Ο ανταγωνισμός μεγάλων δυνάμεων είναι η κορυφαία προτεραιότητα της Ουάσιγκτον | Foreign Affairs - Hellenic Edition
Secure Connection

Ο ανταγωνισμός μεγάλων δυνάμεων είναι η κορυφαία προτεραιότητα της Ουάσιγκτον

Αλλά η Κίνα και η Ρωσία δεν κρατούν τους περισσότερους Αμερικανούς ξύπνιους τη νύχτα

Αυτές οι απόψεις αντιστοιχούν σε συγκεκριμένες πολιτικές προτιμήσεις στο ευρύ κοινό. Μια δημοσκόπηση του Ινστιτούτου Reagan τον Νοέμβριο του 2018 [9] ρώτησε πού θα πρέπει οι Ηνωμένες Πολιτείες να εστιάσουν την στρατιωτική τους ισχύ. Ενδεχομένως προς έκπληξη εκείνων που επιδιώκουν να απομακρύνουν τις Ηνωμένες Πολιτείες από τις αναταραχές στη Μέση Ανατολή, δεν ήταν η Ευρώπη ή η Ασία που ήταν στην κορυφή της λίστας, αλλά η ίδια η Μέση Ανατολή. Μια άλλη δημοσκόπηση [10] του Center for American Progress, ζήτησε από τους ερωτηθέντες να καταγράψουν τις κορυφαίες τους προτεραιότητες επί της εξωτερικής πολιτικής. Το σταμάτημα των ρωσικών παρεμβάσεων στις πολιτικές των ΗΠΑ κατατάσσεται πίσω από την προστασία από την τρομοκρατία, την προστασία των αμερικανικών θέσεων εργασίας, τη μείωση της παράνομης μετανάστευσης, την καταπολέμηση της κλιματικής αλλαγής και την αντιμετώπιση του Ιράν και της Βόρειας Κορέας. Το ζήτημα της κινεζικής οικονομικής και στρατιωτικής επιθετικότητας κατατάσσεται ακόμη χαμηλότερα, κάτω από όλες τις αντίστοιχες προτεραιότητες, καθώς και ο τερματισμός της συμμετοχής στους πολέμους στη Μέση Ανατολή, η καταπολέμηση της παγκόσμιας φτώχειας και η προώθηση του εμπορίου. Και ενώ το 95% των ελίτ της εξωτερικής πολιτικής θα επεδίωκε αντίποινα σε περίπτωση ρωσικής επίθεσης εναντίον συμμάχου του ΝΑΤΟ, σύμφωνα με πρόσφατη έρευνα του Eurasia Group Foundation [11], μόνο το 54% του κοινού θα έκανε το ίδιο. Μαζί, αυτές οι έρευνες σκιαγραφούν την εικόνα ενός αμερικανικού κοινού που ασχολείται λιγότερο με τον ανταγωνισμό μεγάλων δυνάμεων παρά με απειλές -όπως η τρομοκρατία, το Ιράν και η Βόρεια Κορέα- που οι υπεύθυνοι για την χάραξη πολιτικής έχουν υποβιβαστεί σε δεύτερη θέση.

Είναι πιθανό ότι το χάσμα ανάμεσα στην ελίτ και την κοινή γνώμη θα περιοριστεί με την πάροδο του χρόνου, καθώς οι πολιτικοί θα προσαρμόζουν την εστίασή τους στις ανησυχίες που κινητοποιούν περισσότερο το κοινό. Οι πολιτικοί και οι υπεύθυνοι για την χάραξη πολιτικής θα μπορούσαν να αρχίσουν να μιλούν για την τρομοκρατία και τις περιφερειακές απειλές ενώ θα πορεύονται την οδό των μεγάλων δυνάμεων. Πράγματι, κατά την διάρκεια της πρώτης ομιλίας του σχετικά με την Κατάσταση του Έθνους, αμέσως μετά την δημοσίευση της Στρατηγικής Εθνικής Ασφάλειας, ο Trump υπογράμμισε τις προκλήσεις όχι του ανταγωνισμού των μεγάλων δυνάμεων, αλλά της τρομοκρατίας, της Βόρειας Κορέας και της παράνομης μετανάστευσης.

Αλλά μια άλλη, ίσως μεγαλύτερη, πιθανότητα είναι ότι το χάσμα απλά θα επιμείνει. Για δεκαετίες, οι ελίτ ήταν περισσότερο υποστηρικτικές προς την παγκοσμιοποίηση, το εμπόριο, την εξωτερική βοήθεια, και τις συμμαχίες, από όσο ήταν το αμερικανικό κοινό. Το πρόβλημα είναι ότι τα κενά που επιμένουν [τελικά] προκαλούν αντιδράσεις -ένα φαινόμενο που οι Ηνωμένες Πολιτείες αναμφισβήτητα βλέπουν σήμερα με την αντίδραση κατά της παγκοσμιοποίησης, του εμπορίου και των συμμαχιών. Και στον βαθμό που ο μακροπρόθεσμος ανταγωνισμός με την Ρωσία και την Κίνα απαιτεί αντιδράσεις «ολόκληρης της κοινωνίας» και όχι μόνο μια σειρά νέων πολιτικών [δράσεων], όπως πολλοί στην Ουάσινγκτον υποστηρίζουν τώρα [12], μια έλλειψη δημόσιας υποστήριξης εγκυμονεί κινδύνους.

Η απάντηση που προτιμά η Ουάσινγκτον φαίνεται να περιστρέφεται γύρω από την εκπαίδευση του αμερικανικού λαού για τις απειλές των μεγάλων δυνάμεων. Με την Κίνα, το χάσμα αρχίζει ήδη να μειώνεται: Μια έρευνα τον Φεβρουάριο από το Chicago Council [13] έδειξε ότι το ποσοστό των ερωτηθέντων που χαρακτηρίζουν τις Ηνωμένες Πολιτείες και την Κίνα «κυρίως αντιπάλους» αυξήθηκε από 50% τον Μάρτιο του 2018 σε 63%. Είναι σίγουρα δελεαστικό να δανειστεί κάποιος από την σκέψη του Dean Acheson και να καταστήσει τις απειλές της Ρωσίας και της Κίνας «πιο ξεκάθαρες από την αλήθεια» -δηλαδή, να τις απεικονίσει ως κρίσιμες και επικείμενες- κατευθύνοντας έτσι την χώρα προς την δράση. Η ανησυχία είναι ότι με αυτόν τον τρόπο, οι ελίτ θα φλερτάρουν με την υπέρμετρη αντίδραση και θα αυξήσουν το άγχος στο κοινό. Η καλύτερη πορεία είναι να εξηγείται συνεχώς η φύση του μακροπρόθεσμου ανταγωνισμού των μεγάλων δυνάμεων και να συνδεθεί με συγκεκριμένες δράσεις που πρέπει να αναλάβουν οι Αμερικανοί για να ενισχύσουν την θέση τους.

ΕΞΙΣΟΡΡΟΠΩΝΤΑΣ ΤΙΣ ΑΠΕΙΛΕΣ

Ο ανταγωνισμός μεγάλων δυνάμεων είναι ένα γεγονός στην τρέχουσα εποχή μας και είναι πιθανό να κρατήσει για τα καλά στο μέλλον. Η Ρωσία αντιπροσωπεύει μια οξεία βραχυπρόθεσμη απειλή για τις Ηνωμένες Πολιτείες, σε μεγάλο βαθμό αλλά όχι αποκλειστικά λόγω της παρέμβασής της στην αμερικανική δημοκρατία. Ταυτόχρονα, η Κίνα και οι Ηνωμένες Πολιτείες είναι κλειδωμένες σε έναν μακροπρόθεσμο ανταγωνισμό σε στρατιωτικό, οικονομικό, τεχνολογικό και ιδεολογικό επίπεδο.

Όμως, ο ανταγωνισμός μεγάλων δυνάμεων δεν μπορεί να είναι ο μοναδικός στόχος των Ηνωμένων Πολιτειών, και για λόγους άλλους εκτός από το γεγονός ότι ο αμερικανικός λαός έχει άλλες προτεραιότητες. Αν μείνουν χωρίς παρακολούθηση, άλλες απειλές -όπως μια μαζικών θυμάτων τρομοκρατική επίθεση στο έδαφος των ΗΠΑ ή ένας βορειοκορεατικός πύραυλος που θα πέσει κοντά τις Ηνωμένες Πολιτείες - θα μπορούσαν εύκολα να ανατρέψουν ένα προσεκτικά κατασκευασμένο σύνολο πολιτικών με στόχο την αντιμετώπιση της Ρωσίας και της Κίνας. Σε μια τέτοια περίπτωση, ο πειρασμός να υιοθετηθεί η αντιτρομοκρατία ή ο περιορισμός των κρατών-κακοποιών ως κύρια προτεραιότητα εθνικής ασφάλειας θα μπορούσε να γίνει ακαταμάχητος -αφήνοντας τις Ηνωμένες Πολιτείες ακόμη πιο ευάλωτες σε απειλές από την Ρωσία και την Κίνα.