Οι εσωτερικοί εχθροί του ΝΑΤΟ | Foreign Affairs - Hellenic Edition
Secure Connection

Οι εσωτερικοί εχθροί του ΝΑΤΟ

Πώς η παρακμή της δημοκρατίας θα μπορούσε να καταστρέψει την Συμμαχία*
Περίληψη: 

Σε σύνοδο κορυφής του ΝΑΤΟ στις Βρυξέλλες, τον Μάρτιο του 2017. POOL / REUTERS

Η CELESTE A. WALLANDER είναι πρόεδρος και διευθύνων σύμβουλος του U.S. Russia Foundation και ανώτερη σύμβουλος της WestExec Advisors. Από το 2013 έως το 2017, υπηρέτησε ως ειδική βοηθός του Προέδρου και ανώτερη διευθύντρια για τις Ρωσικές και Ευρασιατικές Υποθέσεις στο Συμβούλιο Εθνικής Ασφάλειας.

Το ΝΑΤΟ αντιμετωπίζει σήμερα πολλές προκλήσεις. Τρομοκράτες έχουν επιτεθεί σε ευρωπαϊκές πρωτεύουσες, η μετανάστευση ασκεί πιέσεις στα συστήματα συνοριακής και εθνικής ασφάλειας, η Ρωσία είναι ικανή και πρόθυμη να χρησιμοποιήσει στρατιωτική ισχύ και άλλα μέσα επιρροής στην Ευρώπη, και ο πρόεδρος των ΗΠΑ, Ντόναλντ Τραμπ, απείλησε να καταργήσει συνολικά την συμμαχία. Αλλά το πιο σοβαρό πρόβλημα δεν είναι μια από αυτές τις προφανείς απειλές˙ αντίθετα, πρόκειται για την κατάρρευση της φιλελεύθερης δημοκρατίας μέσα στην ίδια την συμμαχία.

23042019-1.jpg

Σε σύνοδο κορυφής του ΝΑΤΟ στις Βρυξέλλες, τον Μάρτιο του 2017. POOL / REUTERS
-------------------------------------------------------------------

Ο Οργανισμός του Βορειοατλαντικού Συμφώνου (North Atlantic Treaty Organization) [1] δεν ήταν ποτέ μια τυπική συμμαχία. Από την ίδρυσή του το 1949, το ΝΑΤΟ όχι μόνο αποθάρρυνε και υπερασπίστηκε τις εξωτερικές απειλές˙ έχει επίσης προωθήσει τις αρχές της φιλελεύθερης δημοκρατικής διακυβέρνησης. Αν και η συνοχή του αρχικά βασίστηκε στην κοινή απειλή της Σοβιετικής Ένωσης, το ΝΑΤΟ ήταν πιο ενοποιημένο από τους περισσότερους πολυμερείς οργανισμούς χάρη στον κοινό χαρακτήρα των μελών του. Σχεδόν όλα τα μέλη του ήταν δημοκρατικά εκλεγμένες κυβερνήσεις που ήταν υπόλογες έναντι των πολιτών τους, δεσμεύονταν από το κράτος δικαίου και ήταν αφοσιωμένες στην υπεράσπιση των πολιτικών και κοινωνικών δικαιωμάτων. Το άρθρο 2 της ιδρυτικής συνθήκης του ΝΑΤΟ δέσμευσε τα μέλη να «ενισχύουν τα ελεύθερα θεσμικά τους όργανα».

Οι χώρες που αντιμετώπιζαν μια κοινή απειλή ενώθηκαν συχνά για άμυνα και επιβίωση, αλλά οι περισσότερες συμμαχίες δεν διαρκούν πολύ όταν εξαλειφθεί η απειλή. Αυτός είναι ο λόγος για τον οποίο πολλοί παρατηρητές φοβούνταν ότι το ΝΑΤΟ θα εξαφανιστεί με το τέλος της Σοβιετικής Ένωσης. Αλλά χάρη στην εσωτερική συνοχή που δημιούργησαν οι δημοκρατικές αξίες του και τα κίνητρα που δημιούργησαν οι προϋποθέσεις του για τα νέα μέλη, η συμμαχία διέψευσε τις προβλέψεις. Αντί να αποσυντεθεί, το ΝΑΤΟ προσαρμόστηκε στις νέες προκλήσεις και έγινε ο ακρογωνιαίος λίθος της διατλαντικής ασφάλειας μετά τον Ψυχρό Πόλεμο.

Σήμερα, το Κρεμλίνο [2] αποτελεί για άλλη μια φορά σοβαρή απειλή για την Ευρώπη και πέρα από αυτήν. Όμως, σε αντίθεση με την τελευταία φορά που η συμμαχία αντιμετώπισε την Ρωσία, τώρα το ΝΑΤΟ κινδυνεύει. Πολλά μέλη διαλύουν τα θεσμικά όργανα και τις πρακτικές της φιλελεύθερης δημοκρατίας που αναδύθηκαν θριαμβευτικά στον Ψυχρό Πόλεμο, και τα πράγματα μπορεί να χειροτερέψουν αν οι αυταρχικοί δημαγωγοί εκμεταλλευτούν τους λαϊκίστικους φόβους για να αποκτήσουν πολιτική επιρροή σε άλλα κράτη-μέλη. Ακριβώς την στιγμή που η συμμαχία είναι αναγκαία όσο ποτέ άλλοτε για να αντιμετωπίσει τις προκλήσεις από το εξωτερικό, τα θεμέλια της ισχύος της κινδυνεύουν να καταρρεύσουν εξαιτίας προκλήσεων από το εσωτερικό.

ΤΟ ΤΙΜΗΜΑ ΤΗΣ ΑΠΟΔΟΧΗΣ

Μετά την πτώση της Σοβιετικής Ένωσης, τα φιλελεύθερα δημοκρατικά διαπιστευτήρια των μελών του ΝΑΤΟ έγιναν ακόμη πιο σημαντικά για την συμμαχία. Αν και πολλοί ειδικοί και πολιτικοί εξέφρασαν την ελπίδα ότι η Ευρώπη θα εξέλθει από τον Ψυχρό Πόλεμο ολόκληρη, ελεύθερη και ειρηνική, άλλοι προειδοποίησαν ότι χωρίς έναν κοινό εχθρό, η περιοχή θα μπορούσε να επιστρέψει σε προηγούμενους κύκλους αστάθειας και συγκρούσεων που τροφοδοτούνται από ρεβανσιστικά, σοβινιστικά και αντιφιλελεύθερα ευρωπαϊκά καθεστώτα. Μακράν του να είναι άσχετο, υποστήριζαν οι παρατηρητές αυτοί, το ΝΑΤΟ θα διαδραματίσει βασικό ρόλο στην ενίσχυση των φιλελεύθερων δημοκρατιών και στην δημιουργία εμπιστοσύνης μεταξύ των χωρών που είχαν ξοδέψει αιώνες πολεμώντας η μια την άλλη.

Και ακριβώς όπως αναμενόταν, οι διασυνοριακές διαμάχες και οι σιγοβράζουσες εθνοτικές συγκρούσεις στην ανατολική Ευρώπη άρχισαν να απειλούν την ειρήνη σχεδόν αμέσως μετά την πτώση της Σοβιετικής Ένωσης. Και με την αποσύνθεση της Γιουγκοσλαβίας στις αρχές της δεκαετίας του 1990, τελικά την χάλασαν. Ενόψει αυτών των προκλήσεων, το ΝΑΤΟ επιδίωξε να αξιοποιήσει την επιθυμία για ένταξη [σε αυτό] προκειμένου να ενθαρρύνει τις πολιτικές μεταρρυθμίσεις, απαιτώντας από τα νέα μέλη να ανταποκρίνονται στα πρότυπά του περί καλής διακυβέρνησης. Η απόφαση αυτή βασίστηκε στην πεποίθηση ότι οι φιλελεύθεροι θεσμοί, οι πρακτικές και οι αξίες θα εμπόδιζαν την επιστροφή στην εθνική, εθνικιστική, εξτρεμιστική και μη ανεκτική δυναμική που είχε προκαλέσει καταστροφικές συγκρούσεις στην Ευρώπη εδώ και αιώνες. Προκειμένου να προωθηθεί η ασφάλεια στην Ευρώπη, το ΝΑΤΟ απαιτούσε από τα νέα μέλη να αφήσουν πίσω τους τις αυταρχικές πρακτικές.

Η εκπλήρωση αυτών των απαιτήσεων ήταν συχνά πολιτικά αμφιλεγόμενη και τα επίδοξα μέλη δεν τα κατάφεραν πάντα. Οι χώρες που είχαν περάσει δεκαετίες υπό αυταρχική κομμουνιστική κυριαρχία έπρεπε να εξαλείψουν την παρατεταμένη επιρροή των υπηρεσιών πληροφοριών, να ανατρέψουν τον πολιτικοποιημένο έλεγχο του στρατού υπέρ των απολίτικων επαγγελματικών αμυντικών δυνάμεων, να θέσουν νομοθετικό έλεγχο στις στρατιωτικές προμήθειες και να εφαρμόσουν πολιτικές προσωπικού που θα καταπολεμούσαν την διαφθορά. Όλα αυτά έχουν πάρει χρόνο: Το Μαυροβούνιο έθεσε ως στόχο την ένταξη το 2007, αλλά έπρεπε να περιμένει δέκα ακόμη χρόνια για να εισέλθει. Και η απλή φιλοδοξία δεν είναι αρκετή: Η Βοσνία, για παράδειγμα, δεν έχει ακόμη εκπληρώσει τα κριτήρια που έθεσε η συμμαχία το 2010 για να δοθεί στην χώρα το Σχέδιο Δράσης για τα Μέλη, ένας πρόδρομος της διαδικασίας για την ένταξη. Αυτές οι απαιτήσεις ενδέχεται να έχουν επιβραδύνει την διαδικασία επέκτασης του ΝΑΤΟ, αλλά οι φιλελεύθεροι θεσμοί και πρακτικές έχουν κεντρική σημασία για την δημιουργία ασφάλειας και εμπιστοσύνης μεταξύ των διαφόρων κοινωνιών της Ευρώπης. Οτιδήποτε λιγότερο θα είχε αποδυναμώσει την συμμαχία αντί να την ενισχύσει.