Το μέλλον της δημοκρατίας στη Νότια Ασία | Foreign Affairs - Hellenic Edition
Secure Connection

Το μέλλον της δημοκρατίας στη Νότια Ασία

Γιατί οι πολίτες πρέπει να παραμείνουν σε επιφυλακή

Μέσα σε τρεις εβδομάδες, το Ανώτατο Δικαστήριο ανέστειλε την διάλυση του κοινοβουλίου από τον Σιρισένα. Απτόητος, ο Σιρισένα και ο Ρατζάπακσα προσπάθησαν να συμπήξουν μια κοινοβουλευτική πλειοψηφία για να επικυρώσουν τον Ρατζάπακσα ως πρωθυπουργό. Ωστόσο, παρά τις συντονισμένες προσπάθειες να δωροδοκήσουν και να προσελκύσουν μέλη του κοινοβουλίου να αποστατήσουν, η πλειοψηφία παρέμεινε κοντά στον Wickremesinghe, ο οποίος αρνήθηκε να εγκαταλείψει την κατοικία του πρωθυπουργού. Πολίτες κατέκλυσαν τους δρόμους για να υποστηρίξουν τον Wickremesinghe ενάντια στην αρπαγή της εξουσίας.

Η στάση κράτησε περισσότερο από έξι εβδομάδες. Ο Ρατζάπακσα δεν ήταν σε θέση να σχηματίσει πλειοψηφία στο κοινοβούλιο, οπότε ο Σιρισένα προκήρυξε εκλογές για το 2019 σε μια προσπάθεια να δημιουργήσουν μια νέα εκλογική πλειοψηφία. Τέλος, στις 13 Δεκεμβρίου, το Ανώτατο Δικαστήριο αποφάνθηκε αποφασιστικά εναντίον του Σιρισένα, ο οποίος στην συνέχεια αναγνώρισε απρόθυμα τον Wickremesinghe ως πρωθυπουργό. Παρόλο που η άμεση κρίση έχει τελειώσει, αποκάλυψε βαθιές ευαλωτότητες στην δημοκρατία της Σρι Λάνκα, οι οποίες είναι απίθανο να εξαφανιστούν.

ΟΙ ΚΙΝΔΥΝΟΙ ΤΟΥ ΕΘΝΟΤΙΚΟΥ ΕΘΝΙΚΙΣΜΟΥ

Στο βάθος της πολιτικής κρίσης της Σρι Λάνκα είναι η εθνική αναταραχή που μαστίζει την χώρα από την δεκαετία του 1950. Ο Rajapaksa αντιπροσωπεύει ένα ισχυρό σκέλος του βουδιστικού Σιναλέζε εθνοτικού εθνικισμού (Sinhalese Buddhist) που έχει διαδραματίσει κεντρικό ρόλο στην προώθηση της εθνικής βίας. Αυτός και οι υποστηρικτές του έπαιξαν αυτό το χαρτί όταν επιτέθηκαν στους επικριτές τους στην πιο πρόσφατη κρίση. Υποστήριξαν ότι ο Wickremesinghe αντιπροσώπευε ξένες (κυρίως Δυτικές) επιρροές και ξένες πολιτιστικές αξίες. Αυτό το είδος προβλήματος εκτείνεται και πέρα από την Σρι Λάνκα: Οι εθνοτικές και θρησκευτικές εντάσεις απειλούν και άλλες δημοκρατίες της Νότιας Ασίας.

Αν και οι εκλογές είναι πλέον ρουτίνα σε ολόκληρη την υποήπειρο, και συχνά είναι γενικά ελεύθερες και δίκαιες, ο εθνοτικός και θρησκευτικός πλειοψηφισμός [στμ: majoritarianism, η ιδέα ότι η πλειοψηφία δικαιούται να έχει περισσότερα δικαιώματα από τις μειοψηφίες] παραμένει. Οι πλειοψηφισμικές πολιτικές καθοδηγούνται συχνά από ένα σύμπλεγμα μειοψηφίας-πλειοψηφίας: Παρότι εκπροσωπούν μεγάλες πλειοψηφίες στις χώρες τους, οι πολιτικοί και ακτιβιστές υποστηρίζουν ότι οι μοχθηρές διακρατικές επιρροές, οι μακροπρόθεσμες δημογραφικές αλλαγές και η διαφθορά και η μη καθαρότητα των κοσμοπολιτικών ελίτ υπονομεύουν την εξουσία των ομάδων τους. Όπως και οι λαϊκιστές στην Δύση, ισχυρίζονται ότι μόνο αυτοί μπορούν να προστατεύσουν τις πλειοψηφούσες ομάδες από αυτές τις απειλές -ακόμη και όταν αυτές οι ομάδες αντικειμενικά ήδη κυριαρχούν.

Αυτή η στρατηγική έχει αποδειχθεί εκλογικά νικητήρια. Το ινδουιστικό εθνικιστικό κόμμα Bharatiya Janata του Ινδού πρωθυπουργού Narendra Modi, έχει κατασκευάσει μια πολιτική μηχανή που ακολούθησε την αποφασιστική νίκη του το 2014, αυξάνοντας δραματικά τον αριθμό των κρατιδίων που βρίσκονται υπό τον έλεγχό του. Παρόλο που πήγε άσχημα στις πιο πρόσφατες εθνικές εκλογές, τον Δεκέμβριο, το BJP παραμένει το φαβορί για τις εθνικές εκλογές του 2019. Ο ινδουιστικός πλειοψηφισμός έχει γίνει ένα εξαιρετικά ισχυρό πολιτικό σχέδιο στην Ινδία. Αν και υπάρχουν ακόμα πολλοί Ινδοί που δεν προσυπογράφουν σε αυτόν, η προσπάθεια να δοθεί ένα ευνοϊκότερο καθεστώς στους Ινδουιστές έχει προχωρήσει δραματικά τα τελευταία χρόνια. Όπως επισήμανε ο πολιτικός επιστήμονας Kanchan Chandra [6], «Η ιδέα της Ινδίας επαναπροσδιορίζεται ως μια ινδουιστική πολιτεία».

Ακόμη και πριν από την πρόσφατη κρίση, ο μακρύς πόλεμος της Σρι Λάνκα με τους Τίγρεις Ταμίλ είχε τις ρίζες του στην άνοδο του βουδιστικού Σιναλέζε εθνικισμού, μια πολιτική τάση που ακόμα έχει βαθιά επιρροή στο νησί. Τα δύο κυρίαρχα κόμματα Σιναλέζε της χώρας προσπάθησαν να υπερθεματίσουν το ένα έναντι του άλλου με το να επικαλεστούν τον βουδιστικό εθνικισμό, περιορίζοντας την ικανότητα του πολιτικού συστήματος της Σρι Λάνκα να φιλοξενήσει τις μειονότητες των Ταμίλ και των Μουσουλμάνων της χώρας. Οι εκλογές της Σρι Λάνκα το 2015 πρόσφεραν την ευκαιρία να αντιμετωπιστούν τέτοιες εθνοτικές εντάσεις, αλλά οι εθνικιστές Σιναλέζε (Sinhalese) αντιτίθενται σθεναρά σε αυτές τις προσπάθειες, συμβάλλοντας στην σταδιακή κατάρρευση της μεταρρυθμιστικής ατζέντας.

Ίσως η πιο δραματική περίπτωση της Νότιας Ασίας στην οποία ο εθνοτικός εθνικισμός έχει οπισθοδρομήσει την πραγματική φιλελευθεροποίηση, είναι στη Μιανμάρ. Η ντε φάκτο πρόεδρος, Aung San Suu Kyi, έχει αποδειχθεί ότι αποτελεί μια πικρή απογοήτευση για πολλούς διεθνείς παρατηρητές εξαιτίας της αποτυχίας της να καταδικάσει την βίαιη καταστολή των στρατιωτικών επί του μουσουλμανικού λαού των Rohingya. Αλλά η στάση της Aung San Suu Kyi αντικατοπτρίζει το δημόσιο αίσθημα. Πολλοί στη Μιανμάρ, ακόμη και εκείνοι που προηγουμένως αντιτάχθηκαν στον στρατό, υποστηρίζουν τις σκληρές πολιτικές κατά των Rohingya. Οι γενικές εκλογές της Μιανμάρ για το 2020 πιθανότατα θα δουν τόσο τον Εθνικό Σύνδεσμο για την Δημοκρατία της Aung San Suu Kyi όσο και την κύρια αντιπολίτευσή της, το στρατιωτικό Κόμμα Ένωσης, Αλληλεγγύης και Ανάπτυξης, να απευθύνονται στην καρδιά του εθνοτικού εθνικισμού των Bamar. Η άνοδος της εκλογικής δημοκρατίας στη Μιανμάρ επέτρεψε στους υποστηρικτές του πλειοψηφισμού, από τους πολιτικούς μέχρι τους μοναχούς και μέχρι τους χρήστες των μέσων κοινωνικής δικτύωσης, να απεικονίσουν τους Rohingya ως ανατρεπτικούς ξένους που πρέπει να εξαλειφθούν.