Η Τουρκία και οι χώρες της Κεντρικής Ασίας | Foreign Affairs - Hellenic Edition
Secure Connection

Η Τουρκία και οι χώρες της Κεντρικής Ασίας

Εμπόριο, επενδύσεις, μεταφορές και ενέργεια

Το «αφήγημα» επί του οποίου η Τουρκία στήριξε την οικοδόμηση της συνεργασίας ήταν η τουρκοφωνία, επομένως οι «κοινοί» -σε ποιον τελικά βαθμό, μικρή σημασία έχει- εθνοτικοί, πολιτιστικοί και ιστορικοί δεσμοί μεταξύ όλων αυτών των λαών (ουσιαστικά μια από τις πολλές κατά καιρούς εκδοχές του Παντουρκισμού) [5]. O όρος ο οποίος μέχρι και σήμερα χρησιμοποιούν όλοι σχεδόν οι Τούρκοι ακαδημαϊκοί και αξιωματούχοι για τα κράτη αυτά είναι «Οι τουρκικές δημοκρατίες», ενώ ο πρώην πρόεδρος Gul, όταν υπέγραψε την διακήρυξη του Ναχιτσεβάν το 2009 (βλ. παρακάτω), δήλωσε: «Είμαστε μεν έξι κράτη, αλλά ένα έθνος». Στην βάση του συγκεκριμένου κριτηρίου προσέγγισης, μόνον η ορεινή Δημοκρατία του Τατζικιστάν δεν θα μπορούσε να συμπεριληφθεί, καθώς ειδικά οι Τατζίκοι είναι μη τουρκογενής λαός, με την γλώσσα τους να αποτελεί παραλλαγή της περσικής (φαρσί). Ήδη από το 1992, λοιπόν, επί προεδρίας του οραματιστή Τ. Ozal, δρομολογήθηκαν πολυμερείς Σύνοδοι Κορυφής μεταξύ των συγκεκριμένων χωρών, ενώ παράλληλα, σε διμερές επίπεδο, οι επίσημες επισκέψεις Τούρκων ηγετών στις πρωτεύουσες της περιοχής ήταν πάρα πολύ συχνές [6]. Το 1993, το τουρκικό Υπουργείο Πολιτισμού πρωτοστάτησε στην ίδρυση της διεθνούς οργάνωσης TÜRKSOY (International Organization of Turkic Culture), με στόχο την πολιτιστική καταρχήν συνεργασία [7]. Γενικός Γραμματέας αυτής από το 2008 είναι ο Καζάκος μαέστρος κ. Kasseinov, ενώ με καθεστώς παρατηρητή συμμετέχει και το ψευδοκράτος της Βόρειας Κύπρου [8].

Όπως ήταν αναμενόμενο, οι μεν ΗΠΑ την εποχή της διακυβέρνησης Clinton συνέδραμαν την Τουρκία στην εν λόγω απόπειρα διείσδυσης, ενώ, αντίθετα, η Ρωσική Ομοσπονδία (επί ημερών του ανίσχυρου από πολλές απόψεις B. Yeltsin) ήταν μεν ενοχλημένη, αλλά δεν μπορούσε να κάνει και πολλά πράγματα. Εντούτοις, αυτήν την αρχική φάση ευφορίας και υπεραισιοδοξίας για την Τουρκία, η οποία διήρκεσε λίγα μόνον έτη μέχρι τα μέσα της δεκαετίας του 1990, την διαδέχτηκε μια μάλλον ανώμαλη προσγείωση: «Δεν αποσχιστήκαμε από την Ρωσία μόνο και μόνο για να αντικαταστήσουμε τον ένα μεγάλο αδελφό με άλλο», είπε χαρακτηριστικά κάποια στιγμή ο Nazarbayev. Επιπλέον, ειδικά ως προς το Καζακστάν, η ισχυρή ρωσική μειονότητα των 4 εκατ. Ρώσων δεν ήθελε να ακούει παντουρκικά αφηγήματα.

Αλλά και η ίδια η Άγκυρα δεν άργησε να αντιληφθεί ότι το όλο «αφήγημα» των τουρκογενών λαών δεν επαρκεί για να της προσδώσει προνομιακή σχέση με την περιοχή. Το άκρως αποκαλυπτικό άρθρο του Davutoğlu «Προς ένα κοινό μέλλον», που δημοσιεύτηκε στην δεξαμενή σκέψης SAM όταν ακόμη ήταν Υπουργός Εξωτερικών (Ιανουάριος 2013), αναγνωρίζει την ανάγκη μετάβασης από τον πρότερο συναισθηματισμό προς τον ορθολογισμό, στην βάση του σεβασμού των επί μέρους εθνικών ταυτοτήτων [9]. Αλληλεγγύη και αλληλοκατανόηση αποτελούν τις αρχές της νέας σχέσης, σύμφωνα με την οπτική του Davutoğlu. Ήδη λοιπόν από τη δεκαετία του 2000 και μολονότι το «αφήγημα» του ωμού Παντουρκισμού δεν εγκαταλείφθηκε τελείως, ακολούθησε η φάση του πραγματιστικού επαναπροσδιορισμού της τουρκικής εξωτερικής πολιτικής, με έμφαση στην οικονομική διπλωματία: Επιφανείς Τούρκοι επιχειρηματίες ενθαρρύνθηκαν ασμένως από την Άγκυρα να στραφούν άμεσα στην Ανατολή με πολύτιμη αρωγή εκ μέρους της αρμόδιας υπηρεσίας εξωστρέφειας (ΤΙΚΑ), ενώ η -επίσης κρατική- τράπεζα ΕΧΙΜΒΑΝΚ χορήγησε πιστώσεις στα μετασοβιετικά κράτη, καίτοι με μάλλον υψηλά επιτόκια. Ο τίτλος μιας ανάλυσης του πρακτορείου Reuters το 2010 ήταν αποκαλυπτικός: «Οι τίγρεις της Ανατολίας πηγαίνουν εκεί που τις οδηγεί η διπλωματία της Τουρκίας» [10].

Επί ημερών Erdogan, τα τελευταία 15 έτη, η de facto οικονομική σχέση της Τουρκίας με το Αζερμπαϊτζάν και τις χώρες της Κεντρικής Ασίας απέκτησε και θεσμικό ή διακρατικό μανδύα. Αποκορύφωμα όλων αυτών των ενεργειών αποτέλεσε η σύσταση, τον Οκτώβριο του 2009, του Συμβουλίου Συνεργασίας Τουρκόφωνων Κρατών (Cooperation Council of Turkic Speaking States ή πιο επιγραμματικά Turkic Council), ενός διεθνούς οργανισμού ελάχιστα γνωστού στην Ελλάδα. Η σχετική απόφαση, μάλιστα, ελήφθη στις 3/10/2009 κατά την 9η Σύνοδο Κορυφής των τουρκόφωνων κρατών στο ορεινό Ναχιτσεβάν, περίκλειστο θύλακα του Αζερμπαϊτζάν μεταξύ Ιράν και Αρμενίας και ιστορική κοιτίδα της δυναστείας Aliyev [11]. Η σπουδαιότητα της σχετικής απόφασης έγκειται στο γεγονός ότι οι συμβαλλόμενες χώρες βλέπουν την σταθερότητά τους και τα οικονομικά-πολιτιστικά τους συμφέροντα να είναι αλληλένδετα, άρα θα εφαρμόσουν τον απαραίτητο σχεδιασμό επί της συγκεκριμένης «πλατφόρμας» διακρατικής συνεργασίας, παρατηρεί λίγα χρόνια μετά ο Davutoğlu [12].

Ιδρυτικά κράτη-μέλη του Συμβουλίου Συνεργασίας είναι τέσσερα: Η Τουρκία, το Καζακστάν, το Αζερμπαϊτζάν και η Κιργισία. Το Ουζμπεκιστάν είναι αρκετά πιθανόν να προσχωρήσει και αυτό στο άμεσο μέλλον, σύμφωνα με δήλωση του προέδρου του, Shavkat Mirziyoyev προς τον Τύπο στις 30/4/2018, ενώ το Τουρκμενιστάν δύσκολα θα το πράξει, λόγω της παραδοσιακής του πολιτικής περί ουδετερότητας. Πάντως, και οι δύο αυτές χώρες διατηρούν σήμερα καθεστώς παρατηρητή (observer status), όπως άλλωστε, από τις αρχές του 2018, και η κεντροευρωπαϊκή… Ουγγαρία, που είναι επίσης πλήρες μέλος της ΕΕ! Σύμφωνα με την ιστοσελίδα του τουρκικού ΥΠΕΞ, εκπεφρασμένος στόχος (mission statement) του εν λόγω Οργανισμού είναι ο παρακάτω: «Επωφελούμενος από τις ιστορικές και πολιτισμικές συσσωματώσεις του Τουρκικού κόσμου, να αναπτύξει την πολυμερή συνεργασία μεταξύ των τουρκόφωνων Κρατών» [13].

Η Γραμματεία του Οργανισμού ξεκίνησε τη λειτουργία της τον Νοέμβριο του 2010 με έδρα την Κωνσταντινούπολη και επικεφαλής τον Τούρκο πρέσβυ κ. Akinci. Τον Σεπτέμβριο του 2014, ο Akinci αντικαταστάθηκε από τον -ηλικίας μόλις 36 ετών τότε- Αζέρο κ. Hasanov. Αυτός παρέμεινε Γραμματέας μέχρι το Σεπτέμβριο του 2018, οπότε τον διαδέχτηκε ο Καζάκος διπλωμάτης (πρώην πρέσβυς σε Ριάντ, Άγκυρα και Τεχεράνη) κ. Amreyev, ο οποίος είχε ξεκινήσει την καριέρα του στο… σοβιετικό ΥΠΕΞ το 1980.