Η πανδημία πλήττει τις χώρες που δεν εκτιμούν τους εργαζόμενους | Foreign Affairs - Hellenic Edition
Secure Connection

Η πανδημία πλήττει τις χώρες που δεν εκτιμούν τους εργαζόμενους

Οι αδύναμες εργασιακές προστασίες κάνουν τις Ηνωμένες Πολιτείες πιο ευάλωτες στην ασθένεια COVID-19
Περίληψη: 

Η ένταξη σε συνδικάτα μπορεί, με τα λόγια των πολιτικών επιστημόνων John Ahlquist και Margaret Levi, να ενθαρρύνει τους ανθρώπους να αναλάβουν δράσεις που «είναι προς το συμφέρον των άλλων» έξω από την δική τους ομάδα, με το να επεκτείνει την αίσθησή τους για το ποιου η μοίρα είναι συνδεδεμένη με την δική τους.

Ο JACOB LEIBENLUFT είναι ερευνητικός συνεργάτης στο Institute for Corporate Governance and Finance της Νομικής Σχολής του NYU και ανώτερος συνεργάτης στο Center for American Progress. Διετέλεσε αναπληρωτής διευθυντής του Εθνικού Οικονομικού Συμβουλίου του Λευκού Οίκου υπό τον πρόεδρο Μπαράκ Ομπάμα.

Τα τελευταία χρόνια, ακαδημαϊκοί και υπεύθυνοι χάραξης πολιτικής στις Ηνωμένες Πολιτείες πάλεψαν με ένα οικονομικό μυστήριο. Γιατί, ακόμη και καθώς η οικονομία των ΗΠΑ αναπτυσσόταν τις τελευταίες δεκαετίες, οι μισθοί παρέμειναν σχετικά στάσιμοι; Πολλοί μελετητές έχουν καταλήξει συγκεκριμένα σε έναν λόγο: τη μείωση της διαπραγματευτικής ισχύος [1] των εργαζομένων των ΗΠΑ λόγω της συρρίκνωσης της συμμετοχής σε συνδικάτα και της αύξησης των υπεργολαβιών. Οι εργαζόμενοι έχουν ωφεληθεί λιγότερο από την οικονομική ανάπτυξη καθώς η ικανότητά τους να διαπραγματεύονται υψηλότερους μισθούς έχει περισταλεί. Αντ' αυτού, τα μεγάλα κέρδη έχουν μεταφερθεί στους επενδυτές και τους διαχειριστές και η ανισότητα στις Ηνωμένες Πολιτείες έχει αυξηθεί.

25082020-1.jpg

Ένας εργαζόμενος σκουπίζει το πάτωμα σε συρμό στο μετρό της Νέας Υόρκης, τον Μάιο του 2020. Andrew Kelly / Reuters
----------------------------------------------------------

Άλλες βιομηχανικές χώρες είδαν επίσης αυξανόμενη ανισότητα, αλλά η μείωση της εργατικής ισχύος είναι ιδιαίτερα έντονη στις Ηνωμένες Πολιτείες. Από την δεκαετία του 1980 έως τα τέλη της δεκαετίας του 2010, το μερίδιο του εισοδήματος των εργαζομένων στις Ηνωμένες Πολιτείες -ουσιαστικά, το ποσοστό του συνολικού εισοδήματος που καταλήγει να πηγαίνει στους εργαζόμενους- μειώθηκε κατά τέσσερις ποσοστιαίες μονάδες [2], στην πραγματικότητα μια μείωση εκατοντάδων δισεκατομμυρίων δολαρίων ετησίως [3]. Κατά την ίδια περίοδο, οι εργαζόμενοι των ΗΠΑ έχασαν βασικές προστασίες: οι συλλογικές συμβάσεις [4] καλύπτουν λιγότερο από το 12% των εργαζομένων (και μόνο το 7% [5] των εργαζομένων στον ιδιωτικό τομέα) στις Ηνωμένες Πολιτείες, σε σύγκριση με το 98% στην Γαλλία, το 80% στην Ιταλία και το 56% στην Γερμανία.

Η μειωμένη θέση των εργαζομένων στις Ηνωμένες Πολιτείες βοηθά στην εξήγηση της κακής διαχείρισης της πανδημίας του κορωνοϊού σε σύγκριση με τις ομόλογές τους [χώρες]. Καμία άλλη βιομηχανική χώρα δεν χειρίστηκε την πανδημία τόσο καταστροφικά [6]. Σίγουρα, πολλοί παράγοντες έχουν συμβάλει στην αδύναμη αντίδραση των ΗΠΑ στην κρίση -πρώτα απ' όλα, η αναποτελεσματική και συχνά αντιπαραγωγική ηγεσία του Λευκού Οίκου, αλλά συχνά επίσης τα λάθη σε πολιτειακό επίπεδο και ο διαρθρωτικός ρατσισμός. Και χώρες στην Ευρώπη και αλλού που καυχώνται για ισχυρή προστασία των εργαζομένων εξακολουθούν να βλέπουν σποραδικές αυξήσεις σε νέες μολύνσεις από κορωνοϊό που θα μπορούσαν να οδηγήσουν σε μεγαλύτερη εξάπλωση. Ωστόσο, η πορεία του κορωνοϊού μέχρι σήμερα υποδηλώνει ότι μια χώρα της οποίας οι εργαζόμενοι στερούνται οικονομικής και πολιτικής ισχύος δεν μπορεί να ανταποκριθεί στην κρίση ούτε καν τόσο γρήγορα ή τόσο ολοκληρωμένα όσο οι ομόλογές της.

Η ΥΓΕΙΑ ΤΩΝ ΕΡΓΑΖΟΜΕΝΩΝ ΕΙΝΑΙ ΔΗΜΟΣΙΑ ΥΓΕΙΑ

Από το ξεκίνημά της, η [ασθένεια] COVID-19 έχει απειλήσει ιδιαίτερα τους χώρους εργασίας. Μια μελέτη του Πανεπιστημίου του Χάρβαρντ [7] σχετικά με την αρχική εξάπλωση στις ασιατικές χώρες υπολόγισε ότι η μετάδοση που σχετίζεται με την εργασία αντιπροσώπευε το 47,7% των αρχικών περιπτώσεων. Από την αρχή, ο ιός εξαπλώθηκε εύκολα στους χώρους εργασίας των ΗΠΑ, μεταξύ των εργαζομένων στον τομέα της υγειονομικής περίθαλψης, των υπαλλήλων μπαρ και εστιατορίων, των εργαζομένων στις μεταφορές (transit operators), των εργαζομένων στις εγκαταστάσεις επεξεργασίας κρέατος και άλλους. Τώρα, σχεδόν μισό χρόνο μέσα στην πανδημία, η κυβέρνηση των Ηνωμένων Πολιτειών εξακολουθεί να ασκεί μικρή επίβλεψη σχετικά με τις συνθήκες που επιβάλλουν οι εργοδότες στους υπαλλήλους τους. Η Διοίκηση Ασφάλειας και Υγείας της Εργασίας (Occupational Safety and Health Administration, OSHA), για παράδειγμα, αρνήθηκε να εκδώσει έκτακτης ανάγκης πρότυπα ασφαλείας μετά την έναρξη της επιδημίας. Σημαντικής επιρροής εταιρικοί δωρητές [8] και η ομοσπονδιακή αδιαφορία για τις απαιτήσεις των συνδικάτων [9] εξασφάλισαν ότι η OSHA θα διάρθρωνε μια παθητική απάντηση στην κρίση. Υποστελεχωμένη εξαιτίας των ετών της υποχρηματοδότησης, η Υπηρεσία εξέδωσε την πρώτη αναφορά που σχετίζεται με τον κορωνοϊό [10] μόλις στα τέλη Μαΐου.

Η έλλειψη νομικής προστασίας που είναι συνήθης σε άλλες χώρες, θέτει σε επιπλέον κίνδυνο την ασφάλεια των εργαζομένων. Οι Ηνωμένες Πολιτείες δεν διαθέτουν ομοσπονδιακή νομοθεσία που να εγγυάται την αναρρωτική άδεια μετ’ αποδοχών -και τα προσωρινά μέτρα που έχουν θεσπιστεί για την αντιμετώπιση των συνεπειών του COVID-19 έχουν σημαντικά κενά [11]- αναγκάζοντας πολλούς αρρώστους και εργαζόμενους σε κίνδυνο να επιλέξουν μεταξύ του να προσέλθουν [στην εργασία τους] ασθενείς ή να χάσουν τον μισθό τους [12]. Το 88% των εργαζομένων στις ΗΠΑ που στερούνται συνδικαλιστικής εκπροσώπησης εργάζονται «κατά βούληση» [13], που σημαίνει ότι οι εργοδότες έχουν μεγάλο περιθώριο να τους απολύσουν χωρίς λόγο. Οι εργαζόμενοι σε νοσοκομεία [14] και σε εργοτάξια [15] αντιμετώπισαν αντίποινα για το ότι ήγειραν υγειονομικές ανησυχίες και, ως αποτέλεσμα, πολλοί εργαζόμενοι μπορεί να φοβούνται να μιλήσουν [16] όταν αισθάνονται ανασφαλείς.