Ποιά στρατηγική για την Τουρκία; | Foreign Affairs - Hellenic Edition
Secure Connection

Ποιά στρατηγική για την Τουρκία;

Ο ρόλος του ευρωπαϊκού παράγοντα

Ούσα πεπεισμένη ότι η επίλυση των ελληνοτουρκικών προβλημάτων εξυπηρετεί καλύτερα τα συμφέροντα της χώρας, παρά η διαιώνισή τους, και αντιλαμβανόμενη τις ευκαιρίες που έθετε το διεθνές και περιφερειακό περιβάλλον της εποχής, η κυβέρνηση Σημίτη διείδε στην ευρωπαϊκή προοπτική της Τουρκίας την δυνατότητα να συνδέσει το ισχυρό ενδιαφέρον και κίνητρό της για ενίσχυση των –κυρίως θεσμικών– δεσμών της με την ΕΕ, με την ικανοποίηση συγκεκριμένων κριτηρίων και προϋποθέσεων οι οποίες αναμένονταν να προωθήσουν τα ειδικότερα εθνικά συμφέροντα της Ελλάδας. Θα επιλέξει έτσι να προωθήσει μια συνολική στρατηγική εξισορρόπησης της Τουρκίας με κεντρικό εργαλείο αυτής της στρατηγικής την ίδια την Ευρωπαϊκή Ένωση (είναι ενδιαφέρον ότι η στρατηγική εκείνη έγινε δημοσίως αποδεκτή και νομιμοποιήθηκε μόνον από το φιλελεύθερο τμήμα της τότε αξιωματικής αντιπολίτευσης, της Νέας Δημοκρατίας).

Η νέα αυτή «στρατηγική κοινωνικοποίησης» (socialization strategy) που υιοθέτησε η Ελλάδα, συνιστούσε επί της ουσίας μια «στρατηγική εξισορροπητικής εμπλοκής/δέσμευσης» (balancing engagement) [3] της Τουρκίας, καθώς η Ελλάδα ανέμενε ότι η δέσμευση της Τουρκίας στην υποχρεωτική διαδικασία υιοθέτησης και εσωτερίκευσης των νορμών και των κανόνων συμπεριφοράς της ΕΕ –εντός της οποίας η Ελλάδα διέθετε ένα συγκριτικό πλεονέκτημα ούσα ήδη μέλος της– θα διευκόλυνε και την προσπάθεια εξωτερικής εξισορρόπησης της Τουρκίας καθώς ένα σημαντικό βάρος της συνεχούς εξισορροπητικής προσπάθειας που είχε αναλάβει μόνη της η Ελλάδα από τα μέσα της δεκαετίας του '70 θα αναλαμβανόταν πλέον (στο πεδίο της εξωτερικής εξισορρόπησης) και από την ΕΕ, μέσω των διαφόρων υποχρεώσεων που θα επέβαλε στην Τουρκία, αναμένοντας και ανάλογη συμπεριφορά.

Θεσμικό αποκορύφωμα της νέας αυτής ελληνικής στρατηγικής απετέλεσε το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο στο Ελσίνκι, τον Δεκέμβριο του 1999, όπου η Ελλάδα θα εγκαταλείψει μια συνεπή και πολύχρονη πολιτική αποκλεισμού της Τουρκίας από την Ευρώπη αίροντας –υπό συγκεκριμένες προϋποθέσεις— το βέτο που συνεπώς ασκούσε, με αποτέλεσμα η Τουρκία να αποκτήσει καθεστώς χώρας υποψήφιας για ένταξη στην ΕΕ. Οι αποφάσεις του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου στο Ελσίνκι θα δημιουργήσουν ένα νέο πλαίσιο επιτυγχάνοντας, για πρώτη φορά στην ιστορία των σχέσεων των δύο χωρών, την σύνδεση μιας σειράς από ασύνδετα μέχρι τότε ζητήματα: Την ένταξη της Κύπρου στην ΕΕ (ανεξαρτήτως λύσης του πολιτικού προβλήματος), την επίλυση των ελληνοτουρκικών διαφορών, και την ευρωπαϊκή πορεία της Τουρκίας, ενώ πρόοδος στο κάθε ζήτημα ξεχωριστά προϋπέθετε και συνεπάγονταν πρόοδο στα άλλα ζητήματα.

Μέσα από τις αποφάσεις του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου στο Ελσίνκι, η ΕΕ δεν θα παραμείνει απλώς, μέσα από την διαδικασία του «εξευρωπαϊσμού», ένας εξωτερικός «παράγοντας θετικής επιρροής» της Τουρκίας (τόσο στο εσωτερικό της, μέσω της διαδικασίας του εκδημοκρατισμού της, όσο και στην εξωτερική της συμπεριφορά απέναντι στην Ελλάδα και την Κύπρο) αλλά, το σημαντικότερο, θα μετατραπεί σε έναν «ενεργητικό δρώντα» ο οποίος θα θέσει για πρώτη φορά στην Τουρκία ένα συγκεκριμένο χρονικό πλαίσιο τεσσάρων χρόνων εντός του οποίου, εάν επιθυμεί να συνεχιστεί η ευρωπαϊκή της πορεία, θα πρέπει να επιλύσει τις διαφορές της με την Ελλάδα. Παράλληλα, μέσω των αποφάσεων του Ελσίνκι, η ΕΕ θα υποχρεώσει την Τουρκία να αποδεχτεί την δικαιοδοσία του Διεθνούς Δικαστηρίου της Χάγης (που σταθερά ηρνείτο ήδη από την δεκαετία του '70), στο οποίο θα ήταν υποχρεωμένη να παραπέμψει τις διαφορές της με την Ελλάδα εάν δεν κατέληγαν σε συμφωνία οι μεταξύ τους συνομιλίες.

26092018-2.jpg

Ο τότε πρωθυπουργός της Ελλάδας, Κωνσταντίνος Σημίτης (αριστερά) σε χειραψία με τον πρωθυπουργό της Τουρκίας, Μπουλέντ Εσέβιτ (δεξιά), ενώ ο Βρετανός πρωθυπουργός Τόνι Μπλερ (2ος από αριστερά) καλωσορίζει τον πρωθυπουργό της Σλοβενίας, Μίκουλας Ντζουρίντα (2ος δεξιά) στην Σύνοδο Κορυφής της Ευρωπαϊκής Ένωσης στο Ελσίνκι στις 11 Δεκεμβρίου 1999. Η ΕΕ ήλπιζε να τερματίσει ομαλά μια δύσκολη και συχνά διχαστική σύνοδο κορυφής το Σάββατο φιλοξενώντας τους ηγέτες της Τουρκίας και 12 άλλων χωρών που θα μπορούσαν μια μέρα να ενταχθούν στην πλούσια ευρωπαϊκή λέσχη. REUTERS
---------------------------------------------------------------------------------

Η νέα αυτή στρατηγική της Ελλάδας αναπτύσσεται μέσα σε ένα ιδιαίτερα ευνοϊκό κλίμα λόγω της προσέγγισης (rapprochement) που έχει προηγηθεί ανάμεσα στις δύο χώρες και της «διπλωματίας των σεισμών», που ακολούθησε τους καταστροφικούς σεισμούς στην Κωνσταντινούπολή τον Αύγουστο και στην Αθήνα τον Σεπτέμβριο του 1999. Το σημαντικότερο, όμως, είναι ότι το νέο αυτό πλαίσιο όσον αφορά στις σχέσεις των δύο χωρών αποδεικνύεται και αρκετά αποδοτικό αναφορικά με μια σειρά θετικών αλλαγών τόσο σε διάφορα αλληλοσυνδεόμενα επίπεδα (των θεσμών, της ελίτ και της κοινωνίας) στο εσωτερικό της Τουρκίας [4] όσο και σε σχέση με τον χαρακτήρα και την ουσία της τουρκικής εξωτερικής πολιτικής, με αποτέλεσμα την σταδιακή αμφισβήτηση της κεμαλικής ορθοδοξίας, τον εξορθολογισμό και την υιοθέτηση μιας πολυμερούς αντίληψης στις σχέσεις της με την Ελλάδα και απέναντι στο Κυπριακό πρόβλημα (ένα ζήτημα που παραδοσιακά αποτελούσε «υπαρξιακό ζήτημα» της τουρκικής εξωτερικής πολιτικής) [5]. Σε διμερές επίπεδο το νέο «μετά-Ελσίνκι» πλαίσιο των σχέσεων Ελλάδας και Τουρκίας, ενίσχυσε το αίσθημα εμπιστοσύνης μεταξύ των δύο χωρών μέσω της προώθησης και συμφωνίας σειράς Μέτρων Οικοδόμησης Εμπιστοσύνης (ΜΟΕ) καθώς και το επίπεδο οικονομικής συνεργασίας, με πληθώρα κατά την περίοδο αυτή (2000-2004) συμφωνιών σε «ζητήματα χαμηλής πολιτικής». Ταυτόχρονα, με ορίζοντα την καταληκτική ημερομηνία του Δεκεμβρίου 2004, ξεκινούν και προχωρούν με ουσιαστικό τρόπο οι ελληνοτουρκικές «διερευνητικές συνομιλίες» μεταξύ Ελλάδας και Τουρκίας με τελικό στόχο την επίλυση των ελληνοτουρκικών διαφορών.

Η ΣΤΡΑΤΗΓΙΚΗ ΑΚΥΡΩΣΗΣ ΤΟΥ ΕΛΣΙΝΚΙ