Η θεωρία του εκβιασμού σε αμφισβητούμενες εκλογές | Foreign Affairs - Hellenic Edition
Secure Connection

Η θεωρία του εκβιασμού σε αμφισβητούμενες εκλογές

Όταν οι προεδρικοί υποψήφιοι που ηττώνται κρατούν τις χώρες τους ως ομήρους

Η ειρηνική μεταβίβαση της εξουσίας μέσω εκλογών αποτελεί καθοριστικό χαρακτηριστικό της δημοκρατίας. Αφότου οι ψήφοι κατατεθούν ελεύθερα και καταμετρηθούν, ο ηττημένος υποψήφιος ή το ηττημένο κόμμα αποδέχεται τα αποτελέσματα ως νόμιμα και αναγνωρίζει τον νικητή. Οι Ηνωμένες Πολιτείες έχουν μια μακρά παράδοση δημοσίων προεδρικών αναγνωρίσεων που χρονολογούνται από το συγχαρητήριο τηλεγράφημα του William Jennings Bryan στον William McKinley μετά τις εκλογές του 1896. Ο Αλ Γκορ αμφισβήτησε το αποτέλεσμα των εκλογών του 2000, αλλά αφού το Ανώτατο Δικαστήριο αποφάσισε να σταματήσει μια επανακαταμέτρηση στην Φλόριντα, παραδέχθηκε την ήττα του.

03112020-1.jpg

Ο πρόεδρος των ΗΠΑ, Ντόναλντ Τραμπ, στη Murphysboro, στο Illinois, τον Οκτώβριο του 2018. Alexander Drago / Reuters
--------------------------------------------------

Ο πρόεδρος των ΗΠΑ, Ντόναλντ Τραμπ, απείλησε να ανατρέψει αυτήν την παράδοση. Ένας δημοσιογράφος τον ρώτησε τον Σεπτέμβριο αν θα δεσμευτεί για μια ειρηνική μεταβίβαση της εξουσίας μετά τις εκλογές αυτού του μήνα. Ο πρόεδρος απάντησε: «Θα πρέπει να δούμε τι θα συμβεί» («We’re going to have to see what happens»).

Μια αμφισβητούμενη προεδρική εκλογή θα οδηγήσει τις Ηνωμένες Πολιτείες σε αχαρτογράφητο έδαφος. Σε όλο τον κόσμο, ωστόσο, οι ηττημένοι προεδρικοί υποψήφιοι αρνούνται να δεχτούν τα εκλογικά αποτελέσματα σε αρκετά τακτική βάση. Από τις 178 εκλογές στις προεδρικές δημοκρατίες μεταξύ 1974 και 2012, οι 38 -ή το 21%- αμφισβητήθηκαν από τους υποψηφίους ή τα κόμματα που κατέλαβαν την δεύτερη θέση. Οι αμφισβητούμενες εκλογές πυροδότησαν βίαιες αναταραχές, συνταγματικές κρίσεις, ακόμη και εμφύλιους πολέμους. Λαμβάνοντας υπόψη τους τεράστιους πιθανούς κινδύνους, γιατί οι προεδρικοί υποψήφιοι που ηττώνται είναι τόσο συχνά πρόθυμοι να παραμερίσουν την δημοκρατική παράδοση και να απορρίψουν τα δυσμενή εκλογικά αποτελέσματα;

Σύμφωνα με μελέτες των πολιτικών επιστημόνων Todd Eisenstadt [1] και Andreas Schedler [2], οι υποψήφιοι που ηττώνται συχνά αρνούνται να αναγνωρίσουν [τη νίκη του αντιπάλου τους] επειδή επιδιώκουν να δημοσιοποιήσουν τις ατέλειες σε ένα εκλογικό σύστημα και ως εκ τούτου να πιέσουν για μεταρρυθμίσεις. Ίσως να ελπίζουν να ξεπεράσουν τις ασυμμετρίες [στο πεδίο των] πληροφοριών που επιτρέπουν στους νυν [κυβερνώντες] να διαπράξουν εκλογική νοθεία, για παράδειγμα, και επομένως να πιέσουν για ανεξάρτητες εκλογικές επιτροπές.

Τέτοια κίνητρα συχνά βρίσκονται πίσω από εκλογικές διαμάχες σε αυταρχικές ή ημιαυταρχικές χώρες, όπου οι νόθες εκλογές μπορεί να είναι κάτι παραπάνω από ασκήσεις ενθρόνισης. Ωστόσο, οι διαμάχες είναι κοινές και στις προεδρικές δημοκρατίες, ακόμη και όταν ανεξάρτητοι παρατηρητές έχουν πιστοποιήσει τα εκλογικά αποτελέσματα ως ελεύθερα και δίκαια. Εκείνοι που αμφισβητούν τα εκλογικά αποτελέσματα υπό τέτοιες συνθήκες πιθανότατα στοχεύουν σε κάτι άλλο από την εκλογική μεταρρύθμιση.

Η έρευνά μου [3] προτείνει ότι σε αυτές τις περιπτώσεις, ο στόχος είναι να οικοδομηθεί πολιτική μόχλευση. Οι ηττημένοι απορρίπτουν τα δυσμενή εκλογικά αποτελέσματα προκειμένου να ενισχύσουν τις διαπραγματευτικές τους θέσεις μετά τις εκλογές και να αποσπάσουν πολιτικές παραχωρήσεις από τους νικητές. Αυτό το αποκαλώ «στρατηγική εκβιασμού» των κομμάτων και υποψηφίων που έχασαν: οι ηττημένοι απειλούν να ανατρέψουν τη μετεκλογική σταθερότητα, εκτός εάν λάβουν ωφελήματα, όπως υπουργικούς διορισμούς, ηγετικές κοινοβουλευτικές θέσεις ή ψήφιση των νομοθετικών προτεραιοτήτων του κόμματός τους. Στην πραγματικότητα, η έρευνά μου δείχνει ότι ένας ηττημένος προεδρικός υποψήφιος είναι ιδιαίτερα πιθανό να αμφισβητήσει το αποτέλεσμα εάν το πολιτικό κόμμα του δεν έχει την πλειοψηφία στο κοινοβούλιο -και ότι η πιθανότητα μιας αμφισβήτησης του αποτελέσματος αυξάνεται καθώς μειώνεται το μερίδιο των εδρών στο κοινοβούλιο του κόμματος που ηττάται.

Ας πάρουμε, για παράδειγμα, τις προεδρικές εκλογές του 2009 στην Ινδονησία, για τις οποίες οι διεθνείς παρατηρητές συμφώνησαν γενικά ότι ήταν ελεύθερες και δίκαιες. Η ηγέτις της αντιπολίτευσης, Megawati Sukarnoputri, ηττήθηκε με διαφορά άνω του 34%, αριθμός που ταιριάζει με την παράλληλη καταμέτρηση από ανεξάρτητα εκλογικά ιδρύματα, και το κόμμα της, το Δημοκρατικό Κόμμα του Αγώνα, απέκτησε λιγότερο από 17% των εδρών στο κοινοβούλιο. Ωστόσο, η Megawati απέρριψε το αποτέλεσμα και το αμφισβήτησε ενώπιον του συνταγματικού δικαστηρίου. Ενώ η υπόθεση εκκρεμούσε, το κόμμα της ξεκίνησε διαπραγματεύσεις με τον νικητή υποψήφιο, τον πρόεδρο Susilo Bambang Yudhoyono, και κατάφερε να λάβει την υποστήριξή του για την εκλογή του συζύγου της Megawati ως προέδρου του κοινοβουλίου, μεταξύ άλλων παραχωρήσεων. Το συνταγματικό δικαστήριο απέρριψε τελικά την προσφυγή της Megawati και επιβεβαίωσε τα εκλογικά αποτελέσματα, αλλά μέχρι τότε το κόμμα της είχε εξασφαλίσει εκλογικά οφέλη που αλλιώς δεν θα είχε επιτύχει.

Η μελέτη μου υποδηλώνει μια εντυπωσιακή συνέχεια. Μεταξύ 1974 και 2012, οι ηττημένοι προεδρικοί υποψήφιοι των οποίων τα κόμματα ήταν στη μειοψηφία στο κοινοβούλιο έδειξαν μεγαλύτερη τάση να αμφισβητούν τα εκλογικά αποτελέσματα. Το έκαναν, ανεξάρτητα από το αν το [δημοκρατικό] σύστημά τους χρησιμοποίησε άμεσες λαϊκές εκλογές ή ένα εκλεκτορικό σώμα. Όπου υπήρχαν διαφορές, ταίριαζαν με το σύστημα για την εκλογή όχι προέδρου αλλά κοινοβουλίου. Τα κόμματα που ηττήθηκαν σε προεδρικές εκλογές σε χώρες με αναλογική εκπροσώπηση στο κοινοβούλιο ήταν πιο πιθανό να δεχθούν τα δυσμενή αποτελέσματα από εκείνα σε χώρες με βουλευτικές εκλογές σχετικής πλειοψηφίας, στις οποίες οι νικητές τα κερδίζουν όλα και η πολιτική εξουσία είναι πιο συγκεντρωμένη.

Θα μπορούσε κανείς να αναμένει ότι αυτά τα ευρήματα θα έχουν μεγαλύτερη συνάφεια με τις αδύναμες ή τις πρόσφατα καθιερωμένες δημοκρατίες, όπου οι κανόνες που ωθούν τους ηττημένους να δεχτούν ευγενικά την ήττα δεν είναι βαθιά ριζωμένοι. Αλλά αυτό δεν ισχύει. Ακόμη και οι καθιερωμένες δημοκρατίες με μακροχρόνιες παραδόσεις είναι ευάλωτες σε εκλογικές διαμάχες όταν οι προεδρικές εκλογές είναι με μικρή διαφορά, όταν υπάρχουν τουλάχιστον κάποιες παρατυπίες, ή όταν το ηττημένο κόμμα πρόκειται επίσης να ηττηθεί στο κοινοβούλιο.

Αυτό το εύρημα πρέπει να χρησιμεύσει ως προειδοποίηση για τους Αμερικανούς που πιστεύουν ότι η μακρά παράδοση της χώρας τους σε ειρηνικές, δημοκρατικές μεταβιβάσεις εξουσίας θα αποτρέψει τον Τραμπ από το να απορρίψει τα εκλογικά αποτελέσματα που δεν τον ευνοούν. Αντίθετα, το σκηνικό έχει στηθεί για την στρατηγική εκλογικού εκβιασμού. Όχι μόνο οι εκλογές είναι πιθανό να καταλήξουν [να κριθούν] σε μερικές επαμφοτερίζουσες πολιτείες, αλλά ο Τραμπ έχει ήδη εκμεταλλευθεί το θέμα της επιστολικής ψήφου, ισχυριζόμενος χωρίς αποδείξεις ότι υπάρχουν «προβλήματα και αποκλίσεις» με αυτήν τη μέθοδο ψηφοφορίας. Επιπλέον, το κόμμα του προέδρου είναι πιθανό να παραμείνει στη μειοψηφία στην Βουλή των Αντιπροσώπων και θα μπορούσε ακόμη και να χάσει τον έλεγχο της Γερουσίας. Και τα δύο [νομοθετικά] σώματα χρησιμοποιούν εκλογικά συστήματα σχετικής πλειοψηφίας. Με άλλα λόγια, υπάρχει λόγος να φοβόμαστε ότι ο πρόεδρος ή τα μέλη του κόμματός του ενδέχεται να κρατήσουν ως όμηρο την πολιτική σταθερότητα της χώρας σε μια προσπάθεια εξαγωγής παραχωρήσεων από τους Δημοκρατικούς.

Τι θα μπορούσε να αποσπάσει ο Τραμπ από τους αντιπάλους του μέσω ενός τέτοιου κόλπου; Στο κάτω-κάτω, είναι δύσκολο να φανταστεί κανείς τον πρόεδρο Τζο Μπάιντεν να διορίζει συμμάχους του Τραμπ στο υπουργικό του συμβούλιο. Μια πιθανότητα θα ήταν η δέσμευση των Δημοκρατών να αποφύγουν να γεμίσουν [με Δημοκρατικούς] το Ανώτατο Δικαστήριο ως απάντηση στον βιαστικό διορισμό της δικαστού Amy Coney Barrett. Μια τέτοια παραχώρηση θα διατηρούσε ένα σημαντικό μέρος της κληρονομιάς του Τραμπ και θα διασφάλιζε ότι το δικαστήριο θα παραμείνει ιδεολογικά συντηρητικό για τα επόμενα χρόνια. Οι Ρεπουμπλικάνοι θα μπορούσαν επίσης να επιδιώξουν να «κλειδώσουν» κάποιον αριθμό ρυθμιστικών ή πολιτικών αλλαγών από την εποχή του Trump. Ακόμα κι αν το πρωταρχικό κίνητρο του προέδρου να απορρίψει μια ήττα στις εκλογές είναι να διατηρήσει την εικόνα του ως νικητή, αυτοί που είναι γύρω του θα μπορούσαν να βοηθήσουν και να υποκινήσουν την κατάργηση των δημοκρατικών κανόνων από αυτόν προκειμένου να προωθήσουν τους στόχους τους ή τους σκοπούς του Ρεπουμπλικανικού Κόμματος.

Οι Ηνωμένες Πολιτείες έχουν μια μακρά παράδοση ειρηνικών και δημοκρατικών μεταβιβάσεων εξουσίας, αλλά δεν είναι απαλλαγμένες από τον εκλογικό εκβιασμό. Εάν ο Τραμπ χάσει, μπορεί να επιλέξει το ίδιο ιδιοτελές σενάριο που ακολούθησε το 21% των χαμένων προεδρικών υποψηφίων τις τελευταίες τέσσερις δεκαετίες -θυσιάζοντας την πολιτική σταθερότητα της χώρας για το δικό του πολιτικό όφελος.

Copyright © 2020 by the Council on Foreign Relations, Inc.
All rights reserved.

Στα αγγλικά: https://www.foreignaffairs.com/articles/indonesia/2020-11-03/blackmail-t...

Σύνδεσμοι:
[1] https://www.cambridge.org/us/academic/subjects/politics-international-re...
[2] https://journals.sagepub.com/doi/abs/10.1177/0192512102023001006
[3] https://www.journals.uchicago.edu/doi/abs/10.1086/705599?af=R&mobileUi=0

Μπορείτε να ακολουθείτε το «Foreign Affairs, The Hellenic Edition» στο TWITTER στην διεύθυνση www.twitter.com/foreigngr αλλά και στο FACEBOOK, στην διεύθυνση www.facebook.com/ForeignAffairs.gr και στο linkedin στην διεύθυνση https://www.linkedin.com/company/foreign-affairs-the-hellenic-edition