Όταν τελειώσει η διοίκηση Trump | Foreign Affairs - Hellenic Edition
Secure Connection

Όταν τελειώσει η διοίκηση Trump

Το επίπονο έργο της ανοικοδόμησης της εμπιστοσύνης στην αμερικανική ηγεσία μπορεί να ξεκινήσει

Το πρόβλημα της αμερικάνικης μονομέρειας προηγείται της κυβέρνησης Τραμπ. Η κατάρρευση της Σοβιετικής Ένωσης και η ανάδυση των Ηνωμένων Πολιτειών ως της μόνης υπερδύναμης του κόσμου που απομένει, οδήγησε σε θριαμβολογίες και μια συνακόλουθη τάση να απλώνονται πάρα πολύ προσπαθώντας να αναδιαμορφώσουν τον κόσμο κατ’ εικόνα των ΗΠΑ. Οι Ηνωμένες Πολιτείες κατέστρεψαν γρήγορα το απόθεμά τους από καλή θέληση σε όλο τον κόσμο, επειδή «κουνούσαν το δάχτυλό τους» και επιβάλλονταν σε θέματα δημοκρατικής διακυβέρνησης, δίνοντας μικρή προσοχή στις τοπικές ιστορίες. Μέχρι που εξέδιδαν ελέγχους για άλλες χώρες, με βαθμολογική δομή σαν να ήταν από ένα δημοτικό σχολείο. Πιέζοντας σε τέτοιες προτεραιότητες, οι Ηνωμένες Πολιτείες βοήθησαν αναμφίβολα στην ενίσχυση του διεθνούς σεβασμού στην Χάρτα Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων και άλλων πτυχών του ανθρωπιστικού δικαίου. Αλλά το έπραξαν με κόστος στις σχέσεις με χώρες που θεωρούν την αμερικανική προσέγγιση ως εκφοβισμό (bullying).

Τώρα, υπάρχουν χώρες, σε αυξανόμενο αριθμό, των οποίων η υποστήριξη προς τους διεθνείς κανόνες και κανόνες επιδεινώνεται. Υπό νέα ηγεσία, οι Ηνωμένες Πολιτείες θα πρέπει να αντιμετωπίσουν την οπισθοδρόμησή τους, αλλά συνεργαζόμενες με άλλους όταν είναι δυνατόν και μόνες τους μόνο όταν είναι απολύτως απαραίτητο. Μια τέτοια δουλειά θα περιπλέκεται από την διαδεδομένη εντύπωση ότι οι Ηνωμένες Πολιτείες είναι οι ίδιες μια από τις κύριες οπισθοδρομούσες [χώρες]. Η Ουάσινγκτον θα χρειαστεί να ενισχύσει τους εγχώριους θεσμούς της εάν θέλει να δώσει ένα θετικό παράδειγμα σε άλλες χώρες που παλεύουν να κρατηθούν από τους δημοκρατικούς κανόνες. Επιπλέον, μια νέα κυβέρνηση θα πρέπει να αποκαταστήσει την ζημία που έχει κάνει η κυβέρνηση Τραμπ, η οποία φαινομενικά καλλιέργησε καλύτερες σχέσεις με τις δικτατορίες παρά με τις δημοκρατίες: για παράδειγμα, η Ουάσινγκτον φαίνεται τώρα να τα πηγαίνει καλύτερα με την Βόρεια Κορέα από όσο με τη Νότια Κορέα. Οι Ηνωμένες Πολιτείες δεν μπορούν να αποφύγουν την συνεργασία με χώρες που δεν μοιράζονται τις αξίες τους -αλλά δεν πρέπει να υπάρχει αμφιβολία για το ποιους θεωρούν φίλους και συμμάχους τους.

ΑΠΟΚΑΤΑΣΤΑΣΗ ΕΜΠΙΣΤΟΣΥΝΗΣ

Η κυβέρνηση Trump ήρθε με την κατανόηση ότι κληρονόμησε ένα κοινό βεβαρυμένο από τον πόλεμο, κουρασμένο από μια στρατιωτικοποιημένη εξωτερική πολιτική που φάνηκε να προσγειώνει τις Ηνωμένες Πολιτείες σε δεσμεύσεις χωρίς τέλος και με αμφίβολες εξηγήσεις. Ο Τραμπ έμεινε μακριά από μεγάλες στρατιωτικές επεμβάσεις για αυτόν τον λόγο -αλλά έχει δείξει μια επίμονη αδυναμία να επιλέξει συνετά μεταξύ στρατιωτικών και διπλωματικών μοχλών, συχνά απειλώντας με τους πρώτους, ταπεινώνοντας ταυτόχρονα τους δεύτερους σε τηλεοπτικά θεατρικά ριάλιτυ (στην περίπτωση της Βόρειας Κορέας) ή ουσιαστικά να μην κάνοντας τίποτα (στην περίπτωση της διπλωματίας με το Ιράν). Αμφότερες η στρατιωτική δράση και η διπλωματία αποτελούν σοβαρά μέσα για σοβαρούς σκοπούς. Πρέπει να εξηγούνται προσεκτικά στον αμερικανικό λαό, και όχι μέσω ενός tweet.

Το πιο ανησυχητικό, ο πρόεδρος, με την βοήθεια του υπουργού Εξωτερικών, Mike Pompeo, έκανε τις Ηνωμένες Πολιτείες σε μεγάλο βαθμό άσχετες και ανίκανες να διαμορφώσουν το διεθνές κλίμα για να υποστηρίξουν τα συμφέροντά τους. Το έκανε αυτό αποσύροντας τις Ηνωμένες Πολιτείες από διεθνείς συμφωνίες και πολυμερείς προσπάθειες χωρίς καμία εξήγηση για το πώς αυτή η υποχώρηση μπορεί να κρατήσει την χώρα ασφαλέστερη. Οι ολοένα και πιο δραστικές μειώσεις της βοήθειας για το εξωτερικό οδήγησαν σε ορισμένες περιπτώσεις τις Ηνωμένες Πολιτείες εντελώς εκτός εικόνας. Κατά την διάρκεια της κρίσης στην Λιβύη το 2013, ένας εκπρόσωπος της κυβέρνησης Ομπάμα επινόησε περίφημα την φράση «ηγούμενες από πίσω» (“leading from behind”). Οι Ρεπουμπλικανοί εκείνη την στιγμή έδειξαν οργή για οποιαδήποτε υπόδειξη ότι οι Ηνωμένες Πολιτείες είχαν τεθεί «πίσω». Τώρα, ο Τραμπ και ο Πομπέο φαίνεται να αντιτίθενται περισσότερο στην πρώτη λέξη της φράσης.

Η κοινή γνώμη των ΗΠΑ υπήρξε από καιρό καχύποπτη για την παγκόσμια διακυβέρνηση και για τους πολυμερείς οργανισμούς και θεσμούς που οι Ηνωμένες Πολιτείες βοήθησαν να δημιουργηθούν. Ωστόσο, για να αποκατασταθεί η αμερικανική μόχλευση και η παγκόσμια επιρροή, σίγουρα θα απαιτηθεί ένας νέος πρόεδρος που θα αγκαλιάσει αυτά τα θεσμικά όργανα και θα εξηγήσει με σαφήνεια στο κοινό το πώς εξυπηρετούν τα αμερικανικά συμφέροντα. Για παράδειγμα, η περιφρόνηση της κυβέρνησης Trump για τον Παγκόσμιο Οργανισμό Υγείας μείωσε όχι μόνο τον ρόλο των Ηνωμένων Πολιτειών στην καταπολέμηση της παγκόσμιας πανδημίας κορωνοϊού, αλλά και την εγχώρια ικανότητά τους να προετοιμαστούν για την εξάπλωση του ιού. Ένας νέος πρόεδρος θα πρέπει να πείσει τον αμερικανικό λαό για την αξία του να διαδραματίζει κάποιος ενεργό ρόλο στις διεθνείς δομές. Ομοίως, ένας νέος πρόεδρος θα πρέπει να πείσει το κοινό ότι οι Ηνωμένες Πολιτείες θα διαθέτουν πολύ μεγαλύτερη επιρροή εάν είναι πιστές στις θεμελιώδεις αρχές και αξίες τους παρά εάν ενεργούν απλώς ως ένα άλλο μέρος της διεθνούς ζούγκλας.

Μόλις ο νέος πρόεδρος παρουσιάσει ένα ολοκληρωμένο όραμα για τον ρόλο των Ηνωμένων Πολιτειών στον κόσμο, θα πρέπει να σταλούν ειδικευμένοι και καλά προετοιμασμένοι διπλωμάτες (τους θυμάστε;) για να ενισχύσουν το μήνυμα του προέδρου και να εξηγήσουν σε φίλους και εχθρούς ότι αυτοί τώρα έχουν να περιμένουν από τις Ηνωμένες Πολιτείες. Οι Ηνωμένες Πολιτείες θα πρέπει να αποδείξουν την ανακτημένη αξιοπιστία τους προσχωρώντας σε παγκόσμιες συμφωνίες, όπως η συμφωνία του Παρισιού για το κλίμα, από την οποία αποσύρθηκε η κυβέρνηση Τραμπ και εργαζόμενες υπομονετικά και επιβαρυνόμενες οι ίδιες για την αποκατάσταση της παγκόσμιας εμπιστοσύνης.