Η Λατινική Αμερική αντιμετωπίζει μια προσφυγική κρίση | Foreign Affairs - Hellenic Edition
Secure Connection

Η Λατινική Αμερική αντιμετωπίζει μια προσφυγική κρίση

Γιατί έχει σημασία να αποκαλούμε τους Βενεζουελάνους πρόσφυγες, όχι μετανάστες

Οι πολιτικές Betancourt και Mendoza που τέθηκαν σε ισχύ επέζησαν μέσα από πολλές κυβερνήσεις. Η Βενεζουέλα έγινε ένας μαγνήτης για τους μετανάστες και παράδειγμα επιτυχούς ενσωμάτωσης. Στην δεκαετία του 1950, ο δικτάτορας Marcos Pérez Jiménez συνέχισε την προώθηση της ευρωπαϊκής μετανάστευσης. Μέχρι το 1961, στην Βενεζουέλα υπήρχαν 530.000 ξένοι [8], που αποτελούσαν περίπου το 7,5% του πληθυσμού. Προέρχονταν κυρίως από την Ιταλία, την Ισπανία και την Πορτογαλία, αλλά και από την Γερμανία, την Ουγγαρία, την Ρουμανία και την Τσεχοσλοβακία˙ μερικοί προέρχονταν από τη Μέση Ανατολή, κυρίως από τον Λίβανο και την Συρία. Η οικονομία της Βενεζουέλας αναπτύχθηκε στα μέσα της δεκαετίας του '70, προσελκύοντας μετανάστες από χώρες της Λατινικής Αμερικής που περιλάμβαναν την Αργεντινή, την Κολομβία, την Χιλή, τον Ισημερινό και το Περού. Πολλοί απλά αναζητούσαν καλύτερες ευκαιρίες από όσες ήταν διαθέσιμες στις χώρες τους, ενώ άλλοι αναζητούσαν καταφύγιο από σκληρές στρατιωτικές δικτατορίες.

Ενώ η Βενεζουέλα προσέφερε ένα σπίτι σε αυτούς τους νεοφερμένους, επωφελήθηκε επίσης από την σκληρή δουλειά τους, χάρη στις πολιτικές ένταξης που καθιερώθηκαν ήδη από τα τέλη του 19ου αιώνα. Ο Guzmán Blanco, ο οποίος υπηρέτησε τρεις ξεχωριστές θητείες ως πρόεδρος της Βενεζουέλας μεταξύ 1870 και 1887, προέβλεψε ότι η Βενεζουέλα θα επωφελείτο από την αποδοχή διαφόρων αλλοδαπών. Η κυβέρνησή του επένδυσε στην οικοδόμηση «μικτών αποικιών», [9] αγροτικών κοινοτήτων όπου οι μετανάστες εργάζονταν μαζί με τους ντόπιους. Οι απομονωμένες κοινότητες μεταναστών έγιναν η εξαίρεση παρά ο κανόνας. Χάρη σε τέτοιες θεμελιώδεις πολιτικές, οι ξένοι στην Βενεζουέλα σπάνια αντιμετώπιζαν προκατάληψη

Σήμερα, οι περισσότεροι αλλοδαποί που έφθασαν στην Βενεζουέλα πριν από δεκαετίες, μαζί με τους απογόνους τους, εγκατέλειψαν την χώρα ως αποτέλεσμα των καταστροφικών πολιτικών που οι πρόεδροι Hugo Chávez και Nicolás Maduro επέβαλλαν σε αυτό το άλλοτε ευημερών έθνος.

ΜΕΤΑΝΑΣΤΕΣ Ή ΠΡΟΣΦΥΓΕΣ;

Το μάθημα από την ιστορία της Βενεζουέλας είναι ότι όσο πιο σύντομα οι κοινότητες υποδέχονται μετανάστες, τόσο πιο γρήγορα οι μετανάστες θα μπορούν να συμβάλλουν εμφανώς σε αυτές τις κοινότητες (που με την σειρά τους θα βοηθήσουν στον εμβολιασμό κατά της ξενοφοβίας). Η επιτυχής ενσωμάτωση απαιτεί από τους μετανάστες να επενδύσουν στον εαυτό τους, στα παιδιά τους και στις κοινότητες υποδοχής τους. Για να συμβεί αυτό, οι μετανάστες πρέπει να γνωρίζουν ότι θα γίνουν δεκτοί και θα παραμείνουν μεσοπρόθεσμα έως μακροπρόθεσμα, καθώς και θα λάβουν άδειες εργασίας και πρόσβαση σε υπηρεσίες όπως η υγειονομική περίθαλψη και η εκπαίδευση. Οι περισσότερες χώρες έχουν βρει τρόπους να δώσουν νομικό καθεστώς στους Βενεζουελάνους που έφυγαν [από την χώρα τους] αλλά έχουν τα κατάλληλα έγγραφα, συχνά απλώς ένα διαβατήριο. Όμως, ο αυξανόμενος αριθμός των Βενεζουελάνων που διασχίζουν τα σύνορα χωρίς έγγραφα θα αντιμετωπίσει δυσκολίες. Τα διαβατήρια, για παράδειγμα, είναι σχεδόν αδύνατο να βρεθούν στην Βενεζουέλα, διότι απλώς δεν υπάρχουν αρκετοί πόροι για την παραγωγή τους. Οι απελπισμένοι πολίτες συχνά πληρώνουν [10] μέχρι και 2.000 δολάρια ΗΠΑ ως δωροδοκία, πάνω από 68 φορές τον μηνιαίο ελάχιστο μισθό, για να επισπεύσουν την έκδοση του διαβατηρίου τους.

30102018-2.jpg

Ένας στρατιωτικός δίνει σε μια οικογένεια από την Βενεζουέλα τα διαβατήριά τους, καθώς υποβάλλουν αίτηση για καθεστώς πρόσφυγα στον σταθμό ελέγχου στα σύνορα Pacaraima, στην επαρχία Roraima, στην Βραζιλία, τον Αύγουστο του 2018. NACHO DOCE / REUTERS
--------------------------------------------------------------

Η κυβέρνηση της Κολομβίας το προχώρησε τόσο που παρείχε άδειες εργασίας στους περισσότερους Βενεζουελάνους μετανάστες, ακόμη και στους 450.000 από αυτούς που εισήλθαν παράνομα στην χώρα. Αλλά η Κολομβία είναι η εξαίρεση και όχι ο κανόνας. Άλλες χώρες (το Περού [11], για παράδειγμα) τώρα απαιτούν από τους Βενεζουελάνους να υποβάλλουν διαβατήρια αντί των εθνικών δελτίων ταυτότητας πριν τους επιτραπεί να εισέλθουν, πόσω μάλλον να μείνουν.

Για τους Βενεζουελάνους χωρίς έγγραφα, η ένταξη θα είναι μια ανηφορική μάχη. Υπάρχει όμως ένας τρόπος για να παρακαμφθεί αυτός ο περιορισμός: Να αναγνωριστούν και να γίνουν δεκτοί οι διαφεύγοντες Βενεζουελάνοι ως πρόσφυγες, πράγμα που σημαίνει ότι αναγκάστηκαν να εγκαταλείψουν την Βενεζουέλα. Αλλά με ποιους νομικούς λόγους;

Το 1984, δέκα χώρες της Λατινικής Αμερικής υπέγραψαν την Διακήρυξη της Καρθαγένης για τους Πρόσφυγες, η οποία ορίζει τους πρόσφυγες ως «πρόσωπα που εγκατέλειψαν την χώρα τους επειδή η ζωή τους, η ασφάλεια ή η ελευθερία τους απειλούνταν από γενικευμένη βία, εξωτερική επίθεση, εσωτερικές συγκρούσεις, μαζικές παραβιάσεις των ανθρωπίνων δικαιωμάτων ή άλλες περιστάσεις που έχουν διαταράξει σοβαρά την δημόσια τάξη».

Οι Βενεζουελάνοι -ιδιαίτερα οι πιο ευάλωτοι, όπως οι φτωχοί, οι γυναίκες, τα παιδιά και οι ηχηροί επικριτές του καθεστώτος Maduro- στερούνται βασικών ελευθεριών και είναι θύματα πολιτικών διώξεων. Συχνά υποφέρουν από παραβιάσεις των ανθρωπίνων δικαιωμάτων [12], με τη μορφή καταστολής διαδηλώσεων, αυθαίρετων κρατήσεων και χρήσης βασανιστηρίων από την κυβέρνηση. Επιπλέον, η πρόσβασή τους στα τρόφιμα, στην υγειονομική περίθαλψη και στην εκπαίδευση έχει περιοριστεί σοβαρά από μια ανθρωπογενή κρίση που έχει οδηγήσει σε υποσιτισμό και συχνά σε θάνατο. Ο Μαδούρο και το καθεστώς του αρνήθηκαν να δώσουν στον πληθυσμό πρόσβαση σε ανθρωπιστική βοήθεια που θα αμβλύνει τις ταλαιπωρίες του.