Η πιο δύσκολη δουλειά της Christine Lagarde δεν είναι στα καθήκοντά της | Foreign Affairs - Hellenic Edition
Secure Connection

Η πιο δύσκολη δουλειά της Christine Lagarde δεν είναι στα καθήκοντά της

Η αναβίωση της οικονομίας της Ευρώπης θα χρειαστεί περισσότερα από μια νομισματική πολιτική
Περίληψη: 

Η πραγματική πολιτική μάχη είναι στην δημοσιονομική πλευρά. Αλλά για να κερδίσει αυτή τη μάχη, ο πρόεδρος της ΕΚΤ πρέπει να κερδίσει τους υπουργούς Οικονομικών της ευρωζώνης, συμφιλιώνοντας τα συμφέροντα οικονομιών τόσο διαφορετικών όσο εκείνα της Γερμανίας και της Ελλάδας, ένα κατόρθωμα που είναι ευκολότερο να λέγεται παρά να γίνεται.

Ο ERIK JONES είναι διευθυντής Ευρωπαϊκών και Ευρασιατικών Σπουδών και Διεθνούς Πολιτικής Οικονομίας στο Πανεπιστήμιο Johns Hopkins.

Ο Mario Draghi έγινε πρόεδρος της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας (ΕΚΤ) όταν η οικονομική κρίση είχε φθάσει στο χειρότερο σημείο της [1]. Τότε, υποσχέθηκε να κάνει «ό,τι χρειαστεί» [2] για να διαφυλάξει το ευρώ από την κατάρρευση. Οκτώ χρόνια αργότερα, ο Draghi έφτασε στο τέλος της θητείας του, η οποία από τις περισσότερες πλευρές μπορεί να κριθεί ως επιτυχής. Εκείνος σταθεροποίησε τις ευρωπαϊκές χρηματοπιστωτικές αγορές και επέκτεινε την εργαλειοθήκη της νομισματικής πολιτικής της τράπεζας. Ακόμη και οι επικριτές του Draghi παραδέχονται ότι τα κατάφερε καλύτερα από όσο φανταζόταν ο καθένας.

06112019-1.jpg

Η Christine Lagarde απαντά σε δημοσιογράφους στην έδρα της ΕΚΤ στην Φρανκφούρτη, στην Γερμανία, τον Νοέμβριο του 2019. Ralph Orlowski / Reuters
-----------------------------------------------------------------------

Ωστόσο, στο τέλος της θητείας του, ο Ντράγκι έκανε την πιο αμφιλεγόμενη κίνησή του μέχρι σήμερα. Τον Σεπτέμβριο, ανακοίνωσε ότι η ΕΚΤ θα χαλαρώσει τα υφιστάμενα μέσα πολιτικής της και θα εγχέει 20 δισεκατομμύρια ευρώ [3] κάθε μήνα στην ευρωζώνη με τη μορφή νέων αγορών περιουσιακών στοιχείων (assets). Ο συνδυασμός των πολιτικών, ισχυρίστηκε ο Ντράγκι, θα συνεχιστεί για όσο διάστημα είναι απαραίτητο για την στήριξη των ασθενικών οικονομιών της ευρωζώνης. Ισχυρίστηκε ότι αυτό θα αποκαταστήσει την εμπιστοσύνη στην αγορά και θα εξασφαλίσει ότι οι τράπεζες θα παρέχουν πίστωση για επενδύσεις στον ιδιωτικό τομέα. Οι επικριτές απάντησαν [4] ότι, με το να χαλαρώσει το πορτοφόλι, ο Draghi θα μειώσει την κερδοφορία των ευρωπαϊκών τραπεζών, θα υποστηρίξει επιχειρήσεις που ποτέ δεν θα μπορούσαν να ξεφύγουν από το χρέος τους, και θα ενθαρρύνει τις κυβερνήσεις να δανειστούν χρήματα που ενδεχομένως δεν θα μπορούν να αποπληρώσουν.

Η κίνηση του Draghi ήταν στρατηγικά τοποθετημένη χρονικά. Ως επικεφαλής της ΕΚΤ, είχε τον έλεγχο της ευρωπαϊκής νομισματικής πολιτικής –τον καθορισμό των επιτοκίων, την εκτύπωση χρήματος, και την καθιέρωση πιστωτικών κατευθυντήριων γραμμών για τις τράπεζες- αλλά όχι την δημοσιονομική πολιτική, όπως η επιβολή φόρων και δασμών. Μπορεί να είχε σκεφτεί ότι, χαλαρώνοντας τη νομισματική πολιτική στο τέλος της θητείας του, δημιουργούσε χρόνο και χώρο για την διάδοχό του, την πρώην διευθύνουσα σύμβουλο του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου (ΔΝΤ), Κριστίν Λαγκάρντ, για να συνεργαστεί με τους υπουργούς Οικονομικών της ευρωζώνης προκειμένου να χαλαρώσουν τα φορολογικά χαλινάρια.

Αν είναι έτσι, ο Ντράγκι υπέπεσε σε λάθος υπολογισμό. Η ισχυρή υπόθεση υπέρ των δημοσιονομικών κινήτρων (δηλαδή, για τη μείωση των φορολογικών συντελεστών και την αύξηση των κρατικών δαπανών) έχει καταπνιγεί από την συζήτηση για τη νομισματική πολιτική. Αντί να ρωτούν αν οι εθνικές κυβερνήσεις κάνουν αρκετά για να τονώσουν την ευρωπαϊκή οικονομία, πολλοί κορυφαίοι υπεύθυνοι χάραξης πολιτικής αναρωτιούνται γιατί η ΕΚΤ κάνει τόσα πολλά. Και το Διοικητικό Συμβούλιο της τράπεζας, από την πλευρά του, παραμένει βαθιά διχασμένο σε σχέση με αυτό που μπορεί και πρέπει να κάνει η ΕΚΤ.

Τώρα η Lagarde θα πρέπει να αντιμετωπίσει την εσωτερικά διαιρεμένη τράπεζα και τους ενδεχομένως δύστροπους υπουργούς Οικονομικών της ευρωζώνης. Φέρνει ένα διαφορετικό σύνολο ικανοτήτων [5] στην δουλειά από εκείνο του προκατόχου της. Είναι δικηγόρος και όχι οικονομολόγος. Ενώ έχει εντυπωσιακή εμπειρία τόσο ως υπουργός Οικονομικών της Γαλλίας όσο και ως επικεφαλής του ΔΝΤ, η Lagarde είναι περισσότερο γνωστή για την γνώση της επί της δημοσιονομικής και όχι της νομισματικής πολιτικής. Αυτή η τεχνογνωσία θα την βοηθήσει στις διαπραγματεύσεις με τους υπουργούς Οικονομικών της ευρωζώνης. Ταυτόχρονα, όμως, η σχετική απειρία της στον κόσμο των κεντρικών τραπεζών μπορεί να την εκθέσει σε σκεπτικισμό από το ίδιο της το Διοικητικό Συμβούλιο.

ΠΡΩΤΗ ΜΕΤΑΞΥ ΙΣΩΝ

Δεν υπάρχει όργανο πραγματικά συγκρίσιμο με την ΕΚΤ. Σε αντίθεση με μια τυπική κεντρική τράπεζα, όπως η Τράπεζα της Αγγλίας, η οποία έχει άμεσες σχέσεις με ιδιωτικές τράπεζες, η ΕΚΤ εργάζεται μέσω των κεντρικών τραπεζών εκείνων των χωρών που έχουν υιοθετήσει το ευρώ ως κοινό νόμισμα. Οι επικεφαλής αυτών των κεντρικών τραπεζών συγκροτούν το Διοικητικό Συμβούλιο της ΕΚΤ και μαζί λαμβάνουν αποφάσεις για τον καθορισμό των επιτοκίων, την διαχείριση του πληθωρισμού και την προώθηση της χρηματοπιστωτικής σταθερότητας. Ο πρόεδρος της ΕΚΤ είναι υπεύθυνος για την καθοδήγηση αυτών των διαβουλεύσεων. Ο πρόεδρος είναι επίσης υπεύθυνος για την επικοινωνία του έργου του Διοικητικού Συμβουλίου στο κοινό και για να απαντά στις ερωτήσεις των δημοσιογράφων.

Μόνη ανάμεσα στα θεσμικά όργανα της Ευρωπαϊκής Ένωσης, η ΕΚΤ θέτει πολιτική για ολόκληρη την ευρωζώνη. Κάτι τέτοιο μπορεί να είναι περίπλοκο έργο. Οι ευρωπαϊκές κυβερνήσεις ακόμα διαμορφώνουν τις δικές τους εγχώριες δημοσιονομικές πολιτικές. Αντί να συνεργάζεται με έναν μόνο υπουργό οικονομικών, όπως κάνουν οι περισσότεροι κυβερνήτες των κεντρικών τραπεζών, η ΕΚΤ πρέπει να συνεργαστεί με 19 -έναν για κάθε χώρα εντός της ευρωζώνης- προκειμένου να διασφαλίσει ότι η δημοσιονομική πολιτική κάθε χώρας είναι σύμφωνη με τη νομισματική πολιτική της τράπεζας.

Επιπλέον, η ΕΚΤ πρέπει να διασφαλίσει ότι η νομισματική πολιτική που θέτει το Διοικητικό Συμβούλιο στην Φρανκφούρτη μεταδίδεται μέσω των χρηματοπιστωτικών αγορών στην οικονομία κάθε συμμετέχουσας χώρας. Μια εταιρεία θα πρέπει να είναι σε θέση να δανειστεί χρήματα με τον ίδιο ρυθμό είτε στο Μόναχο είτε στο Μιλάνο. Όταν αυτό δεν συμβαίνει -όπως έγινε όταν οι κάτοχοι ευρωπαϊκού χρέους αποφάσισαν να μειώσουν την έκθεση τους στην Ιταλία και την Ισπανία το 2011 με την πώληση των τίτλων τους από το δημόσιο χρέος των δύο χωρών- τότε η ΕΚΤ υποχρεούται να κρατά τις τράπεζες εκείνων των χωρών τις οποίες οι επενδυτές προσπαθούν να εγκαταλείψουν, συνδεδεμένες με την υπόλοιπη ευρωπαϊκή οικονομία.