Η παγίδα των διερευνητικών επαφών και ο ρόλος της ενέργειας | Foreign Affairs - Hellenic Edition
Secure Connection

Η παγίδα των διερευνητικών επαφών και ο ρόλος της ενέργειας

Η διττή σημασία των υδρογονανθράκων στην προάσπιση της εθνικής κυριαρχίας

Δεύτερον, μέσα από μια πρωτοφανή κινητοποίηση τα τελευταία δύο χρόνια, και έχοντας επενδύσει σοβαρά ποσά (σχεδόν 1,5 δισ. ευρώ) σε έρευνες υδρογονανθράκων, η Τουρκία έχει καταφέρει να αμφισβητήσει έμπρακτα και σε διαρκή βάση τόσο τα κυπριακά όσο και τα ελλαδικά κυριαρχικά δικαιώματα σε Αιγαίο και Ανατολική Μεσόγειο: στην Κύπρο με την διεξαγωγή σεισμικών ερευνών αλλά και γεωτρήσεων εντός της ΑΟΖ της Μεγαλονήσου, στην δε Ελλάδα μέσω της διεξαγωγής εκτενών σεισμικών ερευνών επί της υφαλοκρηπίδας της και εντός της υφιστάμενης, πλην μη δηλωθείσας, ΑΟΖ της (βλέπε έρευνες Ορούτς Ρέις νότια και νοτιοδυτικά της Ρόδου και του Καστελόριζου το καλοκαίρι του 2020), όπως επίσης με την Άγκυρα να έχει προχωρήσει ακόμα ένα βήμα πιο πέρα με τον προσδιορισμό δικής της ΑΟΖ , υφαρπάζοντας μεγάλο μέρος της Ελληνικής τοιαύτης, και «νομιμοποιώντας» την μέσω του τουρκο-λιβυκού μνημονίου (Δεκέμβριος 2019) που έχει κατατεθεί επίσημα στα Ηνωμένα Έθνη.

Έναντι του δυναμισμού και της αναπάντητης (από την διεθνή κοινότητα) προκλητικότητας της Τουρκίας, η Ελλάδα προσέρχεται στον «διάλογο» εκούσα άκουσα και μάλλον αποδυναμωμένη αφού επί του πεδίου έχει να επιδείξει μόνο περιορισμένα «εδαφικά κέρδη». Ναι μεν απέκρουσε επιτυχώς την υποκινούμενη από την Άγκυρα μεταναστευτική εισβολή στον Έβρο (Φεβρουάριος 2020) και παρενόχλησε συστηματικά την τουρκική αρμάδα στην θαλάσσια ζώνη μεταξύ Κύπρου, Ρόδου και Κρήτης (Αύγουστος - Σεπτέμβριος 2020), πλην όμως δεν απέτρεψε την Τουρκία από την διεξαγωγή συστηματικών ερευνών εντός της εν δυνάμει Ελληνικής ΑΟΖ. Η δε πολυδιαφημισμένη αλλά στην ουσία κολοβή (και πρακτικά μη εφαρμόσιμη) συμφωνία οριοθετήσης ΑΟΖ μεταξύ Ελλάδας και Αιγύπτου κάθε άλλο παρά εμπόδισε την Άγκυρα από το να συνεχίσει τις έκνομες ενέργειές της σε όλη την ανωτέρω θαλάσσια περιοχή.

Η ουσιώδης διαφορά μεταξύ Ελλάδας και Τουρκίας στο Αιγαίο, και πρόσφατα στην Ανατολική Μεσόγειο, είναι ότι η μεν Τουρκία δραστηριοποιείται στην περιοχή βάσει ενός καλά οργανωμένου σχεδίου που έχει στο επίκεντρό του τις έρευνες υδρογονανθράκων και άρα εκ των πραγμάτων έχει συγκεκριμένους στόχους, ενώ η Ελλάδα χωρίς στην ουσία να έχει οριοθετημένες και γνωστές σε όλους θαλάσσιες ζώνες, δηλαδή ΑΟΖ, δίδει μάχη χαρακωμάτων προσπαθώντας να πείσει την διεθνή κοινότητα για την τουρκική προκλητικότητα και τις έκνομες ενέργειες. Η δε απαξίωση, από την κυβέρνηση, του ρόλου και της σημασίας των υδρογονανθράκων υπό την επήρεια των πράσινων οραμάτων του ευρωπαϊκού κονκλαβίου, και υπό τα έωλα επιχειρήματα προοδευτικών οικονομολόγων περί δήθεν παγιδευμένων και οικονομικά ασύμφορων να αναπτυχθούν κοιτασμάτων (stranded assets), έχει οδηγήσει την ελληνική πλευρά σε βασικά λάθη στρατηγικής. Για αυτό και έχει απεμπολήσει την οριοθέτηση νότια της Κρήτης, καθ’ όλο το μήκος της (από το πλέον ανατολικό έως το πλέον δυτικό άκρο), που πραγματοποιήθηκε με τον πλέον επίσημο τρόπο το 2011 και το 2014 στο πλαίσιο των διεθνών διαγωνισμών που διεξήχθησαν τότε για έρευνες υδρογονανθράκων.

Όπως έχουμε επισημάνει κατ´ επανάληψη (βλέπε λχ. άρθρο μας στην Καθημερινή, Εθνικά Συμφέροντα και Έρευνες Υδρογονανθράκων Πάνε Μαζί, 11 Αυγούστου 2019) η αξιοποίηση του πολύ υπαρκτού και αξιόλογου υδρογονανθρακικού δυναμικού που διαθέτει η χώρα έχει διττή σημασία. Αφ´ ενός η ανακάλυψη και παραγωγή θα μπορέσει να εξασφαλίσει τις σημαντικές ποσότητες φυσικού αερίου που έχει ανάγκη η χώρα (με την κατανάλωση να έχει αυξηθεί κατά σχεδόν 50% τα τελευταία τέσσερα χρόνια ενώ αναμένεται να αυξηθεί περαιτέρω καθώς η χώρα κινείται σε τροχιά απολιγνιτοποίησης) ενισχύοντας παράλληλα την ενεργειακή ασφάλεια, και αφ´ ετέρου η απαιτούμενη συστηματική έρευνα υποχρεώνει την Ελλάδα να οριοθετήσει θαλάσσια τεμάχια, να επεκτείνει τα χωρικά ύδατα στα 12 νμ (όπου αυτό είναι γεωγραφικά εφικτό) και να ορίσει ΑΟΖ. Ας μην ξεχνάμε ότι από το 2011 η Ελλάδα έχει ορίσει άτυπα τα εξωτερικά όρια της ΑΟΖ της στην Δυτική Ελλάδα και νότια της Κρήτης και από το 2014, στο πλαίσιο του Β Διεθνούς Γύρου Παραχωρήσεων, έχει οριοθετήσει επίσημα θαλάσσια ερευνητικά τεμάχια στην ίδια περιοχή.

Όμως, η σημερινή επίσημη θέση της κυβέρνησης στο πλαίσιο της επικείμενης διαπραγμάτευσης εμφανίζεται να αγνοεί παντελώς την ανωτέρω πραγματικότητα. Κάτι που φάνηκε ξεκάθαρα στον καθορισμό της τμηματικής ΑΟΖ μεταξύ Ελλάδας και Αιγύπτου, αφού δεν ελήφθη καθόλου υπ’ όψη η ήδη υπάρχουσα επίσημη οριοθέτηση δυτικά της συμφωνηθείσας γραμμής. Ουσιαστικά η ελληνική αντιπροσωπεία μεταβαίνει στην Κωνσταντινούπολη στις 25 Ιανουαρίου με την ουρά υπό τα σκέλη αφού ακόμα και στο θέμα της επέκτασης των χωρικών υδάτων στα 12 νμ στην ηπειρωτική χώρα αυτή παραδόξως σταμάτησε στο Ακρωτήριο Ταίναρο, με την κυβέρνηση να θεωρεί ότι η συμπερίληψη της Αττικής, της Στερεάς, της Θεσσαλίας, της Μακεδονίας και της Θράκης -για να μην ομιλήσουμε για την Κρήτη- θα θεωρείτο προκλητική ενέργεια έναντι της Τουρκίας: το διαχρονικό φοβικό σύνδρομο των Αθηνών σε όλο του το μεγαλείο!

Με την κυβέρνηση να έχει βάλει για καλά στην άκρη το θέμα της αξιοποίησης των υδρογονανθράκων -παρά το γεγονός ότι έχει 13 ενεργές παραχωρήσεις και παραχωρησιούχους μερικές από τις μεγαλύτερες πετρελαϊκές εταιρείες του κόσμου- στο πλαίσιο μιας κακώς εννοούμενης «πράσινης ανάπτυξης», και η οιαδήποτε αναφορά στις έρευνες να προκαλεί έντονη δυσφορία σε πολλά κυβερνητικά στελέχη, η Ελλάδα έχει υποσκάψει τις όποιες προοπτικές διεκδίκησης εθνικού θαλάσσιου χώρου σε Αιγαίο και Ανατολική Μεσόγειο αφού στην πράξη στερείται σοβαρών κινήτρων.

Ας μην έχουμε λοιπόν αυταπάτες ότι προσερχόμενοι σε τέτοιου είδους συναντήσεις (με λάθος σχήμα διαπραγμάτευσης) και με αυτό το υπόβαθρο θα καταφέρουμε να διασφαλίσουμε επ’ ωφελεία μας οριοθέτηση. Έχοντας απέναντι μια αναθεωρητική και κινούμενη επιθετικά Τουρκία, εκτός πλαισίου του Διεθνούς Δικαίου, η Ελλάδα θα έπρεπε προ πολλού να έχει υιοθετήσει τελείως διαφορετική στρατηγική εγκαταλείποντας την μέχρι σήμερα πιστά ακολουθούμενη από όλες τις κυβερνήσεις -μηδέ της παρούσας εξαιρουμένης- κατευναστική πολιτική.