Η πειστική έκκληση από την Κεντρική Ευρώπη: Αφήστε μας να μπούμε στο ΝΑΤΟ | Foreign Affairs - Hellenic Edition
Secure Connection

Η πειστική έκκληση από την Κεντρική Ευρώπη: Αφήστε μας να μπούμε στο ΝΑΤΟ

Η διεύρυνση του ΝΑΤΟ γίνεται 20 ετών

Για να τεθεί ωμά, η προτεραιότητα των ΗΠΑ εκείνη την εποχή δεν ήταν να βοηθηθεί η κεντρική Ευρώπη˙ ήταν να επιτευχθεί η γερμανική ενοποίηση το συντομότερο δυνατόν, σε συνεργασία με τον Γερμανό καγκελάριο Χέλμουτ Κολ. Ωστόσο, τα ερωτήματα σχετικά με το ευρύτερο μέλλον της ευρωπαϊκής ασφάλειας συνέχιζαν να ανακύπτουν. Καθώς ο Μπους προετοιμαζόταν για την συνάντηση κορυφής με τον Σοβιετικό ηγέτη Μιχαήλ Γκορμπατσόφ τον Μάιο του 1990, ο Κολ τον ενημέρωσε ότι ο Γκορμπατσόφ «έχει μεγάλα προβλήματα. Οι σύμμαχοί του στην Ανατολική Ευρώπη λένε ότι θέλουν να βρίσκονται στο ΝΑΤΟ». Ο σύμβουλος του Γκορμπατσόφ, Anatoly Chernyaev, είχε πρόσφατα επισημάνει το προφανές στον προϊστάμενό του: «Μια πιθανή είσοδος της Πολωνίας στο ΝΑΤΟ θα ωθούσε τα σύνορα του Δυτικού μπλοκ μέχρι τα σοβιετικά σύνορα». Χρησιμοποιώντας την θεωρία ότι η καλύτερη άμυνα είναι μια καλή επίθεση, ο Γκορμπατσόφ είχε φέρει προσωπικά το θέμα στον Μπέικερ τον Μάιο του 1990, εγείροντας την εκπληκτική σκέψη ότι ίσως η Σοβιετική Ένωση θα μπορούσε να ενταχθεί στο ΝΑΤΟ. Όπως ο Γκορμπατσόφ συνόψιζε την συζήτησή του με τον Μπέικερ στον Γάλλο πρόεδρο Φρανσουά Μιτεράν, λίγες μέρες μετά, είπε στον Μπέικερ ότι «γνωρίζουμε την ευνοϊκή στάση σας απέναντι στους διάφορους εκπροσώπους των ανατολικο-ευρωπαϊκών κρατών που έκαναν γνωστή την πρόθεσή τους να εγκαταλείψουν το Σύμφωνο της Βαρσοβία, προκειμένου να εισέλθουν αργότερα στο ΝΑΤΟ. Αλλά ποια θα ήταν η αντίδραση των ΗΠΑ εάν η ΕΣΣΔ εξέφραζε μια παρόμοια ευχή;».

Μόλις ξεκίνησε η σύνοδος κορυφής των ΗΠΑ-Σοβιετικών, στις 31 Μαΐου 1990, έγινε σαφές ότι το επίκεντρο της συνάντησης ήταν, όντως, το ζήτημα του κατά πόσον το ΝΑΤΟ θα μπορούσε να κινηθεί ανατολικά πέρα από την γραμμή του 1989. Υποστηρίζοντας ότι θα μπορούσε να το κάνει αυτό, ο Μπους επικαλέστηκε επιδέξια την αποκαλούμενη αρχή του Ελσίνκι -την ιδέα ότι οι χώρες είχαν το δικαίωμα να επιλέξουν τις δικές τους συμμαχίες ασφαλείας, όπως αναφέρεται στην Τελική Πράξη του Ελσίνκι, την οποία η Μόσχα είχε υπογράψει. Ο Γκορμπατσόφ παραδέχτηκε το σημείο, προς μεγάλη κατάπληξη των μελών της δικής του αντιπροσωπείας, που δεν μπόρεσαν να αντιταχθούν με κανένα ουσιαστικό τρόπο στην επιχειρηματολογία του Μπους.

Εκείνη την στιγμή οι Μπους και Γκορμπατσόφ διαπραγματεύονταν την Γερμανία, αλλά η επικύρωση από τον Γκορμπατσόφ της αρχής του Ελσίνκι είχε συνέπειες και για την Κεντρική και Ανατολική Ευρώπη, καθώς [οι εκεί χώρες] είχαν επίσης υπογράψει την ίδια συμφωνία. Μια αντιπροσωπεία από την «δεξαμενή σκέψης» (think tank) RAND, που επισκέφθηκε την Βαρσοβία λίγο μετά την σύνοδο κορυφής, έμεινε έκπληκτη όταν ένας Πολωνός στρατηγός ρώτησε πώς η χώρα του θα μπορούσε να βάλει δυνάμεις των ΗΠΑ να σταθμεύουν στην πολωνική επικράτεια. Το ερώτημα οδήγησε σε εκτεταμένη συζήτηση για το κόστος και τα οφέλη από την ενδεχόμενη ένταξη της Πολωνίας στο ΝΑΤΟ, ενώ η αντιπροσωπεία της RAND παρέμεινε «ξύπνια ως αργά με τους νέους Πολωνούς φίλους πίνοντας βότκα και προσπαθώντας να εξηγήσουν ... πώς θα μπορούσαν οι ΗΠΑ να βοηθήσουν στην εξασφάλιση της πρόσφατα κερδισμένης ελευθερίας της Κεντρικής Ευρώπης».

Ο συνδυασμός της επιτυχίας του Μπους στην σύνοδο κορυφής της Ουάσινγκτον και της οικονομικής γενναιοδωρίας του Κολ προς τη Μόσχα αργότερα εκείνο το καλοκαίρι, εξασφάλισαν τελικά την αναγκαία σοβιετική έγκριση για την γερμανική ενοποίηση τον Οκτώβριο του 1990 -χωρίς τις παραχωρήσεις του ΝΑΤΟ που ο Genscher φοβόταν ότι θα ήταν απαραίτητες. Στην πραγματικότητα, ο τελικός διακανονισμός για την Γερμανία, τον οποίο υπέγραψε η Μόσχα τον Σεπτέμβριο του 1990, επέτρεψε ρητά στο ΝΑΤΟ να αρχίσει να κινείται ανατολικά της γραμμής του 1989. Αλλά μέχρι τότε, η εισβολή του Σαντάμ Χουσεΐν στο Κουβέιτ είχε αναπροσανατολίσει τις προτεραιότητες των ΗΠΑ από την Ευρώπη. Ο πόλεμος του Κόλπου και η κατάρρευση της Σοβιετικής Ένωσης κυριάρχησαν στην εξωτερική πολιτική των ΗΠΑ το 1991 και στις αρχές του 1992 και οι προεδρικές εκλογές των ΗΠΑ έλαβαν τότε προτεραιότητα για το υπόλοιπο του 1992. Ο χρόνος της ομάδας του Μπους τελείωσε όταν κέρδισε ο Μπιλ Κλίντον.

Με τον Κλίντον, οι ηγέτες της Κεντρικής και Ανατολικής Ευρώπης άρπαξαν κάθε ευκαιρία να φέρουν το ζήτημα του μέλλοντος της περιοχής τους στο ΝΑΤΟ εις προσοχήν της νέας διοίκησης. Τον Απρίλιο του 1993, για παράδειγμα, οι Ηνωμένες Πολιτείες κάλεσαν ηγέτες από την περιοχή στα εγκαίνια του αμερικανικού Μουσείου Μνήμης του Ολοκαυτώματος στην Ουάσινγκτον. Ηγέτες όπως ο Τσέχος πρόεδρος, Vaclav Havel, και ο πολωνός ηγέτης, Lech Walesa, συναντήθηκαν με τον Κλίντον στο παρασκήνιο. Ο Χάβελ προέτρεψε τον πρόεδρο των ΗΠΑ να τους σώσει από το να «ζούμε σε κενό. Γι’ αυτό θέλουμε να ενταχθούμε στο ΝΑΤΟ. Επιπλέον, στις αξίες και το πνεύμα μας, είμαστε μέρος της Δυτικής Ευρώπης». Ως αποτέλεσμα, ο Χάβελ επικεντρώθηκε «στην είσοδο στο ΝΑΤΟ και στην ΕΚ [Ευρωπαϊκή Κοινότητα] επειδή θεωρούμε τους εαυτούς μας ως Ευρωπαίους που αγκαλιάζουν τις ευρωπαϊκές αξίες». Ο Βαλέσα ήταν πιο ξεκάθαρος στην δική του συνομιλία με τον Κλίντον: «Όλοι φοβόμαστε την Ρωσία ... Αν η Ρωσία υιοθετήσει και πάλι μια επιθετική εξωτερική πολιτική, αυτή η επιθετικότητα θα στραφεί προς την Ουκρανία και την Πολωνία».

Κατά την διάρκεια του επόμενου έτους, η ρητορική του Βαλέσα γινόταν αυξανόμενα επίμονη σε κάθε συζήτηση που είχε με τους Αμερικανούς. Ισχυρίστηκε ότι το ΝΑΤΟ είχε χάσει μια εύκολη ευκαιρία να επεκταθεί στα ανατολικά, δηλαδή «κατά την κατάρρευση της Σοβιετικής Ένωσης το 1991». Τώρα, στην εποχή του Κλίντον, «ήταν ήδη πολύ αργά για να σταματήσει ο πλήρης έλεγχος της Ρωσίας επί της Κοινοπολιτείας Ανεξαρτήτων Κρατών» και ο Βαλέσα ανησυχούσε ότι η Μόσχα «δεν θα σταματήσει στα παλιά σοβιετικά σύνορα». Όταν οι Αμερικανοί συνομιλητές του εξέφρασαν την ανησυχία τους σχετικά με το να στενοχωρήσουν την Ρωσία, ο Βαλέσα ήταν ανυποχώρητος: «Αφήστε τους Ρώσους στρατηγούς να στενοχωρηθούν ... Δεν πρόκειται να ξεκινήσουν έναν πυρηνικό πόλεμο».