιγκτον στην Δύση σε μια διπολική πάλη ενάντια στη Μόσχα.

Ο σχηματισμός του ΝΑΤΟ δεν είναι η μόνη απόφαση εξωτερικής πολιτικής που έχει την προέλευσή της σε μια διαδικασία αναδυόμενης μάθησης -το ίδιο συνέβη και με την δημιουργία του σχεδίου Marshall και τις διαπραγματεύσεις του Reagan με τον Σοβιετικό ηγέτη Μιχαήλ Γκορμπατσόφ στην σύνοδο κορυφής του Ρέικιαβικ το 1986, η οποία οδήγησε στην Συνθήκη Πυρηνικών Δυνάμεων Μεσαίας Εμβέλειας (Intermediate-Range Nuclear Forces Treaty) μεταξύ των Ηνωμένων Πολιτειών και της Σοβιετικής Ένωσης το 1987. Σε κάθε μια από αυτές τις περιπτώσεις, τα σχέδια υψηλής στρατηγικής υποτάχθηκαν σε αυτό που έβγαζε νόημα εκείνη την στιγμή.

ΕΝΑ ΑΝΑΔΥΟΜΕΝΟ ΔΟΓΜΑ ΤΡΑΜΠ;

Κατά την διάρκεια του περασμένου έτους, ο Τραμπ έχει επικριθεί τόσο για την επιδίωξη της λανθασμένης [13] υψηλής στρατηγικής [14] όσο και για την παντελή έλλειψη μιας τέτοιας [1]. Οι υπερασπιστές της διοίκησης έχουν υποδείξει [15] με την σειρά τους ορισμένα ελπιδοφόρα αποτελέσματα πολιτικής και υποστήριξαν ότι ο Trump ίσως να ακολουθεί ένα πιο παραδοσιακό [16] Ρεπουμπλικανικό σενάριο από ό, τι υποστηρίζουν οι επικριτές του. Ορισμένοι πιστεύουν ότι απλώς ήταν τυχερός [17].

Μια καλύτερη εξήγηση για τις πιο επιτυχημένες αποφάσεις της διοίκησης, όπως είναι το χαμήλωμα της ρητορικής και η διπλωματική πρωτοβουλία με την Βόρεια Κορέα και η ισχυρότερη από την αναμενόμενη πολιτική του έναντι των ρωσικών συμφερόντων στην Ουκρανία και την Συρία, είναι ότι το αυτοσχεδιαστικό στυλ του Trump συμβαδίζει με τις αρχές του αναδυόμενου μοντέλου στρατηγικής. Όντως αυτές οι αλλαγές στην Βόρεια Κορέα και την Ρωσία δείχνουν ότι η διοίκηση μαθαίνει και προσαρμόζεται, σε αντίθεση με την απλή εμπλοκή σε ad hoc εικασίες;

Ίσως. Η βασική δοκιμασία για την στρατηγική επίδοση της διοίκησης Trump δεν είναι κατά πόσον ακολουθεί κάποιο μακροπρόθεσμο σχέδιο παρασκηνιακά, αλλά αν είναι σε θέση να επιτρέψει σε μια επιτυχημένη στρατηγική να αναπτυχθεί σταδιακά. Με άλλα λόγια, στον βαθμό που η διοίκηση μπορεί να ακολουθήσει μια αναδυόμενη στρατηγική, οι αποκλίσεις της από τις αρχές της σχολής της υψηλής στρατηγικής δεν πρέπει να την εμποδίσουν από το να επιτύχει στην παγκόσμια σκηνή.

Copyright © 2018 by the Council on Foreign Relations, Inc.
All rights reserved.

Στα αγγλικά: https://www.foreignaffairs.com/articles/united-states/2018-05-21/trump-d...

Σύνδεσμοι:
[1] https://www.foreignaffairs.com/articles/united-states/2017-12-19/nationa...
[2] http://foreignpolicy.com/2017/07/21/there-is-no-trump-doctrine-and-there...
[3] http://foreignpolicy.com/2017/01/31/trumps-grand-strategic-train-wreck/
[4] https://www.foreignaffairs.com/topics/grand-strategy
[5] https://www.amazon.com/Emergent-Strategy-Grand-American-Presidents/dp/14...
[6] https://www.wsj.com/articles/josef-joffe-the-unreality-of-obamas-realpol...
[7] https://press.princeton.edu/titles/11152.html
[8] https://www.cnas.org/publications/reports/driving-in-the-dark-ten-propos...
[9] https://www.bcg.com/publications/collections/your-strategy-needs-strateg...
[10] https://www.amazon.com/Strategy-Safari-Through-Strategic-Management/dp/0...
[11] https://www.foreignaffairs.com/articles/russian-federation/1947-07-01/so...
[12] https://history.state.gov/historicaldocuments/frus1948v03/d3
[13] https://www.foreignaffairs.com/articles/united-states/2017-04-17/plot-ag...
[14] https://www.foreignaffairs.com/articles/2018-02-13/rise-illiberal-hegemony
[15] https://www.foreignaffairs.com/articles/world/2017-04-17/case-trump-s-fo...
[16] https://www.foreignaffairs.com/articles/united-states/2017-06-13/trump-t...
[17] https://www.foreignaffairs.com/articles/2018-01-20/trumps-lucky-year

Μπορείτε να ακολουθείτε το «Foreign Affairs, The Hellenic Edition» στο TWITTER στην διεύθυνση www.twitter.com/foreigngr αλλά και στο FACEBOOK, στην διεύθυνση www.facebook.com/ForeignAffairs.gr και στο linkedin στην διεύθυνση https://www.linkedin.com/company/foreign-affairs-the-hellenic-edition