Οι κούφιες πετρελαϊκές απειλές της Σαουδικής Αραβίας | Foreign Affairs - Hellenic Edition
Secure Connection

Οι κούφιες πετρελαϊκές απειλές της Σαουδικής Αραβίας

Το Ριάντ δεν θα υπονομεύσει την πολιτική του Τραμπ για το Ιράν
Περίληψη: 

Θα ήταν ένας στρατηγικός λάθος υπολογισμός για τις Ηνωμένες Πολιτείες το να απαλλάξουν την σαουδαραβική ηγεσία από την ευθύνη για την δολοφονία του Khashoggi, ειδικά εάν το έπρατταν για να αποτρέψουν αντίποινα για την ιρανική πολιτική τους. Τέτοια αντίποινα είναι απίθανα και σε κάθε περίπτωση θα είναι διαχειρίσιμα.

Ο ANDREW MILLER είναι πρώην διευθυντής για την Αίγυπτο στο National Security Council, νυν αναπληρωτής διευθυντής Πολιτικής στο Project on Middle East Democracy και εξωτερικός μελετητής στο Carnegie Endowment for International Peace.
Η SAHAR NOWROUZZADEH διετέλεσε διευθύντρια για το Ιράν στο National Security Council από το 2014 έως το 2016 και είναι σήμερα ερευνητική συνεργάτις στο Κέντρο Επιστημών και Διεθνών Υποθέσεων Belfer της Σχολής Kennedy του Πανεπιστημίου Harvard.

Η θρασεία δολοφονία του δημοσιογράφου της Washington Post και κατοίκου των ΗΠΑ, Jamal Khashoggi, προκάλεσε την πιο σπάνια αντίδραση στην σύγχρονη αμερικανική πολιτική: Διακομματική συναίνεση. Και οι Ρεπουμπλικανοί και οι Δημοκρατικοί στην Βουλή [των Αντιπροσώπων] και στην Γερουσία καταδίκασαν την Σαουδική Αραβία για την επιχείρηση δολοφονίας [1] στην Κωνσταντινούπολη, με τον πάντα γλαφυρό Lindsey Graham να παροτρύνει [2] τις Ηνωμένες Πολιτείες να «τιμωρήσουν με κόλαση» την κυβέρνηση της Σαουδικής Αραβίας.

Ωστόσο, η κυβέρνηση του προέδρου Trump έχει υιοθετήσει μια ιδιαίτερα συγκρατημένη απάντηση μέχρι στιγμής: Εξετάζει το ενδεχόμενο επιβολής κυρώσεων στους χαμηλού επιπέδου δράστες που πραγματοποίησαν την δολοφονία, αλλά έχει δώσει λίγες ενδείξεις ότι θα καταστήσει προσωπικά υπεύθυνο τον πρίγκιπα-διάδοχο Mohammed bin Salman [3]. Μια εξήγηση για αυτή την επιφύλαξη είναι ότι η διοίκηση φοβάται πως τα τιμωρητικά μέτρα της θα μπορούσαν να περιπλέξουν την πολιτική της για το Ιράν. Ανώτεροι αξιωματούχοι της διοίκησης, όπως ο υπουργός Εξωτερικών Mike Pompeo [4] και ο υπουργός Οικονομικών Steven Mnuchin [5], υπογράμμισαν τέτοιες ανησυχίες σχετικά με την υπόθεση Khashoggi.

02112018-1.jpg

Ο υπουργός Εξωτερικών των ΗΠΑ, Μάικ Πομπέο, και ο Σαουδάραβας πρίγκιπας-διάδοχος, Mohammed bin Salman, στο Ριάντ, τον Οκτώβριο του 2018. LEAH MILLIS/REUTERS
---------------------------------------------------------------------

Σύμφωνα με πληροφορίες, οι αξιωματούχοι της διοίκησης [6] ανησυχούν ότι με την άσκηση υπερβολικής πίεσης στο βασίλειο, θα μπορούσαν αθέλητα να «θέσουν σε κίνδυνο σχέδια για την βοήθεια από την Σαουδική Αραβία ώστε να αποφευχθεί μια διαταραχή της αγοράς πετρελαίου». Η κυβέρνηση Trump βασίζεται στο ότι η Σαουδική Αραβία θα αυξήσει την πετρελαϊκή παραγωγή της προκειμένου να αντισταθμίσει την αναμενόμενη απώλεια της προσφοράς ιρανικού πετρελαίου που θα συμβεί στις 5 Νοεμβρίου, όταν θα επιβληθούν εκ νέου οι κυρώσεις που είχαν αρθεί στο πλαίσιο της πυρηνικής συμφωνίας με το Ιράν.

Οι Αμερικανοί αξιωματούχοι φέρονται να φοβούνται ότι μια προσβεβλημένη Σαουδική Αραβία θα μπορούσε να υπονομεύσει αυτό το σχέδιο αρνούμενη να αυξήσει την παραγωγή πετρελαίου -ή ακόμη και να περικόψει την παραγωγή (έστω και παρά τα συμφέροντά της). Μια τέτοια ενέργεια θα προκαλέσει πιθανώς μια δραματική άνοδο στις παγκόσμιες τιμές του πετρελαίου. Ο αμερικανικός λαός θα αναγκαστεί να πληρώνει περισσότερα για καύσιμα. Οι ευρωπαϊκές χώρες που δεν είναι ικανοποιημένες με την αποχώρηση των ΗΠΑ από την πυρηνική συμφωνία θα έχουν περαιτέρω κίνητρα για να υπονομεύσουν τις κυρώσεις˙ και το Ιράν θα έχει μεγαλύτερα έσοδα από όσο πετρέλαιο καταφέρει τελικά να πουλήσει. Αυτή η αλυσίδα εξελίξεων θα αποτελούσε μια θεμελιώδη πρόκληση για το όλο σχέδιο του προέδρου Trump στην αντιμετώπιση του Ιράν, το βασικό στοιχείο του οποίου είναι η αύξηση της οικονομικής πίεσης σε μια προσπάθεια αλλαγής των πολιτικών της Τεχεράνης.

Στοιχεία στην σαουδαραβική μοναρχία γνωρίζουν πολύ καλά την εμμονή της διοίκησης με το Ιράν και φαίνεται να θέλουν να τροφοδοτήσουν τους φόβους αυτούς. Σε μια δήλωση στις 14 Οκτωβρίου [7], το επίσημο ειδησεογραφικό πρακτορείο της Σαουδικής Αραβίας υπαινίχθηκε το λεγόμενο «πετρελαϊκό όπλο», υπενθυμίζοντας στις Ηνωμένες Πολιτείες ότι «η οικονομία του βασιλείου έχει έναν σημαίνοντα και ζωτικό ρόλο στην παγκόσμια οικονομία». Ο γενικός διευθυντής του σαουδαραβικής ιδιοκτησίας ειδησεογραφικού δικτύου Al Arabiya, το προχώρησε ακόμη περισσότερο, απειλώντας [8] ότι το βασίλειο θα συμφιλιωθεί με το Ιράν αντιδρώντας στις αμερικανικές πιέσεις και προειδοποιήσεις: «Αν η τιμή του πετρελαίου φτάνοντας τα 80 δολάρια θύμωσε τον πρόεδρο Trump, κανείς δεν πρέπει να αποκλείσει ότι η τιμή θα κάνει άλμα στα 100 $, ή στα 200 $, ή ακόμα και στο διπλάσιο από αυτό το ποσό».

Ενώ η Σαουδική Αραβία όντως έχει την δυνατότητα να επιβάλει κόστη στις Ηνωμένες Πολιτείες αν δυσαρεστηθεί από έντονη δράση στην υπόθεση Khashoggi, οι απειλές της Σαουδικής Αραβίας ότι θα σαμποτάρουν την πολιτική του προέδρου Trump για το Ιράν με την χειραγώγηση της πετρελαϊκής αγοράς δεν φαίνονται αξιόπιστες, για δύο βασικούς λόγους. Πρώτον, το Ριάντ ήταν έντονα ευαισθητοποιημένο σχετικά με τον πιθανό κίνδυνο που αντιπροσωπεύει ο μεγαλύτερος γείτονάς του στον Περσικό Κόλπο για δεκαετίες, και η ηγεσία της Σαουδικής Αραβίας ανέφερε όλο και περισσότερο ότι αντιλαμβανόταν το Ιράν ως υπαρξιακή απειλή. Ο Μπιν Σαλμάν είχε μιλήσει για το Ιράν με αυστηρούς όρους [9], παρομοιάζοντας την Ισλαμική Δημοκρατία με τον Χίτλερ και κατηγορώντας την ότι ακολουθεί μια «εξτρεμιστική ιδεολογία».

Πράγματι, ο πρίγκιπας-διάδοχος είχε τονίσει το επείγον της υποτιθέμενης ιρανικής απειλής, λέγοντας [10]: «Είμαστε πρωταρχικός στόχος για το ιρανικό καθεστώς» και υποδεικνύοντας ότι το βασίλειο «δεν θα περιμένει η μάχη να γίνει στην Σαουδική Αραβία». Η εμμονή του Bin Salman με το Ιράν είναι επίσης εμφανής στην καταστροφική βομβιστική εκστρατεία του εναντίον των υποστηριζόμενων από το Ιράν ανταρτών Houthi στην Υεμένη, η οποία έχει προκαλέσει ανθρωπιστική καταστροφή και κοστίζει [11] στην Σαουδική Αραβία τουλάχιστον 50 δισεκατομμύρια δολάρια ετησίως. Ο πρίγκιπας-διάδοχος εμφανίζεται πρόθυμος να συνεχίσει αυτόν τον πόλεμο όχι μέχρις ότου η ιρανική επιρροή μειωθεί απλώς ή ανασχεθεί, αλλά, όπως φέρεται να δήλωσε [12] στον πρώην αναπληρωτή υπουργό Tony Blinken, μέχρι να «εξαλειφθεί τελείως».