Μην βασίζεστε στην Κίνα για να ανεβάσει την παγκόσμια οικονομία | Foreign Affairs - Hellenic Edition
Secure Connection

Μην βασίζεστε στην Κίνα για να ανεβάσει την παγκόσμια οικονομία

Μια τεράστια κατώτατη τάξη της υπαίθρου τραβά προς τα κάτω την ανάπτυξη

Οι περιοριστικές πρακτικές που χρονολογούνται από την δεκαετία του 1950 παρεμποδίζουν τους κατοίκους της υπαίθρου. Το σύστημα καταγραφής των νοικοκυριών της Κίνας, ή αλλιώς το hukou, κάποτε εξασφάλιζε ότι η χώρα διέθετε άφθονα και φτηνά γεωργικά προϊόντα καθώς εκβιομηχανιζόταν. Αλλά το σύστημα εξακολουθεί να συνδέει τα ωφελήματα της κοινωνικής πρόνοιας των ανθρώπων με τον τόπο γέννησής τους αντί με τον τόπο όπου ζουν. Ως αποτέλεσμα, οι [εσωτερικοί] μετανάστες δεν είναι σε θέση να αποκτήσουν αξιοπρεπή και οικονομικά προσιτή υγειονομική περίθαλψη ή καλή παιδεία για τα παιδιά τους στις πόλεις όπου ζουν. Αντ' αυτού, πηγαίνουν σε χαμηλού επιπέδου ιδιωτικές κλινικές και βάζουν τα παιδιά τους σε ιδιωτικά σχολεία που παρέχουν φτωχά αλλά συχνά ακριβά εκπαιδευτικά προγράμματα. Το hukou επίσης συμπιέζει τεχνητά τους μισθούς των μεταναστών, καθιστώντας πιο δύσκολο για αυτούς να οργανωθούν ή να πιέσουν με άλλο τρόπο τα συμφέροντά τους απέναντι στους εργοδότες. Η πρακτική κάποτε επέτρεπε μια σταθερή προσφορά φθηνού εργατικού δυναμικού για το οικονομικό μοντέλο της Κίνας «Factory to the World» [Βιομηχανία του Κόσμου], αλλά τώρα αποτρέπει τους μετανάστες εργαζόμενους από το να γίνουν μεσαίας τάξης καταναλωτές. Τέλος, το hukou απαιτεί από τους Κινέζους της υπαίθρου να βάζουν στην άκρη μεγάλα τμήματα των εσόδων τους για να καλύψουν απρόβλεπτες ιατρικές δαπάνες, δίδακτρα και συνταξιοδότηση. Όλη αυτή η εξοικονόμηση εμποδίζει τους ανθρώπους που είναι εγγεγραμμένοι σε αγροτικές περιοχές να ξοδεύουν σαν τους αστούς ομολόγους τους και υποβαθμίζει την συνολική κατανάλωση. Εξηγεί επίσης γιατί η Κίνα έχει ένα τεχνητά υψηλό ποσοστό εθνικής αποταμίευσης περίπου στο 45% του ΑΕΠ, περισσότερο από το διπλάσιο του παγκόσμιου μέσου όρου που είναι περίπου στο 20%.

Τα παιδιά των [εσωτερικών] μεταναστών εγκαταλείπουν το σχολείο σε πολύ υψηλότερα ποσοστά από άλλα κινεζόπουλα. Η πρωτοβάθμια εκπαίδευσή τους είναι συχνά ανεπαρκής, και αναγκάζονται να επιστρέψουν στην ύπαιθρο για το γυμνάσιο και το λύκειο. Πολλά αισθάνονται αποξενωμένα ζώντας μόνα στις εσωτερικές επαρχίες και σπουδάζοντας σε τεράστια, απρόσωπα οικοτροφεία. Εν μέρει εξαιτίας αυτών των προβλημάτων, μόνο το ένα τέταρτο του εργατικού δυναμικού της Κίνας έχει αποφοιτήσει από το λύκειο, όπως έδειξε έρευνα [4] από τον οικονομολόγο του Στάνφορντ, Scott Rozelle. Πολλά παιδιά μεταναστών δεν έχουν τα απαιτούμενα προσόντα για εξειδικευμένες ή υψηλής αμοιβής θέσεις εργασίας.

Ένα απαρχαιωμένο σύστημα ιδιοκτησίας γης, επίσης από την εποχή του Μάο Τσε Τουνγκ, επιβραδύνει περαιτέρω την κοινωνική κινητικότητα των φτωχών αγροτών της Κίνας. Σε αντίθεση με τα αστικά ακίνητα, τα οποία μπορούν να ενοικιαστούν ή να πωληθούν σε αγοραίες τιμές, οι αγροτικές ιδιοκτησίες είναι «συλλογικής ιδιοκτησίας». Οι μετανάστες και οι αγρότες δεν μπορούν να νοικιάσουν ή να πουλήσουν το ακίνητό τους για μη γεωργικούς σκοπούς. Η διαφορά αυτή βοήθησε να γίνει η χώρα που ήταν κάποτε γνωστή για την ισότητα της, μια από τις πιο άνισες χώρες στον κόσμο. Σύμφωνα με τους οικονομολόγους Thomas Piketty και Gabriel Zucman, το ποσοστό του συνολικού πλούτου που κατέχει το πλουσιότερο 1% των Κινέζων αυξήθηκε από λίγο περισσότερο από 15% το 1995 σε 30% το 2015. Αυτό το ποσοστό ενίσχυσης είναι χονδρικά παρόμοιο με εκείνο της ολιγαρχικής Ρωσίας, όπου το πλουσιότερο 1% του πληθυσμού είδε το μερίδιό του επί του συνολικού πλούτου να διπλασιάζεται κατά την ίδια περίοδο στο 43%. Το πλουσιότερο 10% της Κίνας κατέχει πλέον το 67% του συνόλου του πλούτου, ποσοστό που είναι επίσης συγκρίσιμο με της Ρωσίας. Το κατασταλτικό φορολογικό σύστημα της Κίνας, το οποίο βασίζεται ουσιαστικά στους φόρους προστιθέμενης αξίας που επιβαρύνουν περισσότερο τους φτωχούς, συμπιέζοντας περαιτέρω την ικανότητά τους να δαπανούν, κάνει τα πράγματα χειρότερα.

ΠΑΝΤΡΕΜΕΝΟΙ ΜΕ ΤΟ ΠΑΡΕΛΘΟΝ

Γιατί λοιπόν η Κίνα απλώς δεν απορρίπτει αυτές τις δεκαετιών παλαιές πολιτικές και δεν ελευθερώνει τις ενδοχώρα της για να ωθήσει την παραγωγικότητα και την ανάπτυξη; Εξάλλου, αυτό ακριβώς είναι που οι κορυφαίοι ηγέτες του Κινεζικού Κομμουνιστικού Κόμματος (ΚΚΚ) ανακοίνωσαν ότι θα κάνουν πίσω στο 2013. Αλλά, από τότε, οι προσπάθειες για τη μεταρρύθμιση των συστημάτων ιδιοκτησίας γης και του hukou ήταν περιορισμένες. Μόνο οι μικρότερες, συχνά μη ελκυστικές από οικονομική άποψη, πόλεις έχουν ανοίξει για μόνιμη κατοίκηση από τους μετανάστες, και έχει σημειωθεί μικρή πρόοδος προς την κατεύθυνση του να δοθεί στους αγρότες μεγαλύτερος έλεγχος επί της ιδιοκτησίας τους. Οι αξιωματούχοι των πόλεων που εποπτεύουν τα προγράμματα κοινωνικής πρόνοιας, συμπεριλαμβανομένης της εκπαίδευσης και της υγειονομικής περίθαλψης, βλέπουν το κόστος της ενσωμάτωσης των νέων οικογενειών ως εξωφρενικό. Οι τοπικές κυβερνήσεις στις αγροτικές περιοχές, σε αντίθεση με τους μεμονωμένους ιδιοκτήτες γης, επιτρέπεται να πωλούν και να εκμισθώνουν συλλογικά ιδιόκτητες εκτάσεις για εμπορικούς σκοπούς. Έχουν γίνει πολύ εξαρτημένες από αυτήν την ροή εσόδων, σύμφωνα με την πολιτική επιστήμονα του Πανεπιστημίου της Ουάσιγκτον, Susan Whiting, και έτσι είναι απρόθυμες να χορηγήσουν ισχυρότερα δικαιώματα ιδιοκτησίας στους αγροτικούς πληθυσμούς.

Για να κάνουν τα πράγματα χειρότερα, οι επίσημα εγγεγραμμένοι κάτοικοι των πόλεων, συμπεριλαμβανομένων των αξιωματούχων των αστικών κυβερνήσεων, τείνουν να βλέπουν τους [εσωτερικούς] μετανάστες ως ξένους και να τους ανέχονται μόνο εφόσον χρειάζεται να γεμίσουν ανεπιθύμητες θέσεις εργασίας -όπως εκείνες στις γραμμές παραγωγής ή στα εργοτάξια. Οι waidiren ή οι «ξένοι», όπως ονομάζονται περιπαικτικά οι μετανάστες, κατηγορούνται συνήθως για όλα τα αστικά δεινά, από την αύξηση των ποσοστών εγκληματικότητας έως τα εμφράγματα στην κυκλοφορία, μέχρι τις μεταδοτικές ασθένειες, όπως η COVID-19, η ασθένεια που προκαλείται από τον νέο κορωνοϊό. Οι Κινέζοι που ήταν αρκετά τυχεροί για να γεννηθούν με αστική κατοικία έχουν ελάχιστο συμφέρον να ανταγωνίζονται με οικογένειες μεταναστών για θέσεις σε ήδη υπερπλήρη σχολεία και νοσοκομεία.