Το καθαρτήριο της Αμερικής στη Μέση Ανατολή
Η έντονη εμπλοκή των ΗΠΑ στη Μέση Ανατολή τις τελευταίες δύο δεκαετίες ήταν επώδυνη και άσχημη για τις Ηνωμένες Πολιτείες και την περιοχή. Αλλά είναι ο διάβολος που γνωρίζουμε, και έτσι οι υπεύθυνοι χάραξης πολιτικής των ΗΠΑ έχουν εξοικειωθεί με το κόστος που συνδέεται με αυτό. Η απόσυρση, όμως, είναι ο διάβολος που δεν γνωρίζουμε…
Η MARA KARLIN είναι αναπληρώτρια καθηγήτρια της Σχολής Διεθνών Σπουδών του Πανεπιστημίου Johns Hopkins και ανώτερη συνεργάτις του Ιδρύματος Brookings. Υπήρξε αναπληρώτρια βοηθός υπουργός του Υπουργείου Άμυνας για την Στρατηγική και την Ανάπτυξη Δυνάμεων από το 2015 έως το 2016.
Η TAMARA COFMAN WITTES είναι ανώτερη συνεργάτις στο Πρόγραμμα Εξωτερικής Πολιτικής στο Ινστιτούτο Brookings. Υπήρξε αναπληρώτρια βοηθός υπουργός Εξωτερικών των ΗΠΑ για τις Υποθέσεις Εγγύς Ανατολής από το 2009 έως το 2012.
Κατά την διάρκεια του Ψυχρού Πολέμου, οι παραδοσιακές -βασιζόμενες στα κράτη- απειλές ώθησαν τις Ηνωμένες Πολιτείες να διαδραματίσουν σημαντικό ρόλο στη Μέση Ανατολή. Ο ρόλος αυτός δεν συνεπαγόταν μόνο την σταθερή παροχή ενέργειας στις Δυτικές αγορές, αλλά και την πρόληψη της εξάπλωσης της κομμουνιστικής επιρροής και την συγκράτηση της αραβοϊσραηλινής σύγκρουσης, προκειμένου να συμβάλουν στην σταθεροποίηση των φιλικών κρατών. Αυτές οι προσπάθειες ήταν σε μεγάλο βαθμό επιτυχείς. Αρχίζοντας την δεκαετία του 1970, οι Ηνωμένες Πολιτείες ώθησαν την Αίγυπτο έξω από το φιλοσοβιετικό στρατόπεδο, επέβλεψαν την πρώτη αραβοϊσραηλινή ειρηνευτική συνθήκη, και εδραίωσαν την ηγεμονία τους στην περιοχή. Παρά τις προκλήσεις από το Ιράν μετά την επανάσταση του 1979 και από το Ιράκ του Σαντάμ Χουσεΐν καθ’ όλη την δεκαετία του '90, η κυριαρχία των ΗΠΑ δεν αμφισβητήθηκε ποτέ στα σοβαρά. Οι Ηνωμένες Πολιτείες περιόρισαν την αραβοϊσραηλινή διένεξη, αντιστάθμισαν την προσπάθεια του Σαντάμ να κερδίσει έδαφος δια της βίας κατά την διάρκεια του πολέμου του Κόλπου 1990-91, και έχτισαν μια φαινομενικά μόνιμη στρατιωτική παρουσία στον Κόλπο που αποθάρρυνε το Ιράν και κατασίγαζε διαμάχες μεταξύ των αραβικών κρατών του Κόλπου. Χάρη σε όλες αυτές τις προσπάθειες, οι πιθανότητες εσκεμμένου διακρατικού πολέμου στη Μέση Ανατολή είναι ίσως χαμηλότερες τώρα από όσο σε οποιαδήποτε άλλη στιγμή τα τελευταία 50 χρόνια.
Αλλά σήμερα, η κύρια απειλή στη Μέση Ανατολή δεν είναι μια σύγκρουση κράτους προς κράτος, αλλά η αυξανόμενη υπο-κρατική βία που διασχίζει τα σύνορα -μια πρόκληση που είναι πιο δύσκολο να επιλυθεί από το εξωτερικό. Η τρομοκρατία και ο εμφύλιος πόλεμος που μαστίζουν τη Μέση Ανατολή εξαπλώθηκαν εύκολα σε ένα περιβάλλον κρατικής αδυναμίας που επέτρεπε κάτι τέτοιο. Το περιβάλλον αυτό προωθήθηκε από την εισβολή των ΗΠΑ στο Ιράκ και στην συνέχεια, γενικότερα, από την δυσλειτουργική διακυβέρνηση που οδήγησε στις αραβικές εξεγέρσεις του 2010-12 και τις επακόλουθες κατασταλτικές αντιδράσεις. Τα πιο άγρια καυτά σημεία της περιοχής είναι εκείνα όπου οι δικτάτορες αντιμετώπισαν τις απαιτήσεις των πολιτών τους δια της βίας και τους οδήγησαν να πάρουν τα όπλα. Οι Ηνωμένες Πολιτείες δεν μπορούν να αλλάξουν θεμελιωδώς αυτό το περιβάλλον που επιτρέπει την τρομοκρατία και το χάος χωρίς να επενδύσουν στην οικοδόμηση κράτους σε ένα επίπεδο πολύ πιο πέρα από αυτό που θα επέτρεπε είτε η αμερικανική κοινή γνώμη είτε οι ευρύτερες θεωρήσεις της εξωτερικής πολιτικής. Και έτσι απλά δεν μπορούν να ελπίζουν ότι θα κάνουν πολλά για να αντιμετωπίσουν την βία ή την αστάθεια στη Μέση Ανατολή.
Μαχητές υπέρ του Ισλαμικού Κράτους κατά την διάρκεια στρατιωτικής παρέλασης στην επαρχία Raqqa, στην Συρία, στις 30 Ιουνίου 2014. Stringer / REUTERS
---------------------------------------------------------------------
Κάποιο από το χάος απειλεί απευθείας εταίρους των ΗΠΑ. Η ευαλωτότητα της Ιορδανίας εκτοξεύθηκε το 2014, καθώς εκατοντάδες χιλιάδες Σύροι πρόσφυγες έφυγαν για εκεί (γι’ αυτό και οι Ηνωμένες Πολιτείες αύξησαν την βοήθειά τους στην χώρα). Η κρίσιμη υποδομή της Σαουδικής Αραβίας έχει αποδειχθεί επικίνδυνα εκτεθειμένη (γι’ αυτό και οι Ηνωμένες Πολιτείες έχουν εμβαθύνει την υποστήριξή τους και εκεί, επίσης). Αλλά σήμερα, οι κύριες απειλές για τους εταίρους είναι εσωτερικές. Στην Ιορδανία, την Σαουδική Αραβία και αλλού, τα δυσλειτουργικά κρατικά οικονομικά συστήματα και οι ανεξέλεγκτες κυβερνήσεις δεν ανταποκρίνονται στις ανάγκες ή τις προσδοκίες μιας μεγάλης, νεαρής, εύλογα υγιούς και παγκόσμια διασυνδεδεμένης γενιάς. Η αλλαγή θα πρέπει να προέλθει από τα ίδια τα αραβικά κράτη και παρόλο που οι Ηνωμένες Πολιτείες μπορούν να υποστηρίξουν τους μεταρρυθμιστές στις αραβικές κοινωνίες, δεν μπορούν να καθοδηγήσουν αυτό το είδος του μετασχηματισμού από τα έξω.
Κάποιοι ισχυρίζονται ότι τα προβλήματα αυτά εξακολουθούν να έχουν μεγάλη σημασία για τις Ηνωμένες Πολιτείες και ότι μπορούν ακόμη να κάνουν πολλά για να τα λύσουν εάν ήταν πρόθυμες να αφοσιωθούν πλήρως. Οι υποστηρικτές αυτής της μαξιμαλιστικής προσέγγισης πιστεύουν ότι με επαρκείς πόρους οι Ηνωμένες Πολιτείες θα μπορούσαν να νικήσουν αποφασιστικά το ISIS και άλλους εξτρεμιστές, να σταθεροποιήσουν και να ανασυγκροτήσουν απελευθερωμένες κοινότητες, και να βάλουν τα θεμέλια μιας διαρκούς ειρήνης, πιέζοντας τα κράτη να αναθεωρήσουν το κοινωνικό συμβόλαιο μεταξύ ηγετών και κυβερνώντων. Αυτό το αποτέλεσμα δεν είναι αδύνατο να το φανταστεί κανείς. Αλλά η εμπειρία των Ηνωμένων Πολιτειών στο Ιράκ, την Λιβύη και την Συρία δείχνει ότι αυτή η πορεία θα είναι πιο δύσκολη από ό, τι φαίνεται αρχικά και ότι θα ήταν εξαιρετικά δύσκολο να διατηρηθεί η εσωτερική πολιτική υποστήριξη για μεγάλες, μακροπρόθεσμες επενδύσεις που θα προϋπέθεταν οι στόχοι αυτοί.