Η εξωτερική πολιτική βρισκόταν πάντα στην καρδιά της μομφής | Foreign Affairs - Hellenic Edition
Secure Connection

Η εξωτερική πολιτική βρισκόταν πάντα στην καρδιά της μομφής

Πολιτικά εγκλήματα από τον Μεσαίωνα έως την εποχή του Τραμπ

Ενδεχομένως είναι πιο ενδιαφέρον, υπό το πρίσμα των σημερινών γεγονότων, ότι το 1678, ο κόμης του Danby κατηγορήθηκε ότι ζήτησε -εκ μέρους του Άγγλου βασιλιά Καρόλου II- μια δωροδοκία από τον Λουδοβίκο XIV της Γαλλίας με αντάλλαγμα την αγγλική ουδετερότητα στον γαλλο-ολλανδικό πόλεμο. Ο βασιλιάς ανέστειλε το Κοινοβούλιο για να προστατεύσει τον Danby, αλλά χρόνια αργότερα ο κόμης κατηγορήθηκε και πάλι, αυτή την φορά για το ότι δέχθηκε δωροδοκία από την Βρετανική Εταιρεία Ανατολικής Ινδίας.

Η τελευταία σημαντική βρετανική μομφή, αυτή κατά του Warren Hastings, του γενικού κυβερνήτη της Βεγγάλης, ξεκίνησε στο Λονδίνο, ακριβώς καθώς οι εκπρόσωποι της συνταγματικής συνέλευσης έφταναν στην Φιλαδέλφεια [των ΗΠΑ] το 1787. Η δίκη, η οποία διήρκεσε επτά χρόνια και προσέλκυσε μια μεγάλη ακολουθία και από τις δύο πλευρές Ατλαντικού, επικεντρώθηκε σε θεμελιώδεις διαφωνίες σχετικά με την σωστή σχέση της Μεγάλης Βρετανίας με τις ινδικές κτήσεις της και τις πολιτείες που συνορεύουν με αυτές. Ο συντηρητικός πολιτικός Edmund Burke [3] ηγήθηκε της μομφής και ισχυρίστηκε ότι παρόλο που οι ενέργειες του Hastings δεν αποτελούσαν κατ' ανάγκην καθαρές παραβιάσεις των υφιστάμενων νόμων, εξακολουθούσαν να είναι εγκλήματα «ενάντια σε εκείνους τους αιώνιους νόμους της δικαιοσύνης, οι οποίοι είναι ο κανόνας μας και το εκ γενετής δικαίωμά μας˙ τα αδικήματά του δεν είναι σε επίσημη, τεχνική γλώσσα, αλλά στην πραγματικότητα, σ την ουσία και στο αποτέλεσμα, είναι Υψηλά Εγκλήματα και Υψηλά Πλημμελήματα (High Crimes and High Misdemeanors)».

Η υπόθεση του Hastings δείχνει το βασικό σημείο για τις βρετανικές μομφές επί της εξωτερικής πολιτικής: Η διαδικασία δεν περιοριζόταν στα ζητήματα της εγκληματικότητας ή των παραβιάσεων του νόμου. Αντίθετα, το Κοινοβούλιο διεκδίκησε την τελική εξουσία να καθορίζει τα θεμελιώδη συμφέροντα του έθνους στις εξωτερικές υποθέσεις και να απευθύνει μομφή σε αξιωματούχους, ακόμη και εκείνους που υποστηρίζονται από το στέμμα, που ανατρέπουν αυτά τα συμφέροντα.

ΜΙΑ ΑΜΕΡΙΚΑΝΙΚΗ ΚΛΗΡΟΝΟΜΙΑ

Μέχρι την αμερικανική ίδρυση το 1787, τα «υψηλά εγκλήματα και πλημμελήματα», που χρησιμοποιήθηκαν για πρώτη φορά από το Κοινοβούλιο το 1386, έγιναν γνωστή ορολογία τόσο στην Βρετανία όσο και στις αμερικανικές αποικίες της -περιλαμβάνοντας τις διάφορες συμπεριφορές τις οποίες το Κοινοβούλιο βρήκε παραδοσιακά ως άξιες μομφής. Ο εκπρόσωπος της Βιρτζίνια, George Mason, πρότεινε να εισαχθούν στο Σύνταγμα τα «υψηλά εγκλήματα και πλημμελήματα» αμέσως αφότου θρήνησε ότι «η προδοσία και η δωροδοκία» δεν θα συλλάβει τα είδη των αδικημάτων που διέπραξε ο Warren Hastings. Με το να γράψουν την φράση στο Σύνταγμα των ΗΠΑ, οι συντάκτες, εντελώς συνειδητά, υιοθέτησαν μαζί της και το σώμα του βρετανικού προηγουμένου σχετικά με τη μομφή, περιλαμβανομένων και των πειθαρχικών μέτρων για την προδοσία των διεθνών συμφερόντων του έθνους.

Άλλοι ιδρυτές ήταν κατηγορηματικοί στην διασύνδεση της παράτυπης συμπεριφοράς στις εξωτερικές υποθέσεις με την μομφή. Ο James Madison επιχειρηματολόγησε για την ένταξή της στο Σύνταγμα επειδή ο πρόεδρος «θα μπορούσε να προδώσει την πίστη του στις ξένες δυνάμεις» και υποστήριξε στην επικυρωτική σύνοδο της Βιρτζίνια ότι, σύμφωνα με το νέο Σύνταγμα, ένας πρόεδρος θα μπορούσε να υποστεί μομφή για την σύναψη μιας συνθήκης που «παραβίαζε το συμφέρον του έθνους ». Ο James Iredell, ένας από τους πρώτους δικαστές του Ανωτάτου Δικαστηρίου, δήλωσε στην επικυρωτική σύνοδο της Βόρειας Καρολίνας ότι ένας πρόεδρος θα πρέπει να τεθεί υπό μομφή για το ότι «έδωσε ψευδείς πληροφορίες στην Γερουσία» σχετικά με μια συνθήκη της οποίας εκκρεμεί η επικύρωση.

Αυτές οι παρατηρήσεις σχετικά με τις Συνθήκες μπορεί να φαίνονται παρωχημένες σήμερα, αλλά η γενιά των ιδρυτών κατανοούσε τις εξωτερικές σχέσεις πρωτίστως σχετικά με τις επίσημες σχέσεις δια Συνθηκών μεταξύ εθνών-κρατών. Έδωσαν την ισχύ της επικύρωσης των Συνθηκών στην Γερουσία επειδή πίστευαν ότι κάτι τέτοιο θα έθετε τον νομοθέτη στο επίκεντρο των αποφάσεων της εξωτερικής πολιτικής. Έτσι, οι δηλώσεις ότι ένας πρόεδρος θα μπορούσε να υποστεί μομφή για παρατυπία σε σχέση με την διαδικασία μιας Συνθήκης, ήταν εκφράσεις της ίδιας θεμελιώδους άποψης του Κοινοβουλίου: Ο νομοθέτης είναι ο τελευταίος θεματοφύλακας των συμφερόντων του έθνους και η επιβολή μομφής πρέπει να χρησιμεύει ως έλεγχος για προεδρική κακοδιοίκηση στην διεθνή σφαίρα.

Η ρήτρα ξένων απολαβών (foreign emoluments clause) [4] του άρθρου 1, παράγραφος 9, είναι μια περαιτέρω έκφραση του φόβου ότι άλλες χώρες θα μπορούσαν να δελεάσουν τον πρόεδρο από την ορθή πίστη του. Ο Edmund Randolph επέμεινε στην επικυρωτική σύνοδο της Βιρτζίνια, ότι ένας ένας πρόεδρος «μπορεί να τεθεί υπό μομφή» για «την λήψη αμοιβών από ξένες δυνάμεις».

Ο ΑΥΤΟΚΡΑΤΟΡΙΚΟΣ ΤΡΑΜΠ

Παρά την αδιαμφισβήτητη συνταγματική εξουσία για τη μομφή κατά ενός προέδρου για παραπτώματα στις διεθνείς σχέσεις, θα είναι μοναδικά δύσκολο το να προχωρήσει η μομφή κατά του Trump στην πραγματική απομάκρυνσή του για τον λόγο αυτό. Εκείνοι που θα απομακρύνουν έναν πρόεδρο δεν πρέπει μόνο να αποδείξουν ότι η συμπεριφορά του είναι συνταγματικά άξια μομφής, αλλά να πείσουν το κοινό –στου οποίου τις απόψεις οι νομοθέτες είναι εξαιρετικά ευαίσθητοι- ότι μια τέτοια συμπεριφορά ήταν αρκετά οδυνηρή ώστε να δικαιολογεί την αποπομπή ενός νόμιμα εκλεγμένου ανώτατου εκτελεστικού. Και καθώς η εξουσία της προεδρίας επί των εξωτερικών υποθέσεων έχει μετασταθεί πολύ πέρα από τον ρόλο που οραματίστηκαν οι συντάκτες [του συντάγματος], το κοινό έχασε την οπτική της πρόθεσης των συντακτών.