Η αμυντική στρατηγική της Ταϊβάν δεν έχει στρατιωτική λογική | Foreign Affairs - Hellenic Edition
Secure Connection

Η αμυντική στρατηγική της Ταϊβάν δεν έχει στρατιωτική λογική

Αλλά έχει πολιτική λογική

Η Ταϊβάν προσεγγίζει μια δυσοίωνη προθεσμία. Επί δεκαετίες, οι ηγέτες του Κινεζικού Κομμουνιστικού Κόμματος δηλώνουν ότι η «μεγάλη εθνική αναζωογόνηση» [1] της Κίνας πρέπει να ολοκληρωθεί μέχρι το έτος 2049. Η εθνική ανανέωση, επιμένει το κόμμα, περιλαμβάνει μια Ταϊβάν που διέπεται από τις ίδιες εξουσίες και αρχές [2] που τώρα βασιλεύουν πέρα από το Στενό της Ταϊβάν. Το Πεκίνο θα προτιμούσε να το επιτύχει αυτό με την ελεύθερη συγκατάθεση του λαού της Ταϊβάν. Αν δεν την δώσουν, η ηγεσία του κόμματος κατέστησε σαφές ότι είναι διατεθειμένη να αποφασίσει το ζήτημα με στρατιωτική δύναμη.

18092019-1.jpg

Ταϊβανέζικα τανκς κατά την διάρκεια στρατιωτικής άσκησης στην Ταϊβάν, τον Ιανουάριο του 2010. Reuters
--------------------------------------------------------------

Για πολλά χρόνια, αυτό φαινόταν σαν μια κενή απειλή. Παραδοσιακά, η Ταϊβάν αντισταθμίζει την κινεζική ανθρώπινη ισχύ με ανώτερη τεχνολογία και εκπαίδευση. Αλλά τα τελευταία 15 χρόνια, ο κινεζικός στρατός έχει εφαρμόσει το πιο φιλόδοξο πρόγραμμα εκσυγχρονισμού που έχει δει ο κόσμος από την δεκαετία του 1930. Το ναυτικό της Κίνας, σύμφωνα με τα λόγια ενός αμυντικού αναλυτή των ΗΠΑ [3], «μεταμορφώθηκε από μια δύναμη παράκτιας άμυνας αποτελούμενη από γενικώς παρωχημένες τεχνολογίες σοβιετικής εποχής, σε σύγχρονη ναυτική υπηρεσία» με δικά της αεροπλανοφόρα, καθοδηγούμενους καταστροφείς πυραύλων, και ικανότητες αμφίβιων μεταφορών, που απαιτείται για να προσβάλλει εξ εφόδου εχθρικές ακτές. Η αεροπορία της έχει τώρα περισσότερα [4] μαχητικά τζετ τέταρτης γενιάς από όσα στρατιωτικά αεροσκάφη διαθέτει η Ταϊβάν. Και η εξειδικευμένη πυραυλική δύναμή της έχει περισσότερους από 1.000 βαλλιστικούς πυραύλους μικρής εμβέλειας [4] για να ρίξει στους διαδρόμους [αεροδρομίων] της Ταϊβάν, στα κέντρα διοίκησης και στις αποθήκες καυσίμων τις πρώτες ώρες του πολέμου. Οι κινεζικές ναυτικές μοίρες και τα μαχητικά αεροσκάφη περικυκλώνουν άφοβα [5] την Ταϊβάν, ενώ τα ταϊβανέζικα συστήματα πληροφοριών και ασφάλειας είναι οι στόχοι [6] κατ’ εκτίμηση 10.000 κυβερνοεπιθέσεων ανά μήνα. Για πρώτη φορά από την δεκαετία του 1950, οι απειλές της Κίνας να εισβάλουν στην Ταϊβάν είναι τρομακτικά αξιόπιστες [7]. Η αντίστροφη μέτρηση έως το 2049 έχει αρχίσει.

Ωστόσο, μια κινεζική επίθεση στην Ταϊβάν θα είχε εξαιρετικό ρίσκο [8]. Θα απαιτούσε τη μεγαλύτερη αμφίβια εισβολή στην ανθρώπινη ιστορία και λόγω της ανελέητης γεωγραφίας του νησιού, οι Ταϊβανέζοι θα χρειαζόταν να υπερασπιστούν μόνο μερικά επιλεγμένα προγεφυρώματα. Η σύγχρονη στρατιωτική τεχνολογία ευνοεί τον αμυνόμενο [9], ο οποίος μπορεί να χρησιμοποιήσει φτηνά πυρομαχικά ακριβείας για να καταστρέψει πιο ακριβά αμφίβια πλοία επιθέσεων, βασικά πλοία και αεροσκάφη του επιτιθέμενου.

Υπό το πρίσμα αυτών των πλεονεκτημάτων, έχει προκύψει ευρεία συναίνεση μεταξύ των αμυντικών αναλυτών των ΗΠΑ που επισκέφθηκαν το νησί: Η Ταϊβάν μπορεί να αποτρέψει με επιτυχία μια κινεζική εισβολή -αλλά μόνο αν επανεξοπλίσει ριζικά τον στρατό της. Αντί να διαθέσει τον περιορισμένο αμυντικό προϋπολογισμό του σε ακριβό εξοπλισμό, όπως stealth μαχητικά, τανκς ή υποβρύχια, ο ταϊβανέζικος στρατός πρέπει να επενδύσει σε φτηνά, αναλώσιμα, μαζικής παραγωγής οπλικά συστήματα που μπορούν εύκολα να μετακινηθούν, να παραλλαχθούν και να αναπτυχθούν εναντίον μιας αμφίβιας δυνάμεως εισβολής. Στην πράξη, αυτό σημαίνει ένα ναυτικό που αποτελείται από πυραυλάκατους περιπολίας, πλοία που τοποθετούν νάρκες, μικρά ημι-υποβρύχια και υποβρύχια drones˙ ένα εξάρτημα αεράμυνας που βασίζεται σε κινητές συστοιχίες βλημάτων επιφανείας-αέρος˙ δυνάμεις ξηράς οπλισμένες ως τα δόντια με εναέρια drones, νάρκες ξηράς, και καθοδηγούμενους πυραύλους κατά πλοίων και κατά τεθωρακισμένων˙ μια εφεδρική δύναμη και έναν άμαχο πληθυσμό με ευχέρεια στις ανταρτικές τακτικές˙ και μια βιομηχανική πολιτική επικεντρωμένη στην ανάπτυξη καινοτομιών σε τεχνολογίες πυραύλων και drone.

Αυτού του είδους ο «αντι-πρόσβασης» (“anti-access”) στρατός δεν θα ήταν σε θέση να υπερασπιστεί τις εδαφικές διεκδικήσεις της Ταϊβάν στην θάλασσα της Νότιας Κίνας ούτε να καθαρίσει τον ουρανό από τα κινεζικά μαχητικά. Αλλά σε περίπτωση κινεζικής εισβολής, θα είναι σε θέση να παρατείνει τις μάχες αρκετά για να μπορέσουν να επέμβουν οι σύμμαχοι της Ταϊβάν. Πιο σημαντικό, θα μπορούσε να αποτρέψει την Κίνα από την έναρξη μιας εισβολής εξ αρχής.

Στα μάτια πολλών αμυντικών αναλυτών των ΗΠΑ, οι ηγέτες της Ταϊβάν αντιμετωπίζουν μια εύκολη επιλογή: Μπορούν να εξασφαλίσουν την επιβίωση του έθνους τους μέσω της μαζικής παραγωγής ή της προμήθειας εξοπλισμών χαμηλού κόστους και χαμηλού προφίλ. Ή μπορούν να συνεχίσουν να χάνουν τους πόρους τους σε αυτά που οι αναλυτές Colin Carroll και Rebecca Friedman Lissner [10] αποκάλεσαν «ικανότητες “κύρους” … χωρίς απτό όφελος στην αποτροπή ή στον πόλεμο».

Το ερώτημα είναι: Γιατί οι Ταϊβανέζοι δεν βλέπουν τα πράγματα με τον ίδιο τρόπο;

18092019-2.jpg

Ένα ταϊβανέζικο F-16 κατά την διάρκεια μιας άσκησης στην Jiadong, τον Νοέμβριο του 2011. Pichi Chuang / Reuters
---------------------------------------------------------------

Η ΑΞΙΑ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΛΙΣΜΟΥ

Στις 6 Ιουνίου, το υπουργείο Εθνικής Άμυνας της Ταϊβάν ανακοίνωσε μια αγορά όπλων ύψους 2,25 δισεκατομμυρίων δολαρίων από τις Ηνωμένες Πολιτείες. Το πακέτο χωρίστηκε σε δύο μέρη: 250 εκατομμύρια δολάρια για ένα φορτίο πυραύλων Stinger και 2 δισεκατομμύρια για 108 τανκς κύριας μάχης [11]. Το πρώτο μέρος του πακέτου ταιριάζει αρκετά καλά μέσα σε μια κατανεμημένη αμυντική στάση «αντι- πρόσβασης». Η δεύτερη αγορά δεν είναι.

Η Ταϊβάν είναι μια κουρελού από βουνά που καλύπτονται από ζούγκλα, λασπώδεις ορυζώνες και πυκνοκατοικημένες αστικές περιοχές -έδαφος που δυσκολεύει τους ελιγμούς των τανκς. Η πιο πιθανή χρήση για τανκς όπως αυτά, θα ήταν σε σχηματισμό κοντά σε παραλίες [12] για επιχειρήσεις αντι-απόβασης, όπου θα ήταν εξαιρετικά ευάλωτα σε επίθεση από τον αέρα. Καθώς οι Κινέζοι διοικητές δεν θα προσγειώσουν ποτέ μια δύναμη εισβολής, εκτός αν εξασφαλίσουν πρώτα αεροπορική υπεροχή, αυτά τα τανκς δεν θα σημαίνουν ποτέ τίποτα περισσότερο από 108 πολύ ακριβούς εύκολους στόχους [στμ: sitting ducks, στο πρωτότυπο].

Η αγορά ταιριάζει με ένα μακρόχρονο ταϊβανέζικο μοτίβο: Το να δίνεται προτεραιότητα στις πλατφόρμες υψηλού κύρους παρά στους ανθρώπους. Το Υπουργείο Εθνικής Άμυνας έχει μειώσει τις στρατιωτικές συντάξεις [13] και απέτυχε να καταβάλει στους εθελοντές στρατιώτες έναν ανταγωνιστικό μισθό [14] ή να τους παράσχει τα απαραίτητα οφέλη, και δεν έχει αρκετές σφαίρες διαθέσιμες [15] για τους [κληρωτούς] στρατιώτες ώστε να ασκηθούν στην σκοποβολή περισσότερο από μόνο μερικές φορές στο σύνολο της θητείας τους.

Ωστόσο, εκτός από την αγορά των τανκς, η κυβέρνηση της προέδρου Tsai Ing-wen υποσχέθηκε να βρει 8 δισεκατομμύρια δολάρια -που αντιστοιχούν στο 70% του στρατιωτικού προϋπολογισμού του Ταϊβάν για το 2019- ώστε να αγοράσει 66 νέα αεροσκάφη F-16 (αν και σε περίπτωση σύγκρουσης με την Κίνα, τα περισσότερα από αυτά θα καταστρέφονταν από πυραύλους του PLA [του κινεζικού Λαϊκού Απελευθερωτικού Στρατού] ενώ θα βρίσκονταν ακόμη στους διαδρόμους των αεροδρομίων [16]). Το ναυτικό της Ταϊβάν προωθεί επίσης τακτικά σχέδια για ένα εγχώρια κατασκευασμένο ελικοπτεροφόρο [17] και ένα αντιτορπιλικό τύπου Aegis [18]. Δισεκατομμύρια έχουν δοθεί στην ανάπτυξη εγχώριων κινητήρων τζετ και μαχητικών [19]. Το πιο καταστροφικό από όλα, περίπου το ένα δέκατο του αμυντικού προϋπολογισμού έχει διατεθεί για την ανάπτυξη του ταϊβανέζικου εγχώριου προγράμματος υποβρυχίων [20]. Σύμφωνα με τις αγρίως αισιόδοξες κυβερνητικές προβλέψεις, το πρώτο από αυτά τα υποβρύχια θα είναι αξιόπλοο το 2025. Μόνο λίγα παραπάνω θα μπορούσαν να κατασκευαστούν πριν από την λήξη της δεκαετίας, με εκτιμώμενο κόστος στο 1 δισεκατομμύριο δολάρια ανά πλοίο.

Από μια άποψη τακτικής, αυτή η στρατηγική προμηθειών είναι παράλογη. Σε αυτό το σημείο, οι αναλυτές των ΗΠΑ συμφωνούν: Με το να οικοδομούν τον στρατό τους γύρω από ακριβές, υψηλής τεχνολογίας στρατιωτικές μηχανές, οι Ταϊβανέζοι δεσμεύονται σε έναν αγώνα δρόμου που δεν έχουν τα μέσα για να κερδίσουν. Ωστόσο, υπάρχει ένα διαφορετικό πρίσμα μέσω του οποίου μπορεί να ιδωθούν αυτές οι αγορές, κάτι που λίγοι παρατηρητές των ΗΠΑ εξετάζουν στις αναλύσεις τους. Στο πλαίσιο του υπερ-κομματικοποιημένου πολιτικού και μηντιακού περιβάλλοντος της Ταϊβάν, οι αμυντικές προτεραιότητες των ηγετών της Ταϊβάν δημιουργούν μια διεστραμμένη λογική.

Οι Ταϊβανέζοι είναι απομονωμένοι στην διεθνή σκηνή, μη έχοντας αναγνωριστεί επίσημα από κανέναν από τους πιο κρίσιμους οικονομικούς και αμυντικούς εταίρους τους, και συνεχώς υπόκεινται σε μια βλαπτική κινεζική προπαγανδιστική εκστρατεία που είναι σχεδιασμένη ώστε να υπονομεύει την εμπιστοσύνη του κοινού στην διπλωματική στάση και την στρατιωτική ισχύ της Ταϊβάν. Ως αποτέλεσμα, κάθε διεθνές συμβάν -οτιδήποτε μπορεί να δείχνει ότι μειώνει την θέση της Ταϊβάν στον κόσμο- είναι μια ευκαιρία για να σημειωθούν πολιτικοί πόντοι εναντίον του κόμματος που βρίσκεται στην εξουσία.

Εξετάστε τον ανταγωνισμό της Ταϊβάν με την Κίνα για επίσημη διπλωματική αναγνώριση. Το εάν μικρές χώρες αναγνωρίζουν επίσημα την Ταϊβάν δεν έχει ουσιώδη επίδραση στην οικονομία ή την ασφάλεια της χώρας. Ο αντίκτυπος είναι ψυχολογικός και πολιτικός. Όταν το Ελ Σαλβαδόρ διέκοψε τους δεσμούς με την Ταϊπέι το 2018 και μετέφερε την αναγνώρισή του στο Πεκίνο, ένας εκπρόσωπος του Κουομιντάγκ (ΚΜΤ), του κύριου κόμματος της αντιπολίτευσης στην Ταϊβάν, κατηγόρησε [21] το κυβερνών Δημοκρατικό Προοδευτικό Κόμμα (DPP) για καλλιέργεια της καταστροφής: «Το DPP πρέπει να αναλάβει την ευθύνη για την απομόνωση της Ταϊβάν και να απολογηθεί στον λαό μας», βρόντηξε ο εκπρόσωπος. «Θα ήθελα προσωπικά να ρωτήσω την Tsai Ing-wen: Πού ακριβώς οδηγείτε στην Δημοκρατία της Κίνας;».

Τα στρατιωτικά λάθη ενεργοποιούν παρόμοια πυρά στα μέσα ενημέρωσης. Ένα σκάνδαλο ξέσπασε το 2016, όταν ένας πύραυλος κατά πλοίων εκτοξεύτηκε τυχαία εναντίον ενός ταϊβανέζικου αλιευτικού σκάφους, σκοτώνοντας τον καπετάνιο του. Μέσα σε μια μέρα, εκπρόσωποι του KMT χαρακτήρισαν το περιστατικό [22] ως μια «κρίση εθνικής ασφάλειας» και ζήτησαν από την Τσάι να ακυρώσει το προγραμματισμένο ταξίδι της στις Ηνωμένες Πολιτείες. Η Tsai μετατόπισε την ευθύνη προς τα κάτω, κατηγορώντας τον στρατό [23] για «απόλυτη περιφρόνηση της πειθαρχίας και πλήρη έλλειψη ικανότητας». Η επακόλουθη φρενίτις των μέσων ενημέρωσης ακολούθησε το φυσιολογικό ταϊβανέζικο μοτίβο, με βεβιασμένες απολογίες στα υψηλά και στα χαμηλά της ταϊβανέζικης αλυσίδας διοίκησης, προσφέροντας τροφή για 24ωρα οργής στην ταϊβανέζικη τηλεόραση.

Αυτό είναι το πλαίσιο στο οποίο πρέπει να γίνει κατανοητή η στρατηγική προμηθειών της Ταϊβάν. Οι ηγέτες της Ταϊβάν έχουν ένα ισχυρό πολιτικό κίνητρο να αυξήσουν το ανάστημα της Ταϊβάν στην διεθνή σκηνή και να αντισταθούν δημόσια στις προσπάθειες της Κίνας να την αποκόψει από τους συμμάχους της. Παρομοίως, ενθαρρύνονται να δείξουν ότι υπό την ηγεσία τους, ο στρατός της Ταϊβάν παραμένει μια μαχητική δύναμη παγκόσμιου επιπέδου. Η αγορά φανταχτερού στρατιωτικού εξοπλισμού δεν έχει στρατηγική σημασία, αλλά επιτυγχάνει και τους δύο αυτούς στόχους.

Σε μια ανώνυμη συνέντευξη, ένας αξιωματούχος του DPP μου είπε γιατί πίστευε ότι η αγορά των τανκς ήταν τόσο σημαντική: «Η αγορά είναι ένα σήμα ότι το DPP μπορεί να ηγηθεί στην άμυνα. Θα δώσει στους ανθρώπους μεγαλύτερη εμπιστοσύνη ότι δεν κινδυνεύουμε να ξεπεραστούμε από τους Κινέζους. Και το σημαντικότερο, ότι η καλή σχέση της Τσάι με τους Αμερικανούς είναι ο λόγος γι' αυτό». Ένας ανώτερος αξιωματούχος από τον οποίο πήρε συνέντευξη μια ερευνητική ομάδα του Κέντρου Μελετών Πολιτικής Ασφάλειας (Center for Security Policy Studies, CSPS) [6] δικαιολόγησε τις ταϊβανέζικες αιτήσεις για μαχητικά αεροσκάφη F-35 αντί για λιγότερο ακριβά drones, με την ίδια λογική: «Δεν μπορείτε να δημιουργήσετε έναν πιλότο ήρωα από ένα UAV». Η ομάδα του CSPS κατέληξε στο συμπέρασμα ότι για τους περισσότερους Ταϊβανέζους αξιωματούχους από τους οποίους πήραν συνέντευξη, «η αγορά προηγμένων αεροσκαφών από τις Ηνωμένες Πολιτείες ήταν τουλάχιστον τόσο για την διαβεβαίωση του κοινού όσο και για την βελτίωση της ικανότητας διεξαγωγής του πολέμου».

Αυτό είναι ιδιαίτερα σημαντικό, δεδομένης της έλλειψης μιας επίσημης συμμαχίας της Ταϊβάν με τις Ηνωμένες Πολιτείες. Για τους ηγέτες της Ταϊβάν, οι πωλήσεις όπλων είναι μια από τις λίγες διαθέσιμες μετρήσεις για να κρίνουν την δέσμευση των ΗΠΑ στην αιτία τους. Οι ηγέτες της Ταϊβάν μπορούν να διαλαλήσουν την αγορά αμερικανικών οπλικών συστημάτων ως κάτι που το κόμμα τους έκανε για να αυξήσει το διεθνές ανάστημα της Ταϊβάν. Ένα τανκ ή ένα αεριωθούμενο αεροπλάνο αξιολογείται όχι για την πρακτική χρησιμότητά του αλλά για την συμβολική αξία του.

19092019-3.jpg

Ένα υποβρύχιο της Ταϊβάν κατά την διάρκεια ναυτικής άσκησης κοντά στην Kaohsiung, τον Σεπτέμβριο του 2007. Nicky Loh / Reuters
---------------------------------------------------------

ΧΤΥΠΩΝΤΑΣ ΤΟΝ ΣΥΝΑΓΕΡΜΟ

Οι αμυντικές αγορές της Ταϊβάν θα πρέπει να ανησυχήσουν τους Αμερικανούς ηγέτες. Η διφορούμενη δέσμευση των Ηνωμένων Πολιτειών για την άμυνα της Ταϊβάν καθιστά την πραγματική υπεράσπιση της Ταϊβάν λιγότερο αξιόπιστη. Πριν από δύο δεκαετίες, όταν η απειλή μιας κινεζικής εισβολής μπορούσε να αποθαρρυνθεί με την αποστολή ενός αεροπλανοφόρου των ΗΠΑ μέσω του Στενού της Ταϊβάν, μια ως επί το πλείστον συμβολική στρατιωτική σχέση μεταξύ των δύο χωρών ήταν επαρκής τρόπος για να διατηρηθεί η ειρήνη. Αυτό δεν είναι πλέον αληθές. Ο PLA έχει γίνει αρκετά ισχυρός ώστε ούτε η Ταϊβάν ούτε οι Ηνωμένες Πολιτείες μπορούν να αντέξουν ο ταϊβανέζικος στρατός να αφιερώσει άλλη μια δεκαετία σε υπο-βέλτιστες αγορές οπλικών συστημάτων. Εάν οι Ηνωμένες Πολιτείες θέλουν να αυξήσουν την αμυντική δύναμη των ενόπλων δυνάμεων της Ταϊβάν, τότε η Ουάσινγκτον πρέπει να βρει άλλους τρόπους για να δώσει στους ηγέτες της Ταϊβάν τις συμβολικές νίκες που αναζητούν στα εξοπλιστικά πακέτα.

Ο ευκολότερος τρόπος για να γίνει αυτό θα ήταν να διοχετεύσει τις ταϊβανέζικες επιθυμίες για πρεστίζ μακριά από τις προμήθειες και προς την στρατιωτική εκπαίδευση. Το Υπουργείο Άμυνας των ΗΠΑ θα πρέπει να δημιουργήσει κοινές στρατιωτικές ασκήσεις με τις αεροπορικές δυνάμεις, τον στρατό και το ναυτικό της Ταϊβάν. Αυτές οι ασκήσεις πρέπει να είναι τακτικές, καλά δημοσιοποιημένες και, τουλάχιστον αρχικά, να πραγματοποιούνται στο έδαφος των ΗΠΑ. Ένας εύκολος τρόπος για να ξεκινήσουν θα ήταν να κληθεί το ναυτικό της Ταϊβάν να συμμετάσχει επίσημα στην Άσκηση στο Χείλος του Ειρηνικού (Rim of the Pacific Exercise, RIMPAC), μια πολυεθνική ναυτική εχθροπραξία που πραγματοποιείται μέσα και γύρω από τα νησιά της Χαβάης. Οι Ταϊβανέζοι παρατηρητές είχαν προηγουμένως την άδεια να παρευρεθούν, αλλά μόνο ως παρατηρητές με πολιτικά. Με περισσότερα από 20 κράτη-μέλη να συμμετέχουν στην RIMPAC, η επίσημη αντιπροσωπεία της Ταϊβάν θα είναι το είδος του διπλωματικού πραξικοπήματος που χρειάζονται οδυνηρά οι Ταϊβανέζοι πολιτικοί.

Οι κοινές ασκήσεις θα ενίσχυαν επίσης τους μεταρρυθμιστές μέσα στον στρατό της Ταϊβάν που επιθυμούν να κινηθούν προς μια πιο ανθεκτική άμυνα. Αυτό το καλοκαίρι, οι μονάδες αντίστασης της Εσθονίας και της Πολωνίας προσκλήθηκαν στην Ορεσίβια Εκπαιδευτική Δραστηριότητα Ανορθόδοξου Πολέμου του Στρατού των ΗΠΑ (U.S. Army’s Ridge Runner Irregular War Training Activity), που διεξάγεται ετησίως στην Δυτική Βιρτζίνια, για να εκπαιδευτούν σε ανταρτικές τακτικές μαζί με τους Πρασινοσκούφηδες (Green Berets). Εάν η Ταϊβάν προσκληθεί στον επόμενο γύρο, το κύρος του να δουλεύουν ανοιχτά με τις Ειδικές Δυνάμεις των ΗΠΑ μπορεί να δώσει στους μεταρρυθμιστές την ώθηση που χρειάζονται για να αρχίσουν να εκπαιδεύουν τους Ταϊβανέζους στρατιώτες και τους εφέδρους για τις ίδιες δεξιότητες εγχωρίως.

Οτιδήποτε κάνουν οι Ηνωμένες Πολιτείες για την ενίσχυση της άμυνας της Ταϊβάν θα εμποδίσει τους Κινέζους πολεμικούς σχεδιαστές. Ο θυμός τους πιθανόν να ξεχυθεί σε άλλες πτυχές της σινο-αμερικανικής σχέσης. Εάν η δέσμευση των Ηνωμένων Πολιτειών για την ελευθερία της Ταϊβάν έχει κριθεί αρκετά σημαντική ώστε να ρισκάρει την κινεζική μήνι, τότε η Ουάσιγκτον πρέπει να διασφαλίσει ότι η υποστήριξή της ενισχύει την υπεράσπιση της Ταϊβάν. Μια Ταϊβάν της οποίας οι ηγέτες πρέπει να βασίζονται στον συμβολισμό των εξοπλιστικών πακέτων για να ενισχύσουν την εικόνα τους στα μάτια του λαού τους, είναι μια Ταϊβάν που, εάν χρειαστούν δραστικά μέτρα, δεν θα μπορεί να αμυνθεί.

Copyright © 2019 by the Council on Foreign Relations, Inc.
All rights reserved.

Στα αγγλικά: https://www.foreignaffairs.com/articles/taiwan/2019-09-17/taiwans-defens...

Σύνδεσμοι:
[1] https://www.foreignaffairs.com/articles/china/2017-10-30/chinas-new-helm...
[2] https://www.foreignaffairs.com/articles/china/2017-10-18/bolsheviks-beijing
[3] https://doi.org/10.1016/j.orbis.2017.02.010
[4] https://media.defense.gov/2019/May/02/2002127082/-1/-1/1/2019_CHINA_MILI...
[5] https://nationalinterest.org/blog/the-buzz/chinas-air-force-circled-taiw...
[6] http://csps.gmu.edu/wp-content/uploads/2018/11/A-Question-of-Time.pdf
[7] https://thediplomat.com/2019/04/anatomy-of-a-taiwan-invasion-the-air-dom...
[8] https://foreignpolicy.com/2018/09/25/taiwan-can-win-a-war-with-china/
[9] https://csbaonline.org/research/publications/maritime-competition-in-a-m...
[10] https://warontherocks.com/2017/04/forget-the-subs-what-taipei-can-learn-...
[11] https://www.dsca.mil/major-arms-sales/taipei-economic-and-cultural-repre...
[12] http://nypost.com/2019/05/30/taiwans-military-trains-for-a-chinese-invas...
[13] https://www.scmp.com/news/china/policies-politics/article/2143395/taiwan...
[14] http://www.thenewslens.com/article/73388
[15] https://nationalinterest.org/feature/how-save-taiwan-itself-48122
[16] https://www.aei.org/publication/risk-and-resiliency-chinas-emerging-air-...
[17] http://www.taiwannews.com.tw/en/news/3111363
[18] https://news.usni.org/2016/03/25/taiwan-navy-emphasizing-domestic-shipbu...
[19] http://www.taipeitimes.com/News/taiwan/archives/2017/01/25/2003663769
[20] http://www.taiwannews.com.tw/en/news/3605297
[21] https://newtalk.tw/news/view/2018-07-24/132675
[22] http://www.taipeitimes.com/News/taiwan/archives/2016/07/02/2003650166
[23] http://focustaiwan.tw/news/aipl/201607030009.aspx

Μπορείτε να ακολουθείτε το «Foreign Affairs, The Hellenic Edition» στο TWITTER στην διεύθυνση www.twitter.com/foreigngr αλλά και στο FACEBOOK, στην διεύθυνση www.facebook.com/ForeignAffairs.gr και στο linkedin στην διεύθυνση https://www.linkedin.com/company/foreign-affairs-the-hellenic-edition