Το επικίνδυνο ξήλωμα της συμμαχίας ΗΠΑ-Τουρκίας | Foreign Affairs - Hellenic Edition
Secure Connection

Το επικίνδυνο ξήλωμα της συμμαχίας ΗΠΑ-Τουρκίας

Η Ουάσιγκτον δεν πρέπει να αποδιώξει την Άγκυρα

Το χάσμα μεταξύ Άγκυρας και Ουάσινγκτον για την Συρία είναι ακόμα ευρύτερο. Έχοντας συνεργαστεί στενά με μια φατρία Σύρων Κούρδων μαχητών εδώ και χρόνια στον αγώνα κατά του Ισλαμικού Κράτους, γνωστού και ως ISIS, πολλοί αξιωματούχοι και στρατιώτες των ΗΠΑ περιέπεσαν σε αγωνία παρακολουθώντας τον Τραμπ να δίνει στον Ερντογάν πράσινο φως για να σαρώσει στην βόρεια Συρία. Η εισβολή της Τουρκίας έχει μετατρέψει χιλιάδες κατοίκους σε πρόσφυγες, ενίσχυσε περαιτέρω το Ιράν και την Ρωσία στην Συρία και άφησε τους Κούρδους πρώην εταίρους των Ηνωμένων Πολιτειών να μην έχουν άλλη επιλογή παρά να δημιουργήσουν στενότερους δεσμούς με το καθεστώς του Μπασάρ αλ Άσαντ υπό όρους ευνοϊκούς για το καθεστώς.

Ταυτόχρονα, οι αξιωματούχοι των ΗΠΑ δεν μπορούν να παριστάνουν ότι δεν κατανοούν τα κίνητρα [10] πίσω από την δράση της Τουρκίας. Η σφοδρή αντίθεση της Άγκυρας για την υποστήριξη των ΗΠΑ προς τις Μονάδες Λαϊκής Προστασίας (YPG) -την συριακή κουρδική ομάδα που βοήθησε στις μάχες στο μεγαλύτερο τμήμα της εκστρατείας κατά του ISIS στην βόρεια Συρία- ήταν ξεκάθαρη από την αρχή. Οι σχέσεις των YPG με το Κουρδικό Εργατικό Κόμμα (PKK) στην Τουρκία, που τόσο η Άγκυρα όσο και η Ουάσιγκτον θεωρούν τρομοκρατική οργάνωση, σήμαινε ότι η Τουρκία δεν επρόκειτο ποτέ να σταθεί παθητικά καθώς οι Ηνωμένες Πολιτείες εξόπλιζαν και εκπαίδευαν μια ομάδα την οποία θεωρούσε ως υπαρξιακή απειλή. Αφού δεν κατάφερε να επιτύχει μια συμφωνία με την Άγκυρα για κοινή στρατιωτική δράση στην Συρία το 2014, η Ουάσινγκτον συνεργάστηκε με τις YPG παρά τις κραυγαλέες τουρκικές αντιρρήσεις. Οι Αμερικανοί αξιωματούχοι δήλωσαν ότι η συνεργασία με τις YPG θα είναι «προσωρινή, συναλλακτική και τακτική» [11], αλλά η σχέση άρχισε να αναπτύσσει στοιχεία μονιμότητας -ειδικά καθώς οι Ειδικές Δυνάμεις των ΗΠΑ σχημάτισαν δεσμούς με τους Κούρδους ομολόγους τους στα χαρακώματα και οι διπλωμάτες των ΗΠΑ υποστήριξαν τις δραστηριότητες ανασυγκρότησης σε κουρδικές περιοχές της Συρίας. Παρόλο που υπήρξε μια διπλωματική διαδικασία για να αντιμετωπιστούν οι ανησυχίες ασφαλείας της Άγκυρας, ο Ερντογάν έγινε ανυπόμονος με τον ρυθμό των συνομιλιών και έθεσε το θέμα στον Τραμπ σε ένα τηλεφώνημα τον Οκτώβριο, στο οποίο ο πρόεδρος συγκατατέθηκε στην τουρκική στρατιωτική επέμβαση.

ΤΟ ΚΟΓΚΡΕΣΟ ΑΥΞΗΣΕ ΤΗΝ ΕΝΤΑΣΗ

Στο σημείο αυτό, εκείνο που έχει απομείνει από την διμερή σχέση στηρίζεται σε μεγάλο βαθμό στην ασταθή προσωπική σχέση μεταξύ των δύο απρόβλεπτων και λαϊκιστών προέδρων, εκ των οποίων αμφότεροι είναι επιρρεπείς σε συναισθηματικές εκρήξεις και ακανόνιστες διαδικασίες λήψης αποφάσεων. Ο Τραμπ ταλαντεύτηκε ευρέως μεταξύ του να εκφράζει την συμπάθεια για την θέση της Τουρκίας και τον θαυμασμό του για τον Ερντογάν, και των απειλών να «καταστρέψει και να εξαλείψει» [12] την τουρκική οικονομία και να προειδοποιεί τον Ερντογάν να μην «είναι ανόητος!» [13]. Τελικά, προσπαθώντας να διατηρήσει στενούς δεσμούς με την Άγκυρα, απομακρύνθηκε από τις απόψεις πολλών συμβούλων του και μελών του Κογκρέσου και από τα δύο κόμματα. Ο Ερντογάν, με την σειρά του, φαίνεται να πιστεύει ότι ο Τραμπ θα προστατεύσει την Τουρκία από την οργή του Κογκρέσου και τις σοβαρές ποινές -όπως έκανε μέχρι στιγμής ο πρόεδρος των ΗΠΑ αρνούμενος την εφαρμογή των κυρώσεων που εντέλλεται το Κογκρέσο και [εκφράζοντας] δημόσια συμπάθεια για τις τουρκικές θέσεις- αλλά αυτό θα μπορούσε να είναι ένας επικίνδυνος λάθος υπολογισμός.

Παρά την συνάντηση της 13ης Νοεμβρίου στον Λευκό Οίκο κατά την διάρκεια της οποίας το Τραμπ και ο Ερντογάν φάνηκαν εγκάρδιοι -και μετά από αυτό ο Τραμπ έλεγε ότι ήταν «μεγάλος θαυμαστής» [14] του Τούρκου προέδρου- οι σχέσεις φαίνεται να επιδεινώνονται περαιτέρω. Στις 9 και 17 Δεκεμβρίου αντίστοιχα, η Βουλή των Αντιπροσώπων και η Γερουσία ψήφισαν με συντριπτική πλειοψηφία ένα νομοσχέδιο αμυντικής εξουσιοδότησης [15] που κάλεσε την διοίκηση του Trump να επιβάλει κυρώσεις στην Τουρκία βάσει του νόμου του 2017 για την Αντιμετώπιση των Αντιπάλων της Αμερικής μέσω Κυρώσεων (Countering America’s Adversaries Through Sanctions Act, CAATSA), ο οποίος στοχεύει στο να αποτρέπει χώρες από την αγορά αμυντικού εξοπλισμού από την Ρωσία λόγω της παρέμβασής της στις αμερικανικές εκλογές του 2016. Στις 11 Δεκεμβρίου, η Επιτροπή Εξωτερικών Σχέσεων της Γερουσίας ψήφισε 18-4 υπέρ μιας ξεχωριστής δέσμης κυρώσεων [16], παρόμοια με εκείνη που είχε ήδη εγκρίνει η Βουλή για να τιμωρήσει την Άγκυρα για τις ενέργειες στις οποίες προέβη στην Συρία ουσιαστικά με την ευλογία του Trump. Η Γερουσία θα μπορούσε σύντομα να ψηφίσει το πακέτο κυρώσεων.

Η επιβολή κυρώσεων στην αμυντική βιομηχανία της Τουρκίας θα μπορούσε να παρακινήσει την Άγκυρα να αγοράσει ακόμα περισσότερο ρωσικό αμυντικό εξοπλισμό –ακριβώς το αποτέλεσμα που αποσκοπεί να αποτρέψει τόσο ο CAATSA όσο και η νέα νομοθεσία- πράγμα που με την σειρά του θα οδηγήσει σχεδόν σίγουρα σε πρόσθετες κυρώσεις από τις ΗΠΑ, περαιτέρω αντίποινα από την Τουρκία, και έναν φαύλο κύκλο έντασης και δυσαρέσκειας. Επιπλέον, οι κυρώσεις που προτείνει το Κογκρέσο δεν θα κάνουν τίποτα για να αντιστρέψουν την παρέμβαση της Τουρκίας στην Συρία ή να σταματήσουν την λειτουργία του πυραυλικού συστήματος S-400. Θα κρατήσουν την Άγκυρα και την Ουάσινγκτον σε διαφωνία, η οποία μπορεί να προκαλέσει μόνο ζημιές στις ΗΠΑ στην περιοχή.

ΚΡΑΤΩΝΤΑΣ ΤΗΝ ΤΟΥΡΚΙΑ ΣΤΗΝ ΣΩΣΤΗ ΠΛΕΥΡΑ

Για να βρουν μια καλύτερη πορεία προς τα εμπρός, οι δύο πρόεδροι θα πρέπει να αναθέσουν στους κορυφαίους διπλωμάτες τους να εξερευνήσουν πρακτικές λύσεις μακριά από την λάμψη της πολιτικής. Ο νέος αναπληρωτής υπουργός Εξωτερικών των ΗΠΑ, Stephen Biegun, ο πρέσβυς στην Τουρκία, David Satterfield, και ο Ειδικός Αντιπρόσωπος για την Εμπλοκή της Συρίας, James Jeffrey, ένας πρώην πρέσβυς στην Τουρκία, θα μπορούσαν να συνεργαστούν με Τούρκους ομολόγους που επιθυμούν επίσης να διατηρήσουν την σχέση.