Το εμπόριο υπό τον Τραμπ | Foreign Affairs - Hellenic Edition
Secure Connection

Το εμπόριο υπό τον Τραμπ

Τι έχει κάνει μέχρι τώρα και τι θα κάνει στην συνέχεια

Κατά την διάρκεια της προεκλογικής εκστρατείας του 2016, ο Donald Trump υποστήριζε επανειλημμένα ότι οι Ηνωμένες Πολιτείες ήταν θύματα εκμετάλλευσης από τους εμπορικούς εταίρους τους [1]. Οι κακές εμπορικές συμφωνίες, είπε, ήταν υπεύθυνες για τις χαμένες θέσεις εργασίας και την εμβάθυνση των εμπορικών ελλειμμάτων. Ωστόσο, δεν ανέφερε ποτέ λεπτομερώς τι σκόπευε να κάνει γι’ αυτό -και η εμπορική του πολιτική ως πρόεδρος δεν ήταν τίποτα άλλο παρά τυχαία. Οι ενδιάμεσες εκλογές αποτελούν μια καλή στιγμή για να γίνει απολογισμός της εμπορικής ατζέντας του Trump: Τι έχει κάνει μέχρι τώρα και τι θα μπορούσε να κάνει στην συνέχεια;

ΔΙΑΚΟΣΜΗΤΙΚΕΣ ΑΛΛΑΓΕΣ

Σε μια από τις πρώτες επίσημες πράξεις του, ο Trump απέσυρε [2] τις Ηνωμένες Πολιτείες από την [συμφωνία] Trans-Pacific Partnership (TPP). Έκανε αυτό το απότομο βήμα χωρίς καν να εξετάσει το ενδεχόμενο επαναδιαπραγμάτευσης ή επανασχεδιασμού του συμφώνου. Άλλες χώρες συνέχισαν να εφαρμόζουν την συμφωνία, αφήνοντας τις Ηνωμένες Πολιτείες έξω από τη μεγάλη εμπορική συμφωνία στον Ειρηνικό σε μια εποχή που άλλες κυβερνήσεις αμφισβητούν την δέσμευση της Ουάσινγκτον στην Ανατολική Ασία και οι εντάσεις με την Κίνα αυξάνονται. Η απόφαση αυτή μπορεί να καταγραφεί ως η αρχική αμαρτία της κυβέρνησης Trump, μια [αμαρτία] για την οποία μια μελλοντική διοίκηση θα πρέπει να εξιλεωθεί.

07112018-1.jpg

Ο Trump ανακοινώνει την Συμφωνία Ηνωμένων Πολιτειών-Μεξικού-Καναδά στον Λευκό Οίκο, τον Οκτώβριο του 2018. KEVIN LAMARQUE / REUTERS
---------------------------------------------------------------------------

Ο Trump απείλησε επίσης να αποσύρει τις Ηνωμένες Πολιτείες από τη NAFTA. Ωστόσο, σε αυτή την περίπτωση, συνετά επέλεξε να συνεχίσει τις διαπραγματεύσεις. Παρά την εχθρική στάση της κυβέρνησης κατά την διάρκεια των συνομιλιών, η επαναδιαπραγμάτευση αυτού που ο Trump αποκαλούσε ως η «χειρότερη εμπορική συμφωνία [που έγινε] ποτέ» κατέληξε με λίγες σημαντικές αλλαγές από την αρχική συμφωνία. Η νέα συμφωνία των Ηνωμένων Πολιτειών-Μεξικού-Καναδά (United States Mexico Canada Agreement, USMCA) αυξάνει το ποσοστό των ανταλλακτικών ενός αυτοκινήτου που πρέπει να προέρχονται από την Βόρεια Αμερική ώστε το όχημα να υπολογίζεται ότι κατασκευάστηκε μέσα στο μπλοκ, ανοίγει ελαφρά την αγορά γαλακτοκομικών προϊόντων του Καναδά σε Αμερικανούς και Μεξικανούς εξαγωγείς, καταργεί κάποιες προστασίες έναντι ξένων επενδυτών στο Μεξικό και ενημερώνει την παλαιά προ-Διαδικτύου NAFTA με διατάξεις σχετικά με το ηλεκτρονικό εμπόριο και τα ψηφιακά δεδομένα από την TPP. Παρόλο που ορισμένα μέρη της αναδιαπραγματευθείσας συμφωνίας θα προωθήσουν περισσότερο το εμπόριο εντός της Βόρειας Αμερικής, άλλα φαίνεται να το περιορίζουν˙ σε τελική ανάλυση, η συμφωνία δεν αποτελεί σημαντική αλλαγή από το status quo.

Αυτά τα μπαλώματα στα περιθώρια [της συμφωνίας] κατάφεραν να κρατήσουν τα περισσότερα μέρη αρκετά χαρούμενα. Εκείνοι στους οποίους άρεσε η NAFTA ανακουφίστηκαν για το ότι η συμφωνία δεν διαλύθηκε˙ όσοι δεν τους άρεσε, εξέφρασαν την λύπη τους για το γεγονός ότι εξακολουθούσε να υπάρχει, αλλά υποστήριξαν τις κινήσεις για την στροφή της σε λιγότερο φιλελεύθερη κατεύθυνση. Η διοίκηση υιοθέτησε μια παρόμοια προσέγγιση με την Συμφωνία Ελεύθερων Συναλλαγών ΗΠΑ - Κορέας, η οποία τροποποιήθηκε για να περιορίσει τις πιθανές εξαγωγές αυτοκινήτων της Κορέας και, φαινομενικά τουλάχιστον, άνοιξε λίγο περισσότερο την κορεατική αγορά αυτοκινήτων. Η επαναδιαπραγματευθείσα συμφωνία κινείται ελαφρώς προς την κατεύθυνση του πιο διαχειριζόμενου εμπορίου, αλλά δύσκολα αποτελεί μια επαναστατική αλλαγή αυτού που ο Trump είχε ονομάσει ως μια πολύ άδικη συμφωνία.

«ΘΕΛΩ ΔΑΣΜΟΥΣ»

Το 2017, παρόλο που ο Trump μιλούσε πολύ για τα οφέλη των προστατευτικών μέτρων, εφάρμοσε λίγα από αυτά. (Επέβαλε δασμούς σε πλυντήρια ρούχων και ηλιακούς συλλέκτες, αλλά οι υποθέσεις αυτές είχαν ξεκινήσει κατά την διάρκεια της διοίκησης του Ομπάμα.) Η καθυστέρηση δεν αντικατόπτριζε έλλειψη ενδιαφέροντος, μόνο έλλειψη εξουσίας. Οι πρόεδροι των ΗΠΑ δεν μπορούν να αλλάξουν τους δασμούς από ιδιοτροπία, και είναι το Κογκρέσο και όχι ο πρόεδρος που είναι συντακτικά υπεύθυνο για την ρύθμιση του εμπορίου. Ο Trump απογοητεύθηκε από την αδυναμία του να δράσει. Τον Αύγουστο του 2017, είπε σε ανώτερους υπαλλήλους του Οβάλ Γραφείου, «θέλω δασμούς, φέρτε μου κάποιους δασμούς».

Φέτος, το προσωπικό του έκανε ακριβώς αυτό. Στα μέσα του 2018, η διοίκηση ξεσκόνισε έναν παλιό νόμο που επέτρεπε στον πρόεδρο να επιβάλει δασμούς, εάν διαπίστωνε ότι ήταν απαραίτητοι για την εθνική ασφάλεια. Μετά την ολοκλήρωση των απαραίτητων ερευνών, η Trump επέβαλε δασμό 25% στον εισαγόμενο χάλυβα και δασμό 10% στο εισαγόμενο αλουμίνιο. Αυτό προκάλεσε ευχαρίστηση στην βιομηχανία σιδήρου και χάλυβα, αλλά στεναγμούς από πολλές άλλες βιομηχανίες που χρησιμοποιούν χάλυβα για την κατασκευή άλλων αγαθών.

Παρά τους γεμάτους αυτοπεποίθηση ισχυρισμούς του προεδρικού συμβούλου Peter Navarro ότι άλλες χώρες δεν θα προέβαιναν σε αντίποινα, πολλές από αυτές το έκαναν. Ο Καναδάς, η Κίνα, το Μεξικό, η Ευρωπαϊκή Ένωση και άλλοι επέβαλλαν περιορισμούς στις εξαγωγές των ΗΠΑ. Στόχευσαν τους σπόρους σόγιας, τις μοτοσικλέτες Harley-Davidson, το μπέρμπον και άλλα προϊόντα-κλειδιά ως τρόπο άσκησης πολιτικής πίεσης στην διοίκηση και στέλνοντας ένα μήνυμα σχετικά με το κόστος μιας περαιτέρω κλιμάκωσης. Όπως είπε ο πρόεδρος της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, Jean Claude Juncker, «μπορούμε να κάνουμε και εμείς ανοησίες».

ΠΟΛΕΜΩΝΤΑΣ ΤΗΝ ΚΙΝΑ

Η διοίκηση του Τραμπ πήρε την σκληρότερη στάση της ενάντια στην Κίνα. Η κυβέρνηση έχει έναν μακρύ κατάλογο οικονομικών παραπόνων: Το μεγάλο διμερές εμπορικό έλλειμμα, η υποτιθέμενη χειραγώγηση του κινεζικού νομίσματος, η κλοπή πνευματικής ιδιοκτησίας από την Κίνα, η πολιτική του Πεκίνου να αναγκάζει τις αμερικανικές εταιρείες να παραδίδουν την τεχνολογία τους σε αντάλλαγμα για την πρόσβαση στην κινεζική αγορά, η εύκολη πίστωση στις κινεζικές κρατικές επιχειρήσεις, μια εγχώρια αγορά συχνά κλειστή σε ξένες εταιρείες, και μια κινεζική βιομηχανική πολιτική -υποστηριζόμενη από την πρωτοβουλία Made in China 2025- σχεδιασμένη για να επιτύχει εμπορική κυριαρχία σε σημαντικούς τομείς. Η αντι-κινεζική ατζέντα της κυβέρνησης Trump δεν οδηγείται μόνο από τις οικονομικές ανησυχίες της, αλλά και από την πεποίθησή της ότι η Κίνα απειλεί τα παγκόσμια συμφέροντα των ΗΠΑ.

Τον Αύγουστο του 2017, η διοίκηση στράφηκε στο άρθρο 301 του Εμπορικού Νόμου του 1974, την ίδια διάταξη που χρησιμοποίησε η διοίκηση Reagan εναντίον της Ιαπωνίας στην δεκαετία του 1980. Ο νόμος αυτός επιτρέπει στον πρόεδρο να αντιδράσει εναντίον ξένων αθέμιτων εμπορικών πρακτικών, όπως κρίνουν οι αξιωματούχοι των ΗΠΑ αντί του ΠΟΕ. Έτσι, τον Απρίλιο του τρέχοντος έτους, ο Trump επέβαλε δασμούς σε εισαγωγές από την Κίνα ύψους 50 δισεκατομμυρίων δολαρίων ΗΠΑ. Στην συνέχεια, η Κίνα προέβη σε αντίποινα στις εξαγωγές γεωργικών προϊόντων στις ΗΠΑ. Ο Trump απάντησε με νέους δασμούς σε κινεζικές εισαγωγές ύψους 200 δισ. δολαρίων και απείλησε να θέσει δασμούς σε άλλα κινεζικά προϊόντα ύψους 267 δισ. δολαρίων.

Οι ειδήμονες αναρωτήθηκαν ποιο θα μπορούσε να είναι το τέλος σε αυτό το οικονομικό παιχνίδι. Αλλά γίνεται φανερό ότι η διοίκηση δεν είχε κανένα στο μυαλό της. Οι διαπραγματεύσεις με την Κίνα γίνονταν με μισή καρδιά στην καλύτερη περίπτωση. Παρόλο που υπήρξε κάποια συζήτηση για διαχειριζόμενο εμπόριο –πιθανά κινεζικά όρια στις εξαγωγές και υποστήριξη για εισαγωγές από τις Ηνωμένες Πολιτείες- η Ουάσινγκτον πάλευε πραγματικά για κάτι μεγαλύτερο: Μια επανάσταση στο οικονομικό σύστημα της Κίνας. Η μείωση του εμπορικού ελλείμματος των ΗΠΑ με την Κίνα θα ήταν αρκετά δύσκολη˙ ο ξεριζωμός του συστήματος κρατικού καπιταλισμού της Κίνας θα ήταν κάτι σχεδόν αδύνατο. Η διοίκηση ίσως να αναγνωρίζει σιωπηρά αυτό το γεγονός και ίσως απλώς να απεμπλέκει την αμερικανική οικονομία από την Κίνα περικόπτοντας τις κινεζικές εξαγωγές προς τις Ηνωμένες Πολιτείες, εξαλείφοντας έτσι τις αλυσίδες εφοδιασμού, περιορίζοντας την πρόσβαση της Κίνας στην τεχνολογία των ΗΠΑ και μειώνοντας τις κινεζικές επενδύσεις σε αμερικανικές εταιρείες υψηλής τεχνολογίας. Συνεπώς, η οικονομική σχέση ΗΠΑ-Κίνας έχει πάρει έναν δεύτερο ρόλο στην γεωπολιτική αντιπαλότητα μεταξύ των δύο χωρών.

ΖΗΤΗΜΑ ΔΙΑΦΩΝΙΩΝ

Ο Trump διαμαρτυρήθηκε μερικές φορές ότι ο Παγκόσμιος Οργανισμός Εμπορίου είναι ακόμη χειρότερος από τη NAFTA. Πιστεύει -ή τουλάχιστον λέει- ότι έχει σχεδιαστεί για να εκμεταλλεύεται τις Ηνωμένες Πολιτείες. Σε πολλές περιπτώσεις εξέφρασε την επιθυμία του να τον εγκαταλείψει.

Το κύριο πρόβλημα της διοίκησης με τον ΠΟΕ είναι ότι δεν οδηγεί σε αμοιβαίους δασμούς, απλώς σε δασμούς που δεν κάνουν διακρίσεις. Δηλαδή, ορισμένες χώρες μπορούν να έχουν υψηλότερα δασμολογικά επίπεδα από άλλες˙ η μόνη προϋπόθεση είναι ότι δεν μπορούν να ευνοήσουν μια χώρα έναντι μιας άλλης, απούσης μιας συμφωνίας ελευθέρων συναλλαγών. Η διοίκηση διαμαρτύρεται επίσης για το γεγονός ότι το σύστημα επίλυσης διαφορών του ΠΟΕ υπερέβη την εξουσία του και δεν σέβεται την κυριαρχία των ΗΠΑ. Ωστόσο, πρόκειται για μια περίεργη καταγγελία που μπορεί να κάνει η Ουάσινγκτον, δεδομένου ότι κατά την ίδρυση του ΠΟΕ, το 1995, οι Ηνωμένες Πολιτείες ήταν ο πρώτος υποκινητής πίσω από το σύστημα επίλυσης των διαφορών και επέμειναν σε αυστηρότερους κανόνες και αυστηρότερους μηχανισμούς επιβολής απ’ ό, τι στην προηγούμενη Γενική Συμφωνία Δασμών και Εμπορίου (General Agreement on Tariffs and Trade, GATT).

Ο ΠΟΕ είναι το αποκορύφωμα του πολυμερούς εμπορικού συστήματος του οποίου οι Ηνωμένες Πολιτείες συνέβαλαν στον σχεδιασμό μετά τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο. Το να αποστασιοποιηθούν από αυτό θα ήταν μια εκπληκτική πράξη˙ η διοίκηση δεν φαίνεται έτοιμη να προχωρήσει τόσο πολύ, αν και ο πρόεδρος έχει απειλήσει να κάνει ακριβώς αυτό. Η πολιτική της διοίκησης απέναντι στον ΠΟΕ υπήρξε διττή: Έχει φέρει νέες υποθέσεις εναντίον άλλων χωρών για παραβίαση των κανόνων, αλλά έχει επίσης αντιδράσει εναντίον χωρών που έχουν φέρει τις δικές τους υποθέσεις εναντίον των Ηνωμένων Πολιτειών (για παράδειγμα, έναντι των δασμών για τον χάλυβα). Επιπλέον τούτου, έχει μπλοκάρει τον διορισμό νέων δικαστών στο δευτεροβάθμιο δικαιοδοτικό όργανο του ΠΟΕ, το οποίο εκδικάζει εμπορικές διαφορές, σε μια προσπάθεια είτε να κλείσει το σύστημα είτε να εξαναγκάσει αλλαγές.

ΤΙ ΕΠΙΦΥΛΑΣΣΕΙ ΤΟ ΜΕΛΛΟΝ

Η εμμονή του Trump με το εμπορικό έλλειμμα [3] διατρέχει κάθε πολιτική της διοίκησης. Στο μυαλό του, το έλλειμμα μετράει τον βαθμό στον οποίο άλλες χώρες εκμεταλλεύονται τις Ηνωμένες Πολιτείες. Όπως είπε σε ένα ακροατήριο εργατών χαλυβουργίας στην πόλη Granite City, στο Illinois, τον Ιούλιο, «Αν δεν είχαμε συναλλαγές, θα σώζαμε ένα τεράστιο ποσό χρημάτων» (“If we didn’t trade, we’d save a hell of a lot of money”).

Ο Τραμπ μπορεί να κλωτσά για το έλλειμμα, αλλά η επιτυχία στη μείωσή του τού έχει ξεφύγει. Όπως κουρασμένα επισημαίνουν [κάποιοι] οικονομολόγοι, το εμπορικό ισοζύγιο καθοδηγείται από μακροοικονομικούς παράγοντες, όχι από το πόσο υψηλά είναι οι δασμοί ή από το πόσο ανοιχτή είναι η αγορά μιας χώρας. Ειδικότερα, εάν μια χώρα αποταμιεύει πολύ περισσότερα από όσα επενδύει, θα έχει εμπορικό πλεόνασμα, επειδή θα καταλήξει να στείλει μερικές από τις υπερβολικές της αποταμιεύσεις στο εξωτερικό, αγοράζοντας ξένα περιουσιακά στοιχεία αντί ξένων αγαθών. Αυτός είναι ο λόγος για τον οποίο η Κίνα, η Γερμανία και η Ιαπωνία –όλες τους έχουν υψηλά ποσοστά αποταμίευσης- διαθέτουν εμπορικά πλεονάσματα. Οι Ηνωμένες Πολιτείες έχουν ελλείμματα επειδή αποταμιεύουν λιγότερο από άλλους, καταναλώνουν περισσότερο και προσελκύουν επενδύσεις από τον υπόλοιπο κόσμο.

Οι οικονομικές πολιτικές του Trump είναι πιθανό να αυξήσουν το εμπορικό έλλειμμα, επειδή θα μειώσουν τις εθνικές αποταμιεύσεις. Οι μεγάλες περικοπές εταιρικών και ατομικών φόρων που υπογράφηκαν πέρσι και η επακόλουθη άνοδος των κυβερνητικών δαπανών θα ενισχύσουν προσωρινά την κατανάλωση και την οικονομική ανάπτυξη, αλλά επίσης θα αυξήσουν το εμπορικό έλλειμμα με την αναζωπύρωση της εγχώριας ζήτησης. Επιπλέον, ο υψηλότερος κρατικός δανεισμός θα τείνει να οδηγήσει σε μεγαλύτερο εμπορικό έλλειμμα. Το πώς θα αντιδράσει ο Trump σε αυτή την δυσάρεστη αριθμητική, ειδικά αν η ανάπτυξη επιβραδυνθεί, παραμένει να το δούμε.

Οι προηγούμενοι πρόεδροι των ΗΠΑ συνήθως λάμβαναν προστατευτικά βήματα μόνο όταν υπέκυπταν σε εσωτερική πολιτική πίεση. Ο Τραμπ, αντιθέτως, ενεργεί από πεποίθηση και όχι από πολιτικό υπολογισμό. Πιστεύει αληθινά ότι οι υψηλότεροι δασμοί είναι καλό πράγμα, είτε επειδή παράγουν «καλύτερες» εμπορικές συμφωνίες είτε απλά επειδή προστατεύουν τις εγχώριες βιομηχανίες. Το χρονοδιάγραμμα των ενεργειών του Trump επίσης διαφοροποιείται από την ιστορία˙ στο παρελθόν, οι πρόεδροι ανταποκρίθηκαν σε αιτήματα για βοήθεια από εγχώριους παραγωγούς κατά την διάρκεια δύσκολων οικονομικών περιόδων. Ο Τραμπ έχει γίνει προστατευτικός όταν η οικονομία βρίσκεται σε εξαιρετική υγεία και ακόμη και όταν οι σχετικές εγχώριες βιομηχανίες δεν του έχουν ζητήσει να ενεργήσει.

Ό, τι κι αν συμβεί στις ενδιάμεσες εκλογές, η διοίκηση είναι πιθανό να συνεχίσει να επιδιώκει μια ενεργό και διασπαστική εμπορική ατζέντα. Οι Ρεπουμπλικανοί -ακόμα και εκείνοι από τα μεσοδυτικά, όπου τα αντίποινα από το εξωτερικό κατά των γεωργικών εξαγωγών έχουν επιβάλει κόστος- ήταν απρόθυμοι να ελέγξουν τον πρόεδρο. Οι Δημοκρατικοί, εν τω μεταξύ, είναι πιθανό να υποστηρίξουν πολλές από τις κινήσεις του για την προστασία της εγχώριας παραγωγής. Σε κάθε περίπτωση, ο Trump έχει επικαλεσθεί ειδικούς νόμους που του επιτρέπουν να επιβάλλει δασμούς χωρίς να το λέει το Κογκρέσο, αν και θα χρειαστεί νομοθετική έγκριση για νέες εμπορικές συμφωνίες, όπως η αναμορφωμένη NAFTA.

Τι έπεται? Τώρα που η επαναδιαπραγμάτευση της NAFTA έχει γίνει, ο εμπορικός πόλεμος με την Κίνα γίνεται κρίσιμος. Μια αύξηση των δασμών στα κινεζικά προϊόντα θα έχει παγκόσμιες οικονομικές συνέπειες. Η διοίκηση θα μπορούσε επίσης να θέσει τον ΠΟΕ στο στόχαστρό της. Ο Trump έχει υποσχεθεί περισσότερες εμπορικές συμφωνίες, ιδίως με την Ιαπωνία και την Ευρωπαϊκή Ένωση. Αλλά επειδή η διοίκηση έχει μια λιγότερο από πλήρη δέσμευση για το ελεύθερο εμπόριο -φαίνεται ότι προτιμά το πιο διαχειριζόμενο εμπόριο για να προστατεύσει προτιμώμενες ομάδες- οι διαπραγματεύσεις είναι πιθανόν να αποδειχθούν δύσκολες και να απαιτούν αρκετή υπομονή, κάτι που ο Trump έχει σε έλλειψη.

Ο Τραμπ μπορεί ακόμα να βρει νέους προστατευτικούς μοχλούς που να μπορεί να τραβήξει. Στα μέσα του 2018, το Υπουργείο Εμπορίου ξεκίνησε έρευνα για το αν τα εισαγόμενα αυτοκίνητα αποτελούν απειλή για την εθνική ασφάλεια. Η διοίκηση δεν θα είχε ξεκινήσει αυτή την διαδικασία αν δεν είχε εξετάσει σοβαρά την επιβολή δασμών στα ξένα αυτοκίνητα. Το αν έχει τα κότσια να το κάνει αυτό θα είναι ενδιαφέρον να το δούμε. Οι αυτοκινητοβιομηχανίες των ΗΠΑ δεν ζητούν μεγαλύτερη προστασία, επομένως οι δασμοί θα επιβληθούν σε βάρος της βούλησής τους. Σε αντίθεση με τους δασμούς στον χάλυβα που έπληξαν τις επιχειρήσεις που καταναλώνουν χάλυβα, οι υψηλότεροι δασμοί στα αυτοκίνητα θα έπλητταν άμεσα τα αμερικανικά νοικοκυριά και θα μπορούσαν να οδηγήσουν σε αντίποινα από καταναλωτές και το Κογκρέσο. Οι Ευρωπαίοι εμπορικοί εταίροι θα είναι επίσης σίγουρο ότι θα αντιδράσουν εναντίον των Αμερικανών εξαγωγέων, όπως έκαναν μετά τους δασμούς στον χάλυβα.

Η διοίκηση Trump πέρασε το πρώτο έτος της για να προετοιμάσει τον δρόμο για όλες τις ενέργειες που έκανε στο δεύτερό της. Το διαρκές ενδιαφέρον του προέδρου για το εμπόριο καθιστά πιθανό ότι τα επόμενα δύο χρόνια δεν θα είναι ήσυχα. Το παγκόσμιο σύστημα εμπορίου δεν είναι ακόμα ασφαλές.

Copyright © 2018 by the Council on Foreign Relations, Inc.
All rights reserved.

Στα αγγλικά: https://www.foreignaffairs.com/articles/2018-11-06/trade-under-trump

Σύνδεσμοι:
[1] https://www.foreignaffairs.com/articles/united-states/2017-04-17/false-p...
[2] https://www.foreignaffairs.com/articles/asia/2017-02-06/china-will-miss-tpp
[3] https://www.foreignaffairs.com/articles/2016-06-13/truth-about-trade

Μπορείτε να ακολουθείτε το «Foreign Affairs, The Hellenic Edition» στο TWITTER στην διεύθυνση www.twitter.com/foreigngr αλλά και στο FACEBOOK, στην διεύθυνση www.facebook.com/ForeignAffairs.gr και στο linkedin στην διεύθυνση https://www.linkedin.com/company/foreign-affairs-the-hellenic-edition