Πένθος για την Συνθήκη INF | Foreign Affairs - Hellenic Edition
Secure Connection

Πένθος για την Συνθήκη INF

Οι Ηνωμένες Πολιτείες δεν αποσύρονται για καλύτερα

Την 1η Φεβρουαρίου, η διοίκηση Trump έκανε επίσημο αυτό που ήταν για κάποιο χρονικό διάστημα πιθανό: Οι Ηνωμένες Πολιτείες θα αποσυρθούν από την Συνθήκη για τις Πυρηνικές Δυνάμεις Μέσου Βεληνεκούς (Intermediate-Range Nuclear Forces, INF). Υπογεγραμμένη το 1987, η συνθήκη [2] απαγόρευε στις Ηνωμένες Πολιτείες και την Ρωσία να αναπτύξουν ή να τοποθετήσουν οποιουσδήποτε πυραύλους εκτοξευόμενους από την ξηρά, οι οποίοι θα μπορούσαν να ταξιδεύουν μεταξύ 500 και 5.500 χιλιομέτρων ή περίπου 300 έως 3.400 μίλια. Η Ουάσιγκτον ισχυρίζεται -ορθώς- ότι η Ρωσία κατασκευάζει και δοκιμάζει συστήματα απαγορευμένα από την συνθήκη, συμπεριλαμβανομένου ενός νέου πυραύλου κρουζ που οι ΗΠΑ ισχυρίζονται ότι μπορεί να ταξιδεύει σε απαγορευμένη εμβέλεια. Οι Ρώσοι απάντησαν ανακοινώνοντας τα δικά τους σχέδια να αποσυρθούν [από την Συνθήκη] και να αναπτύξουν νέα όπλα.

05032019-1.jpg

Αντιαεροπορικά συστήματα κινητής πυραυλικής άμυνας εκτίθενται σε πεδίο βολής έξω από την Αστραχάν της Ρωσίας, τον Αύγουστο του 2017. MAXIM SHEMETOV/REUTERS
------------------------------------------------------------------------

Η συνθήκη INF ήταν μια από τις λίγες συμφωνίες ελέγχου των εξοπλισμών [3] που έγινε αυτοτελής θεσμός. Η πρώτη συνθήκη για την εξάλειψη μιας ολόκληρης κατηγορίας συστημάτων πυρηνικής παράδοσης, ήταν το θεμέλιο για την αποπυρηνικοποίηση του μεγαλύτερου μέρους της Ευρώπης. Σήμερα, η Ρωσία παραβιάζει την συμφωνία και η διοίκηση Trump έχει δίκιο να διαμαρτύρεται. Αλλά όσο προκλητική κι αν είναι η ρωσική απάτη, η απόφαση των ΗΠΑ να αποχωρήσουν αντί να καταβάλουν σοβαρές προσπάθειες για να φέρουν εκ νέου την Μόσχα πίσω σε συμμόρφωση, θα υπονομεύσει τη μακροπρόθεσμη ασφάλεια τόσο της Ευρώπης όσο και των Ηνωμένων Πολιτειών.

Η Συνθήκη INF αφαιρούσε τα πιο επικίνδυνα πυρηνικά όπλα από το ευρωπαϊκό έδαφος: Όπλα «μέσου βεληνεκούς» που δεν προορίζονται ούτε για το πεδίο μάχης ούτε για στρατηγικά χτυπήματα μεγάλων αποστάσεων, αλλά για πυρηνικές επιθέσεις βαθιά στο ΝΑΤΟ ή στο ρωσικό έδαφος. Η περιορισμένη εμβέλεια και οι σύντομοι χρόνοι πτήσης αυτών των όπλων τους ταιριάζουν ιδανικά σε ένα μεγάλο αλλά γεωγραφικά περιορισμένο θέατρο, όπως η Ευρώπη του Ψυχρού Πολέμου. Δραματικά υπο-οπλισμένο και υπερκερασμένο από την άποψη της συμβατικής δύναμης πυρός, το ΝΑΤΟ σκόπιμα τοποθετούσε αυτούς τους πυρηνικούς πυραύλους στον δρόμο των σοβιετικών δυνάμεων. Εάν η Μόσχα εισέβαλε στην Δυτική Ευρώπη, τα προωθούμενα στρατεύματα θα ανάγκαζαν τους ηγέτες του ΝΑΤΟ να χρησιμοποιήσουν ή να εξαπολύσουν αυτά τα όπλα, ενδεχομένως πυροδοτώντας έναν πυρηνικό πόλεμο. Αυτός ο κίνδυνος, έλεγε το σκεπτικό, θα αποθάρρυνε τους Σοβιετικούς από το να προσπαθήσουν να επιδράμουν στην Ευρώπη.

Αλλά η τοποθέτηση αυτών των όπλων στις πρώτες γραμμές ενός πιθανού πολέμου Ανατολής-Δύσης ήταν εξαιρετικά αποσταθεροποιητική, δεδομένου ότι έδινε μόνο λίγα λεπτά στους ηγέτες για να συζητήσουν σε περίπτωση μιας κρίσης. Η στρατηγική του ΝΑΤΟ δεν διατηρούσε την ειρήνη τόσο όσο έκανε και τις δύο πλευρές να αναζητήσουν μια διέξοδο από μια μη βιώσιμη και αφόρητα τεταμένη κατάσταση. Οι Σοβιετικοί ηγέτες ήταν τόσο στα όρια, που μια στρατιωτική άσκηση του ΝΑΤΟ το 1983 σχεδόν τους έπεισε ότι ξεκινούσε μια επίθεση. Στα απομνημονεύματά του, ο πρώην Σοβιετικός ηγέτης Μιχαήλ Γκορμπατσόφ περιέγραψε τα όπλα μέσου βεληνεκούς των ΗΠΑ ως «ένα πιστόλι στο κεφάλι μας» -ένα αίσθημα κοινό στην Ευρώπη και τις Ηνωμένες Πολιτείες σχετικά με τους παρόμοιους σοβιετικούς πυραύλους που στόχευαν στην κατεύθυνσή τους. Το 1987, ο Γκορμπατσόφ και ο πρόεδρος των ΗΠΑ, Ρόναλντ Ρέιγκαν, βρήκαν μια έξοδο με τη μορφή της Συνθήκης INF, σύμφωνα με την οποία αμφότερες οι πλευρές κατέστρεψαν τους πυραύλους μεσαίας εμβέλειας, τη συνοδεία τακτικών αμοιβαίων επιθεωρήσεων.

Οι επικριτές υποστηρίζουν ότι ανεξάρτητα από τα πλεονεκτήματά της στο παρελθόν, η χρησιμότητα της συνθήκης έχει ξεπεραστεί. Αναφέρουν –δικαίως- την απερίσκεπτη απάτη από την Ρωσία και υποστηρίζουν ότι οι Ηνωμένες Πολιτείες δεν μπορούν να παραμείνουν αδρανείς καθώς οι Ρώσοι αναπτύσσουν νέα πυρηνικά συστήματα. Καταδεικνύουν επίσης το τεράστιο οπλοστάσιο των πυραύλων μέσου βεληνεκούς της Κίνας ως απόδειξη ότι η συνθήκη είναι ένας άχρηστος στρατιωτικός ζουρλομανδύας για τις Ηνωμένες Πολιτείες στην Ανατολική Ασία. Τουλάχιστον, μας λένε, οι Ηνωμένες Πολιτείες πρέπει να επανεξετάσουν τις δεσμεύσεις ελέγχου των εξοπλισμών [που προέρχονται] από τον περασμένο αιώνα.

05032019-2.jpg

Ο Ρόναλντ Ρέιγκαν και ο Μιχαήλ Γκορμπατσόφ υπογράφουν την Συνθήκη INF στον Λευκό Οίκο, τον Δεκέμβριο του 1987. REUTERS
--------------------------------------------------------

Το πρόβλημα με αυτή την λογική είναι ότι μπερδεύει εσφαλμένα τα πολεμικά παίγνια με την στρατηγική. Η υπόθεση για την εγκατάλειψη της συνθήκης INF και την ανάπτυξη πυραύλων μέσου βεληνεκούς επικεντρώνεται σχεδόν αποκλειστικά στην επιχειρησιακή σκέψη σχετικά με σύνθετα σενάρια πεδίου μάχης. Σε αντιδιαστολή, λίγη σκέψη έχει δοθεί σε μια ερώτηση που λογικά προηγείται: Αν αυτά τα όπλα αυξάνουν ή μειώνουν τις πιθανότητες να ξεσπάσει ο πόλεμος εξ αρχής. Με απλά λόγια, οποιαδήποτε συζήτηση σχετικά με πυραύλους μέσου βεληνεκούς πρέπει να αρχίσει με το ερώτημα του πώς επηρεάζουν την αποτροπή. Η απάντηση, σχεδόν σε όλες τις περιπτώσεις, είναι ότι την διαβρώνουν.

ΜΙΑ ΠΑΡΩΧΗΜΕΝΗ ΣΤΡΑΤΗΓΙΚΗ

Δείτε την κατάσταση στην Ευρώπη. Σήμερα, η μεγαλύτερη απειλή για το ΝΑΤΟ δεν είναι πλέον μια ολομέτωπη ρωσική εισβολή, αλλά ότι ο Ρώσος πρόεδρος Βλαντιμίρ Πούτιν θα αρπάξει το έδαφος της Βαλτικής ή της Πολωνίας, ίσως ως μια απόπειρα να αποσπάσει την προσοχή του ολοένα πιο ανήσυχου πληθυσμού του. Ο Πούτιν μπορεί να μπει στον πειρασμό να δείξει ότι το ΝΑΤΟ είναι ένας «χάρτινος τίγρης» παίρνοντας ένα μικρό κομμάτι συμμαχικών εδαφών, προκαλώντας τις Ηνωμένες Πολιτείες να διώξουν τις δυνάμεις του ενώ θα βάζει την Ευρώπη και τον κόσμο στο κλίμα μιας άλλης «παγωμένης» σύγκρουσης, όπως έκανε στην ανατολική Ουκρανία.

Οι Δυτικές πυρηνικές απειλές θα έχουν ελάχιστη σημασία για τον Πούτιν σε μια τέτοια περίπτωση. Οι Ρώσοι γνωρίζουν ότι μια σύγκρουση στην άκρη της κεντρικής Ευρώπης δεν είναι το ίδιο σαν μια σοβιετική πορεία προς τον Ρήνο ή τη Μάγχη και ότι η Ουάσιγκτον δεν θα διακινδυνεύσει ένα πυρηνικό ολοκαύτωμα για μια τοπική και σχετικά μικρή συμβατική σύγκρουση.

Πράγματι, πώς θα μπορούσαν οι ηγέτες των ΗΠΑ να αρχίσουν να κάνουν μια τέτοια πυρηνική απειλή αξιόπιστη; Φανταστείτε, για την ώρα, ότι οι Ηνωμένες Πολιτείες αναπτύσσουν πυρηνικούς πυραύλους μέσου βεληνεκούς στην Ευρώπη για να αποτρέψουν την Ρωσία. Πού θα τοποθετούσαν αυτά τα όπλα; Σε αντίθεση με το 1985, σήμερα το ΝΑΤΟ περιλαμβάνει την Πολωνία και όλες τις χώρες της Βαλτικής. Για να βρεθούν αμερικανικοί πύραυλοι κατευθείαν στην πορεία μιας πιθανής ρωσικής επίθεσης, θα πρέπει να εγκατασταθούν ακριβώς στα ρωσικά σύνορα. Το να τοποθετηθούν εκεί θα ήταν παράλογα προκλητικό και θα παρείχε στη Μόσχα μια βολική δικαιολογία για να στοχεύσει εκατοντάδες παρόμοια όπλα προς την πρωτεύουσα κάθε μέλους του ΝΑΤΟ, όπως έκανε στην δεκαετία του 1980.

Στην πραγματικότητα, το ΝΑΤΟ έχει την συμβατική ισχύ να εκδιώξει τελικά μια ρωσική εισβολή χωρίς πυρηνικά όπλα. Οι Ρώσοι ηγέτες το γνωρίζουν αυτό και έχουν επιδιώξει να αντισταθμίσουν την ανωτερότητα του ΝΑΤΟ, απειλώντας να προχωρήσουν στα πυρηνικά αν βρεθούν να χάνουν έναν συμβατικό πόλεμο, ακόμα κι αν είναι [εκείνοι] ο επιτιθέμενος. Αυτή είναι ακριβώς η απειλή στην οποία το ΝΑΤΟ στηρίχθηκε απρόθυμα για πάνω από 30 χρόνια. Σήμερα, το βάρος της πυρηνικής κλιμάκωσης στηρίζεται αποκλειστικά στη Μόσχα. Γιατί θα μπορούσαν οι Ηνωμένες Πολιτείες οικειοθελώς να απαλλάξουν την Ρωσία από αυτό το πρόβλημα συμμετέχοντας σε έναν νέο αγώνα πυρηνικών εξοπλισμών;

ΚΑΙΡΟΣ ΘΥΕΛΛΩΔΗΣ

Ξεχάστε την Ευρώπη, ισχυρίζονται οι επικριτές: Η πραγματική απειλή βρίσκεται πιο μακριά στην ανατολή. Η Κίνα -η οποία δεν έχει υπογράψει την Συνθήκη INF- έχει αναπτύξει συστήματα μέσου βεληνεκούς στο έδαφός της και μπορεί να τα χρησιμοποιήσει σε μια μελλοντική σύγκρουση. Ελευθερωμένη από τα δεσμά της συμμόρφωσης με την Συνθήκη, η Ουάσιγκτον μπορεί τώρα να ανταποκριθεί, ενισχύοντας την περιφερειακή της παρουσία με παρόμοια συστήματα όπλων.

Εντούτοις, κάτι τέτοιο δημιουργεί αναπόφευκτα τα ίδια στρατηγικά ζητήματα όπως στην Ευρώπη. Υποθέτοντας ότι η Ιαπωνία ή η Νότια Κορέα συμφωνούν να τοποθετήσουν αμερικανικούς πυραύλους στην επικράτειά τους -μια απίθανη πρόταση- αυτό θα έκανε αμέσως την κάθε χώρα έναν θεμιτό στόχο για μια προληπτική κινεζική πυρηνική επίθεση σε περίπτωση κρίσης. Θα ενισχυόταν η αποτροπή και η στρατηγική σταθερότητα στην Ασία ως αποτέλεσμα;

Ο οπλισμός των εν λόγω πυραύλων με συμβατικές και όχι πυρηνικές κεφαλές δεν θα λύσει αυτά τα προβλήματα. Οι Ηνωμένες Πολιτείες θα μπορούσαν βεβαίως να αναπτύξουν βαλλιστικούς πυραύλους και πυραύλους κρουζ που μπορούν να χτυπήσουν γρήγορα και να καταστρέψουν σημαντικούς στόχους χωρίς να χρησιμοποιήσουν πυρηνική ισχύ. Στην πράξη, ωστόσο, ακόμη και αυτά τα συμβατικά συστήματα θα μπορούσαν γρήγορα να φέρουν τις Ηνωμένες Πολιτείες κοντά στο πυρηνικό γκρεμό, καθώς οι αντίπαλοι δεν μπορούν να μάθουν εκ των προτέρων εάν στοχεύονται από συμβατικά ή από πυρηνικά όπλα εάν τα συστήματα παράδοσης [δηλαδή οι πύραυλοι] μπορούν να οπλιστούν και με τα δύο. Το ίδιο ισχύει και για τις πλατφόρμες εκτόξευσης που δεν ξεχωρίζουν από τα συστήματα που είναι σχεδιασμένα για στρατηγικές επιθέσεις, όπως [π.χ.] τα υποβρύχια.

05032019-3.jpg

Δημοσιογράφοι και στρατιωτικοί ακόλουθοι εξετάζουν τα στοιχεία του συστήματος πυραύλων κρουζ SSC-8 / 9M729, το οποίο οι ΗΠΑ υποστηρίζουν ότι παραβιάζει την συνθήκη INF, στη Μόσχα, τον Ιανουάριο του 2019. MAXIM SHEMETOV/REUTERS
----------------------------------------------------------------------

Το γνωρίζουμε αυτό από διάφορα «παρ’ολίγον» στο παρελθόν. Μόλις το 1995 -μια εποχή σχετικής συμπάθειας μεταξύ Ρωσίας-ΗΠΑ στις ευτυχέστερες ημέρες αμέσως μετά το τέλος του Ψυχρού Πολέμου- η εκτόξευση ενός και μόνο νορβηγικού μετεωρολογικού δορυφόρου ήταν αρκετή για να δώσει ο ρωσικός στρατός στον πρόεδρο Μπόρις Γέλτσιν τους πυρηνικούς κώδικες. Ωστόσο, οι σημερινοί υποστηρικτές μιας νέας κούρσας εξοπλισμών τόσο στην Ευρώπη όσο και στην Ασία είναι πεπεισμένοι ότι εάν οι Ηνωμένες Πολιτείες εκτοξεύσουν ένα σμήνος πυραύλων σε μια μελλοντική σύγκρουση με την Ρωσία ή την Κίνα, οι ηγέτες στη Μόσχα και το Πεκίνο θα περιμένουν μέχρι την κρούση για να εκτιμήσουν τις ζημιές και ήρεμα να τελειοποιήσουν την απάντησή τους.

Το βασικό πρόβλημα εδώ είναι ότι οι υποστηρικτές μιας κούρσας πυραύλων μέσου βεληνεκούς υποβαθμίζουν τα συμφέροντα που διακυβεύονται και τους κινδύνους που ενέχονται -ωστόσο, η στρατηγική αφορά την επιλογή εντός περιορισμών, συμπεριλαμβανομένων των περιορισμών που επιβάλλονται από το ρίσκο. Πολύ συχνά, το σημείο εκκίνησης είναι απλά να «υποτεθεί ένας πόλεμος» και στην συνέχεια να υπολογιστούν ποια συστήματα όπλων θα δώσουν στις δυνάμεις των ΗΠΑ ένα πλεονέκτημα έναντι των αντιπάλων τους. Αυτό είναι το αποτέλεσμα όταν οι αναλυτές ξοδεύουν πολύ χρόνο κοιτάζοντας γραφήματα και προδιαγραφές στο αποστειρωμένο περιβάλλον των think tank και των δωματίων προσομοίωσης, όπως μας προειδοποίησαν κατά την διάρκεια του Ψυχρού Πολέμου διανοητές όπως ο πρώην σύμβουλος εθνικής ασφάλειας McGeorge Bundy και ο στρατιωτικός ιστορικός Sir Michael Howard.

Στην θέρμη και την αχλύ του πολέμου, με την ασφάλεια της πατρίδας να διακυβεύεται, οι πραγματικοί φορείς λήψης αποφάσεων θα ενεργήσουν σαν κανονικοί άνθρωποι: Θα κάνουν υποθέσεις, θα καταλήξουν σε βιαστικά συμπεράσματα και θα διαπράξουν σφάλματα. Πάνω απ’ όλα, πιθανότατα δεν θα περιμένουν να δουν αν οι εισερχόμενες πολεμικές κεφαλές είναι διαμορφωμένες κατάλληλα για την επόμενη φάση του παιχνιδιού.

ΓΙΑ ΠΟΙΟ ΠΡΑΓΜΑ ΜΑΧΟΜΕΘΑ;

Προκειμένου να ληφθεί υπόψη η απρόβλεπτη συμπεριφορά των ανθρώπων σε καταστάσεις υψηλού διακυβεύματος, τα όπλα θα πρέπει να σχεδιάζονται και να αναπτύσσονται με μια υποκείμενη στρατηγική λογική και όχι να βασίζονται μόνο στα τεχνικά χαρακτηριστικά τους. Η διοίκηση Trump, όπως και η διοίκηση Μπαράκ Ομπάμα πριν από αυτήν, στερείται το σημαντικότερο συστατικό μιας τέτοιας στρατηγικής: Ένα πραγματικό σύνολο πολιτικών (policies) που να καθορίζει τα συμφέροντα και τους στόχους των ΗΠΑ στην Ευρώπη και την Ασία.

Υπό τον Ομπάμα, οι Ηνωμένες Πολιτείες υποθήκευσαν μεγάλο μέρος της εξωτερικής πολιτικής τους στον πρωταρχικό στόχο της επίτευξης μιας πυρηνικής συμφωνίας με το Ιράν. Η προσέγγιση της κυβέρνησης Trump, εν τω μεταξύ, αντικατοπτρίζει την γενική άγνοια του προέδρου για -και την εχθρότητά του προς- τις συμμαχίες και τις συνθήκες. Όπως είναι τώρα τα πράγματα, η αμερικανική αντίδραση στην ρωσική εξαπάτηση κατέληξε στην παραδοχή ότι η Ουάσινγκτον δεν συμπαθεί την Συνθήκη INF περισσότερο από όσο η Μόσχα και ότι εύχεται καλή τύχη σε όλους στην Ευρώπη καθώς κατευθύνεται στο να αρχίσει μια κούρσα εξοπλισμών με τους Κινέζους. Περισσότερο από αναγκαιότητα παρά από πεποίθηση, το ΝΑΤΟ έχει δηλώσει την υποστήριξή του για την αποχώρηση των ΗΠΑ από την συνθήκη, αλλά το μήνυμα προς την Ευρώπη είναι σαφές: «Είσαι μόνη σου».

Πώς θα έμοιαζε μια πιο περιεκτική στρατηγική των ΗΠΑ; Πρώτα και κύρια, πρέπει να αποσαφηνιστούν τα αμερικανικά συμφέροντα στην Ασία και την Ευρώπη. Οι Ηνωμένες Πολιτείες έχουν χρονικό περιορισμό στις αποφάσεις τους για την Ευρώπη, όπου η εξίσου σημαντική Συνθήκη New START πρόκειται να λήξει στις αρχές του 2021. Η ανταπόκριση στην άνοδο της Κίνας, εν τω μεταξύ, θα πάρει πολύ περισσότερα από το άνοιγμα της πόρτας σε οποιοδήποτε ξεχωριστό οπλικό σύστημα: Περισσότερες επενδύσεις σε συμβατικές δυνάμεις και ειδικότερα σε μια νέα δέσμευση της αμερικανικής ναυτικής ισχύος στον Ειρηνικό.

Στην Ευρώπη, οι Ηνωμένες Πολιτείες πρέπει να εμπλέξουν την Ρωσία σε αρκετά θέματα για τα οποία ενδιαφέρονται και οι δύο πλευρές, όπως η νέα New START, οι κυρώσεις, και η Ουκρανία. Οι Ηνωμένες Πολιτείες πρέπει να προχωρήσουν σε αυτές τις συνομιλίες με ξεκάθαρα σχέδια για την επιβολή κόστους στην ρωσική αδιαλλαξία. Η σύνδεση τέτοιων διαφορετικών ζητημάτων ίσως δεν ήταν σκόπιμη σε προηγούμενες χρονικές στιγμές, όταν η Ουάσινγκτον και η Μόσχα είχαν ακόμα ανοιχτές γραμμές επικοινωνίας ώστε να τα συζητούν ξεχωριστά. Σήμερα, όμως, οι σχέσεις είναι σε τόσο χαμηλό σημείο που μόνο μια δυναμική και ολοκληρωμένη δέσμευση μπορεί να αποτρέψει μια μεγαλύτερη σύγκρουση στην πορεία.

Για να είναι επιτυχείς αυτές οι συνομιλίες, οι Ηνωμένες Πολιτείες πρέπει να αντιμετωπίσουν τα μέλη του ΝΑΤΟ ως συμμάχους αντί για πελάτες ή δουλοπάροικους, και να συνεργαστούν μαζί τους για να ενισχύσουν τα ανατολικά σύνορα της συμμαχίας. Μια ισχυρότερη συμβατική άμυνα, ενισχυμένη από τις δυνάμεις των ΗΠΑ, θα χρησίμευε ως αποτρεπτικός παράγοντας, διασφαλίζοντας ότι η Ρωσία θα χάσει οποιαδήποτε συμβατική εμπλοκή γρήγορα και αποφασιστικά, προτού να μπορέσουν οι χλιαρές πυρηνικές απειλές της έστω και να μπουν στο παιχνίδι.

Το πιο σημαντικό, οι ηγέτες των ΗΠΑ πρέπει να αναρωτηθούν για τι ακριβώς είναι πρόθυμοι να πολεμήσουν και γιατί. Οι Ηνωμένες Πολιτείες χρειάζονται ένα καλύτερο σχέδιο από το να κλίνουν όχι μόνο στο δεκανίκι των πυρηνικών όπλων αλλά στα οπλικά συστήματα που ξεφορτώθηκαν πριν από περισσότερα από 30 χρόνια.

Copyright © 2019 by the Council on Foreign Relations, Inc.
All rights reserved.

Στα αγγλικά: https://www.foreignaffairs.com/articles/2019-03-04/mourning-inf-treaty

Σύνδεσμοι:
[1] https://www.amazon.com/No-Use-National-Security-Foundation/dp/0812245660...
[2] https://www.foreignaffairs.com/articles/russian-federation/2018-05-22/ca...
[3] https://www.foreignaffairs.com/articles/russian-federation/2018-07-13/br...

Μπορείτε να ακολουθείτε το «Foreign Affairs, The Hellenic Edition» στο TWITTER στην διεύθυνση www.twitter.com/foreigngr αλλά και στο FACEBOOK, στην διεύθυνση www.facebook.com/ForeignAffairs.gr και στο linkedin στην διεύθυνση https://www.linkedin.com/company/foreign-affairs-the-hellenic-edition