Η χαμένη τέχνη της αμερικανικής διπλωματίας | Foreign Affairs - Hellenic Edition
Secure Connection

Η χαμένη τέχνη της αμερικανικής διπλωματίας

Μπορεί να σωθεί το Υπουργείο Εξωτερικών;
Περίληψη: 

Ως τμήμα μιας επανεφεύρεσης της αμερικανικής διπλωματίας μετά τον Trump, το Υπουργείο Εξωτερικών των ΗΠΑ πρέπει να δώσει νέα έμφαση στην διπλωματική τέχνη, να ανακαλύψει εκ νέου την διπλωματική ιστορία, να οξύνει τις διαπραγματευτικές δεξιότητες, και να κάνει τα διδάγματα των διαπραγματεύσεων (τόσο των επιτυχημένων όσο και των ανεπιτυχών) προσβάσιμα στους λειτουργούς των διεθνών υποθέσεων.

Ο WILLIAM J. BURNS είναι πρόεδρος του Carnegie Endowment for International Peace και ο συγγραφέας του βιβλίου με τίτλο The Back Channel: A Memoir of American Diplomacy and the Case for Its Renewal [1](Random House, 2019), από το οποίο τμήματα αυτού του δοκιμίου έχουν προσαρμοστεί. Διετέλεσε διπλωμάτης καριέρας στο Υπουργείο Εξωτερικών των ΗΠΑ για 33 χρόνια, υπηρετώντας ως αναπληρωτής υπουργός Εξωτερικών των ΗΠΑ από το 2011 έως το 2014.

Η διπλωματία μπορεί να είναι ένα από τα παλαιότερα επαγγέλματα του κόσμου, αλλά είναι επίσης ένα από τα πιο παρεξηγημένα. Είναι ως επί το πλείστον μια ήσυχη προσπάθεια, λιγότερο πομπώδης από ό, τι αδιάκοπη, που συχνά λειτουργεί σε κανάλια του παρασκηνίου, και, εφόσον δεν φαίνεται, είναι εύκολο να ξεχαστεί. Η περιφρόνηση του Αμερικανού προέδρου, Donald Trump, για την επαγγελματική διπλωματία και τους λειτουργούς της -μαζί με την προτίμησή του για αυτοσχεδιαστικά φλερτ με αυταρχικούς ηγέτες όπως ο Kim Jong Un της Βόρειας Κορέας- έστρεψε έναν ασυνήθιστο προβολέα στο επάγγελμα. Έχει επίσης υπογραμμίσει την σημασία της ανανέωσής του.

02042019-1.jpg

Οι παλιές καλές μέρες: Ο George H.W. Μπους με τον Γερμανό καγκελάριο Χέλμουτ Κολ και τον υπουργό Εξωτερικών, Τζέιμς Μπέικερ, τον Φεβρουάριο του 1990. AP IMAGES / SUSAN BIDDLE
------------------------------------------------------------------

Η παραμέληση και η αλλοίωση της αμερικανικής διπλωματίας δεν είναι μια εφεύρεση καθαρά του Trump. Αποτελεί ένα επεισοδιακό χαρακτηριστικό της προσέγγισης των Ηνωμένων Πολιτειών προς τον κόσμο από το τέλος του Ψυχρού Πολέμου. Ωστόσο, η διοίκηση του Trump [3] έχει καταστήσει το πρόβλημα απείρως χειρότερο. Δεν υπάρχει ποτέ καλή ώρα για διπλωματικούς κακούς χειρισμούς, αλλά ο μονομερής διπλωματικός αφοπλισμός της διοίκησης είναι εντυπωσιακά άκαιρος, εκτυλίσσεται ακριβώς σε μια στιγμή που η αμερικανική διπλωματία έχει περισσότερο από ποτέ σημασία για τα αμερικανικά συμφέροντα. Οι Ηνωμένες Πολιτείες δεν είναι πλέον το μόνο μεγάλο παιδί στην γεωπολιτική γειτονιά, και δεν είναι πλέον σε θέση να παίρνουν ό, τι θέλουν από μόνες τους, ή μόνο με την βία.

Αν και η εποχή της μοναδικής κυριαρχίας των ΗΠΑ στην παγκόσμια σκηνή έχει τελειώσει, οι Ηνωμένες Πολιτείες έχουν ακόμα ένα χαρτί να παίξουν, καλύτερο από οποιονδήποτε άλλον από τους αντιπάλους τους. Η χώρα έχει ένα παράθυρο ευκαιρίας για να κλειδώσει τον ρόλο της ως κεντρική δύναμη του κόσμου, εκείνη που είναι η πλέον κατάλληλη για να διαμορφώσει ένα μεταβαλλόμενο διεθνές τοπίο, πριν να το διαμορφώσουν οι άλλοι. Εάν οι Ηνωμένες Πολιτείες πρόκειται να αξιοποιήσουν αυτή την ευκαιρία και να διαφυλάξουν τα συμφέροντα και τις αξίες τους, θα πρέπει να ανοικοδομήσουν την αμερικανική διπλωματία και να την καταστήσουν εργαλείο πρώτης καταφυγής, υποστηριζόμενη από οικονομική και στρατιωτική μόχλευση και από την δύναμη του παραδείγματος.

ΑΛΛΗ ΕΠΟΧΗ

Θυμάμαι ξεκάθαρα την στιγμή που είδα την αμερικανική διπλωματία και ισχύ στο αποκορύφωμά τους. Ήταν το φθινόπωρο του 1991, και εγώ -λιγότερο από μια δεκαετία στην καριέρα μου- καθόμουν πίσω από τον υπουργό Εξωτερικών, James Baker, κατά την έναρξη της ειρηνευτικής διάσκεψης της Μαδρίτης, μια συνάντηση που συγκάλεσε η κυβέρνηση George HW Bush σε μια προσπάθεια να σημειώσει πρόοδο σχετικά με την ισραηλινο-παλαιστινιακή σύγκρουση. Γύρω από ένα τεράστιο τραπέζι στο ισπανικό βασιλικό παλάτι καθόταν μια πλειάδα διεθνών ηγετών και, για πρώτη φορά, εκπρόσωποι του Ισραήλ, των Παλαιστινίων και των βασικών αραβικών κρατών. Βρίσκονταν εκεί λιγότερο από μια κοινή πεποίθηση για την ισραηλινο-παλαιστινιακή ειρήνη από όσο από έναν κοινό σεβασμό για την επιρροή των ΗΠΑ. Άλλωστε, οι Ηνωμένες Πολιτείες είχαν μόλις θριαμβεύσει στον Ψυχρό Πόλεμο, είχαν επιβλέψει την επανένωση της Γερμανίας και χαρίσει στον Σαντάμ Χουσεΐν μια θεαματική ήττα στο Ιράκ.

Την ημέρα εκείνη στη Μαδρίτη, τα παγκόσμια ρεύματα φάνηκαν να ρέουν προς μια περίοδο παρατεταμένης κυριαρχίας των ΗΠΑ. Η φιλελεύθερη τάξη [4] που οι Ηνωμένες Πολιτείες είχαν οικοδομήσει και της οποίας είχαν ηγηθεί μετά τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο, ελπίζαμε ότι θα τραβούσε στην αγκαλιά της την πρώην σοβιετική αυτοκρατορία, καθώς και τον μετα-αποικιακό κόσμο για τον οποίο ανταγωνίσθηκαν και οι δύο πλευρές. Η Ρωσία ήταν πεσμένη ανάσκελα, η Κίνα εξακολουθούσε να είναι εσωστρεφής και οι Ηνωμένες Πολιτείες και οι σύμμαχοί τους στην Ευρώπη και την Ασία αντιμετώπιζαν λίγες περιφερειακές απειλές και ακόμη λιγότερους οικονομικούς αντιπάλους. Η παγκοσμιοποίηση μάζευε δύναμη, με τις Ηνωμένες Πολιτείες να αναλαμβάνουν ηγετικό ρόλο στην προώθηση μεγαλύτερης ανοικτότητας στο εμπόριο και τις επενδύσεις. Η υπόσχεση της επανάστασης των πληροφοριών ήταν δελεαστική, όπως και οι σημαντικές ιατρικές και επιστημονικές ανακαλύψεις. Το γεγονός ότι ξεδιπλωνόταν μια εποχή ανθρώπινης προόδου, μόνο ενίσχυε την αίσθηση ότι η νεογέννητη Pax Americana θα γινόταν μόνιμη.

Η θριαμβολογία εκείνης της μεθυστικής εποχής, παρόλα αυτά, μετριάστηκε από μερικές σοβαρές συνειδητοποιήσεις. Όπως έγραψα σε ένα μεταβατικό μνημόνιο για τον επερχόμενο υπουργό Εξωτερικών, Warren Christopher, στις αρχές του 1993, «παράλληλα με την παγκοσμιοποίηση της οικονομίας του κόσμου, το διεθνές πολιτικό σύστημα κλίνει σχιζοφρενικά προς τον μεγαλύτερο κατακερματισμό». Η νίκη στον Ψυχρό Πόλεμο προκάλεσε αύξηση της δημοκρατικής αισιοδοξίας, αλλά «δεν έχει τελειώσει την ιστορία, ούτε μας έχει φέρει στο χείλος της ιδεολογικής αρμονίας». Οι δημοκρατίες που απέτυχαν να παράγουν οικονομικά και πολιτικά αποτελέσματα θα παρέπαιαν. Και ενώ ήταν αλήθεια ότι για πρώτη φορά σε μισό αιώνα οι Ηνωμένες Πολιτείες δεν είχαν παγκόσμιο στρατιωτικό αντίπαλο, ήταν «απολύτως κατανοητό ότι η επιστροφή του αυταρχισμού στην Ρωσία [5] ή μια επιθετικά εχθρική Κίνα [6] θα μπορούσε να αναβιώσει μια τέτοια παγκόσμια απειλή».