Είναι καλύτερα η Ευρώπη να προχωρήσει μόνη; | Foreign Affairs - Hellenic Edition
Secure Connection

Είναι καλύτερα η Ευρώπη να προχωρήσει μόνη;

Γιατί η στρατηγική αυτονομία θα πρέπει να είναι ο στόχος της ηπείρου
Περίληψη: 

Μια Ευρώπη ολοκληρωμένη, ελεύθερη και ειρηνική σημαίνει μια Ευρώπη ικανή να τα καταφέρνει μόνη της στην παγκόσμια σκηνή. Μια ασθενέστερη και διχασμένη Ευρώπη δεν θα αντιμετωπίσει την επερχόμενη θύελλα του γεωπολιτικού ανταγωνισμού, εάν εξαρτάται πολύ από τις ΗΠΑ που ασχολούνται με άλλες περιοχές και εμπλέκονται λιγότερο με τις ευρωπαϊκές ανησυχίες.

Ο BENJAMIN HADDAD είναι συνεργάτης στο Hudson Institute.
Η ALINA POLYAKOVA είναι υπότροφη David M. Rubenstein στο Center on the United States and Europe του Brookings Institution.

Από τότε που εξελέγη ο Donald Trump ως πρόεδρος των Ηνωμένων Πολιτειών, οι Ευρωπαίοι αγωνίστηκαν να ανταποκριθούν στο συγκρουσιακό του στυλ και τις εξίσου συγκρουσιακές πολιτικές του. Από τους δασμούς του Trump μέχρι την αποχώρησή του από την πυρηνική συμφωνία με το Ιράν και την συμφωνία του Παρισιού και μέχρι το να αποκαλέσει την ΕΕ ως «εχθρό», κανένας πρόεδρος των ΗΠΑ από τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο δεν εμφανίστηκε τόσο απόμακρος, ακόμη και εχθρικός, για τα ευρωπαϊκά συμφέροντα. Αρχικά, πολλοί Ευρωπαίοι ηγέτες προσπάθησαν να καλλιεργήσουν μια καλή σχέση με τον Trump, ελπίζοντας ότι μια προσωπική σύνδεση θα μπορούσε να βοηθήσει να ηρεμήσουν τα όλο και πιο ταραγμένα νερά της διατλαντικής συμμαχίας. Κάποιοι, όπως ο Γάλλος πρόεδρος, Εμμανουέλ Μακρόν, και ο πρόεδρος της ΕΕ, Ζαν-Κλοντ Γιουνκέρ, πέτυχαν, ενώ άλλοι, όπως η Γερμανίδα καγκελάριος, Άνγκελα Μέρκελ, και η Βρετανίδα πρωθυπουργός, Τερέζα Μέι, τα πήγαν λιγότερο καλά.

18102018-1.jpg

Η Γερμανίδα καγκελάριος Άνγκελα Μέρκελ και ο Γάλλος πρόεδρος Εμμανουέλ Μακρόν σε συνέντευξη Τύπου μετά την συνάντησή τους στον γερμανικό κρατικό ξενώνα Meseberg Palace, στο Meseberg της Γερμανίας, τον Ιούνιο του 2018. HANNIBAL HANSCHKE / REUTERS
---------------------------------------------------------------------

Ωστόσο, τους τελευταίους μήνες, ο τόνος που προέρχεται από ευρωπαϊκές πρωτεύουσες έχει αλλάξει. Τον Αύγουστο, ο Γερμανός υπουργός Εξωτερικών, Χέικο Μάας, εξέφρασε αμφιβολίες για το γεγονός ότι η χώρα του θα μπορούσε απλώς να «περιμένει να τελειώσει αυτή η προεδρία» και έκανε έκκληση για «μια κυρίαρχη και ισχυρή Ευρώπη», ως απάντηση στην εχθρότητα του Τραμπ. Ο Macron απηχούσε αυτό το συναίσθημα στην ετήσια ομιλία του [2] προς τους πρεσβευτές: «Ειλικρινά δεν πιστεύω σήμερα ότι η Κίνα ή οι Ηνωμένες Πολιτείες σκέπτονται ότι η Ευρώπη είναι μια δύναμη με στρατηγική αυτονομία συγκρίσιμη με την δική τους. Δεν το πιστεύω». Επικαλούμενος την κληρονομιά της εξωτερικής πολιτικής του Αμερικανού πρώην προέδρου Andrew Jackson [3], ο Macron προειδοποίησε το διπλωματικό του σώμα να μην βλέπει τον Τραμπ ως ένα περιστατικό, και να σκεφτούν μέσω των ευρωπαϊκών στρατηγικών προτεραιοτήτων [4] καθώς οι Ηνωμένες Πολιτείες γίνονται όλο και λιγότερο δεσμευμένες από τους συμμάχους τους πέρα από τον ωκεανό. Οι Ευρωπαίοι έχουν δίκιο να αποφεύγουν τη νοσταλγία όταν πρόκειται για την διατλαντική σχέση: Χρειάστηκε μια προσωπικότητα τόσο άμεση και αντιδιπλωματική όπως του Trump για να ξυπνήσει τους Ευρωπαίους σε αυτό το νέο φυσιολογικό [5]. Η χάραξη μιας ευρωπαϊκής στρατηγικής αυτονομίας είναι τώρα το νέο όνομα του παιχνιδιού, αλλά τι σημαίνει στην όντως για μια ευρωπαϊκή ήπειρο που είναι από μακρού χρόνου συνηθισμένη να ακολουθεί την ηγεσία των Ηνωμένων Πολιτειών;

Η ΑΠΟΔΕΣΜΕΥΣΗ ΤΩΝ ΗΠΑ ΕΙΝΑΙ ΜΙΑ ΠΑΛΑΙΑ ΤΑΣΗ

Η στροφή των Ηνωμένων Πολιτειών μακριά από την Ευρώπη δεν ξεκίνησε με τον Trump. Το τέλος του Ψυχρού Πολέμου κατέστησε την Ευρώπη λιγότερο κεντρική για τα συμφέροντα της εθνικής ασφάλειας των ΗΠΑ, όπως προκύπτει από την κατά 75% μείωση [6] της παρουσίας αμερικανικών στρατευμάτων [7] στην Ευρώπη έκτοτε.

Οι συνεχιζόμενες εντάσεις στις διατλαντικές σχέσεις είναι κατά πρώτο και κύριο λόγο μια ανισορροπία ισχύος. Οι Αμερικανοί απογοητεύονται από την έλλειψη αμυντικών επενδύσεων στην Ευρώπη και δεν βλέπουν την ήπειρο ως αξιόπιστο σύμμαχο. Οι Ευρωπαίοι αντιτίθενται στην αμερικανική μονομέρεια και την έλλειψη σεβασμού προς τις πολιτικές ανησυχίες τους. Αυτό δεν είναι νέο. Με την κατάρρευση της Σοβιετικής Ένωσης, οι Ηνωμένες Πολιτείες έγιναν η μοναδική υπερδύναμη και δεν εμποδιζόταν πλέον από τις ανησυχίες μην προκαλέσει τον παλαιό εχθρό της. Ήταν επίσης όλο και περισσότερο πρόθυμες να προβούν σε μονομερείς ενέργειες, τις οποίες οι Ευρωπαίοι αναμενόταν ότι θα αποδεχθούν. Υπό τον πρόεδρο Μπιλ Κλίντον, οι Ηνωμένες Πολιτείες ηγήθηκαν στις αεροπορικές επιθέσεις του ΝΑΤΟ κατά της Γιουγκοσλαβίας, αγνοώντας τις αντιρρήσεις του προέδρου της Ρωσίας, Μπόρις Γιέλτσιν. Ο πρόεδρος των ΗΠΑ, Τζορτζ Μπους, αγνόησε τις ευρωπαϊκές διαμαρτυρίες όταν επέλεξε να μην επικυρώσει το Πρωτόκολλο του Κιότο. Αν και η Γαλλία (μαζί με την Γερμανία) ηγήθηκε της αντίθεσης στον πόλεμο του Ιράκ στο Συμβούλιο Ασφαλείας των Ηνωμένων Εθνών, ακόμη και απειλώντας να χρησιμοποιήσει το βέτο της, η Ουάσιγκτον προχώρησε. Και το κεντρικό θέμα της εξωτερικής πολιτικής του προέδρου Μπαράκ Ομπάμα στην πρώτη του θητεία ήταν η στρατηγική στροφή στην Ασία, που αναπόφευκτα σήμαινε μια απομάκρυνση από την Ευρώπη ως πυρήνα των οικονομικών και στρατηγικών συμφερόντων των ΗΠΑ.

Επιβεβαιώνοντας την άποψή του περί έλλειψης ισορροπίας στην σχέση των ΗΠΑ-Ευρώπης, ο Ομπάμα, απογοητευμένος από την απουσία της Γαλλίας και του Ηνωμένου Βασιλείου από την μεταπολεμική πολιτική ανασυγκρότηση της Λιβύης, διαβοήτως αποκάλεσε «τζαμπατζήδες» (freeriders) τους Ευρωπαίους στην τελευταία συνέντευξή του ως πρόεδρος [8] στο περιοδικό The Atlantic. Ο Robert Gates, ο πρώτος υπουργός του επί της Άμυνας, είχε την ίδια άποψη. Όπως το έθεσε [9], θα υπάρξει «εξασθενημένη όρεξη και υπομονή στο Κογκρέσο των ΗΠΑ, και στο αμερικανικό πολιτικό σώμα ξεκάθαρα, να δαπανώνται όλο και πιο πολύτιμα κεφάλαια για λογαριασμό λαών που προφανώς δεν επιθυμούν να αφιερώσουν τους απαραίτητους πόρους … για να είναι σοβαροί και ικανοί εταίροι στην υπεράσπιση του εαυτού τους».