Η πανδημία δεν θα κάνει την Κίνα ηγέτη του κόσμου | Foreign Affairs - Hellenic Edition
Secure Connection

Η πανδημία δεν θα κάνει την Κίνα ηγέτη του κόσμου

Λίγες χώρες πείθονται από το μοντέλο ή το μήνυμα του Πεκίνου

Στις αρχές του τρέχοντος έτους, καθώς ο καινοφανής κορωνοϊός άρχισε να εξαπλώνεται στην Κίνα, οι προβλέψεις ήταν άμεσες και ξεκάθαρες: Η επιδημία ήταν η «στιγμή του Τσερνομπίλ» [1] της Κίνας, ίσως ακόμη και «η αρχή του τέλους [2]» για το Κινεζικό Κομμουνιστικό Κόμμα, με γεωπολιτικές συνέπειες που, σε μια εποχή αυξανόμενης έντασης ΗΠΑ-Κίνας, θα εξελισσόταν σε σημαντικό πλεονέκτημα της Ουάσινγκτον. Όμως μετά, σχεδόν το ίδιο γρήγορα, οι προβλέψεις έγιναν αντίστροφες. Καθώς η Κίνα φάνηκε να συγκρατεί την εξάπλωση του κορωνοϊού ενώ οι Ηνωμένες Πολιτείες και η Δυτική Ευρώπη υπέφεραν από μεγάλες δικές τους επιδημίες, η πανδημία και η παγκόσμια ύφεση που προέκυψε ελέχθη ότι σηματοδοτεί μια γεωπολιτική ανάταξη που θα αφήσει την Κίνα ως νικητή. Το Πεκίνο σίγουρα είδε μια τέτοια ευκαιρία, ξεκινώντας μια διεθνή εκστρατεία που υπογραμμίζει τις αποτυχίες της δημοκρατικής διακυβέρνησης και απεικονίζοντας τον εαυτό της ως ηγέτη της παγκόσμιας αντίδρασης στην πανδημία.

16042020-1.jpg

Μια γυναίκα φορά προστατευτική μάσκα περνώντας μπροστά από ένα πορτρέτο του Κινέζου προέδρου, Xi Jinping, σε έναν δρόμο στην Σαγκάη, τον Μάρτιο του 2020. Aly Song / Reuters
---------------------------------------------------------------------

Ωστόσο, είναι αμφίβολο ότι το παιχνίδι του Πεκίνου θα καταφέρει να μετατρέψει την πανδημία που πιθανότατα ξεκίνησε σε μια κινεζική πόλη σε ένα σημαντικό βήμα για την άνοδο της Κίνας. Υπάρχουν πραγματικά όρια στην ικανότητα της Κίνας να εκμεταλλευτεί την τρέχουσα κρίση -είτε μέσω της ανειλικρινούς προπαγάνδας είτε της αναποτελεσματικής παγκόσμιας δράσης. Και ακριβώς όπως τόσο εύκολα υπερεκτιμάται η δυνατότητα της Κίνας να επωφεληθεί από τον κορωνοϊό, η ικανότητα των Ηνωμένων Πολιτειών να επιδείξουν παγκόσμια ηγεσία ακόμη και μετά τα αρχικά τους λάθη, πολύ εύκολα υποτιμάται. Όσο κι αν ήταν βαθιά ελαττωματική η ανταπόκριση της Ουάσινγκτον στην πανδημία μέχρι στιγμής, η ισχύς των Ηνωμένων Πολιτειών -διακριτή από οποιονδήποτε συγκεκριμένο πρόεδρο- στηρίζεται σε έναν διαρκή συνδυασμό υλικών δυνατοτήτων και πολιτικής νομιμοποίησης, και υπάρχουν λίγα σημάδια ότι η πανδημία προκαλεί μετατόπιση της ισχύος γρήγορα και μόνιμα προς την πλευρά της Κίνας.

ΚΙΝΕΖΙΚΗ ΠΡΟΠΑΓΑΝΔΑ

Η αρχική προπαγανδιστική επίθεση της Κίνας ήταν εκπληκτικά έντονη, αλλά τώρα φαίνεται αδέξια και απίθανο να λειτουργήσει. Το αφήγημα του Κινεζικού Κομμουνιστικού Κόμματος περιορίζεται από το απλό γεγονός ότι πάρα πολλοί άνθρωποι γνωρίζουν για την προέλευση της επιδημίας στην Γουχάν [3] και την αδέξια αρχική αντίδραση του Πεκίνου -συγκεκριμένα, τις προσπάθειές του να καταστείλει τις πληροφορίες και να φιμώσει πολλούς από τους γιατρούς που προειδοποίησαν για την εμφάνιση του επικίνδυνου νέου ιού. Αντιμέτωπο με εκκλήσεις για μεγαλύτερη διαφάνεια, το Πεκίνο απέλασε Αμερικανούς δημοσιογράφους [4] που εργάζονταν για τους New York Times, την Washington Post και την Wall Street Journal. Στο Twitter, εκπρόσωπος του Υπουργείου Εξωτερικών της Κίνας κατηγόρησε τον στρατό των ΗΠΑ [5] ότι έφερε τον κορωνοϊό στην Γουχάν. Παρόλο που το Πεκίνο έχει αποστασιοποιηθεί από αυτόν τον κατακριτέο ισχυρισμό τις τελευταίες εβδομάδες, η προσέγγισή του έχει μια πνοή απελπισίας, κάτι που υπονοεί την ανασφάλεια του ίδιου του Πεκίνου σχετικά με την κακή διαχείριση της επιδημίας.

Ο παγκόσμιος σκεπτικισμός επεκτείνεται, με βάσιμους λόγους, στα στατιστικά στοιχεία της Κίνας για τον κορωνοϊό. Πράγματι, ενώ ο επίσημος αριθμός των περιπτώσεων COVID-19 της Κίνας δείχνει αποτελεσματικό περιορισμό (έως τις 19 Μαρτίου [6] ο αριθμός των νέων τοπικών κρουσμάτων μειώθηκε σχεδόν στο μηδέν), ορισμένοι στην Κίνα φοβούνται [7] ότι η κεντρική κυβέρνηση απλώς σταμάτησε να αναφέρει όλα τα αποτελέσματα των τεστ, προκειμένου να διατηρήσει τον επίσημο αριθμό χαμηλά και να συντηρήσει το αφήγημα ότι έχει κερδίσει τον πόλεμο κατά του ιού˙ δεν θα ήταν η πρώτη φορά που το Πεκίνο θα έχει λογοκρίνει δυσμενή δεδομένα.

Μερικοί ηγέτες, φυσικά, αγκαλιάζουν το αφήγημα του Πεκίνου και επικροτούν τις μεθόδους του για την καταπολέμηση της επιδημίας -συμπεριλαμβανομένων αξιωματούχων στην Καμπότζη, το Ιράν, το Πακιστάν και την Σερβία. Ωστόσο, λίγες από αυτές τις κυβερνήσεις είναι προσφάτως πεπεισμένες από τα τελευταία μηνύματα της Κίνας. Έχουν μακρύ ιστορικό αποδοχής πολιτικών αφηγημάτων και οικονομικής βοήθειας από την Κίνα, συχνά στην υπηρεσία της δικής τους εξουσίας εγχωρίως. Πράγματι, ορισμένοι αρχικοί παραλήπτες στην Ευρώπη των κινεζικής κατασκευής τεστ κιτ και προστατευτικού εξοπλισμού, τα απέρριψαν ως κατώτερης ποιότητας. Μόλις αυτή την εβδομάδα, ο πρωθυπουργός της Φινλανδίας απέλυσε τον επικεφαλής του οργανισμού εφοδιασμού έκτακτης ανάγκης της χώρας επειδή ξόδεψε εκατομμύρια ευρώ σε ελαττωματικές κινεζικές μάσκες.

Εν τω μεταξύ, άλλοι ηγέτες αντιστέκονται ήδη απέναντι στην προσπάθεια της Κίνας να ξαναγράψει το παγκόσμιο αφήγημα σχετικά με την αντίδρασή της στην [ασθένεια] COVID-19. Ο Ύπατος Εκπρόσωπος της Ευρωπαϊκής Ένωσης για τις Εξωτερικές Υποθέσεις, Josep Borrell, επέκρινε ανοιχτά τις κινεζικές προσπάθειες ως «έναν αγώνα για επιρροή μέσω περιστροφών και της “πολιτικής της γενναιοδωρίας”». Οι ηγέτες στην Βραζιλία και την Ινδία, οι οποίοι αντιμετωπίζουν προκλήσεις εγχωρίως, γρήγορα στράφηκαν στο να επικρίνουν την Κίνα και να αποφεύγουν την βοήθειά της. Στην Αφρική, η προσοχή του κοινού έχει προσελκυστεί από ιστορίες διαδεδομένου ρατσισμού εναντίον Αφρικανών ομογενών στη νότια Κίνα. Και ακόμη και πριν ξεκινήσει η πανδημία, το Πεκίνο αντιμετώπισε μεγάλο έλλειμμα εμπιστοσύνης μεταξύ των Ασιατών γειτόνων του. Μια έρευνα της κοινής γνώμης σε έξι χώρες της Ασίας, που διεξήχθη από το Κέντρο Έρευνας Pew μεταξύ Μαΐου και Οκτωβρίου 2019 και δημοσιεύτηκε στα τέλη Φεβρουαρίου, διαπίστωσε σημαντικά υψηλότερα ποσοστά [8] ανθρώπων που είχαν ευνοϊκές απόψεις για τις Ηνωμένες Πολιτείες όταν συγκρίνονταν με την Κίνα.

Με το να προωθεί το αφήγημα του θριάμβου κατά του κορωνοϊού, η προσέγγιση του Πεκίνου θα συγκριθεί όχι μόνο με αυτήν των Ηνωμένων Πολιτειών αλλά και με τις εντυπωσιακές ενέργειες πολλών ασιατικών χωρών, συμπεριλαμβανομένων πολλών δημοκρατιών. Το Πεκίνο απέτυχε άσχημα στην αρχή -λόγω μιας εντυπωσιακής και προβλέψιμης έλλειψης διαφάνειας- και η Ουάσιγκτον αποτυγχάνει τώρα. Αλλά η δημοκρατική Νότια Κορέα και η Ταϊβάν έχουν καλύτερη επίδοση και από τους δύο. Το εντυπωσιακό καθεστώς τεστ και ανίχνευσης επαφών της Νότιας Κορέας και οι έγκαιρες προσπάθειες εντοπισμού και περιορισμού της Ταϊβάν αντικατοπτρίζουν τόσο τις επιλογές της διακυβέρνησής τους όσο και την ικανότητά τους να μαθαίνουν από την παλαιότερη εμπειρία τους με πανδημίες. Οι πολίτες και οι κυβερνήσεις που αναζητούν μοντέλα είναι πιο πιθανό να επιλέξουν αυτές τις δημοκρατικές επιτυχίες παρά τις μεγαλαυχείς αυταρχικές εναλλακτικές και τις δρακόντειες προσπάθειες περιορισμού -το πραγματικό κόστος των οποίων παραμένει άγνωστο.

Επιπλέον, η οικονομία της Κίνας δεν μπορεί να βοηθήσει σε μια διάσωση όπως έκανε κατά την διάρκεια της παγκόσμιας χρηματοπιστωτικής κρίσης. Παρόλο που υπάρχει μερική αύξηση από την πλευρά της προσφοράς καθώς τα κινεζικά εργοστάσια ανοίγουν ξανά, οι παράγοντες από πλευράς ζήτησης για την ανάπτυξη της Κίνας αντιμετωπίζουν πραγματικά προβλήματα. Η οικονομία της Κίνας εξαρτάται πάρα πολύ από την εξωτερική ζήτηση από τις Ηνωμένες Πολιτείες και την Ευρώπη για μπορέσει να γίνει ο μοναδικός σωτήρας της παγκόσμιας οικονομίας. Οι 12 χώρες που επλήγησαν περισσότερο από τον ιό σήμερα αντιπροσωπεύουν περίπου το 40% των εξαγωγών της Κίνας. Πολλές από αυτές τις χώρες είναι επίσης οι κορυφαίοι προμηθευτές ενδιάμεσων αγαθών της Κίνας. Η οικονομία της Κίνας δεν θα είναι σε θέση να επιστρέψει στην προηγούμενη αναπτυξιακή της πορεία του περίπου 5% έως 6% ετησίως παρά μέχρις ότου ανακάμψουν οι οικονομίες των Ηνωμένων Πολιτειών και της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Οι Κινέζοι υπεύθυνοι χάραξης πολιτικής θα πρέπει να συγκρατήσουν ορισμένες από τις εγχώριες προσπάθειές τους για οικονομική τόνωση (stimulus) έως ότου συμβεί αυτό, γνωρίζοντας ότι αυτή η τόνωση θα έχει περιορισμένο αντίκτυπο εάν η παγκόσμια ζήτηση είναι χαμηλή. Η χρηματοδότηση ενός άλλου τονωτικού μέσω πιστώσεων, όπως έκαναν οι Κινέζοι το 2008–9, είναι εκτός συζήτησης λόγω των υψηλών συνολικών επιπέδων χρέους της Κίνας και του πραγματικού κινδύνου πρόκλησης μιας κατάρρευσης του χρηματοπιστωτικού της συστήματος. Σε αυτήν την κρίση, οι οικονομίες της Αμερικής και της Κίνας πρέπει να βυθιστούν ή να κολυμπήσουν μαζί.

ΟΙ ΚΙΝΔΥΝΟΙ ΤΗΣ ΠΡΟΒΛΕΨΗΣ

Στη μέση μιας παγκόσμιας κρίσης, οι πιέσεις για την πρόβλεψη των μακροπρόθεσμων, στρατηγικών επιπτώσεων της έκτακτης ανάγκης είναι τεράστιες. Το πρόβλημα με την εξαγωγή πρώιμων συμπερασμάτων είναι ότι συχνά είναι λάθος: Οι αναλυτές επικεντρώνονται στις άμεσες συνέπειες των πρόσφατων γεγονότων και υποτιμούν τα διαρθρωτικά χαρακτηριστικά της παγκόσμιας τάξης.

Σίγουρα, υπήρξε μια καταστροφική αποτυχία της πολιτικής και διπλωματικής ηγεσίας των ΗΠΑ στην τρέχουσα κρίση που θα μπορούσε να κοστίσει ακριβά τις Ηνωμένες Πολιτείες σε ζωές και σε διεθνή επιρροή τους επόμενους μήνες. Αλλά το να υποστηρίξουμε ότι αυτό μπορεί να σηματοδοτήσει μια «στιγμή Σουέζ» για τις Ηνωμένες Πολιτείες, όπως έκαναν πρόσφατα οι Kurt M. Campbell και Rush Doshi στο Foreign Affairs [9] πάει πάρα πολύ. Αξίζει να εξετάσουμε πιο προσεκτικά την αναλογία Σουέζ. Η βρετανική επέμβαση στο Σουέζ το 1956 ήταν ο τελευταίος ρόγχος μιας αυτοκρατορίας που είχε από καιρό χάσει την ισχύ και τη νομιμοποίηση να επιβάλει την βούλησή της στα πρώην αποικιακά κράτη της. Οι Ηνωμένες Πολιτείες είχαν ξεπεράσει το Ηνωμένο Βασίλειο από κάθε διπλωματική, οικονομική και στρατιωτική άποψη μια γενιά πριν από την κρίση του Σουέζ. Η αυξανόμενη στρατιωτική και τεχνολογική δύναμη της Κίνας σήμερα είναι εντυπωσιακή, αλλά το νόμισμα της Κίνας δεν πλησιάζει την ηγεμονία που απολάμβανε το δολάριο το 1956 ή που απολαμβάνει σήμερα. Πράγματι, το μερίδιο του Ηνωμένου Βασιλείου στο παγκόσμιο ΑΕΠ εκείνη την εποχή ήταν μόνο ένα κλάσμα εκείνου των Ηνωμένων Πολιτειών σήμερα. Όπως θα έλεγαν οι Κινέζοι Λενινιστές, ο διεθνής συσχετισμός δυνάμεων το 1956 ήταν αποφασιστικά μη ευνοϊκός για το Ηνωμένο Βασίλειο.

Αυτό δεν ισχύει σήμερα για τις Ηνωμένες Πολιτείες. Ακόμα και καθώς οι Ηνωμένες Πολιτείες σκοντάφτουν στην τρέχουσα κρίση, το Πεκίνο αντιμετωπίζει εσωτερικές και εξωτερικές προκλήσεις που απορρέουν από τις επιλογές του σχετικά με την οικονομική και πολιτική διακυβέρνηση στο εσωτερικό και την παγκόσμια διακυβέρνηση στο εξωτερικό. Υπάρχουν ελάχιστες ενδείξεις ότι το αυταρχικό μοντέλο της Κίνας σήμερα έχει περισσότερη ελκυστικότητα από τα δημοκρατικά πρότυπα που αγκαλιάζουν πολλοί από τους γείτονες της Κίνας. Ο 21ος αιώνας δύσκολα είναι βέβαιο ότι θα είναι «ο κινεζικός αιώνας», ανεξάρτητα από το τι κάνουν οι Ηνωμένες Πολιτείες. Αντίθετα, είναι πιο πιθανό να είναι ασιατικός [αιώνας], δεδομένης της αποτελεσματικής και αποδοτικής διακυβέρνησης που επιδείχθηκε τις τελευταίες εβδομάδες, εκτός από την σημαντική και αυξανόμενη συμβολή της περιοχής στην παγκόσμια καινοτομία, την παραγωγικότητα και την ανάπτυξη.

ΑΠΟΚΑΘΙΣΤΩΝΤΑΣ ΤΗΝ ΑΜΕΡΙΚΑΝΙΚΗ ΗΓΕΣΙΑ

Παρόλο που η θέση της Κίνας για παγκόσμια ηγεσία δύσκολα είναι βέβαιη, οι Ηνωμένες Πολιτείες δεν πρέπει να είναι εφησυχασμένες –μακράν αυτού. Μπορεί να μην υπάρξει μετατόπιση της ισχύος προς την Κίνα, αλλά υπάρχει μια συνεχιζόμενη κρίση της αμερικανικής ηγεσίας, όπως σωστά σημειώνουν οι Campbell και Doshi στο κείμενό τους στο Foreign Affairs. Είναι σημαντικό οι Ηνωμένες Πολιτείες να αποκαταστήσουν την ικανή ηγεσία σε αυτήν την πανδημία σε όλα τα επίπεδα. Ο κόσμος χρειάζεται σαφώς ένα παγκόσμιο σύστημα παρακολούθησης, ελέγχων ανίχνευσης [κρουσμάτων], και φαρμακολογικής απόκρισης. Μέχρι στιγμής, η ρητορική και η διπλωματία της Κίνας έχουν δημιουργήσει περιορισμένα κέρδη, αλλά οι Ηνωμένες Πολιτείες και οι σύμμαχοί τους πρέπει να παραμείνουν σε εγρήγορση, μήπως το Πεκίνο επεκτείνει περαιτέρω τον ρόλο του στην παγκόσμια διακυβέρνηση και τον θεσμικό σχεδιασμό σε μια εποχή που η Ουάσιγκτον υποχωρεί.

Προηγούμενες παγκόσμιες και περιφερειακές κρίσεις που χρονολογούνται από την δεκαετία του 1950 προσφέρουν σημαντικά μαθήματα για την αποκατάσταση της ηγεσίας των ΗΠΑ. Πράγματι, πολλά ανθεκτικά πρότυπα συνεργασίας και θεσμικής ανάπτυξης έχουν αναπτυχθεί από στιγμές μεγάλης πίεσης: Οι συνθήκες ασφαλείας των Ηνωμένων Πολιτειών με την Αυστραλία, την Ιαπωνία και άλλες υπογράφηκαν στο αποκορύφωμα του πολέμου της Κορέας˙ το πλαίσιο Quad με την Αυστραλία, την Ινδία και την Ιαπωνία οργανώθηκε σε λιγότερο από 72 ώρες ως απάντηση στο τσουνάμι του 2004˙ οι ηγέτες του G-20 συγκεντρώθηκαν για πρώτη φορά τον Νοέμβριο του 2008, εν μέσω της οικονομικής κρίσης του 2008. Ακόμη και μετά την οικονομική κρίση του 1997-1998, όταν οι Ηνωμένες Πολιτείες και το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο απαίτησαν σκληρές προϋποθέσεις που αποξένωσαν μεγάλο μέρος της Ασίας καθώς το Πεκίνο κέρδισε πόντους επειδή δεν υποτίμησε το νόμισμά του, το μακροπρόθεσμο αποτέλεσμα ήταν πιο ανθεκτικές και βασισμένες στην αγορά οικονομίες στην περιοχή, όχι μια μετάβαση στον κρατικό καπιταλισμό κινέζικου στιλ.

Εάν οι Ηνωμένες Πολιτείες βρίσκονται σε στρατηγικό ανταγωνισμό με την Κίνα, τότε η αποτελεσματική ηγεσία των ΗΠΑ θα πρέπει να είναι διαθέσιμη να οικοδομήσει κάτι θετικό από την κρίση αντί να προσπαθεί να την χρησιμοποιήσει για να απομονώσει και να αποξενώσει το Πεκίνο. Η αποτυχία των Υπουργών Εξωτερικών του G-7 να καταλήξουν σε συμφωνία για μια κοινή δήλωση (επειδή η αμερικανική αντιπροσωπεία επέμεινε να αποκαλεί τον νέο κορωνοϊό ως «ιό της Wuhan», πηγαίνοντας αντίθετα με τις οδηγίες του Παγκόσμιου Οργανισμού Υγείας και τις θέσεις των στενότερων συμμάχων της Ουάσιγκτον) δύσκολα αποτελεί παράδειγμα αποτελεσματικής ηγεσίας. Επί δεκαετίες, οι Ηνωμένες Πολιτείες έχουν διατηρήσει ισχύ, αξιοπιστία και επιρροή όχι μόνο λόγω του μεγέθους και των δυνατοτήτων τους, αλλά και με το να προσελκύουν άλλα έθνη στο όραμά τους για ασφάλεια και ευημερία. Οι Ηνωμένες Πολιτείες που είναι κακοδιάθετες και αμυντικές ως προς την Κίνα αυτή την στιγμή δεν είναι οι Ηνωμένες Πολιτείες που θα κερδίσουν σεβασμό μεταξύ των φίλων και των συμμάχων τους. Οι Ηνωμένες Πολιτείες που μαθαίνουν από τις εμπειρίες της Γερμανίας, της Νότιας Κορέας, της Ταϊβάν και άλλων στην διαχείριση πανδημιών˙ που αγκαλιάζουν την πρακτική και ουσιαστική συνεργασία με την Κίνα˙ και που δεσμεύονται με παγκόσμιους οργανισμούς, όπως ο ΠΟΥ, για να τους βοηθήσει να μεταρρυθμιστούν, είναι οι Ηνωμένες Πολιτείες που μπορούν να χρησιμοποιήσουν την πανδημία ως μια ευκαιρία να υπενθυμίσουν στον κόσμο το πώς μοιάζει η αμερικανική ηγεσία.

Copyright © 2020 by the Council on Foreign Relations, Inc.
All rights reserved.

Στα αγγλικά: https://www.foreignaffairs.com/articles/united-states/2020-04-15/pandemi...

Σύνδεσμοι:
[1] https://www.ft.com/content/6f7fdbae-4b3b-11ea-95a0-43d18ec715f5
[2] https://capx.co/over-the-coronavirus-xi-loses-the-mandate-of-heaven/
[3] https://www.thelancet.com/journals/laninf/article/PIIS1473-3099(20)30076-1/fulltext
[4] https://www.nytimes.com/2020/03/17/business/media/china-expels-american-...
[5] https://www.cnn.com/2020/03/13/asia/china-coronavirus-us-lijian-zhao-int...
[6] https://www.nytimes.com/2020/03/19/world/asia/coronavirus-china-united-s...
[7] https://www.washingtonpost.com/world/asia_pacific/china-wuhan-coronaviru...
[8] https://www.pewresearch.org/fact-tank/2020/02/25/people-in-asia-pacific-...
[9] https://www.foreignaffairs.gr/articles/72671/kurt-m-campbell-kai-rush-do...

Μπορείτε να ακολουθείτε το «Foreign Affairs, The Hellenic Edition» στο TWITTER στην διεύθυνση www.twitter.com/foreigngr αλλά και στο FACEBOOK, στην διεύθυνση www.facebook.com/ForeignAffairs.gr και στο linkedin στην διεύθυνση https://www.linkedin.com/company/foreign-affairs-the-hellenic-edition