Αποφεύγοντας τον πόλεμο μεταξύ Αμερικής και Κίνας | Foreign Affairs - Hellenic Edition
Secure Connection

Αποφεύγοντας τον πόλεμο μεταξύ Αμερικής και Κίνας

Τα μαθήματα από προηγούμενες κρίσεις
Περίληψη: 

Όπως και με τον Πελοποννησιακό Πόλεμο ή τον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο, μια ανερχόμενη δύναμη σημαίνει πρόβλημα, και είναι καιρός να το αναγνωρίσουν οι Ηνωμένες Πολιτείες. Κάποιος μπορεί να συνταχθεί με την πολιτική του Trump ή να αναζητήσει μια εναλλακτική λύση. Όμως, σε κάθε περίπτωση, ένα νέο πρότυπο για την σχέση ΗΠΑ-Κίνας είναι προφανώς απαραίτητο.

Ο SULMAAN WASIF KHAN είναι επίκουρος καθηγητής Διεθνούς Ιστορίας και Κινεζικών Εξωτερικών Σχέσεων στην Σχολή Fletcher στο Πανεπιστήμιο Tufts. Είναι ο συγγραφέας του βιβλίου με τίτλο Haunted by Chaos: China’s Grand Strategy from Mao Zedong to Xi Jinping (Harvard University Press, 2018), από το οποίο τμήματα αυτού του δοκιμίου έχουν προσαρμοστεί.

Οι σχέσεις ΗΠΑ-Κίνας, όπως λέει η τρέχουσα σοφία, χρειάζονται μια θεμελιώδη επανεξέταση. Τον Οκτώβριο, ο αντιπρόεδρος των ΗΠΑ, Μάικ Πενς, διακήρυξε την αποφασιστικότητα των Ηνωμένων Πολιτειών να ανταγωνιστούν αμείλικτα για να «επανατακτοποιήσουν τις οικονομικές και στρατηγικές σχέσεις της Αμερικής με την Κίνα». Αλλά ακόμη και πριν από την ομιλία του Πενς, υπήρχαν εκκλήσεις να επανεξεταστούν οι υποθέσεις των ΗΠΑ για την Κίνα. Οι ελπίδες για φιλελευθεροποίηση πάνω στις οποίες στηρίχθηκε η προηγούμενη πολιτική, υποστήριξαν πρόσφατα οι πρώην αξιωματούχοι της κυβέρνησης Obama, Kurt Campbell και Ely Ratner [1], αποδείχθηκαν αβάσιμες. Ήρθε η ώρα να διερευνηθεί μια «καλύτερη προσέγγιση». Ακόμη και αν ο πρόεδρος των ΗΠΑ, Ντόναλντ Τραμπ, και ο Κινέζος πρόεδρος, Σι Τζινπίνγκ, καταλήξουν σε συμφωνία σχετικά με την εμπορική διαμάχη, προειδοποιούν οι ειδήμονες, η ευρύτερη σχέση είναι απίθανο να βελτιωθεί πολύ. Η θεληματικότητα της Κίνας, η συμπεριφορά της στην Θάλασσα της Νότιας Κίνας και η εσωτερική της καταστολή καθιστούν μια πραγματική détente [στμ: ύφεση των εντάσεων στις σχέσεις] με τις Ηνωμένες Πολιτείες δύσκολη, ίσως αδύνατη. Όπως και με τον Πελοποννησιακό Πόλεμο ή τον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο, μια ανερχόμενη δύναμη σημαίνει πρόβλημα -και είναι καιρός να το αναγνωρίσουν οι Ηνωμένες Πολιτείες. Κάποιος μπορεί να συνταχθεί με την πολιτική του Trump ή να αναζητήσει μια εναλλακτική λύση. Όμως, σε κάθε περίπτωση, ένα νέο πρότυπο για την σχέση είναι προφανώς απαραίτητο.

04122018-1.jpg

Ένα κινεζικό πολεμικό πλοίο εκτοξεύει δοκιμαστικούς πυραύλους κατά την διάρκεια ασκήσεων στο Στενό της Ταϊβάν, τον Μάρτιο του 1996. XINHUA / REUTERS
----------------------------------------------------------------------------

Οι υψηλές έννοιες είναι σέξι. Αλλά το κυνήγι για καινούργιες από αυτές δεν πρέπει να αποσπά την προσοχή από την εξίσου σημαντική αναζήτηση των τετριμμένων κανόνων που θα επιτρέψουν σε όλους να επιβιώσουν στην τρέχουσα πυρετώδη ατμόσφαιρα. Ο εμπορικός πόλεμος είναι κακός, αλλά υπάρχει η δυνατότητα για μια πολύ χειρότερη σύγκρουση. Η Ουάσινγκτον είναι τόσο άστατη ώστε μια κατάσταση που θα μπορούσε εύκολα να επιλυθεί σε κανονικούς καιρούς, θα μπορούσε [τώρα] να αποδειχθεί εκρηκτική. Αργά ή γρήγορα, θα υπάρξει μια πραγματική κρίση. Η ιστορία δεν υποφέρει από έλλειψη ανησυχητικών παραδειγμάτων. Η κρίση των Στενών της Ταϊβάν το 1995-96, ο βομβαρδισμός της κινεζικής πρεσβείας στην Γιουγκοσλαβία το 1999 από τις ΗΠΑ και το συμβάν του κατασκοπευτικού αεροπλάνου στη [νήσο] Hainan το 2001, έφεραν [2] την Κίνα και τις Ηνωμένες Πολιτείες στο χείλος της ολοκληρωτικής σύγκρουσης [3]. Η μελέτη του τρόπου με τον οποίο οι πρωταγωνιστές κατάφεραν να βρουν την δική τους διέξοδο από εκείνες τις δυσκολίες, θα μπορούσε να αποτελέσει ένα σχέδιο για το μέλλον. Η ιστορία για τις πηγές του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου, για παράδειγμα, όπως επεσήμανε ο ιστορικός Christopher Clark στον αριστοτεχνικό απολογισμό του, The Sleepwalkers, είναι «κορεσμένη από υπηρεσίες»: Οι αποφάσεις που ελάμβαναν οι άνθρωποι είχαν σημασία. Το ίδιο ισχύει και για κάθε μια από τις μετα-ψυχροπολεμικές κρίσεις στις ΗΠΑ και την Κίνα. Οι αποφάσεις επέτρεψαν την επικράτηση της ειρήνης μεταξύ της Κίνας και των Ηνωμένων Πολιτειών. Θα μπορούσαν να το κάνουν ξανά.

ΟΙ ΠΗΓΕΣ ΤΟΥ Γ’ ΠΑΓΚΟΣΜΙΟΥ ΠΟΛΕΜΟΥ

Δεδομένων των ισχυρών συναισθημάτων που προκαλεί η Ταϊβάν στην Κίνα, η κρίση των Στενών της Ταϊβάν το 1995-1996 ήταν ίσως η πιο επικίνδυνη μετα-ψυχροπολεμική αντιπαράθεση μεταξύ Πεκίνου και Ουάσινγκτον. Το 1995, ο πρόεδρος της Ταϊβάν, Lee Teng-hui, που φαινόταν έτοιμος για ανεξαρτησία για το νησί, έλαβε μια βίζα για να επισκεφθεί τις Ηνωμένες Πολιτείες και να μιλήσει στο Πανεπιστήμιο Cornell. Το Πεκίνο ήταν εξαγριωμένο. Ανακάλεσε τον πρεσβευτή του και ακύρωσε υψηλού επιπέδου αμυντικές συνομιλίες. Καθόλου ικανοποιημένο από αυτό, διοργάνωσε στρατιωτικές ασκήσεις και έστειλε πυραύλους να πετούν πάνω από το Στενό της Ταϊβάν. Οι Ηνωμένες Πολιτείες, για λόγους που παραμένουν μυστηριώδεις, δεν έκαναν τίποτα. Έτσι, το 1996, κατά την προετοιμασία για τις προεδρικές εκλογές της Ταϊβάν, η Κίνα αποφάσισε να δοκιμάσει περισσότερους πυραύλους και να διεξάγει περισσότερες ασκήσεις. Αυτή την φορά, η Ουάσιγκτον έστησε ένα αεροπλανοφόρο 200 μίλια ανατολικά της Ταϊβάν και έστειλε ένα άλλο να πλεύσει προς το θέατρο [των επιχειρήσεων]. Αν ο Γ’ Παγκόσμιος Πόλεμος επρόκειτο να ξεσπάσει, εκείνος ο καιρός ήταν τόσο εύλογος όσο οποιοσδήποτε άλλος.

Ο βομβαρδισμός της κινεζικής πρεσβείας στην Γιουγκοσλαβία το 1999 από τις ΗΠΑ ήταν, όπως θα εξηγούσαν επανειλημμένα οι Αμερικανοί, ένα ατύχημα. Στην Κίνα, πολλοί παραμένουν πεπεισμένοι ότι δεν υπήρξε τίποτα τυχαίο σε αυτό. Η Κίνα βρισκόταν στο επίκεντρο των συνομιλιών για την ένταξή της στον Παγκόσμιο Οργανισμό Εμπορίου (ΠΟΕ). Το Πεκίνο τις σταμάτησε. Κινέζοι διαδηλωτές περικύκλωσαν διπλωματικά κτήρια των ΗΠΑ στην Κίνα και έκαψαν αμερικανικές σημαίες. Δεν ήταν τόσο κακή όσο η κρίση των Στενών της Ταϊβάν, αλλά ήταν μια πιο εύφλεκτη στιγμή από όσο οποιαδήποτε κατάφεραν να παράγουν ο Τραμπ και ο Σι.