Ο Τραμπ εγκαταλείπει την συνεργασία στον τομέα της ασφάλειας | Foreign Affairs - Hellenic Edition
Secure Connection

Ο Τραμπ εγκαταλείπει την συνεργασία στον τομέα της ασφάλειας

Τι χάνει η Αμερική προχωρώντας μόνη της
Περίληψη: 

Όχι μόνο η διοίκηση Trump υπέγραψε λιγότερες συμφωνίες από τους προκατόχους της, αλλά και εκείνες που έχει υπογράψει είναι λιγότερο σημαντικές. Οι συμφωνίες της διοίκησης του Trump στο 2018 αποτελούνται από μια συμφωνία ανταλλαγής πληροφοριών με το Μπρουνέι, μια παρόμοια συμφωνία με το Μαυροβούνιο και μια συμφωνία στρατιωτικής βάσης πεζικού με την Γκάνα.

Ο BRANDON J KINNE είναι αναπληρωτής καθηγητής Πολιτικών Επιστημών στο Πανεπιστήμιο της Καλιφόρνια, στο Davis.

Η απέχθεια του προέδρου των Ηνωμένων Πολιτειών, Donald Trump, προς την διεθνή συνεργασία είναι γνωστή. Επί δεκαετίες, έχει καταγγείλει τους συμμάχους των ΗΠΑ για «εκμετάλλευση» των Ηνωμένων Πολιτειών. Σύμφωνα με πρόσφατο άρθρο [1] των New York Times, έχει επανειλημμένα εκφράσει την επιθυμία να αποσύρει τις Ηνωμένες Πολιτείες από το ΝΑΤΟ. Αλλά η διεθνής συνεργασία καλύπτει πολύ περισσότερα από τις συμμαχίες μέσω Συμφώνων και τους πολυμερείς οργανισμούς. Κάθε χρόνο, οι χώρες υπογράφουν δεκάδες συμφωνίες ασφαλείας που καλύπτουν τα πάντα, από τα βιολογικά όπλα έως την έρευνα στον τομέα της άμυνας. Οι Ηνωμένες Πολιτείες συνήθιζαν να είναι ηγετικός παίκτης. Όχι πια. Υπό τον Trump, η πλημμύρα των νέων εταιρικών σχέσεων ασφάλειας έχει επιβραδυνθεί μέχρι που έγινε σταγόνες. Αυτά είναι κακά νέα για την ασφάλεια των ΗΠΑ.

ΑΣ ΚΑΝΟΥΜΕ ΜΙΑ ΣΥΜΦΩΝΙΑ

Οι στρατιωτικές συμμαχίες, όπως το ΝΑΤΟ, είναι το πιο γνωστό εργαλείο συνεργασίας στον τομέα της ασφάλειας, αλλά δεν μπορούν να αντιμετωπίσουν κάθε ανησυχία. Οι κυβερνήσεις υπογράφουν επίσης ειδικές συμφωνίες για ένα ευρύ φάσμα θεμάτων: Στρατιωτικές ασκήσεις και κατάρτιση, διατήρηση της ειρήνης, καταπολέμηση της τρομοκρατίας, ανταλλαγές προσωπικού, αμυντική πολιτική, και ανάπτυξη και πώληση όπλων. Το αποτέλεσμα είναι ένα εκτεταμένο δίκτυο πρωτοκόλλων, μνημονίων και συμφώνων, συχνά αποκαλούμενων «διμερείς συμφωνίες ασφαλείας». Η έρευνά μου για το θέμα αυτό [2] δείχνει ότι οι κυβερνήσεις χρησιμοποιούν αυτές τις συμφωνίες για να παράσχουν τα νομικά πλαίσια που επιτρέπουν σε στρατιωτικούς, διπλωμάτες, γραφειοκράτες, και κατασκόπους από διαφορετικές χώρες να εργάζονται μαζί κάθε μέρα. Τέτοιες συμφωνίες αποσκοπούν στην αντιμετώπιση των σύγχρονων απειλών: Τρομοκρατία, κυβερνοεπιθέσεις, διακρατικά ανταρτικά κινήματα, βιολογικά και χημικά όπλα, πειρατεία και εμπορία επικίνδυνων υλικών.

31012019-3.jpg

Ο Trump σε μια σύνοδο του NATO στις Βρυξέλλες, τον Ιούλιο του 2018. REINHARD KRAUSE / REUTERS
-----------------------------------------------------------------------

Οι συμφωνίες ασφαλείας έχουν σημασία επειδή οι περισσότερες χώρες έχουν λίγες παραδοσιακές συμμαχίες˙ οι στενότερες συνεργασίες βοηθούν στην κάλυψη των κενών. Οι κυβερνήσεις υπογράφουν μεταξύ 150 και 200 από αυτές κάθε χρόνο. Πολλές τέτοιες συνεργασίες είναι φιλόδοξες, καλύπτοντας το πλήρες πεδίο των στρατιωτικών σχέσεων μεταξύ των δύο χωρών που τις υπογράφουν. Οι Ηνωμένες Πολιτείες και η Νότια Κορέα, για παράδειγμα, έχουν υπογράψει μια συμφωνία που ρυθμίζει τις κοινές στρατιωτικές τους ασκήσεις, μια άλλη που δημιουργεί αρκετά κοινά ερευνητικά προγράμματα μεταξύ των αμυντικών τους βιομηχανιών και μια άλλη για την ασφάλεια στον κυβερνοχώρο. Άλλες συμφωνίες επικεντρώνονται σε συγκεκριμένες απειλές. Οι εκατοντάδες συμφωνίες ασφαλείας των Ηνωμένων Πολιτειών περιλαμβάνουν μια συμφωνία με την Ινδονησία για την ενίσχυση των πρωτοκόλλων ασφαλείας για βιολογικά παθογόνα, μια με την Λιθουανία για την πρόληψη της παράνομης διακίνησης πυρηνικών υλικών και μια με την Αυστραλία για την βελτίωση της τεχνολογίας στις τορπίλες.

Πριν από τον Trump, οι Ηνωμένες Πολιτείες ηγούνταν στον τομέα των συμφωνιών ασφαλείας. Κατά την διάρκεια των δύο πρώτων ετών της, η κυβέρνηση Ομπάμα συνήψε 36 τέτοιες συμφωνίες. Κάποιες βάθαιναν τις σχέσεις με μακροχρόνιους συμμάχους˙ άλλες έφεραν νέους συνεργάτες στην συμμαχία. Το 2010, για παράδειγμα, η κυβέρνηση Ομπάμα υπέγραψε την πρώτη σημαντική αμυντική συμφωνία των Ηνωμένων Πολιτειών με την Βραζιλία [3] σε περισσότερα από 30 χρόνια. Η συμφωνία προωθούσε κοινές στρατιωτικές ασκήσεις και κατάρτιση, συνεργασίες στην έρευνα και ανάπτυξη, και πωλήσεις όπλων. Δημιούργησε επίσης ένα φόρουμ για συνεργασία μεταξύ αμυντικών εταιρειών της Αμερικής και της Βραζιλίας. Η κυβέρνηση Ομπάμα εφάρμοσε πάνω από δώδεκα νέες συμφωνίες μόλις στο τελευταίο της έτος, συμπεριλαμβανομένων των ερευνητικών συνεργασιών με την Εσθονία και την Ιαπωνία και της εμβάθυνσης πολυτομεακών συμφωνιών με την Λετονία και την Λιθουανία.

Τέτοιες συνεργασίες ενισχύουν την εθνική ασφάλεια των ΗΠΑ. Όπως έγραψε ο πρώην υπουργός Άμυνας, Ash Carter σε αυτό το περιοδικό [4] το 2016, οι συμφωνίες ασφαλείας επιτρέπουν στις χώρες «να προβαίνουν σε συντονισμένες ενέργειες για ανθρωπιστικές και φυσικές καταστροφές, να αντιμετωπίζουν κοινές προκλήσεις όπως η τρομοκρατία και να διασφαλίζουν την ασφάλεια και την ίση πρόσβαση στα κοινά αγαθά». Για παράδειγμα, μια συμφωνία του 2007 με την Σιγκαπούρη για έρευνα σχετικά με την εθνική ασφάλεια, άνοιξε το δρόμο σε επιθεωρητές να ερευνούν εμπορεύματα που συνδέονται με τις ΗΠΑ για πυρηνικά ή ραδιενεργά υλικά. Μια ελάχιστα γνωστή συμφωνία του 2013 με την Λιβύη βοήθησε στην εξάλειψη των εναπομενόντων αποθεμάτων χημικών όπλων αυτής της χώρας, προλαμβάνοντας το να πέσουν στα χέρια τρομοκρατών ή άλλων αδίστακτων ομάδων.

Ο ΤΡΟΠΟΣ ΤΟΥ ΤΡΑΜΠ

Η διοίκηση Trump, αντιθέτως, έχει υποχωρήσει από διμερείς συνεργασίες. Υπέγραψε μόλις πέντε νέες συμφωνίες το 2017 και τρεις το 2018, ο χαμηλότερος αριθμός αφότου οι επιθέσεις της 11ης Σεπτεμβρίου ξεκίνησαν ένα κύμα συνεργασιών στον τομέα της ασφάλειας πριν από σχεδόν δύο δεκαετίες. Ακόμη και αυτοί οι πενιχροί αριθμοί υπερβάλλουν την δέσμευση της διοίκησης του Trump να συνάπτει συμφωνίες. Τρεις από τις συμφωνίες του 2017 -μια συμφωνία για την ανταλλαγή δεδομένων έρευνας και ανάπτυξης στον αμυντικο-βιομηχανικό τομέα με την Βραζιλία, μια συμφωνία αμοιβαίας προμήθειας με την Λετονία και μια συμφωνία με την Σουηδία για την δοκιμή στρατιωτικού εξοπλισμού- είχαν ξεκινήσει από την διοίκηση του Ομπάμα. Η συμφωνία με την Βραζιλία, η οποία υπεγράφη λιγότερο από δύο εβδομάδες μετά την ανάληψη των καθηκόντων από τον Trump, βρισκόταν υπό διαπραγμάτευση από το 2010.