Πώς να διασωθεί η σχέση ΗΠΑ-Τουρκίας | Foreign Affairs - Hellenic Edition
Secure Connection

Πώς να διασωθεί η σχέση ΗΠΑ-Τουρκίας

Για χάρη της Συμμαχίας, ο Ερντογάν πρέπει να αναδιπλωθεί
Περίληψη: 

Η διοίκηση Trump όσο και το Κογκρέσο έχουν εξαντλήσει την στρατηγική τους υπομονή έναντι της Τουρκίας. Τώρα είναι έτοιμοι να αλλάξουν την προσέγγισή τους και να λάβουν μέτρα με σκοπό να προκαλέσουν οικονομικό πόνο σε έναν επί 66 έτη σύμμαχο του ΝΑΤΟ.

Η AMANDA SLOAT είναι ανώτερη υπότροφος Robert Bosch στο Center on the United States and Europe στο Brookings Institution.

Η τεταμένη σχέση μεταξύ των Ηνωμένων Πολιτειών και της Τουρκίας φθάνει σε ένα σημείο καμπής. Καθώς η τουρκική κυβέρνηση ακολούθησε μια όλο και πιο αυταρχική στροφή [1] και έκανε αμφισβητήσιμες επιλογές εξωτερικής πολιτικής [2] τα τελευταία χρόνια, η Ουάσιγκτον προσπάθησε να ασκήσει στρατηγική υπομονή και να εμπλακεί με την τουρκική ηγεσία για την επίλυση των διαφορών μεταξύ των δύο χωρών. Αλλά αυτή η υπομονή φθίνει, καθώς η Άγκυρα έχει επανειλημμένα αποτύχει να ανταποκριθεί στις ανησυχίες της Ουάσινγκτον -η κυριότερη μεταξύ αυτών τώρα είναι η φυλάκιση του Andrew Brunson, ενός Χριστιανού πάστορα από την Βόρεια Καρολίνα, με κατηγορίες για υποτιθέμενη τρομοκρατία. Ο χειρισμός της υπόθεσης Brunson, η οποία κορυφώθηκε την περασμένη εβδομάδα όταν μεταφέρθηκε σε κατ’ οίκον περιορισμό αντί να απελευθερωθεί, θα επηρεάσει το μέλλον των διμερών δεσμών. Εάν αποτύχουν οι διαπραγματεύσεις, οι Ηνωμένες Πολιτείες μπορεί να αισθανθούν υποχρεωμένες να μεταθέσουν την προσέγγισή τους μακριά από την διπλωματία και προς την οικονομική μόχλευση. Σε αυτό το παιχνίδι πόκερ της εξωτερικής πολιτικής, η ταλαιπωρούμενη οικονομία της Τουρκίας μπορεί να αναγκάσει τον πρόεδρο Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν να αναδιπλωθεί πρώτος.

31072018-1.jpg

Ο Trump και ο Erdogan συναντώνται στην Γενική Συνέλευση του ΟΗΕ στη Νέα Υόρκη, τον Σεπτέμβριο του 2017. KEVIN LAMARQUE / REUTERS
---------------------------------------------------------------------------

Οι Ηνωμένες Πολιτείες και η Τουρκία έχουν συγκεντρώσει μακρούς καταλόγους από παράπονα μεταξύ τους κατά τα τελευταία χρόνια. Από τη μια πλευρά, η τουρκική κυβέρνηση θεωρεί ότι οι Ηνωμένες Πολιτείες δεν κατάφεραν σοβαρά να αντιμετωπίσουν τις προκλήσεις της ασφάλειάς της. Έχει απογοητευτεί από την υποστήριξη των Ηνωμένων Πολιτειών σε μια ομάδα Σύρων Κούρδων (τις Λαϊκές Μονάδες Προστασίας, YPG) στην καταπολέμηση του Ισλαμικού Κράτους (ISIS). Δεδομένου ότι οι ομάδες συνδέονται με μια εγχώρια κουρδική τρομοκρατική οργάνωση (το Κουρδικό Εργατικό Κόμμα, PKK), ο πρωταρχικός στόχος της Άγκυρας στην Συρία ήταν να εμποδίσει τις YPG να δημιουργήσουν μια αυτόνομη κουρδική περιοχή κατά μήκος των τουρκικών συνόρων, για την οποία φοβάται ότι θα μπορούσε να οδηγήσει σε μια προσπάθεια ανεξαρτησίας ή ότι θα χρησιμοποιηθεί για να οργανωθούν επιθέσεις εναντίον της Τουρκίας. Η Άγκυρα πίεσε στο σημείο αυτό, ξεκινώντας στρατιωτικές ενέργειες κατά των δυνάμεων των YPG τον Ιανουάριο του 2018, οι οποίες εξέτρεψαν ορισμένους μαχητές μακριά από τις υπό την ηγεσία των ΗΠΑ επιχειρήσεις εναντίον των εναπομεινάντων στοιχείων του ISIS.

Πολλοί Τούρκοι παραμένουν πληγωμένοι από αυτό που εξέλαβαν ως αποτυχία των Δυτικών ηγετών να κατανοήσουν το τραύμα της απόπειρας πραξικοπήματος του Ιουλίου του 2016 [3] και να εκφράσουν άμεση στήριξη προς τον δημοκρατικά εκλεγμένο ηγέτη της χώρας. Παρά την αντίθεση στον Ερντογάν στο εσωτερικό του εκλογικού σώματος, υπήρξε σπάνια συναίνεση στο πολιτικό φάσμα ότι μια στρατιωτική ανατροπή δεν ήταν η λύση. Υπάρχει περαιτέρω ανησυχία για το ότι ο κατηγορούμενος ως εγκέφαλος [του πραξικοπήματος], ο Ισλαμιστής κληρικός Fethullah Gulen [4], κατοικεί νόμιμα στην Πενσυλβανία [των ΗΠΑ]. Η Άγκυρα παρείχε κούτες εγγράφων στο Υπουργείο Δικαιοσύνης των ΗΠΑ σε μια προσπάθεια να αποδείξει την ενοχή του. Η Ουάσινγκτον δεν βρήκε τα αποδεικτικά στοιχεία αρκετά επιτακτικά για να πείσει έναν ομοσπονδιακό δικαστή για μια πιθανή αιτία που να οδηγήσει την έκδοσή του. Σε μια προσπάθεια αντιμετώπισης αυτού του αδιεξόδου, αξιωματούχοι των ΗΠΑ πραγματοποίησαν αρκετές τεχνικές συναντήσεις με τους Τούρκους ομολόγους τους για να συζητήσουν τα στοιχεία που παρουσιάστηκαν. Συνέχισαν επίσης ξεχωριστές έρευνες, οι οποίες προηγήθηκαν του πραξικοπήματος, σε charter schools [στμ: δημόσιας χρηματοδότησης ανεξάρτητα σχολεία, συνήθως ειδικού σκοπού] που εδρεύουν στις ΗΠΑ, τα οποία τα διαχειρίζονται οπαδοί του Gulen.

Από την πλευρά τους, οι Ηνωμένες Πολιτείες έχουν αρχίσει να αμφισβητούν το εάν η Τουρκία εξακολουθεί να είναι αξιόπιστος σύμμαχος. Οι Αμερικανοί ανησυχούν για την υπερβολική αντίδραση της τουρκικής κυβέρνησης στο αποτυχημένο πραξικόπημα: Οι αρχικές προσπάθειες για την σύλληψη των πιθανολογούμενων σχεδιαστών του πραξικοπήματος μετατράπηκαν σε μια μεγιστοποιημένη εκκαθάριση των Gulenιστών που συνδέονταν [με το πραξικόπημα] και ένα κυνήγι μαγισσών εναντίον πολιτικών αντιπάλων. Μια κατάσταση έκτακτης ανάγκης τριών μηνών επιβλήθηκε αμέσως μετά το πραξικόπημα, επεκτάθηκε επανειλημμένα και έληξε μόλις στα μέσα Ιουλίου, όταν το κοινοβούλιο θέσπισε αντιτρομοκρατική νομοθεσία που κατοχυρώνει πολλά μέτρα έκτακτης ανάγκης στο τουρκικό δίκαιο. Οι ρευστοί ορισμοί της τρομοκρατίας υπό την κατάσταση έκτακτης ανάγκης οδήγησαν στην φυλάκιση πολλών Αμερικανών πολιτών, καθώς και Τούρκους υπαλλήλους δύο προξενείων των ΗΠΑ, με αβάσιμες κατηγορίες διασυνδέσεων με το PKK και τον Gulen. Η περίπτωση του Brunson προκάλεσε τη μεγαλύτερη κατακραυγή στις Ηνωμένες Πολιτείες και έλαβε μεγάλη προσοχή σε όλη την κυβέρνηση. Τούρκοι αξιωματούχοι επιμένουν ότι η υπόθεση εμπίπτει αποκλειστικά στην αρμοδιότητα του ανεξάρτητου δικαστικού σώματος, αλλά τα σχόλια του Ερντογάν έχουν υπονοήσει κάτι διαφορετικό. Έχει εμπλακεί με μια διπλωματία ομήρων, δηλώνοντας δημοσίως τον περασμένο Σεπτέμβριο ότι θα παραδώσει τον κληρικό ως αντάλλαγμα για έναν άλλο: Ο Brunson για τον Gulen.