Ο πολιτικός έλεγχος του στρατού είναι ένα κομματικό ζήτημα | Foreign Affairs - Hellenic Edition
Secure Connection

Ο πολιτικός έλεγχος του στρατού είναι ένα κομματικό ζήτημα

Πάρα πολλοί Αμερικανοί δεν συμφωνούν με ένα βασικό δόγμα της δημοκρατίας

Κανένας πρόεδρος στην σύγχρονη αμερικανική ιστορία δεν έχει καταπατήσει τους κανόνες των δημοκρατικών πολιτικο-στρατιωτικών σχέσεων όπως ο πρόεδρος των ΗΠΑ, Ντόναλντ Τραμπ. Νωρίς στην διοίκησή του, έβαλε στο υπουργικό συμβούλιό του στρατιωτικούς αξιωματικούς εν αποστρατεία, τους οποίους ονόμασε «οι στρατηγοί μου», μόνο για να καταρρεύσουν οι σχέσεις του μαζί τους εν μέσω δημόσιας πικρίας. Έκτοτε, έχει μεταβιβάσει σημαντικές αποφάσεις σχετικά με την χρήση βίας σε αξιωματικούς, έσυρε επανειλημμένα τις ένοπλες δυνάμεις στην κομματική πολιτική, και ακύρωσε αποφάσεις του στρατού για το [στρατιωτικό] προσωπικό και την δικαιοσύνη [στον στρατό]. Κατά την διάρκεια των διαμαρτυριών που ξέσπασαν σε ολόκληρη την χώρα λόγω της αστυνομικής βίας εναντίον Αφρο-αμερικανών, ο Τραμπ απείλησε να επικαλεστεί τον Νόμο περί Εξέγερσης και να αναπτύξει ενεργά στρατεύματα στους δρόμους του έθνους.

15072020-1.jpg

Ο Τραμπ σε ομιλία του σεα αμερικανικά στρατεύματα στο Fort Drum, στη Νέα Υόρκη, τον Αύγουστο του 2018. Carlos Barria / Reuters
-----------------------------------------------------------

Όμως μέχρι πολύ πρόσφατα, οι τακτικές παραβιάσεις των πολιτικο-στρατιωτικών κανόνων από τον πρόεδρο φάνηκαν να κάνουν μικρή εντύπωση στο αμερικανικό κοινό. Η έρευνά μας στην κοινή γνώμη μάς εξηγεί το γιατί: πολλοί Αμερικανοί δεν εγκρίνουν σημαντικές πτυχές αυτών των κανόνων και οι απόψεις τους για τις πολιτικο-στρατιωτικές σχέσεις, όπως και πολλές άλλες σε αυτήν την πολωμένη εποχή, καθοδηγούνται σε μεγάλο βαθμό από την κομματική προτίμηση. Πέρα από τις αρχές ή την ιδεολογία, η κομματική πολιτική εξηγεί το πώς οι Αμερικανοί σκέπτονται ότι πρέπει να αλληλεπιδρούν οι στρατιωτικοί και οι πολιτικοί αξιωματούχοι.

ΟΙ ΑΡΧΕΣ ΤΩΝ ΠΟΛΙΤΙΚΟ-ΣΤΡΑΤΙΩΤΙΚΩΝ ΣΧΕΣΕΩΝ

Όλα τα καθεστώτα θέλουν ένοπλες δυνάμεις που να είναι ταυτόχρονα ικανές στην εθνική άμυνα και υφιστάμενες στους πολιτικούς ηγέτες. Όμως, η επιταγή του να φυλάσσεις τους φύλακες είναι μεγαλύτερη στις δημοκρατίες, οι οποίες επιμένουν στην λογοδοσία απέναντι στον λαό όσων είναι υπεύθυνοι για την λήψη αποφάσεων. Κατά συνέπεια, ενώ οι στρατιωτικοί αξιωματικοί έχουν την ευθύνη να συμβουλεύουν πολιτικούς και αξιωματούχους, δεν έχουν κανένα δικαίωμα να επιβάλλουν τις κρίσεις τους σε αυτούς τους πολίτες. Η βούληση εκλεγμένων, υπό λογοδοσία ηγετών πρέπει να υπερισχύει για την «κυβέρνηση, από τον, προς τον, και για τον λαό», για να δανειστούμε [την φράση] από τον πρόεδρο των ΗΠΑ, Αβραάμ Λίνκολν.

Αυτό το βασικό δόγμα της δημοκρατικής θεωρίας απέδωσε αρχές και κανόνες στις οποίες έχουν εκπαιδευθεί γενιές στρατιωτικών αξιωματικών. Αυτά περιλαμβάνουν ότι οι ένοπλες δυνάμεις θα πρέπει να υπόκεινται σε ουσιαστική πολιτική εποπτεία, ότι οι πολιτικοί ηγέτες θα πρέπει να λαμβάνουν τις τελικές αποφάσεις σχετικά με το εάν θα χρησιμοποιηθεί ή όχι στρατιωτική βία, και ότι οι στρατιωτικοί αξιωματικοί πρέπει να εκφράζουν τις απόψεις τους πίσω από κλειστές πόρτες, παρά δημοσίως. Για να προωθήσουν αυτήν την συναινετική συμπεριφορά, οι ειδικοί στις πολιτικο-στρατιωτικές σχέσεις έχουν από καιρό συμβουλέψει την αμερικανική κυβέρνηση να επενδύει σε θεσμούς που καλλιεργούν τον στρατιωτικό επαγγελματισμό, που κοινωνούν τους αξιωματικούς στους δημοκρατικούς κανόνες, και που βελτιώνουν την ικανότητα των πολιτών να παρακολουθούν τους στρατιωτικούς αξιωματούχους και να τους θέτουν υπό λογοδοσία.

Σπάνια έχουν αναγνωρίσει την σιωπηρή προϋπόθεση αυτών των δεσμεύσεων: ότι εάν ο στρατός πρόκειται να παραμείνει εντός των καθορισμένων ορίων του, το κοινό πρέπει να κατανοήσει και να εγκρίνει αυτούς τους δημοκρατικούς κανόνες πολιτικο-στρατιωτικών σχέσεων. Στην πραγματικότητα, είναι γνωστά εκπληκτικά λίγα για το τι πραγματικά πιστεύει το κοινό των ΗΠΑ για τις πολιτικο-στρατιωτικές σχέσεις. Δεκαετίες δημοσκοπήσεων [1] επιβεβαιώνουν ότι οι Αμερικανοί έχουν μεγάλη σιγουριά για τον στρατό τους -περισσότερο από οποιονδήποτε άλλο πολιτικό ή κοινωνικό θεσμό για τουλάχιστον τα τελευταία 21 χρόνια- παρά τους δύο σε μεγάλο βαθμό αντιδημοφιλείς και ανεπιτυχείς πολέμους στο Αφγανιστάν και το Ιράκ. Οι δημοσκοπήσεις δείχνουν επίσης ότι οι Ρεπουμπλικανοί έχουν περισσότερη σιγουριά [2] για τον στρατό από όσο οι Δημοκρατικοί. (Το κομματικό χάσμα διευρύνθηκε σημαντικά μετά την εισβολή των ΗΠΑ στο Ιράκ το 2003, συρρικνώθηκε κάπως στην αρχή της προεδρίας του Μπαράκ Ομπάμα το 2009 και στην συνέχεια μεγάλωσε εκ νέου εντυπωσιακά μετά την εκλογή του Τραμπ το 2016). Αλλά το αν η εμπιστοσύνη ή η μη εμπιστοσύνη στον στρατό είχε σχέση με την τήρηση των δημοκρατικών πολιτικο-στρατιωτικών κανόνων παρέμενε σε μεγάλο βαθμό άγνωστο διότι, με σπάνιες [3] εξαιρέσεις [4], οι δημοσκόποι δεν είχαν υποβάλει λεπτομερείς ερωτήσεις σχετικά με τις απόψεις των Αμερικανών για τις πολιτικο-στρατιωτικές σχέσεις.

Τον Ιούνιο του 2019, ερευνήσαμε ένα εθνικά αντιπροσωπευτικό δείγμα περισσότερων από 1.900 ατόμων που βρίσκονται στις Ηνωμένες Πολιτείες -και διαπιστώσαμε ότι το αμερικανικό κοινό έχει εντυπωσιακή άγνοια για τα πρότυπα των δημοκρατικών πολιτικο-στρατιωτικών σχέσεων. Δείτε το πιο βασικό ερώτημα: Ποιος αποφασίζει πότε θα χρησιμοποιηθεί βία; «Εάν ανώτεροι στρατιωτικοί αξιωματούχοι των ΗΠΑ εγκρίνουν μια προτεινόμενη στρατιωτική αποστολή», το 39,5% των ερωτηθέντων πιστεύουν ότι ο πρόεδρος πρέπει να εγκρίνει την αποστολή ακόμη και αν «πιστεύει ότι η αποστολή δεν αξίζει τον κόπο». Αυτή η ουσιαστική μειοψηφία πιστεύει ότι ο υπέρτατος αρχηγός δεν πρέπει απλώς να διαβουλεύεται με ανώτερους αξιωματικούς αλλά τελικά να κάνει ό, τι λένε όταν πρόκειται για χρήση στρατιωτικής βίας. Ακόμα περισσότεροι ερωτηθέντες προτιμούν την υποχώρηση (deference) έναντι της ανώτερης στρατιωτικής ιεραρχίας εάν το σενάριο είναι πλαισιωμένο αρνητικά: «Αν οι ανώτεροι στρατιωτικοί των ΗΠΑ αντιτίθενται σε μια προτεινόμενη στρατιωτική αποστολή», το 50,3% των ερωτηθέντων πιστεύουν ότι ο πρόεδρος πρέπει να απορρίψει την αποστολή ακόμη και αν «σκέπτεται ότι η αποστολή αξίζει τον κόπο».

Οι Αμερικανοί είναι επίσης εκπληκτικά άνετοι με την στρατιωτική συμμετοχή στην δημόσια συζήτηση για την πολιτική. Η πλειοψηφία των ερωτηθέντων –το 56,1%- συμφωνεί ότι «ανώτεροι αξιωματικοί πρέπει να συνηγορούν δημόσια για τις στρατιωτικές επιχειρήσεις και τις πολιτικές που προτιμούν», σε σύγκριση με μόλις το 17,2% που διαφωνούν. Μια ισχυρή πλειοψηφία μέχρι που υποστηρίζει την δημόσια συνηγορία ανώτερων στρατιωτικών αξιωματούχων σε θέματα που «πιστεύουν ότι είναι προς το συμφέρον της χώρας, ακόμη και αν οι πολιτικές δεν σχετίζονται με τον στρατό»: το 40,9% συμφωνεί με αυτή την δήλωση και μόλις το 29,3% διαφωνεί. Εν ολίγοις, ένα μεγάλο κομμάτι του εκλογικού σώματος, και μερικές φορές η πλειοψηφία –σε όλες τις δημογραφικές και ιδεολογικές ομάδες- φαίνεται να μην πιστεύει ότι η βούληση του λαού, μέσω των εκλεγμένων εκπροσώπων του, θα πρέπει να κυριαρχεί επί των στρατιωτικών πολιτικών.

ΤΟ ΚΟΜΜΑ ΠΑΝΩ ΑΠ’ ΟΛΑ

Δεν έχουν όλοι οι Αμερικανοί την ίδια υποχωρητικότητα έναντι του στρατού. Αλλά η δημοσκόπησή μας δείχνει ότι είναι η πολιτική φυλή, όχι οι αρχές ή η ιδεολογία, που καθορίζει το ποιος πιστεύει και ποιος δεν πιστεύει ότι ένας πρόεδρος πρέπει να καταλαμβάνει την δεύτερη θέση πίσω από τους στρατηγούς του έθνους. Θα μπορούσε κανείς να περιμένει ότι οι πολιτικά συντηρητικοί –που είναι πολύ πιθανό να είναι Ρεπουμπλικάνοι και υποστηρικτές του Τραμπ, και οι οποίοι έχουν υψηλή εκτίμηση στον στρατό– θα έδειχναν περισσότερη υποχωρητικότητα απέναντι στις ένοπλες δυνάμεις από τους πολιτικά φιλελεύθερους και θα ήταν λιγότερο ευαίσθητοι στην εισβολή των αξιωματικών στην πολιτική συζήτηση. Αλλά η δημοσκόπησή μας βρίσκει να ισχύει το αντίθετο: το 46,5% των Δημοκρατικών και των ανεξάρτητων που κλίνουν προς τους Δημοκρατικούς λένε ότι εάν ανώτεροι στρατιωτικοί αξιωματούχοι των ΗΠΑ εγκρίνουν μια προτεινόμενη στρατιωτική αποστολή, ο πρόεδρος πρέπει να κάνει ό, τι του λένε, ακόμη και αν αυτό είναι αντίθετο προς την κρίση του —για σύγκριση, το 30,3% των Ρεπουμπλικάνων και εκείνων που κλίνουν προς τους Ρεπουμπλικανούς. Εάν ο πρόεδρος εγκρίνει την αποστολή και οι στρατιωτικοί αξιωματικοί αντιταχθούν, η υποχωρητικότητα (deference) αυξάνεται γενικά, αλλά οι κομματικές διαφορές παραμένουν: το 58,0% των Δημοκρατικών και των ανεξάρτητων που κλίνουν υπέρ των Δημοκρατικών υιοθετούν την πιο υποχωρητική θέση, σε σύγκριση με το 40,3% των Ρεπουμπλικανών και των ανεξάρτητων που κλίνουν υπέρ των Ρεπουμπλικάνων.

Το μοτίβο είναι ακόμη πιο σαφές -και πιο εύκολα εξηγήσιμο- όταν οι απόψεις των ερωτηθέντων μελετώνται παράλληλα με την έγκριση ή την απόρριψη της απόδοσης του Trump ως προέδρου από αυτούς. Εκείνοι που αποδοκιμάζουν έντονα τον πρόεδρο είναι οι πιο υποχωρητικοί στις ένοπλες δυνάμεις, και εκείνοι που εγκρίνουν έντονα τον πρόεδρο είναι οι λιγότερο υποχωρητικοί: ανάλογα με το ερώτημα, εκείνοι που απορρίπτουν τον Τραμπ έχουν 60% έως 80% περισσότερες πιθανότητες να υιοθετήσουν μια υποχωρητική στάση.

Φυσικά, οι Ρεπουμπλικάνοι που υποστηρίζουν το Τραμπ δεν αισθάνονται ξαφνικά λιγότερο θερμοί προς τον στρατό ή τον εμπιστεύονται λιγότερο. Στην πραγματικότητα, αυτοί οι Αμερικανοί έχουν γίνει ακόμη περισσότερο υποστηρικτικοί προς [5] τις ένοπλες δυνάμεις μετά την εκλογή του Τραμπ το 2016. Αλλά αυτά τα αισθήματα φαίνεται να εξαφανίζονται όταν οι Ρεπουμπλικάνοι θεωρούν ότι οι προτιμήσεις των στρατηγών ενδέχεται να μην ευθυγραμμίζονται με εκείνες του ανθρώπου τους στον Λευκό Οίκο. Η σχετικά ανυποχώρητη στάση των Ρεπουμπλικανών απέναντι στον στρατό φαίνεται να πηγάζει από την επιθυμία τους ο Τραμπ να έχει ελεύθερη κυριαρχία στην πολιτική, χωρίς περιορισμούς από ανώτερους στρατιωτικούς αξιωματικούς. Οι Δημοκρατικοί και όσοι δεν εγκρίνουν τον Τραμπ εξακολουθούν να είναι πιο δύσπιστοι απέναντι στον στρατό από όσο οι Ρεπουμπλικάνοι και οι υποστηρικτές του Τραμπ, αλλά εμπιστεύονται ακόμη λιγότερο τον Τραμπ. Ο σεβασμός τους προς τις ένοπλες δυνάμεις φαίνεται λοιπόν να απορρέει από την ελπίδα τους ότι ο στρατός μπορεί να ενεργήσει ως έλεγχος στον πρόεδρο, του οποίου τις πολιτικές απεχθάνονται, για του οποίου την κρίση αμφιβάλλουν, και του οποίου τον παρορμητισμό φοβούνται.

Η δύναμη της κομματικής πολιτικής συναντάται ακόμη πιο ξεκάθαρα όταν συγκρίνουμε τα δεδομένα μας με τα δεδομένα του 2013 [6] που συνέλεξαν οι James Mattis και Kori Schake ως μέρος μιας έρευνας του Hoover Institution. Το 2013, όταν ο Ομπάμα ήταν στην εξουσία, ουσιαστικά κανένας Ρεπουμπλικανός ερωτώμενος δεν υιοθέτησε την θέση της μέγιστης υπεροχής της πολιτικής: μόλις το ένα τοις εκατό είπε ότι «όταν η χώρα βρίσκεται σε πόλεμο, ο πρόεδρος θα πρέπει προσωπικά να κατευθύνει τόσο τους γενικούς στόχους όσο και τις λεπτομέρειες των στρατιωτικών σχεδίων». Όμως, με τον Τραμπ στην εξουσία το 2019, το 18% των Ρεπουμπλικάνων ερωτηθέντων στην έρευνά μας ενέκρινε αυτήν την άποψη. Το 2013, μόλις το 9% των Δημοκρατικών και το 34% των Ρεπουμπλικάνων επέλεξαν τη μέγιστη υποχωρητικότητα απέναντι στον στρατό: «όταν η χώρα βρίσκεται σε πόλεμο, ο πρόεδρος πρέπει βασικά να ακολουθεί τις συμβουλές των στρατηγών». Το 2019, το 28% των Δημοκρατικών και το 11% των Ρεπουμπλικάνων επέλεξαν αυτήν την επιλογή. Με άλλα λόγια, οι απόψεις των Ρεπουμπλικανών και των Δημοκρατικών σχετικά με τις πολιτικο-στρατιωτικές σχέσεις έχουν ουσιαστικά μεταστραφεί ανάλογα με την κομματική σχέση του προέδρου. Εάν ο πρώην αντιπρόεδρος Τζο Μπάιντεν νικήσει τον Τραμπ τον Νοέμβριο, αναμένουμε οι κομματικές στάσεις σχετικά με την υποχωρητικότητα απέναντι στον στρατό και για τον σωστό ρόλο του στρατού στην πολιτική να αλλάξουν ξανά.

ΠΟΛΕΜΩΝΤΑΣ ΤΟΝ ΜΙΛΙΤΑΡΙΣΜΟ ΣΤΗΝ ΚΟΙΝΩΝΙΑ

Δεδομένων αυτών των ευρημάτων, η έλλειψη δημόσιας κατακραυγής για τις πολιτικο-στρατιωτικές υπερβάσεις του Τραμπ δεν προκαλεί προβληματισμό. Η συντριπτική πλειοψηφία των Αμερικανών βλέπει τους αξιωματικούς του στρατού ως υποδείγματα πατριωτισμού και επαγγελματικής ικανότητας, και εκτός από τις ελίτ και τους αριστερούς κύκλους, δεν ανησυχούσαν τόσο πολύ όταν ο Τραμπ διόρισε τον Mattis και τον John Kelly, αμφότερους στρατηγούς εν αποστρατεία του Σώματος Πεζοναυτών (Marine Corps), και τον υποστράτηγο ε.α. Michael Flynn, σε υψηλού επιπέδου θέσεις στην διοίκησή του. Πολλοί Αμερικανοί –ιδίως εκείνοι που αντιτάχθηκαν στον πρόεδρο– ήθελαν να δουν τον Τραμπ να ακολουθεί το προβάδισμα του στρατού ούτως ή άλλως, κάτι που μπορεί να είναι ο λόγος που δεν φαίνονταν ιδιαίτερα ανήσυχοι όταν ανέθεσε σε στρατιωτικούς διοικητές την εξουσία για χτυπήματα στο πεδίο ή όταν παραχώρησε στον στρατό μεγαλύτερη εξουσία να διεξάγει αμυντικές και επιθετικές επιχειρήσεις στον κυβερνοχώρο Ακόμα και η πρόσδεση του στρατού στην κομματική πολιτική και η αντιμετώπισή του ως πολιτικό στήριγμα δεν φάνηκε να ενοχλεί πολλούς Αμερικανούς, οι οποίοι έχουν μόνο μέτρια πίστη ότι οι αξιωματικοί του στρατού θα κρατήσουν τη μύτη τους εκτός πολιτικής. Οι Αμερικανοί είναι πολύ πιο πιθανό να πιστεύουν ότι οι αξιωματικοί είναι πατριώτες, ικανοί, και ηθικοί από όσο το να πιστεύουν ότι είναι μη πολιτικοί.

Τι γίνεται, όμως, αν αυτές οι απόψεις αντικατοπτρίζουν απλώς την τρέχουσα πολιτική εποχή, στην οποία πολλοί Αμερικανοί πιστεύουν ότι ο Τραμπ αντιπροσωπεύει μια μοναδική απειλή για την δημοκρατία; Είναι πιθανό αυτοί οι Αμερικανοί να βλέπουν τον στρατό ως έναν έλεγχο κατά της δημοκρατικής οπισθοδρόμησης. Αλλά είμαστε σκεπτικοί για αυτήν την εξήγηση. Η ανησυχία για την υγεία της δημοκρατίας του έθνους υπήρξε από καιρό προϊόν κομματικής προτίμησης. Τουλάχιστον από το 1996, εκείνοι των οποίων το κόμμα ελέγχει τον Λευκό Οίκο αισθάνονται καλύτερα για την αμερικανική δημοκρατία από εκείνους των οποίων το κόμμα ήταν εκτός εξουσίας. Υπό αυτήν την έννοια, δεν υπάρχει τίποτα μοναδικό στην τρέχουσα εποχή.

Επιπλέον, παρόλο που ο φόβος για τις αυταρχικές τάσεις του Τραμπ μπορεί να εξηγήσει γιατί οι Δημοκρατικοί και εκείνοι που αποδοκιμάζουν τον Τραμπ έγιναν πιο υποχωρητικοί απέναντι στις ένοπλες δυνάμεις από το 2013, δεν μπορεί να εξηγήσει γιατί οι Ρεπουμπλικάνοι και οι υπέρμαχοι του Τραμπ έγιναν λιγότερο υποχωρητικοί κατά την ίδια χρονική περίοδο. Αυτοί οι Αμερικανοί πιστεύουν ότι η δημοκρατική υγεία του έθνους έχει βελτιωθεί από το 2013, οπότε θα έπρεπε να αισθάνονται το ίδιο όπως και πριν σχετικά με την υποχωρητικότητα έναντι του στρατού -όχι ξαφνικά υπέρ της υπεροχής της πολιτικής. Σε κάθε περίπτωση, ωστόσο, τα ευρήματά μας αποκαλύπτουν μια ανησυχητική έλλειψη δημόσιας στήριξης για τους δημοκρατικούς κανόνες των πολιτικο-στρατιωτικών σχέσεων.

Τι μπορεί να γίνει για να ενισχυθεί η δέσμευση των Αμερικανών στις δημοκρατικές πολιτικο-στρατιωτικές σχέσεις; Οποιαδήποτε λύση θα πρέπει να ανταποκρίνεται στην μιλιταριστική κουλτούρα της χώρας. Ναι, η κομματική συνάφεια είναι ένα μεγάλο μέρος αυτού που ενεργοποιεί την προτίμηση των Αμερικανών για υποχωρητικότητα ή έλλειψη υποχωρητικότητας ως προς τον στρατό -αλλά η άνεσή τους με την ανάμειξη του στρατού στην πολιτική και τις πολιτικές, και ακόμη και με τις προτιμήσεις του στρατού που διέπουν την χρήση βίας, προέρχονται από ένα βαθύτερο πολιτιστικό αφήγημα που δοξάζει τον στρατιωτικό ηρωισμό, την θυσία, και τον πατριωτισμό. Ο Τραμπ έχει ενισχύσει αυτό το αφήγημα, αλλά το ίδιο έχουν κάνει και πολλοί πολιτικοί πριν από αυτόν. Το πρόβλημα πάει πολύ βαθύτερα από τον 45ο πρόεδρο.

Η οικοδόμηση της δημόσιας υποστήριξης προς τους δημοκρατικούς κανόνες των πολιτικο-στρατιωτικών σχέσεων πρέπει να ξεκινήσει με γενναία πολιτική ηγεσία που να αποτελεί παράδειγμα σεβαστού σκεπτικισμού για τον στρατό. Αντί να αναπαράγουν τη μιλιταριστική μυθολογία στην πορεία της [προεκλογικής] εκστρατείας και αλλού, οι πολιτικοί πρέπει να μιλούν ειλικρινά [7] για την φύση της σύγχρονης στρατιωτικής υπηρεσίας. Οι πολιτικοί ίσως ακόμη και να διαπιστώσουν ότι οι στρατιωτικοί αξιωματικοί θα το θεωρούσαν ευπρόσδεκτο να απομακρυνθούν [8] από το βάθρο στο οποίο έχουν τοποθετηθεί.

Η αλλαγή θα πρέπει επίσης να προέλθει από κάτω. Η δημοκρατία απαιτεί έναν ορισμένο βαθμό λαϊκής πολιτικής αρετής -όπως υπενθυμίστηκε στους Αμερικανούς αυτό το καλοκαίρι των διαδηλώσεων. Η αναβίωση της πολιτικής παιδείας πρέπει να αποτελεί προτεραιότητα για την επόμενη διοίκηση. Και το να υπενθυμιστούν στους Αμερικανούς οι κανόνες των δημοκρατικών πολιτικο-στρατιωτικών σχέσεων -και το γιατί είναι τόσο σημαντικοί- θα πρέπει να είναι το πρώτο μάθημα.

Copyright © 2020 by the Council on Foreign Relations, Inc.
All rights reserved.

Στα αγγλικά: https://www.foreignaffairs.com/articles/united-states/2020-07-14/civilia...

Σύνδεσμοι:

[1] https://news.gallup.com/poll/1597/confidence-institutions.aspx
[2] https://journals.sagepub.com/doi/10.1177/0095327X17747205
[3] https://www.amazon.com/Soldiers-Civilians-Civil-Military-American-Intern...
[4] https://www.hoover.org/research/warriors-and-citizens
[5] https://news.gallup.com/poll/1597/confidence-institutions.aspx
[6] https://www.hoover.org/research/warriors-and-citizens
[7] https://warontherocks.com/2020/05/this-memorial-day-lets-finally-start-h...
[8] https://www.theatlantic.com/national/archive/2013/11/help-veterans-by-ta...

Μπορείτε να ακολουθείτε το «Foreign Affairs, The Hellenic Edition» στο TWITTER στην διεύθυνση www.twitter.com/foreigngr αλλά και στο FACEBOOK, στην διεύθυνση www.facebook.com/ForeignAffairs.gr και στο linkedin στην διεύθυνση https://www.linkedin.com/company/foreign-affairs-the-hellenic-edition