Ο Παλαιός Κόσμος και το Μεσαίο Βασίλειο | Foreign Affairs - Hellenic Edition
Secure Connection

Ο Παλαιός Κόσμος και το Μεσαίο Βασίλειο

Η Ευρώπη ξυπνά με την άνοδο της Κίνας*
Περίληψη: 

Τα πρόσφατα γεγονότα έδειξαν ότι οι Ευρωπαίοι ηγέτες είναι όλο και πιο ανήσυχοι για την σχέση της Ευρώπης με την Κίνα, μια σχέση που μέχρι πρόσφατα αμφότερες οι πλευρές εκλάμβαναν ως εξαιρετικά επωφελή. Ανησυχούν για την πολιτική επιρροή που έχει αποκτήσει η Κίνα, ιδίως στα μικρότερα μέλη της ΕΕ, καθώς και για την αυξανόμενη οικονομική επιρροή της και την τεχνολογική ικανότητά της. Ξεκινούν, διστακτικά, να αντιδρούν.

Η JULIANNE SMITH παρακολούθησε την πολιτική της Ευρώπης και του ΝΑΤΟ στο Γραφείο του Υπουργού Άμυνας των ΗΠΑ από το 2009 έως το 2012 και διετέλεσε Αναπληρωτής Σύμβουλος Εθνικής Ασφάλειας στον αντιπρόεδρο των ΗΠΑ, Τζο Μπάιντεν, από το 2012 έως το 2013.
Η TORREY TAUSSIG είναι εξωτερική συνεργάτης στο Κέντρο για τις Ηνωμένες Πολιτείες και την Ευρώπη του Ινστιτούτου Brookings.

Η Ευρώπη αρχίζει να αντιμετωπίζει τις προκλήσεις που θέτει μια αναδυόμενη Κίνα. Από τις πολιτικές συζητήσεις που διεξάγονται στις ευρωπαϊκές πρωτεύουσες για την εμπλοκή του κινεζικού τηλεπικοινωνιακού γίγαντα Huawei στην κατασκευή των δικτύων κινητής τηλεφωνίας 5G μέχρι την τεταμένη σύνοδο κορυφής ΕΕ-Κίνας νωρίς το 2019, τα πρόσφατα γεγονότα έδειξαν ότι οι Ευρωπαίοι ηγέτες είναι όλο και πιο ανήσυχοι σε μια σχέση που μέχρι πρόσφατα αμφότερες οι πλευρές εκλάμβαναν ως εξαιρετικά επωφελή. Ανησυχούν για την πολιτική επιρροή που έχει αποκτήσει η Κίνα, ιδίως στα μικρότερα μέλη της ΕΕ, καθώς και για την αυξανόμενη οικονομική επιρροή της και την τεχνολογική ικανότητά της. Ξεκινούν, διστακτικά, να αντιδρούν [1].

10122020-1.jpg

Η Ανατολή συναντά την Δύση: Ο Xi, ο Macron, και η Μέρκελ στο Παρίσι, τον Μάρτιο του 2019. SIPA USA / REUTERS
-------------------------------------------------

Προκειμένου να προωθήσει καλύτερα τα συμφέροντά της, η Ευρώπη πρέπει να χρησιμοποιήσει την οικονομική, πολιτική και διπλωματική ισχύ της για να εξισορροπήσει τον οικονομικό ανταγωνισμό με την Κίνα, να προστατευτεί από την κινεζική πολιτική επιρροή και να προασπίσει τις δημοκρατικές αξίες στο εσωτερικό της. Ωστόσο, δύο πράγματα εμποδίζουν μια τέτοια στρατηγική. Πρώτον, η Ευρώπη παραμένει διχασμένη ως προς το πόσο σοβαρή είναι η πρόκληση της Κίνας. Σε αντίθεση με τις στρατηγικές μετατοπίσεις που συμβαίνουν στο Βερολίνο, στο Παρίσι και στην πρωτεύουσα της ΕΕ, τις Βρυξέλλες, οι ηγέτες πολλών μικρότερων κρατών εξακολουθούν να βλέπουν μόνο τα οικονομικά οφέλη της βαθύτερης δέσμευσης με την Κίνα. Δεύτερον, η Ευρώπη βρίσκεται μπλεγμένη στη μέση μιας αυξανόμενης αμερικανο-κινεζικής αντιπαλότητας [2]. Δεν μπορεί να εγκαταλείψει τους μακροχρόνιους δεσμούς της με τις Ηνωμένες Πολιτείες (ακόμη και όταν διαμαρτύρεται με την διοίκηση του Trump για τα πάντα, από τους δασμούς έως τις αμυντικές δαπάνες), αλλά επίσης δεν μπορεί να αντέξει να αποδυναμώσει μια εμπορική σχέση με την Κίνα που αξίζει πολύ περισσότερα από ένα δισεκατομμύριο δολάρια την ημέρα. Η Ευρώπη βαδίζει σε μια λεπτή γραμμή, με το να αντιστέκεται ονομαστικά στις επιθετικές εμπορικές και επενδυτικές πρακτικές της Κίνας, αλλά και μην απευθύνοντας σημαντικές απειλές. Μέχρι στιγμής, με το να παίζει εκ του ασφαλούς έχει αποτύχει να πείσει την Κίνα να αλλάξει πορεία.

Η Ευρώπη χρειάζεται μια νέα προσέγγιση, μια προσέγγιση που να αναγνωρίζει την σοβαρότητα των προβλημάτων που θέτει η άνοδος της Κίνας και να σκιαγραφεί μια ευδιάκριτα ευρωπαϊκή, παρά αμερικανική, απάντηση. Η Ευρώπη και οι Ηνωμένες Πολιτείες θα πρέπει να συντονίσουν καλύτερα τις πολιτικές τους για την Κίνα, αλλά δεν θα συμφωνήσουν ποτέ σε όλα [3]. Ακόμα και χωρίς να αντιγράφει κάθε κίνηση της Ουάσινγκτον, η Ευρώπη μπορεί να υπερασπιστεί την οικονομική και τεχνολογική της κυριαρχία και να αποτελέσει ένα προπύργιο κατά των προσπαθειών της Κίνας να προωθήσει τις αξίες και το σύστημα της διακυβέρνησής της στο εξωτερικό. Για να γίνει αυτό, όμως, η Ευρώπη θα πρέπει να επιτύχει δύο στόχους που τόσο συχνά της διέφυγαν: Ενότητα και αυτονομία.

ΑΠΟ ΕΥΚΑΙΡΙΑ, ΑΠΕΙΛΗ

Η Γερμανία είναι σε καλή θέση να ηγηθεί αυτής της προσπάθειας. Λίγες άλλες ευρωπαϊκές χώρες μπορούν να φτάσουν τους οικονομικούς δεσμούς της με την Κίνα. Αυτό δίνει στο Βερολίνο μια μοναδική ικανότητα εντός της ΕΕ να αντιδράσει έναντι του Πεκίνου -μια διαδικασία που έχει ήδη αρχίσει. Πριν από μια δεκαετία, η Γερμανία ήταν απασχολημένη με το να φλερτάρει την Κίνα. Το 2010, αφότου ανεπιτυχώς υποστήριξε μια πανευρωπαϊκής διάστασης στρατηγική για την Κίνα, η Γερμανίδα καγκελάριος Άνγκελα Μέρκελ [4] επέστρεψε στην διμερή σχέση μεταξύ Γερμανίας και Κίνας επιδιώκοντας επιθετικά στενότερους οικονομικούς δεσμούς. Το 2013, πολέμησε τα σχέδια της ΕΕ να επιβληθούν δασμοί στην Κίνα επειδή πουλούσε φωτοβολταϊκά πάνελ κάτω από το κόστος, φοβούμενη τις επιπτώσεις στις γερμανικές επιχειρήσεις που δραστηριοποιούνται στην Κίνα. Το 2014, αναβίβασε την σχέση της Γερμανίας με την Κίνα σε «μια ολοκληρωμένη στρατηγική εταιρική σχέση». Παρόλο που ανέφερε τακτικά τις ανησυχίες της σχετικά με τα ανθρώπινα δικαιώματα στους Κινέζους ηγέτες, η εμπορική σχέση υπερίσχυε των περισσότερων άλλων θεμάτων.

Οι προσπάθειες της Μέρκελ απέδωσαν. Η Γερμανία έγινε ο κορυφαίος εμπορικός εταίρος της Κίνας στην Ευρώπη και τώρα είναι μια από τις μόλις τρεις χώρες της ΕΕ (μαζί με την Φινλανδία και την Ιρλανδία) που διατηρούν εμπορικό πλεόνασμα με την Κίνα. Περίπου 5.200 γερμανικές εταιρείες δραστηριοποιούνται στην Κίνα, απασχολώντας περισσότερους από ένα εκατομμύριο ανθρώπους. Μέχρι το 2017, τέσσερα στα δέκα αυτοκίνητα που πωλούνταν από την Volkswagen πήγαν στην Κίνα. Την ίδια χρονιά, η Κίνα ξεπέρασε τις Ηνωμένες Πολιτείες ως ο μεγαλύτερος εμπορικός εταίρος της Γερμανίας.

10122020-2.jpg

Πινακίδα της Volkswagen σε έκθεση αυτοκινήτων του Πεκίνου, τον Απρίλιο του 2016. Qilai Shen / Panos Pictures / Redux
-----------------------------------------------------