Το πραγματικό μάθημα από την διάσκεψη κορυφής του Ελσίνκι | Foreign Affairs - Hellenic Edition
Secure Connection

Το πραγματικό μάθημα από την διάσκεψη κορυφής του Ελσίνκι

Οι ΗΠΑ χρειάζονται μια στρατηγική για την Ρωσία τώρα περισσότερο από ποτέ

Ωστόσο, όταν ο Trump μιλά για την προσωπική του προσέγγιση στην Ρωσία, αντιφάσκει συχνά με τις πολιτικές της διοίκησής του, όπως έδειχνε έντονα στην διάσκεψη κορυφής του Ελσίνκι. Στην συνέντευξη Τύπου, όχι μόνο αρνήθηκε να επιβεβαιώσει τα γεγονότα σχετικά με τις ρωσικές πράξεις κατά τις προεδρικές εκλογές του 2016, αλλά και δεν καταδίκασε την προσάρτηση της Κριμαίας, την ρωσική στρατιωτική επέμβαση στην ανατολική Ουκρανία, την αδιάκοπη στήριξη του Πούτιν στον πρόεδρο της Συρίας, Μπασάρ αλ-Άσαντ, ούτε άλλες φιλοπόλεμες ρωσικές δραστηριότητες σε όλο τον κόσμο. Αντί για ανάσχεση, ο Trump κατέστησε σαφές ότι θέλει να γίνει φίλος με τον Πούτιν. Αντί να χαρακτηρίσει τον Πούτιν ως αντίπαλο, τον ονόμασε "καλό ανταγωνιστή" και το εννοούσε ως κομπλιμέντο. Και όπως έχει κάνει εδώ και χρόνια, ο Trump επανέλαβε ότι θα ήταν "καλό" αν οι Ηνωμένες Πολιτείες και η Ρωσία γίνονταν φιλικές μεταξύ τους. Ακόμη και οι σύμβουλοι της δικής του κυβέρνησης δήλωσαν στους δημοσιογράφους μετά την σύνοδο κορυφής ότι ο Τραμπ αυτοσχεδίαζε, μη ακολουθώντας το συμφωνημένο σενάριο για την διάσκεψη κορυφής του Ελσίνκι. Επομένως, η διοίκηση του Τραμπ έχει δύο πολιτικές για την Ρωσία και όχι μια.

ΠΩΣ ΝΑ ΜΗΝ ΔΕΣΜΕΥΤΕΙΣ

Δεν υπάρχει τίποτα κακό με την ταυτόχρονη χρήση τόσο μέσων δέσμευσης όσο και μέσων περιορισμού για την επίτευξη στόχων της εξωτερικής πολιτικής των ΗΠΑ σε σχέση με την Ρωσία. Κατά την διάρκεια του Ψυχρού Πολέμου, Αμερικανοί και Σοβιετικοί ηγέτες συναντήθηκαν σε συνόδους κορυφής, ακόμη και όταν η συναίνεση, η διακομματική στρατηγική για την αντιμετώπιση της Σοβιετικής Ένωσης, ήταν η ανάσχεση. Αλλά η προσέγγιση του Trump για δέσμευση, τουλάχιστον όπως εφαρμόστηκε στο Ελσίνκι, ήταν διαφορετική από τις συναντήσεις του Ψυχρού Πολέμου με δύο σημαντικούς τρόπους. Κατ’ αρχάς, κανένας Αμερικανός πρόεδρος κατά την διάρκεια του Ψυχρού Πολέμου δεν χρησιμοποίησε επαίνους προς τους σοβιετικούς ομολόγους του ως μεγάλους η ισχυρούς ηγέτες. Αυτό συνέβη μετά το τέλος του Ψυχρού Πολέμου.

Δεύτερον, οι προηγούμενοι Αμερικανοί πρόεδροι κατά την διάρκεια και μετά τον Ψυχρό Πόλεμο χρησιμοποίησαν τις συνόδους κορυφής για να επιτύχουν συγκεκριμένους στόχους εξωτερικής πολιτικής των ΗΠΑ, ορισμένες φορές επιτυχώς και μερικές φορές όχι. Στο Ελσίνκι, οι στόχοι της εμπλοκής δεν ήταν ξεκάθαροι και δεν προέκυψαν συγκεκριμένα εξαγόμενα ως αποτέλεσμα της συνάντησης. Ακόμη και η ατζέντα που προχωρούσε ήταν ασαφής. Η μόνη συγκεκριμένη παραγωγική πρόταση που υπαινίχθηκε από τον Πούτιν ήταν μια πρόταση να διαπραγματευτούν μια επέκταση της συνθήκης Νέα START.

Σε θέματα όπου η διμερής ατζέντα για συνεργασία ήταν πιο λεπτομερής στο Ελσίνκι, οι προτεινόμενες “συμφωνίες” ήσαν επικίνδυνες. Το πιο ανησυχητικό είναι ότι ο Τραμπ και ο Πούτιν συζήτησαν την δυνατότητα να βάλουν τον Mueller και την ερευνητική του ομάδα να εξετάσουν τους αξιωματικούς των ρωσικών στρατιωτικών μυστικών υπηρεσιών που κατηγορούνται για συνωμοσία εναντίον των Ηνωμένων Πολιτειών με αντάλλαγμα οι ρωσικές νομικές Αρχές να έχουν την ευκαιρία να εξετάσουν αξιωματούχους της αμερικανικής κυβέρνησης και πρώην κυβερνητικούς αξιωματούχους (συμπεριλαμβανομένου του γράφοντος) σχετικά με την εικαζόμενη νομιμοποίηση εσόδων από παράνομες δραστηριότητες που εξήχθησαν από την Ρωσία από τον Βρετανό επιχειρηματία Bill Browder και την εταιρεία του, Hermitage Capital Management. Για να προσθέσει στην τρέλα αυτής της ιστορίας, ο Πούτιν υπονόησε ότι ο Browder χρησιμοποίησε μερικά από αυτά τα υποτιθέμενα ξεπλυμένα κεφάλαια για να χρηματοδοτήσει την εκστρατεία της Clinton το 2016. Δεν υπάρχει καμία ισοδυναμία μεταξύ των Ρώσων κρατικών λειτουργών που παραβιάζουν την αμερικανική κυριαρχία κατά την διάρκεια προεδρικών εκλογών με τους εντελώς επινοημένους ρωσικούς ισχυρισμούς εναντίον του Browder και κυβερνητικών αξιωματούχων των ΗΠΑ που υποτίθεται ότι τον βοήθησαν. Ο Πούτιν φαίνεται να έχει πει ψέματα στον Trump για τον Browder και τους υποτιθέμενους συνεργάτες του ως έναν τρόπο να φιμωθούν οι επικριτές του Πούτιν. Ωστόσο, στην συνέντευξη Τύπου στο Ελσίνκι, ο Trump χαρακτήρισε αυτή την εξωφρενική πρόταση του Πούτιν ως "μια ενδιαφέρουσα ιδέα". Και ποιος ξέρει τι άλλες "ενδιαφέρουσες ιδέες" συζητήθηκαν πίσω από κλειστές πόρτες, όταν οι δύο πρόεδροι συναντήθηκαν ενώπιος-ενωπίω. Ήδη η ρωσική κυβέρνηση επιβεβαιώνει τις δεσμεύσεις της για την εφαρμογή των συμφωνιών ασφάλειας που διαπραγματεύθηκαν στο Ελσίνκι, ωστόσο οι Αμερικανοί δεν έχουν ακόμη μάθει ποιες συμφωνίες ασφαλείας συζητήθηκαν. Η προεδρική δέσμευση που παράγει αυτού του είδους τα αποτελέσματα δεν προωθεί αλλά υπονομεύει τα εθνικά συμφέροντα των ΗΠΑ.

ΜΙΑ ΣΥΝΕΚΤΙΚΗ ΥΨΗΛΗ ΣΤΡΑΤΗΓΙΚΗ

Τέλος, η απουσία μιας συνεκτικής, ενοποιημένης υψηλής στρατηγικής για την ενασχόληση με την Ρωσία καθιστά δύσκολη την σφυρηλάτηση διακομματικής υποστήριξης εγχωρίως ή συμμαχικής υποστήριξης στο εξωτερικό. Η ομορφιά του ελαστικού όρου "ανάσχεση" (containment) κατά την διάρκεια του Ψυχρού Πολέμου ήταν ότι οι πρόεδροι των ΗΠΑ και οι αντίπαλοί τους εκτός της κυβέρνησης μπορούσαν να συμφωνήσουν τουλάχιστον για την βασική στρατηγική, ακόμη και όταν διαφωνούσαν για ορισμένα από τα συγκεκριμένα πολιτικά ζητήματα. Αυτό που είναι εντυπωσιακό σήμερα, ειδικά μετά την διάσκεψη κορυφής του Ελσίνκι, είναι το πόσο λίγη υποστήριξη έχει δημιουργήσει ο Trump για την ρωσική πολιτική του, ακόμη και μέσα στο κόμμα του, πόσω μάλλον μεταξύ των Δημοκρατικών ή των συμμάχων [των ΗΠΑ].

Για να είναι αποτελεσματικές μακροπρόθεσμα στον περιορισμό της Ρωσίας του Πούτιν, οι Ηνωμένες Πολιτείες χρειάζονται ενότητα εγχωρίως και υποστήριξη από συμμάχους στο εξωτερικό. Ένα απαραίτητο βήμα για την προώθηση αυτού του ενιαίου μετώπου είναι η επίτευξη συμφωνίας ως προς τις βασικές αρχές της στρατηγικής. Το εννοιολογικό έργο για την χάραξη μιας τέτοιας υψηλής στρατηγικής πρέπει να γίνει τώρα περισσότερο από ποτέ, ειδικά μετά την σύνοδο κορυφής του Ελσίνκι, ακόμη και αν το προϊόν μιας τέτοιας στρατηγικής μπορεί να καταστεί εφικτό μόνο μετά την διοίκηση του Trump.