Η χαμένη υπόσχεση του Διαδικτύου | Foreign Affairs - Hellenic Edition
Secure Connection

Η χαμένη υπόσχεση του Διαδικτύου

Και πώς η Αμερική μπορεί να την επαναφέρει

Οι Ηνωμένες Πολιτείες προσηλύτισαν στο εξωτερικό με το πλαίσιο της πολιτικής τους υπέρ της ανοικτότητας. Το 1997, η Ουάσιγκτον διαπραγματεύθηκε μια συμφωνία μέσω του Παγκόσμιου Οργανισμού Εμπορίου, η οποία δέσμευσε 67 χώρες που υπέγραψαν τα «ρυθμιστικά αξιώματα υπέρ του ανταγωνισμού» όταν επρόκειτο για τηλεπικοινωνίες, στρώνοντας τον δρόμο για το παγκόσμιο Internet. Και για να ορίσει τους κανόνες της πορείας για το Διαδίκτυο, ενέκρινε μια χούφτα οργανώσεις «πολλαπλών φορέων» (multistakeholder), συμπεριλαμβανομένης της Εταιρείας Internet για Εκχωρημένα Ονόματα και Αριθμούς (Internet Corporation for Assigned Names and Numbers) ή ICANN (η οποία διαχειρίζεται το σύστημα ονομάτων στο Διαδίκτυο [domain names]) και της Task Force Internet Engineering (που προωθεί τα τεχνικά πρότυπα). Το πλαίσιο αυτό προήγαγε τον ανταγωνισμό, προσέφερε νέες οδούς για την ανταλλαγή πληροφοριών και επέτρεψε στο Διαδίκτυο να γίνει μια ζωντανή πλατφόρμα για την ελεύθερη έκφραση και την καινοτομία. Το Διαδίκτυο φαινόταν να οδηγεί σε μια νέα εποχή εκδημοκρατισμού και επιχειρηματικότητας. Κατά το 2011, πιστώθηκε [5] ότι προκάλεσε την Αραβική Άνοιξη.

Αλλά μέχρι τότε, το Διαδίκτυο είχε αλλάξει πολύ. Αρχικά στην ιστορία του, οι χρήστες επικοινωνούσαν άμεσα, και το ηλεκτρονικό ταχυδρομείο (e-mail) ήταν η «απαραίτητη εφαρμογή» (killer app). Με την έλευση του World Wide Web, οι χρήστες μπορούσαν εύκολα να δημιουργούν και να μοιράζονται το δικό τους περιεχόμενο. Ωστόσο, οι σημερινές ψηφιακές πλατφόρμες –συμπεριλαμβανομένων των Amazon, Facebook, Google και Twitter- χρησιμοποιούν αλγόριθμους για την οργάνωση της εμπειρίας των χρηστών. Οι εταιρείες μέσων κοινωνικής δικτύωσης κερδίζουν περισσότερα έσοδα από διαφημίσεις όσο περισσότερο μπορούν να κάνουν τους ανθρώπους να ξοδεύουν στις πλατφόρμες τους και όσο πιο στενά μπορούν να τους στοχεύσουν, και έτσι έχουν κάθε κίνητρο να συλλέγουν όσο το δυνατόν περισσότερα δεδομένα [6] και να τα τροφοδοτούν σε αλγόριθμους που βελτιστοποιούν το περιεχόμενο που βλέπουν οι χρήστες τους.

Την ίδια στιγμή, ο κόσμος εκτός σύνδεσης (offline) μετατοπίστηκε σε σύνδεση (online). Το 2017, σε μια έρευνα Αμερικανών που διεξήχθη από την Σχολή Επικοινωνίας και Δημοσιογραφίας USC-Annenberg, οι ερωτηθέντες παραδέχτηκαν ότι ξοδεύουν online κατά μέσο όρο 24 ώρες την εβδομάδα. Το 40% από αυτούς δήλωσαν ότι θεωρούν πως το Διαδίκτυο διαδραματίζει αναπόσπαστο ρόλο στην αμερικανική πολιτική, ενώ το 83% ανέφερε ότι έκαναν αγορές ηλεκτρονικά. Οι περισσότερες από τις σχετικές κυβερνητικές πολιτικές σχεδιάστηκαν όταν το Διαδίκτυο ήταν απλώς ένα περιθωριακό κομμάτι της ζωής των ανθρώπων, αλλά έχει φθάσει να αγγίξει σχεδόν κάθε πτυχή.

Οι ειδήσεις μεταφέρθηκαν επίσης στο διαδίκτυο, με περισσότερους ανθρώπους να τις μαθαίνουν πλέον μέσω του Διαδικτύου παρά από την τηλεόραση, όπως [το ίδιο έκανε] και η διαφήμιση. Ως αποτέλεσμα, το οικονομικό μοντέλο της έντυπης δημοσιογραφίας κατέρρευσε. Στο παρελθόν, όταν το μέλλον των ειδήσεων φαινόταν υπό αμφισβήτηση, οι Αμερικανοί συζητούσαν δημοσίως τον ρόλο που πρέπει να διαδραματίζουν τα μέσα ενημέρωσης σε μια δημοκρατία. Το Κογκρέσο ρύθμιζε τις αναπτυσσόμενες μορφές των μέσων μαζικής ενημέρωσης, με τον νόμο για το ραδιόφωνο (Radio Act) το 1927 και μετά με τον νόμο περί επικοινωνιών (Communications Act) το 1934, που απαιτούσε από τους ραδιοτηλεοπτικούς φορείς να ενεργούν προς το δημόσιο συμφέρον ως προϋπόθεση για την λήψη αδειών χρήσης των δημόσιων ραδιοκυμάτων. Η κοινωνία των πολιτών προσχώρησε επίσης στην συζήτηση. Μετά τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο, η Επιτροπή για την Ελευθερία του Τύπου (Commission on Freedom of the Press), με επικεφαλής τον Robert Hutchins, πρόεδρο του Πανεπιστημίου του Σικάγο, κατέληξε στο συμπέρασμα ότι τα μέσα μαζικής ενημέρωσης πρέπει να δεσμευτούν στην κοινωνική ευθύνη. Και το 1967, η Επιτροπή Carnegie για την Εκπαιδευτική Τηλεόραση εξέδωσε μια έκθεση για το πώς να έρθει η δημόσια ραδιοτηλεοπτική μετάδοση στα νοικοκυριά των ΗΠΑ, υποκινώντας την ψήφιση το ίδιο έτος του νόμου περί ραδιοτηλεοπτικών εκπομπών (Public Broadcasting Act), ο οποίος δημιούργησε την Εταιρία Δημόσιων Ραδιοτηλεοπτικών Εκπομπών (Corporation for Public Broadcasting). Αλλά όταν το Internet απογειώθηκε, καμιά τέτοια εξέταση δεν έλαβε χώρα.

Εν ολίγοις, καθώς το Διαδίκτυο αναπτύχθηκε πιο συγκεντρωτικά και καθώς ο ρόλος του επεκτάθηκε, οι υπεύθυνοι για την χάραξη πολιτικής απέτυχαν να το παρακολουθήσουν. Όταν επρόκειτο για την επικαιροποίηση των κανονισμών για τις ηλεκτρονικές δραστηριότητες -είτε το ζήτημα αφορούσε στην πολιτική διαφήμιση είτε στην ιδιωτική ζωή- το Διαδίκτυο θεωρήθηκε ως ένα ειδικό πεδίο που δεν χρειαζόταν ρύθμιση. Και οι κακοί άνθρωποι το σημείωσαν.

ΨΗΦΙΑΚΟΙ ΔΙΚΤΑΤΟΡΕΣ

Στις δύσκολες μέρες της Αραβικής Άνοιξης, ορισμένοι παρατηρητές πίστευαν ότι το Διαδίκτυο έδωσε στους αντιφρονούντες ένα σαφές πλεονέκτημα έναντι των καταπιεστών τους. Αλλά οι τύραννοι γενικών έμαθαν να χρησιμοποιούν την τεχνολογία για τους δικούς τους σκοπούς. Αποδείχθηκε ότι, αν και τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης και άλλες τεχνολογίες μπορούν να βοηθήσουν τους διαδηλωτές, μπορούν επίσης να βοηθήσουν το κράτος.

Μια έκθεση του Freedom House, το 2017, διαπίστωσε ότι η ελευθερία του Διαδικτύου μειώθηκε παγκοσμίως για έβδομη συνεχή χρονιά καθώς η Κίνα, η Ρωσία και ορισμένες χώρες του Κόλπου ανέπτυξαν διάφορες εξελιγμένες μεθόδους για τον περιορισμό της πρόσβασης σε ηλεκτρονικές πληροφορίες και εργαλεία επικοινωνίας. Έχουν μπλοκάρει τα εικονικά ιδιωτικά δίκτυα (virtual private networks), καθιστώντας πιο δύσκολο για τους χρήστες να αποφεύγουν τους ελέγχους λογοκρισίας και έχουν κάνει το ίδιο με τις κρυπτογραφημένες εφαρμογές ανταλλαγής μηνυμάτων, όπως η Telegram, αποστερώντας τους διαφωνούντες από την ικανότητα να οργανώνονται μυστικά. Στις Φιλιππίνες, ο πρόεδρος Rodrigo Duterte έχει στρατολογήσει έναν στρατό πληρωμένων διαδικτυακών οπαδών και bots για να προβάλλει μια ατμόσφαιρα δημόσιου ενθουσιασμού και για να εκφοβίσει τους επικριτές του.