Ο Μπάιντεν δεν χρειάζεται μια νέα πολιτική για τη Μέση Ανατολή | Foreign Affairs - Hellenic Edition
Secure Connection

Ο Μπάιντεν δεν χρειάζεται μια νέα πολιτική για τη Μέση Ανατολή

Η διοίκηση του Trump αντιλήφθηκε ορθώς την περιοχή
Περίληψη: 

Ο Τραμπ με το να διατηρεί τους αμερικανικούς στόχους περιορισμένους, ανταποκρινόμενος σε επικείμενες περιφερειακές απειλές, αλλά κατά τα άλλα δουλεύοντας κυρίως μέσω συνεργατών επί του πεδίου, απέφυγε τις παγίδες που αντιμετώπισαν οι προκάτοχοί του, ενώ προωθούσε τα αμερικανικά συμφέροντα.

Ο JAMES F. JEFFREY είναι πρόεδρος του Προγράμματος Μέσης Ανατολής στο Wilson Center. Υπηρέτησε ως αξιωματούχος των Εξωτερικών Υπηρεσιών σε επτά αμερικανικές διοικήσεις, πιο πρόσφατα ως Ειδικός Αντιπρόσωπος για την Δέσμευση με την Συρία και ως Ειδικός Απεσταλμένος στον Παγκόσμιο Συνασπισμό για την Κατανίκηση του ISIS (Global Coalition to Defeat ISIS).

Όπως και με τους προηγούμενους οκτώ προέδρους των ΗΠΑ, μεγάλο μέρος της εξωτερικής πολιτικής του προέδρου Ντόναλντ Τραμπ κυριαρχείτο από την ευρύτερη Μέση Ανατολή. Παρά τις συζητήσεις για τον τερματισμό των «αέναων πολέμων» και για στροφή προς την Ασία, τα βασικά εθνικά συμφέροντα έχουν επανειλημμένα τραβήξει τις Ηνωμένες Πολιτείες στην περιοχή.

Από πολλές απόψεις, οι προτεραιότητες του Τραμπ στη Μέση Ανατολή διέφεραν ελάχιστα από εκείνες των δύο προκατόχων του: εξάλειψη των όπλων μαζικής καταστροφής, υποστήριξη των εταίρων των ΗΠΑ, καταπολέμηση της τρομοκρατίας, και διευκόλυνση των εξαγωγών υδρογονανθράκων. Με άλλους τρόπους, ωστόσο, η κυβέρνησή του –την οποία υπηρέτησα ως απεσταλμένος τόσο για την Συρία όσο και για τον συνασπισμό για την αντιμετώπιση του Ισλαμικού Κράτους (επίσης γνωστού ως ISIS)– επέβλεψε μια αξιοσημείωτη αλλαγή παραδείγματος στην προσέγγιση των ΗΠΑ στην περιοχή. Αμφότεροι οι πρόεδροι των ΗΠΑ George W. Bush και Barack Obama διεξήγαγαν μετασχηματιστικές εκστρατείες στη Μέση Ανατολή με βάση την εσφαλμένη πεποίθηση ότι με το να τρυπώνουν πολιτικά και στρατιωτικά σε κράτη εκεί, οι Ηνωμένες Πολιτείες θα μπορούσαν να αντιμετωπίσουν τις υποκείμενες αιτίες του ισλαμιστικού τρόμου και της διαρκούς περιφερειακής αστάθειας.

18012021-1.jpg

Στρατιωτικά οχήματα των ΗΠΑ στην Erbil, στο Ιράκ, τον Οκτώβριο του 2019. Azad Lashkari / Reuters
--------------------------------------------------------

Αν και τις πραγματικές πολιτικές απόψεις του Τραμπ ήταν συχνά δύσκολο να τις μαντέψει κάποιος, η διακυβέρνησή του πήρε διαφορετική ρότα, με ξεκάθαρα αποτελέσματα. Με το να διατηρεί τους αμερικανικούς στόχους περιορισμένους, ανταποκρινόμενος σε επικείμενες περιφερειακές απειλές αλλά κατά τα άλλα δουλεύοντας κυρίως μέσω συνεργατών επί του πεδίου, ο Τραμπ απέφυγε τις παγίδες που αντιμετώπισαν οι προκάτοχοί του, ενώ προωθούσε τα αμερικανικά συμφέροντα. Παρ’ όλες τις κομματικές έχθρες στις συζητήσεις για την εξωτερική πολιτική σήμερα, αυτό το νέο πρότυπο θα πρέπει –και πιθανότατα πρόκειται– να συνεχίσει να καθορίζει την πολιτική των ΗΠΑ. Προσφέρει την καλύτερη επιλογή για τον περιορισμό των προκλήσεων στη Μέση Ανατολή και την ιεράρχηση γεωπολιτικών προκλήσεων αλλού.

ΜΙΑ ΝΕΑ ΣΤΡΑΤΗΓΙΚΗ

Οι περισσότερες νέες διοικήσεις εκδίδουν μια Εθνική Στρατηγική Ασφάλειας και στην συνέχεια την αποσύρουν γρήγορα. Ωστόσο, το έγγραφο του 2017 που συνέταξε ο Λευκός Οίκος προσέφερε ένα νέο σχέδιο για την πολιτική των ΗΠΑ στη Μέση Ανατολή και ένα [σχέδιο] που η κυβέρνηση Τραμπ γενικά το ακολούθησε. Συνολικά, η στρατηγική ζητούσε να μετατοπιστεί η εστίαση από τους λεγόμενους αέναους πολέμους στον ανταγωνισμό μεγάλων δυνάμεων, κυρίως με την Κίνα και την Ρωσία. Για τη Μέση Ανατολή, αυτή η πρώτη αρχή σήμαινε την αποφυγή της εμπλοκής σε τοπικά ζητήματα, ενώ ταυτόχρονα θα απωθούσε τους κινδύνους από «σχεδόν ομολόγους», και τους περιφερειακούς κινδύνους. Στην πράξη, αυτό ισοδυναμούσε με τον περιορισμό του Ιράν και της Ρωσίας, ενώ [προχωρούσε για] την συντριβή σοβαρών τρομοκρατικών απειλών.

Η επόμενη αρχή -η συνεργασία με τους συμμάχους και τους εταίρους στην περιοχή παρά η, συνήθης, ανάληψη μονομερούς δράσης- ήταν πιο περίπλοκη. Ήταν ένα μέσο, όχι ένα αποτέλεσμα. Κατευθυνόμενος από αυτόν τον στόχο, ο Τραμπ σκόπευε να τερματίσει την κεντρική συμμετοχή των Ηνωμένων Πολιτειών στην εκστρατεία καταπολέμησης του ISIS μετά την πτώση της Ράκκα, της πρωτεύουσας της οργάνωσης στην Συρία, το 2017 και να προχωρήσει στη μείωση των επιπέδων των αμερικανικών στρατευμάτων στο Αφγανιστάν, παραδίδοντας και τις δύο αποστολές στους τοπικούς συμμάχους. Οι στρατιωτικοί σύμβουλοί του ήθελαν οι Ηνωμένες Πολιτείες να παραμείνουν αφοσιωμένες [εκεί], ενώ άλλοι πολιτικοί ηγέτες προσπάθησαν να ενσωματώσουν τις δυνάμεις των ΗΠΑ στην Συρία και το Ιράκ στην ευρύτερη προσπάθεια του Τραμπ να συγκρατήσει το Ιράν. Μεγάλο μέρος της εσωτερικής διαμάχης της διοίκησης ήταν το προϊόν αυτών των ανταγωνιστικών στόχων: της απόσυρσης και του να δοθεί προτεραιότητα στην αντιτρομοκρατία ή της εστίασης τόσο στους τρομοκράτες όσο και στο Ιράν. Στο τέλος, κατέληξε σε έναν λογικό συμβιβασμό -σημαντικές αποσύρσεις στρατευμάτων, με τις υπόλοιπες δυνάμεις αφιερωμένες αποκλειστικά στην αντιτρομοκρατία και τις εστιασμένες στο Ιράν αποστολές.

Ως μέρος αυτής της δεύτερης αρχής, ο Τραμπ κατέστησε επίσης σαφές ότι θα υποστηρίξει τις ισραηλινές και τουρκικές στρατιωτικές ενέργειες εναντίον του Ιράν και της Ρωσίας στην Συρία και θα βασίζεται κυρίως στα κράτη του Κόλπου, την Ιορδανία, το Ιράκ και το Ισραήλ για να αντισταθούν στην Τεχεράνη. Οι Ηνωμένες Πολιτείες με την σειρά τους θα συμπληρώνουν αυτές τις προσπάθειες στρατιωτικά όταν είναι απαραίτητο, πουλώντας όπλα, στοχεύοντας τρομοκράτες ή τιμωρώντας την χρήση χημικών όπλων από τον πρόεδρο της Συρίας, Μπασάρ αλ Άσαντ. Ωστόσο, η κυβέρνηση ήταν γενικά προσεκτική στην χρήση στρατιωτικής δύναμης, ειδικά όταν δεν χάνονταν αμερικανικές ζωές. Αλλά όταν αποφάσισε να δράσει, οι αμερικανικές δυνάμεις στόχευσαν αποτελεσματικά τον Άσαντ, τις τρομοκρατικές ομάδες, τους Ρώσους μισθοφόρους και τις υποστηριζόμενες από το Ιράν πολιτοφυλακές.