Ο υβριδικός πόλεμος του λοχία της βρετανικής αυτοκρατορίας | Foreign Affairs - Hellenic Edition
Secure Connection

Ο υβριδικός πόλεμος του λοχία της βρετανικής αυτοκρατορίας

Η ανάγκη αλλαγής παιδείας για την αντιμετώπιση των αναδυόμενων μορφών πολέμου*

Προ ετών, ο γράφων είχε μια συνομιλία με έναν αξιωματικό της «παλαιάς σχολής» του Βρετανικού Ναυτικού (RN), σχετικά με την διεξαγωγή ναυτικών επιχειρήσεων. Ο τελευταίος, μιλώντας για την αναγκαιότητα της ανάθεσης καθηκόντων σε κατώτερους, ως αναπόσπαστο κομμάτι των επιχειρήσεων, υποστήριζε ότι ενώ σε άλλα ναυτικά οι προϊστάμενοι σπάνια αναθέτουν καθήκοντα στους υφιστάμενους, στο RN αυτό είναι ο κανόνας. Προχωρώντας περαιτέρω στην επιχειρηματολογία του, σημείωσε ότι η διαδικασία αυτή είναι ριζωμένη στην βρετανική νοοτροπία ως ένας από τους βασικούς λόγους της επιτυχημένης διατήρησης της Βρετανικής Αυτοκρατορίας. Χαρακτηριστικά δε, επεσήμανε ότι από τον 17ο έως και τον 19ο αιώνα, όταν οπουδήποτε ανά την υφήλιο ανέκυπτε κάποιο ζήτημα, οι λοιπές «Μεγάλες Δυνάμεις» εμπλέκονταν σε εκτενείς εσωτερικές διαβουλεύσεις για την εύρεση τρόπου αντιμετώπισης. Όσον αφορά την Βρετανία, ανέφερε: We just sent a Sargent («Εμείς απλά στέλναμε έναν Λοχία»).

Ο ΜΥΘΟΣ ΤΗΣ «ΑΠΟΦΑΣΙΣΤΙΚΗΣ ΜΑΧΗΣ»

Αυτό που σήμερα χαρακτηρίζεται συλλογικά ως «Δυτική στρατιωτική παράδοση» είναι στην πραγματικότητα ένας τρόπος σκέψης και αντιμετώπισης του φαινομένου του πολέμου, ο οποίος εισήχθη από τους αναμορφωτές του Πρωσικού στρατού στις αρχές του 1800, με προεξάρχοντες τους Gerhart von Scharnhorst, August von Gneisenau και φυσικά τον Carl von Clausewitz, με το μνημειώδες έργο του «Περί Πολέμου» (Goerlitz, 1957). Η ανωτέρω σχολή σκέψης έφερε μια πραγματική επανάσταση στον τρόπο διεξαγωγής πολεμικών επιχειρήσεων έως το τέλος του Β’ ΠΠ, σε τέτοιο βαθμό που θεωρείται ότι κυριολεκτικά επανεφηύρε το στρατιωτικό επάγγελμα και σμίλευσε το ήθος του σώματος των αξιωματικών της Δύσης. Χαρακτηριστικά, ο S. Huntington εκθειάζει το επαγγελματικό ήθος του Γερμανικού Γενικού Επιτελείου των αρχών του 20ου αιώνα, ως την επιτομή του στρατιωτικού επαγγέλματος (Huntington, 1985).

27012021-1.jpg

Ο Carl von Clausewitz (1780–1831) σε πίνακα του Γερμανού ζωγράφου Carl Wilhelm Wach (1787-1845)
------------------------------------------------------------------------

Η βασική έννοια η οποία διατρέχει την προαναφερθείσα σχολή σκέψης, είναι αυτή της «Αποφασιστικής Μάχης». Ο τελευταίος όρος περιγράφει έναν τρόπο δράσης κατά τον οποίο οι στρατιωτικές δυνάμεις ενός κράτους οφείλουν να στοχεύουν στην ολοκληρωτική καταστροφή των στρατιωτικών (και μόνο) δυνάμεων ενός αντίπαλου κράτους σε μια, κατά το δυνατόν, περιορισμένη τοπικά και χρονικά εκστρατεία, επιτρέποντας με τον τρόπο αυτό στην πολιτική ηγεσία να υπαγορεύσει τους όρους της στον αντίπαλο. Το πλεονέκτημα της ανωτέρω διαδικασίας είναι ο περιορισμός των ευρύτερων οικονομικών και κοινωνικών επιπτώσεων μιας πολεμικής αναμέτρησης (Freedman, 2017).

Οι ρίζες της «Αποφασιστικής Μάχης» πηγάζουν από τον τρόπο διεξαγωγής των πολέμων στην κλασσική Ελλάδα οι οποίοι, στην πλειοψηφία των περιπτώσεων, διεξάγονταν σχεδόν τελετουργικά, μέσω μιας σφοδρής και εξαντλητικής μάχης οπλιτών εκ του συστάδην, στο τέλος της οποίας η ηττημένη πλευρά είχε σχεδόν εξοντωθεί. Εντούτοις, τόσο η ηττημένη πόλη όσο και οι υποδομές της οικονομίας της (πληθυσμός, αγροί κλπ) δεν καταστρέφονταν (Hanson, 1989) [2].

Το εν λόγω πρότυπο επανήλθε στις αρχές του 18ου αιώνα στην δυτική Ευρώπη, με την ανάδειξη των ηγεμόνων του Διαφωτισμού οι οποίοι, έχοντας αναγάγει την λογική ως την βασική πυξίδα στην πολιτική, αντιλαμβάνονταν ότι η ισχυροποίηση του κράτους θα ήταν ευκολότερο να επιτευχθεί μέσω της αξιοποίησης των καταληφθέντων πόρων του αντιπάλου και όχι της καταστροφής τους (όπως ήταν η πάγια τακτική από τον Μεσαίωνα). Η ανωτέρω αντίληψη ήταν σε εναρμόνιση και με τον άτυπο «πολιτικό χάρτη» της Δύσης: την Συνθήκη της Βεστφαλίας, από την οποία πήγαζε ότι μόνο κυρίαρχα κράτη δύνανται να διεξάγουν πολέμους, διαχωρίζοντας το στρατιωτικό προσωπικό (το οποίο δύναται να ασκήσει βία) από τους πολίτες (που δεν δύνανται να ασκήσουν βία) (Freedman, 2017).

Η αποτελεσματικότητα της εν λόγω σύλληψης φάνηκε να επαληθεύεται, στα μάτια των στρατιωτικών και πολιτικών της Δύσης, από την εκπληκτική απόδοση του Γερμανικού στρατού κατά τους πολέμους της γερμανικής ενοποίησης (1867-1870), όταν μέσω επιστημονικά σχεδιασμένων και χρονικά σύντομων πολεμικών επιχειρήσεων, έγινε δυνατή η ανατροπή του πολιτικού status quo της Ευρώπης (Freedman, 2017). Έκτοτε, η αναζήτηση της «Αποφασιστικής Μάχης» έγινε το ζητούμενο, τόσο για τους στρατιωτικούς όσο και για τους πολιτικούς, καθώς φαινόταν να υπόσχεται τα μέγιστα πολιτικά οφέλη με το μικρότερο δυνατό κόστος. Ακόμα και σήμερα η «Αποφασιστική Μάχη» είναι το πρότυπο διδασκαλίας των στρατιωτικών σχολών της Δύσης, με τις μάχες τύπου «Καννών» να αποτελούν το όνειρο κάθε στρατιωτικού ηγέτη.

Συνοψίζοντας τα ανωτέρω, και χρησιμοποιώντας ως θεωρητικό υπόβαθρο το έργο του von Clausewitz, η Δύση φαίνεται να έχει υιοθετήσει τα εξής δομικά συστατικά του πολέμου (η λεγόμενη «Τριάδα»): Λαός – Στρατός – Κυβέρνηση. Τα στοιχεία αυτά, όπως διατυπώνονται, είναι εν μέρει παρανόηση των λόγων του von Clausewitz, κάτι που θα εκτεθεί αναλυτικότερα κατωτέρω.

ΕΠΑΝΑΣΤΑΣΗ ΣΤΙΣ ΣΤΡΑΤΙΩΤΙΚΕΣ ΥΠΟΘΕΣΕΙΣ

Ο βασικός τρόπος σκέψης και λειτουργίας των Δυτικών στρατιωτικών δυνάμεων είναι εστιασμένος, ηθελημένα ή μη, στις κατευθύνσεις της Revolution in Military Affairs (RMA). Ο όρος αυτός εισήχθη από τους Αμερικάνους θεωρητικούς (προεξάρχοντος του Andrew Marshall) την δεκαετία του 1980 και χρησιμοποιείται για να περιγράψει (Matthews et al, 2001): «Μια εκ βάθους αλλαγή της φύσης του Πολέμου που προκαλείται από την καινοτόμα εφαρμογή νέων τεχνολογιών, οι οποίες συνδυαζόμενες με αλλαγές στο στρατιωτικό δόγμα, τις επιχειρησιακές και οργανωτικές δομές, μεταβάλλει ριζικά τον χαρακτήρα και την διεξαγωγή των στρατιωτικών επιχειρήσεων».

Απόρροια της RMA είναι η επιδίωξη για επενδύσεις σε νέες τεχνολογίες με εστίαση σε τεχνολογίες επιτήρησης, επικοινωνιών, μειωμένης παρατηρησιμότητας (stealth) και όπλων ακριβείας. Τα ανωτέρω στοχεύουν στον περιορισμό (αν όχι στην εξάλειψη) της «Ομίχλης του Πολέμου» [2], επιτυγχάνοντας τον εντοπισμό των εχθρών, την απόκρυψη των ημετέρων δυνάμεων, και την επιτάχυνση του κύκλου «εντοπισμού-προσβολής» των στόχων. Ο βασικός στόχος της RMA είναι να παρασχεθεί η δυνατότητα αξιόπιστης προσβολής ενός μεγάλου αριθμού στόχων, σε σύντομο χρονικό διάστημα, επί ενός διευρυμένου πεδίου μάχης, ελαχιστοποιώντας ταυτόχρονα τις παράπλευρες καταστροφές και τις απώλειες αμάχων.

Η RMA τέθηκε σε εφαρμογή κατά τον Πρώτο Πόλεμο του Κόλπου, όταν κατά τις πρώτες 24 ώρες των μαχών, ο αριθμός των στόχων που κλήθηκαν να προσβάλουν οι σύμμαχοι ήταν μεγαλύτερος από το σύνολο των στόχων που προσέβαλε η Αεροπορία των ΗΠΑ από το 1942 έως και το 1943. Η πλειοψηφία των ανωτέρω στόχων προσβλήθηκε επιτυχώς με μηδαμινές συμμαχικές απώλειες, οδηγώντας στην ουσιαστική κατάρρευση των ιρακινών δυνάμεων εντός των επομένων 48 ωρών. Ως απεδείχθη εκ των υστέρων, κατά την διάρκεια της επιχείρησης, οι συμμαχικές δυνάμεις γνώριζαν περισσότερα για τις θέσεις και κινήσεις των ιρακινών δυνάμεων από ό,τι η ίδια η ιρακινή ηγεσία, η οποία, αντίθετα, δεν είχε την παραμικρή εικόνα για τις αντίστοιχες συμμαχικές κινήσεις (Collins et al, 2015).

Με το τέλος του Πρώτου Πολέμου του Κόλπου, υπήρχε η αίσθηση ότι στο μέλλον, με την βοήθεια της τεχνολογίας, η «Αποφασιστική Μάχη» ήταν ένα δυνατό σενάριο, ωθώντας τα κράτη σε αντίστοιχες στρατιωτικές επενδύσεις. Παράλληλα δε, η πλειοψηφία των στρατών της Δύσης (και των προσκείμενων σε αυτήν κρατών) υιοθέτησε το, ομολογουμένως επιτυχημένο, μοντέλο διοίκησης των ΗΠΑ, το οποίο εμπεριείχε όλα τα στοιχεία του «Management Check-off List» όπως περιγράφονται από τον πρωτοπόρο βιομήχανο Frederic W. Taylor. Αυτά συνίστανται στην κατάστρωση τυποποιημένων διαδικασιών, βασισμένων σε μια διεξοδική και επιστημονική μελέτη κάθε λεπτομέρειας μιας επιχείρησης, με σκοπό την βελτιστοποίηση της απόδοσης (Γρίβας, 2019). Το ανωτέρω φαινόταν όλο και περισσότερο εφικτό στην ολότητά του, καθώς η τεχνολογία θα ήταν δυνατό να προσφέρει τον απαιτούμενο όγκο και ποιότητα πληροφοριών, στον κατάλληλο χρόνο, για επιτυχή σχεδίαση–εκτέλεση των επιχειρήσεων. Θα μπορούσαμε να πούμε ότι το αμερικανικό σύστημα διοίκησης συνοψίζεται στην γνωστή φράση: «συστήματα κατασκευασμένα από ιδιοφυίες, για χρήση από ανόητους».

Εντούτοις, λίγα μόλις χρόνια μετά τον Πόλεμο του Κόλπου, τα ίδια συστήματα τα οποία μπορούσαν να εντοπίζουν και να εξολοθρεύουν τις ιρακινές στρατιωτικές φάλαγγες σε ανύποπτο χρόνο, φάνηκαν ανίκανα να εντοπίσουν (πολλώ δε μάλλον να καταστρέψουν) τους, αναμεμειγμένους με άμαχο πληθυσμό, ατάκτους, στους δρόμους του Μογκαντίσου (Σομαλία), αποστερώντας από τις ΗΠΑ τη νίκη. Ήταν ένα σκηνικό το οποίο έμελλε να επαναληφθεί αρκετές φορές στο μέλλον, στο Αφγανιστάν, στο Ιράκ, στον Λίβανο, στην Συρία και στην Ουκρανία.

Η ΣΗΜΕΡΙΝΗ ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΟΤΗΤΑ

Στην αυγή του 21ου αιώνα, η Δύση ξύπνησε απότομα από ένα άσχημο όνειρο για να εισέλθει σε έναν εφιάλτη, καθώς κράτη και στρατοί ανά τον κόσμο έχουν έρθει αντιμέτωποι με την πραγματικότητα του «Υβριδικού Πολέμου».

Ήδη πριν από την έναρξη του Α’ ΠΠ υπήρχαν φωνές [3] που επεσήμαναν ότι η «Αποφασιστική Μάχη» είναι μάλλον εξαίρεση στον κανόνα του πολέμου και ότι οι μελλοντικοί πόλεμοι θα περιλάμβαναν παρατεταμένες περιόδους εξάντλησης των πόρων των αντιπάλων, χωρίς κατ’ ανάγκη πολεμικές επιχειρήσεις, αλλά με λοιμούς, χρεοκοπίες και κατάρρευση της κοινωνικής συνοχής.

Ως όρος, ο «Υβριδικός Πόλεμος» άρχισε να απαντάται ευρέως μετά την χρήση του από τον F. Hoffman για την περιγραφή της σύγκρουσης μεταξύ Ισραήλ και Χεσμπολάχ στον Λίβανο (2006). Εντούτοις, παρά την δημοφιλία του, δεν φαίνεται να έχει επικρατήσει στην ακαδημαϊκή βιβλιογραφία ένας γενικά αποδεκτός ορισμός του, ενώ όροι όπως «Fourth Generation Warfare», «Unrestricted Warfare», «Non Linear Warfare», «Full Spectrum Warfare» κ.α., συχνά προτείνονται ως πιο κατάλληλοι για τη μελέτη του φαινομένου (Tienhoven, 2019). Σύμφωνα με την K. Abbott ο Υβριδικός Πόλεμος αποτελεί: «Μια μορφή πολέμου η οποία περιλαμβάνει ένα ευρύ φάσμα πολυτροπικών δράσεων, οι οποίες δύναται να αναληφθούν από κρατικούς ή μη κρατικούς δρώντες. Έμφαση δίδεται στην ταυτόχρονη και πρωτοφανή μείξη πλήθους μέσων όπως πολιτικών, στρατιωτικών οικονομικών, κοινωνικών και πληροφορικής, κάνοντας χρήση συμβατικών, μη συμβατικών, καταστροφικών, τρομοκρατικών και εγκληματικών μεθόδων, με σκοπό την επίτευξη των πολιτικών στόχων. Ο υβριδικός χρήστης αναμιγνύει μεθόδους και μέσα, με τρόπο τέτοιο που να είναι εξειδικευμένα στην εκάστοτε περίπτωση και αντίπαλο» (Abbott, 2016, p. 3)

27012021-2.jpg

Ο Ρώσος πρόεδρος Βλαντιμίρ Πούτιν απευθύνεται στο πλήθος κατά την διάρκεια μιας συναυλίας που σηματοδοτεί την πέμπτη επέτειο της προσάρτησης της Κριμαίας από την Ρωσία, στην Συμφερόπολη, στις 18 Μαρτίου 2019. Yuri Kadobnov/Pool via REUTERS
----------------------------------------------------------------------

ΤΟ ΔΟΓΜΑ «GERASIMOV»

Στις 26 Φεβρουαρίου 2013, ο Αρχηγός του Γενικού Επιτελείου των ενόπλων δυνάμεων της Ρωσίας, Στρατηγός Valeriy Gerasimov, δημοσίευσε ένα άρθρο σε περιοδικό των ρωσικών ενόπλων δυνάμεων [4], με τίτλο (μεταφρασμένο στα αγγλικά): «The value of Science is in the Foresight: New challenges demand rethinking the forms and methods of carrying out combat operations» (MilitaryReview, 2016). Τον Οκτώβριο του 2013, ο ίδιος επέβλεψε τη συγγραφή ενός επιπλέον άρθρου των αναλυτών Chekinov και Bogdanov, με τίτλο (μεταφρασμένο στα αγγλικά) «The Nature and Content of a New-Generation War» (Bogdanov, 2013). Έκτοτε, τα εν λόγω κείμενα αποτελούν σημείο αναφοράς για τους στρατιωτικούς αναλυτές της Δύσης, αναφερόμενα συχνά με τον όρο «Δόγμα Gerasimov» [5].

Ο τελευταίος, εξετάζοντας τις περιπτώσεις των συγκρούσεων στο πλαίσιο της «αραβικής άνοιξης» και των «έγχρωμων επαναστάσεων», διαπίστωσε ότι οι πολεμικές συγκρούσεις στον 21ο αιώνα εμφανίζουν μια δομική αλλαγή: Οι διακηρυγμένες και κλιμακούμενες πολεμικές συγκρούσεις, με σαφώς διαχωρισμένους ρόλους μεταξύ στρατιωτικών και μη ενεργειών, ανήκουν στο παρελθόν. Την θέση τους έχουν λάβει ακήρυκτοι πόλεμοι, συνδυασμένες στρατιωτικές και μη ενέργειες και μικρές δυνάμεις που μπορούν να αναπτυχθούν με ταχύτητα και να επιφέρουν πλήγματα ακριβείας. Σε ένα τέτοιο περιβάλλον πολιτικές, οικονομικές, πληροφορικές, πολιτιστικές και άλλες μη-στρατιωτικές ενέργειες (ακόμα και η προσφορά ανθρωπιστικής βοήθειας), δύνανται να φέρουν απτά πολιτικά αποτελέσματα και πρέπει να θεωρούνται ως αναπόσπαστα στοιχεία των ευρύτερων επιχειρήσεων (US-SOC, 2016) πάντα σε συνδυασμό με μικρές και ευέλικτες στρατιωτικές δυνάμεις. Αντικειμενικός σκοπός των ανωτέρω ενεργειών, θα πρέπει να είναι η δημιουργία ενός διαρκώς ενεργού μετώπου το οποίο να διατρέχει το σύνολο της επικρατείας του κράτους–στόχου αλλά και το ίδιο το πνεύμα του πληθυσμού, δυσχεραίνοντας τον διαχωρισμό μεταξύ στρατιωτικών και μη ενεργειών (Rusnáková, 2017).

Κατά τον Gerasimov, η Ρωσία πρέπει να ακολουθεί έξι στάδια για την εξέλιξη μιας σύγκρουσης (Εικόνα 1) (US-SOC, 2016):

1. Συγκεκαλυμμένες Αρχικές Επιχειρήσεις: Σχηματισμός δραστήριας αντιπολίτευσης από πολιτικά κόμματα, συνδικαλιστικές οργανώσεις κλπ. με παράλληλη διεξαγωγή πληροφοριακού πολέμου ώστε να διαμορφωθεί το επιθυμητό περιβάλλον.
2. Κλιμάκωση: Αύξηση πολιτικής και διπλωματικής πίεσης μέσω οικονομικών κυρώσεων και διακοπής διπλωματικών σχέσεων.
3. Έναρξη Συγκρούσεων: Έναρξη των συγκρούσεων ανάμεσα στις αντίπαλες ομάδες με μορφή διαδηλώσεων, διαμαρτυριών, δολιοφθορών, δολοφονιών και παραστρατιωτικών συγκρούσεων. Οι συγκρούσεις αυτές θα εκληφθούν ως απειλή για τα συμφέροντα της Ρωσίας προς ανάπτυξη των ενόπλων δυνάμεων.
4. Κρίση: Έναρξη στρατιωτικών επιχειρήσεων οι οποίες να συνοδεύονται από διαρκείς διπλωματικές και οικονομικές κινήσεις αλλά και πληροφοριακές επιχειρήσεις.
5. Διευθέτηση Κρίσης: Μέσω της διευθέτησης θα πρέπει να επέλθουν επιθυμητές για την Ρωσία αλλαγές στην πολιτική στρατιωτική και οικονομική ηγεσία του κράτους–στόχου.
6. Αποκατάσταση Ειρήνης: Στο παρατεταμένο αυτό στάδιο θα επιδιωχθεί ο κατευνασμός των εντάσεων που οδήγησαν στην σύγκρουση.

27012021-3.jpg

Εικόνα 1: Στάδια της υβριδικής σύγκρουσης κατά τον Gerasimov
--------------------------------------------------------------------------

Τα ανωτέρω στάδια, φαίνεται να ανταποκρίνονται σε μεγάλο βαθμό στον τρόπο δράσης της ρωσικής κρατικής μηχανής στην σύγκρουση Ρωσίας–Ουκρανίας τον Νοέμβριο του 2013, στην οποία η Ρωσία επικράτησε καταφανώς επί της Δύσης και η οποία αποτελεί την χαρακτηριστικότερη περίπτωση «Υβριδικού Πολέμου».

Εκ των ανωτέρω, αλλά και από τα υπόλοιπα παραδείγματα υβριδικών συγκρούσεων, μπορούμε να συνάγουμε οκτώ διακριτές αλλά εν δυνάμει παράλληλες μορφές, που δύναται να λάβει ο Υβριδικός Πόλεμος (Tienhoven, 2019):

1. Συμβατικός Πόλεμος: Χρήση των συμβατικών στρατιωτικών δυνάμεων, με προσωπικό σαφώς αναγνωρίσιμο ως στρατιωτικό.
2. Ανορθόδοξος Πόλεμος: Ενέργειες με σκοπό, την διεξαγωγή ανταρτοπολέμου, την υποκίνηση εξεγέρσεων του πληθυσμού καθώς και την απώλεια της νομιμοποίησης της κρατικής εξουσίας.
3. Τρομοκρατία: Παράνομη χρήση βίας κατά αμάχου πληθυσμού (ή συμβολικών στόχων), με σκοπό την επίτευξη πολιτικού σκοπού.
4. Εγκληματικές ενέργειες: Λαθρεμπόριο, εμπόριο ναρκωτικών, εμπόριο όπλων και χρήση υπαρχουσών εγκληματικών οργανώσεων.
5. Πολιτικές ενέργειες: Το σύνολο των πολιτικών ενεργειών που στοχεύουν στο να εξαναγκάσουν τον αντίπαλο να υποκύψει στις επιθυμίες του δρώντα.
6. Οικονομικός Πόλεμος: Η χρήση ή απειλή χρήσης οικονομικών μέτρων κατά μιας χώρας, με σκοπό τη μείωση της οικονομικής δύναμής της.
7. Πληροφοριακός Πόλεμος: Ενέργειες που αποσκοπούν στην απόκτηση πληροφοριών, στην πρόσβαση σε διαδικασίες συλλογής πληροφοριών, σε πληροφοριακά συστήματα και σε δίκτυα υπολογιστών. Ιδιαίτερη αναφορά πρέπει να γίνει στον κεντρικό ρόλο των επιχειρήσεων Κυβερνοπολέμου, κατά της υποδομής της πληροφορικής τεχνολογίας (Information Technology, IT) ενός κράτους–στόχου (Rusnáková, 2017).
8. Κοινωνικά μέσα: Ενέργειες, συνδεόμενες με τον Πληροφοριακό Πόλεμο, με σκοπό την εξασφάλιση της υποστήριξης και του ελέγχου του πληθυσμού στην εμπόλεμη περιοχή, στο εσωτερικό των φίλιων χωρών και της διεθνούς κοινής γνώμης.

Ας προσπαθήσουμε λοιπόν να φανταστούμε έναν Διοικητή στρατιωτικού τμήματος, εκπαιδευμένου κατά τα Δυτικά πρότυπα, σε μια κατάσταση όπου έχει να αντιμετωπίσει:

1. Έναν εχθρικό άμαχο πληθυσμό (τον οποίο δεν έχει την δικαιοδοσία ούτε την εκπαίδευση να διαχειρίζεται).
2. Έναν εχθρό που κρύβεται εντός του άμαχου πληθυσμού (τον οποίο η τεχνολογία δεν του επιτρέπει να διαχωρίζει).
3. Εγκληματικές ενέργειες του κοινού ποινικού δικαίου (για τις οποίες δεν έχει δικαιοδοσία να παρεμβαίνει).
4.Πληροφορίες διακινούμενες στο Διαδίκτυο και αναρτήσεις σε κοινωνικά δίκτυα, οι οποίες δημιουργούν παραπληροφόρηση και τετελεσμένα τόσο στον πληθυσμό όσο και στις ίδιες του τις δυνάμεις.
5. Αντιμετώπιση Κυβερνοεπιθέσεων, χωρίς δυνατότητα καταλογισμού ευθυνών σε συγκεκριμένο δράστη.
6. Απώλειες από οπλικά συστήματα εναντίον των οποίων δεν έχει εκπαιδευτεί να αμύνεται (πχ IED, βομβιστές αυτοκτονίας κλπ).
7. Παρουσία και δράση στρατιωτικών μονάδων μη φίλιων χωρών, κατά των οποίων, όμως, δεν υπάρχει διακηρυγμένη εμπόλεμη κατάσταση.
Με το υπάρχον μοντέλο διοίκησης, ο εν λόγω Διοικητής για να αναλάβει οιουδήποτε τύπου δράση σε ένα εξελισσόμενο συμβάν, θα πρέπει να αναμένει ώστε να εκπληρωθούν όλες οι απαραίτητες προϋποθέσεις που του έχει θέσει η πολιτική ηγεσία με την μορφή Κανόνων Εμπλοκής (Rules of Engagement, ROE [6]) ή να αιτείται–αναμένει την έγκριση νέων (ενημερώνοντας διαρκώς τα ανώτερα κλιμάκια διοίκησης για τις εξελίξεις). Αυτό που ο κάθε «Δυτικός» στρατιωτικός Διοικητής επιθυμεί ιδανικά να λάβει από την ηγεσία του, είναι ένα «ναι» ή «όχι» στην χρήση βίας και τούτο γιατί έχει εκπαιδευτεί να αντιμετωπίσει τις αποστολές του με αυτόν ακριβώς τον τρόπο (Εικόνα 2).

27012021-4.jpg

Εικόνα 2: Πως βλέπουν οι στρατιωτικοί τον κόσμο.
---------------------------------------------------------

Αντίστοιχα η υπερκείμενη στρατιωτική και πολιτική ηγεσία, πέρα από την τακτική εικόνα που λαμβάνει από τον Διοικητή επί του πεδίου, έχει να αντιμετωπίσει:
1.Μη κρατικούς δρώντες και μη σαφή/ορατή αντίπαλη ηγεσία.
2. Ενέργειες οι οποίες ακροβατούν ανάμεσα στο όριο μεταξύ έντασης, κρίσης και πολέμου, δυσχεραίνοντας την απόφαση ανάληψης στρατιωτικών επιχειρήσεων.
3. Ασάφεια για την προέλευση και τον καταλογισμό ευθύνης τυχόν επιθετικών ενεργειών.
4. Την αμφιθυμία της κοινής γνώμης για ανάληψη δραστικών μέτρων λόγω μη επαρκούς δικαιολόγησης.

27012021-5.jpg

Εικόνα 3: Πως βλέπουν οι νομικοί/πολιτικοί τον κόσμο.
---------------------------------------------------------------------------

Σε μια τέτοια κατάσταση, ακόμα και με τα υπάρχοντα μέσα επιτήρησης και συλλογής πληροφοριών του Δυτικού οπλοστασίου, είναι δύσκολο έως αδύνατο να παρθεί άμεσα μια απόφαση και να διαβιβασθεί ένας επιθυμητός τρόπος δράσης στον διοικητή επί του πεδίου, δημιουργώντας την απαίτηση για συλλογή περισσότερων πληροφοριών (Εικόνα 3). Συνήθως όμως, έως την συλλογή επιπλέον πληροφοριών και την λήψη απόφασης, η κατάσταση έχει μεταβληθεί και απαιτείται ένας νέος κύκλος συλλογής πληροφοριών και αντίδρασης, δίνοντας με τον τρόπο αυτό στον αντίπαλο ένα σημαντικό πλεονέκτημα. Μπορεί η τεχνολογία να επιτρέπει την επόπτευση των στρατιωτικών επιχειρήσεων σε πραγματικό χρόνο, από τα χαμηλότερα έως τα υψηλότερα κλιμάκια ηγεσίας (οι πρόεδροι Ομπάμα και Τραμπ παρακολουθούσαν ζωντανά τις επιχειρήσεις εξόντωσης τρομοκρατών), αλλά η φύση των απειλών δεν εγγυάται ότι θα μπορούν να λάβουν τις κατάλληλες αποφάσεις στον κατάλληλο χρόνο. Μια παρόμοια κατάσταση επικρατούσε κατά τον Α’ ΠΠ, όταν η χρήση της τηλεφωνίας ώθησε τους Διοικητές να αισθάνονται ότι το να έχουν απευθείας επικοινωνία με τα μάχιμα τμήματα στο πεδίο θα μπορούσε να επιτρέψει την κεντρική διαχείριση των μαχών από τα μετόπισθεν επιτελεία εν είδη σκακιστικών κινήσεων, με τα γνωστά αποτελέσματα.

Προχωρώντας περαιτέρω, ακόμα και αν τελικά παρθεί μια απόφαση προς δράση, τα διατιθέμενα στρατιωτικά μέσα, αφενός μεν είναι εξαιρετικά κοστοβόρα σε σχέση με τα χρησιμοποιούμενα από τον αντίπαλο (χαρακτηριστικά, ένα αεροσκάφος Β-52 με το οπλικό φορτίο του, κοστίζει περισσότερο από ό,τι το βάρος του σε χρυσό!) αφετέρου δε, δεν εγγυώνται την επιτυχία, καθώς είναι σχεδιασμένα για διαφορετικούς τύπους αντιπάλων (Kilcullen, 2020 και Liang et al, 1999). Για παράδειγμα, μια σύγχρονη φρεγάτα εξοπλισμένη με πυροβόλα και πυραύλους κατά πλοίων και αεροσκαφών, δεν μπορεί να κάνει πολλά για να αντιμετωπίσει έναν προσεγγίζοντα στολίσκο μικρών πλοίων, έμφορτων με παράτυπους μετανάστες, μεταξύ των οποίων κρύβονται τρομοκράτες.

Συμπερασματικά, λοιπόν, βρισκόμαστε σε μια κατάσταση κατά την οποία οι ένοπλες δυνάμεις των Δυτικών χωρών αλλά και η πολιτική ηγεσία που τις ελέγχει, με την υπάρχουσα δομή και τρόπο λειτουργίας, δεν φαίνεται να είναι ικανές να ανταποκριθούν στις απαιτήσεις του τρέχοντος περιβάλλοντος ασφαλείας.

Συνεπεία των ανωτέρω, αρκετοί αναλυτές υποστηρίζουν ότι σε έναν κόσμο υβριδικών απειλών, τρομοκρατίας, θρησκευτικού φανατισμού και υποχώρησης της κυρίαρχης θέσης του κράτους, τα δομικά συστατικά του Πολέμου που δέχεται η Δυτική κοσμοθεωρία (Λαός – Στρατός – Κυβέρνηση) δεν ανταποκρίνονται στην πραγματικότητα.

Η AUFTRAGSTAKTIK ΚΑΙ Η ΒΡΕΤΑΝΙΚΗ ΑΥΤΟΚΡΑΤΟΡΙΑ

Όσο και να φαίνεται οξύμωρο, οι σημερινές προκλήσεις ασφαλείας δεν είναι κάτι το πραγματικά καινούριο. Πολλοί αναλυτές επισημαίνουν ότι οι διεθνείς σχέσεις και οι πολεμικές επιχειρήσεις, όπως τις έχει συνηθίσει η γενιά μας (βασισμένες στο δίπολο του Ψυχρού Πολέμου), ήταν μια βολικά απλουστευμένη εξαίρεση του ιστορικού κανόνα και απλά σήμερα ζούμε την επαναφορά στην «κανονικότητα». Παράλληλα, το υπάρχον θεωρητικό υπόβαθρο αντιμετώπισης του πολέμου δεν απαιτεί ριζική τροποποίηση. Τα αναφερθέντα Συστατικά του Πολέμου (Λαός – Στρατός – Κυβέρνηση) που έχουν κατηγορηθεί ως ξεπερασμένα, αποτελούν μια απλούστευση των αρχικά προτεινόμενων από τον ίδιο τον von Clausewitz, τα οποία είναι:

1. Το πρωτόγονο αίσθημα μίσους, βίας και εχθρότητας.
2. Η τυχαιότητα, εντός του πλαισίου της οποίας κινείται και δημιουργεί η ανθρώπινη διάνοια.
3. Η υποταγή στην Πολιτική, που καθιστά τον Πόλεμο υποκείμενο της λογικής.

Τα ανωτέρω δεν προϋποθέτουν την ύπαρξη κρατικών δομών, ούτε οργανωμένης στρατιωτικής δύναμης και ως εκ τούτου μπορούν να εφαρμοσθούν και στο σημερινό περιβάλλον. Και αυτό δεν είναι περίεργο γιατί ο ίδιος ο von Clausewitz είχε λάβει υπόψη του την περίπτωση μορφών «Υβριδικού Πολέμου» [7].

Παράλληλα, στον αντίποδα της διοίκησης μέσω προτύπων «Management» αλλά και της λεγόμενης «Ρωσικής Σχολής» [8] (απαίτηση εκτέλεσης επακριβώς και μόνο των ανατιθέμενων εντολών), βρίσκεται η Auftragstaktik («Διοίκηση μέσω Αποστολής»). Ο όρος αυτός περιγράφει τον βασικό τρόπο διοίκησης του Γερμανικού Στρατού από το 1867 έως το 1945 και θεωρείται, από το σύνολο των αναλυτών, ως ο βασικός λόγος της εκπληκτικής απόδοσής του κατά το διάστημα αυτό.

Ο ορισμός που δίνεται και αξίζει να μελετηθεί, είναι: «Η Auftragstaktik είναι η βασική αρχή διοίκησης και ελέγχου. Εδράζεται στην αμοιβαία εμπιστοσύνη και απαιτεί από τον κάθε στρατιώτη, πέραν της πιστής εκτέλεσης των καθηκόντων του και της προθυμίας για επίτευξη των τεθέντων στόχων, να είναι έτοιμος να αναλάβει ευθύνη, να συνεργαστεί και να δράσει ανεξάρτητα και εφευρετικά, για την επίτευξη της αποστολής. Ο Διοικητής ενημερώνει τον υφιστάμενο για την αποστολή, θέτει σαφείς και επιτεύξιμους στόχους καθώς και τα μέσα. (…) Ο Διοικητής παρέχει στον υφιστάμενο την ελευθερία να δράσει με τον τρόπο που επιθυμεί για την επίτευξη της αποστολής. Το τελευταίο είναι προϋπόθεση για την ανάληψη ταχείας και αποφασιστικής δράσης και προάγει το αίσθημα της προσωπικής ευθύνης. Οι στρατιωτικοί ηγέτες εκπαιδεύονται για να εκμεταλλεύονται αυτή την ελευθερία. Η Auftragstaktik προϋποθέτει ότι το προϊστάμενο κλιμάκιο είναι διατεθειμένο να δεχθεί τα λάθη κατά την εκτέλεση μιας αποστολής. Τυχόν παρέμβαση όμως, λαμβάνει χώρα μόνο όταν κινδυνεύει άμεσα και σαφώς η επίτευξη της αποστολής» (Wittmann, 2012).

Από την εφαρμογή της εν λόγω μεθόδου στον γερμανικό στρατό, ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσίαζε ότι οι Γερμανοί διοικητές ήταν περισσότερο πιθανό να κατηγορηθούν επειδή δεν έδρασαν σε μια ευκαιρία, παρά επειδή έδρασαν εσφαλμένα.

Επιστρέφοντας στην αρχή του παρόντος κειμένου και στην άποψη των Βρετανών ότι την αυτοκρατορία τους την χρωστούσαν στους «λοχίες» τους, έχουμε να παρατηρήσουμε το εξής: την εποχή της αποικιοκρατίας, οι Βρετανοί στρατιωτικοί, πολιτικοί αξιωματούχοι αλλά ακόμα και ιδιώτες έμποροι–επαγγελματίες, οι οποίοι δρούσαν στις βρετανικές αποικίες και τις εκάστοτε αποστολές ανά τον κόσμο, είχαν να αντιμετωπίσουν πολλές από τις προκλήσεις ασφαλείας που υπάρχουν και σήμερα (εχθρικός τοπικός πληθυσμός, επιθέσεις ατάκτων, διαφορετικές πολεμικές τακτικές, απουσία κεντρικής εξουσίας κλπ). Προς αντιμετώπιση αυτών προέβαιναν, με σημαντικό βαθμό αυτονομίας, σε:

1. Πολιτικές συμφωνίες με τοπικούς πολιτικούς παράγοντες.
2. Οικονομικές συμφωνίες με τοπικούς πολιτικούς και οικονομικούς παράγοντες (περιλαμβάνοντας από εμπορικές συμφωνίες έως δωροδοκίες).
3. Πολεμικές επιχειρήσεις (περιορισμένες ή μη), συχνά μέσω πρόσληψης τοπικών μισθοφόρων.
4. Συμμετοχή (συγκεκαλυμμένα ή μη) σε αλλαγές τοπικής πολιτικής ηγεσίας.
5. Προώθηση του ευρωπαϊκού–βρετανικού πολιτισμού, μέσω εξάπλωσης του Χριστιανισμού αλλά και της πεποίθησης της «ανωτερότητας» του βρετανικού τρόπου ζωής.

Χαρακτηριστικά παραδείγματα Βρετανών οι οποίοι χρησιμοποίησαν όλα τα διατιθέμενα μέσα για την προώθηση των βρετανικών συμφερόντων ήταν ο Warren Hastings και ο στρατηγός Robert Clive, στους οποίους αποδίδεται και η εγκαθίδρυση της βρετανικής κυριαρχίας στην Ινδία, ενώ κολοσσιαίας σημασίας ήταν και η δράση της διάσημης Εταιρίας Ανατολικών Ινδιών. Η τελευταία καθοδηγείτο από οικονομικές προσωπικότητες του City του Λονδίνου και έφτασε έως το σημείο να διαθέτει ιδιωτικό στρατό και να εκδίδει δικό της νόμισμα (στην Ινδία). Αντίστοιχα, στην Αφρική τα βρετανικά συμφέροντα προωθήθηκαν σημαντικά από προσωπικότητες όπως ο επιχειρηματίας Cecil Rhodes, ο οποίος διακρινόταν για τις ισχυρές πεποιθήσεις του σχετικά με την εξάπλωση της βρετανικής επιρροής ανά τον κόσμο.

Τα ανωτέρω, λάμβαναν χώρα χωρίς να υπάρχει πάντοτε κάποιος κεντρικός σχεδιασμός ή έλεγχος από την βρετανική κυβέρνηση (λόγω προφανών περιορισμών απόστασης–επικοινωνιών) και κατά περίπτωση οι ανωτέρω ενέργειες δεν ήταν πάντα επιτυχημένες. Όλα, όμως, εξυπηρετούσαν έναν αντικειμενικό σκοπό ο οποίος ήταν σαφής και διέτρεχε το σύνολο της βρετανικής πολιτικής σκέψης αλλά και του ίδιου του βρετανικού πληθυσμού: την ισχυροποίηση της χώρας μέσω της διασφάλισης όσο το δυνατόν πιο διευρυμένων υπερπόντιων εμπορικών οδών και την απόκτηση / διατήρηση κατάλληλων βάσεων για την απρόσκοπτη δράση του βρετανικού Ναυτικού (και κατ’ επέκταση του βρετανικού στρατού).

Παρατηρούμε, λοιπόν, μια περίπτωση Auftragstaktik επί ενός ευρέως πολιτικο–στρατιωτικού πεδίου, καθώς περιλάμβανε:

1. Σαφή αποστολή–αντικειμενικό σκοπό, από την ανώτατη ηγεσία.
2. Διάθεση από τα υφιστάμενα κλιμάκια για ανάληψη πρωτοβουλιών (ωθούμενη ακόμα και από καθαρά προσωπικό συμφέρον).
3. Εκμετάλλευση των τοπικών ευκαιριών (ανάλογα με την πολιτικο–οικονομική κατάσταση που επικρατούσε ανά περίπτωση).
4. Χρήση όλων των διατιθέμενων μέσων για επίτευξη της αποστολής (στρατιωτικών, πολιτικών, οικονομικών, πολιτιστικών).
5. Αποδοχή από την ανώτατη ηγεσία της πιθανότητας αποτυχιών, με παράλληλη επίδειξη ευελιξίας μέσω της ένταξής τους στους ευρύτερους σχεδιασμούς.

Όλα τα ανωτέρω, συν τω χρόνω, παρήγαγαν ένα εξαιρετικά θετικό για την Βρετανία αποτέλεσμα, δημιουργώντας και διατηρώντας την μεγαλύτερη σε έκταση αυτοκρατορία στην ιστορία. Το εκπληκτικότερο δε, είναι ότι αυτή η αυτοκρατορία δημιουργήθηκε με αναλογικά μικρό κόστος, τόσο οικονομικό όσο και από πλευράς ανθρώπινων απωλειών για την Βρετανία (δύσκολα μπορούμε να βρούμε ιστορικό παράδειγμα αυτοκρατορίας που να δημιουργήθηκε με τόσο μικρό κόστος).

27012021-6.jpg

Εικόνα 6: Η Βρετανική Αυτοκρατορία στη μέγιστη επέκτασή της.
------------------------------------------------------------------------

ΑΛΛΑΓΗ ΠΑΙΔΕΙΑΣ ΤΟΥ ΠΟΛΙΤΙΚΟ-ΣΤΡΑΤΙΩΤΙΚΟΥ ΣΥΜΠΛΕΓΜΑΤΟΣ

Το ερώτημα εντούτοις παραμένει, πώς θα ήταν δυνατό οι χώρες με Δυτικά πρότυπα εκπαίδευσης στον πολιτικο–στρατιωτικό τομέα, να αντιμετωπίσουν τις σύγχρονες προκλήσεις ασφαλείας;

Επί του παρόντος, η στρατιωτική σκέψη της Δύσης έχει μετακινηθεί από τις επιταγές της RMA, προς αυτό που το Υπουργείο Άμυνας των ΗΠΑ έχει χαρακτηρίσει ως Third Offset Strategy, δηλαδή στην επένδυση και ανάπτυξη της Τεχνητής Νοημοσύνης (Artificial Intelligence, ΑΙ) και των παρελκόμενων αυτής τεχνολογιών (πχ. αυτόνομα ρομποτικά συστήματα επιτήρησης και μάχης). Τα έως τώρα αποτελέσματα είναι ομολογουμένως εντυπωσιακά (Scharre, 2018):

1. Σμήνη αυτόνομων–συνεργαζόμενων UAVs (Μη Επανδρωμένων Εναέριων Οχημάτων, Unmanned Aerial Vehicles) επιτυγχάνουν καλύτερες επιδόσεις από ό,τι επανδρωμένα αεροσκάφη, σε όλων των ειδών τις πολεμικές αποστολές, ενώ η επέκταση αντίστοιχων τεχνολογιών σε ναυτικό και στρατό είναι εν εξελίξει.
2. Οι τεχνολογίες αναγνώρισης προσώπου και ομιλίας, επιτρέπουν την ιχνηλάτηση ανθρώπων ανά τον κόσμο, με εκπληκτική ευκολία.
3. Η εποπτεία επί του Διαδικτύου γίνεται πιο εύκολη, με ταχύτερο εντοπισμό ψευδών ειδήσεων και αυξημένη αποτελεσματικότητα εκτέλεσης πληροφοριακών επιχειρήσεων. Επίσης έχει γίνει πιο αποδοτική η αυτοματοποιημένη ανάσχεση κυβερνοεπιθέσεων.
4. Η επεξεργασία πληροφοριών αλλά και οι αυτοματοποιημένες αντιδράσεις μέσω της επεξεργασίας τους από συστήματα ΑΙ είναι βελτιωμένες (πχ αξίζει να επισημανθεί ότι το 80% των χρηματιστηριακών συναλλαγών ανά τον κόσμο είναι αυτοματοποιημένες μέσω λογισμικών ΑΙ).

Εντούτοις, ακόμα και με την βοήθεια της ΑΙ, είναι αμφίβολο αν θα αντιμετωπισθεί αποτελεσματικά το ζήτημα του Υβριδικού Πολέμου και αυτό επειδή δεν ανταποκρίνεται στο βασικό του χαρακτηριστικό: την προσαρμοστικότητα και τη μεταβλητότητά του. Οι μελλοντικοί χρήστες υβριδικών τακτικών (όπως και οι σημερινοί) δεν πρόκειται να αντιμετωπίσουν την Δύση σε πεδίο στο οποίο είναι εμφανές ότι αυτή υπερέχει (πχ. οι τρομοκράτες πλέον δεν χρησιμοποιούν τηλέφωνα ή το Διαδίκτυο για επικοινωνία, αλλά περίτεχνα χειρόγραφα μηνύματα). Το επιχείρημα, ότι το πλεονέκτημα της ΑΙ είναι ακριβώς ότι μπορεί να εξελίσσεται για να αντιμετωπίζει νέες προκλήσεις, δεν είναι απόλυτα ακριβές. Τα συστήματα ΑΙ είναι εντυπωσιακά στην ανάλυση, εντοπισμό μοτίβων και ανάληψη αποτελεσματικής δράσης, υπό την προϋπόθεση ότι τους διατίθεται μεγάλος όγκος σχετικών πληροφοριών για επεξεργασία. Έχει αποδειχθεί, από τους ίδιους τους μηχανικούς της ΑΙ, ότι όταν δεν υπάρχει διαθέσιμος ικανός όγκος πληροφοριών ή όταν τα μοτίβα / διαδικασίες μεταβάλλονται σημαντικά, οι αποφάσεις της ΑΙ υστερούν καταφανώς έναντι αυτών ενός εκπαιδευμένου ανθρώπινου νου [9] (Ilachinski 2017 και Buchanan et al 2017). Ως εκ τούτου μια διαφορετική προσέγγιση είναι μάλλον επιβεβλημένη.

Παραδειγματιζόμενοι από τον τρόπο διοίκησης της Βρετανικής Αυτοκρατορίας καθώς και την Auftragstaktik, εκτιμάται ότι αυτό που πρέπει να επιδιωχθεί, είναι μια αλλαγή του ευρύτερου τρόπου αντιμετώπισης των προκλήσεων ασφαλείας, μέσα από την αλλαγή της παιδείας πρωτίστως του στρατιωτικού και δευτερευόντως του πολιτικού προσωπικού μιας χώρας.

27012021-7.jpg

Εικόνα 7: Πως θα πρέπει να ξεκινήσουν να βλέπουν πολιτικοί και στρατιωτικοί τον κόσμο. Σε αντιδιαστολή με έναν κόσμο «άσπρο-μαύρο» ή «διαβάθμισης του γκρι» (Εικόνες 2, 3), θα πρέπει να εθιστούν στο πραγματικό εύρος του και να εκπαιδευτούν να δρουν εντός αυτού.
------------------------------------------------------------------------------

Η αλλαγή παιδείας θα πρέπει να εστιάζεται στα εξής σημεία:

1. Το σύνολο των ενόπλων δυνάμεων και το σώμα των αξιωματικών ιδιαίτερα, θα πρέπει να κάνει αργά αλλά παράλληλα βήματα προς την απόκτηση μιας συλλογικής ευφυΐας στην συντονισμένη στρατιωτική δράση με βάση την Auftragstaktik. Πιο συγκεκριμένα, το στρατιωτικό προσωπικό θα πρέπει να εκπαιδεύεται ώστε να μπορεί να δρα χωρίς άμεση επαφή με τα ανώτερα κλιμάκια, γνωρίζοντας απλά την πρόθεση της διοίκησης και την τελική επιθυμητή κατάσταση. Μπορεί η προσπάθεια αναβίωσης μιας μεθόδου διοίκησης που χρησιμοποιήθηκε κατά τον Β’ ΠΠ να ακούγεται ως απευκταίος αναχρονισμός, αλλά έχει ήδη διαπιστωθεί η ανάγκη επανεισαγωγής της. Συγκεκριμένα, το Ναυτικό των ΗΠΑ επιδιώκει την στροφή στην εκπαίδευση των αξιωματικών του, ώστε να μπορούν να επιχειρούν βάσει αποστολής και χωρίς τις επικοινωνιακές ευκολίες που παρέχει η σημερινή τεχνολογία, καθώς θεωρεί ότι, ειδικά σε περίπτωση πολέμου με την Κίνα, οι επικοινωνίες και τα συστήματα ΙΤ πάνω στα οποία βασίζει σήμερα την λειτουργία του, θα καταρρεύσουν υπό το βάρος των ηλεκτρομαγνητικών παρεμβολών και των κυβερνοεπιθέσεων (Conners, 2020).

2. Οι στρατιωτικοί διοικητές αλλά και οι κατά τόπους πολιτικοί αξιωματούχοι θα πρέπει να εμποτιστούν με το αίσθημα της διάθεσης για ανάληψη πρωτοβουλιών ακόμα και χωρίς άμεση διαταγή εκ των ανωτέρων, σε βαθμό που αυτό να αποτελεί την βασική παράμετρο για την θετική αξιολόγηση και επαγγελματική ανέλιξή τους. Η φύση των υβριδικών απειλών είναι να δημιουργεί τετελεσμένα σε χρονικό διάστημα μικρότερο από τον υπάρχοντα κύκλο «εντοπισμού – εκτίμησης – αντίδρασης». Ως εκ τούτου οι αξιωματικοί επί του πεδίου θα πρέπει να μπορούν να αντιδρούν άμεσα, ακόμα και χωρίς διαταγές (ίσως και ενάντια σε αυτές), καθώς η μη δράση αποτελεί, στην πλειοψηφία των περιπτώσεων, θετικό αποτέλεσμα για τους χρήστες υβριδικών τακτικών. Το παλαιό αξίωμα του γερμανικού στρατού ότι η μη δράση είναι χειρότερη από την λάθος δράση, πρέπει να εμποτιστεί στο προσωπικό.

3. Οι στρατιωτικοί θα πρέπει να εκπαιδευτούν στην χρήση και άλλων μέσων για την επίτευξη της αποστολής τους, πέρα από τα οπλικά συστήματα που τους διατίθενται. Αυτό σημαίνει ότι οι στρατιωτικοί θα πρέπει να εκπαιδεύονται αφενός μεν στην διάδραση με τους πολίτες και τις πολιτικές υπηρεσίες, αφετέρου στην απρόσκοπτη χρήση των ευκολιών και των δυνατοτήτων του Διαδικτύου. Ιδίως η χρήση των κοινωνικών δικτύων (πχ κατασκευή και διαρροή «fake news») ακόμα και η κατασκευή–διάδοση κακόβουλου λογισμικού, πρέπει να ενταχθούν στις βασικές μαχητικές ικανότητες των στρατιωτικών μονάδων (όσο υπερβολικό και αν φαίνεται αυτή την στιγμή). Στο σημείο αυτό θα πρέπει να υπάρχει παράλληλη σχετική εκπαίδευση των πολιτικών αξιωματούχων, ώστε να μπορούν να συνεργάζονται αποτελεσματικά με τους κατά τόπους στρατιωτικούς διοικητές.

4. Για να είναι δυνατά τα ανωτέρω θα πρέπει η ανώτερη και ανώτατη πολιτική ηγεσία να προβεί σε δύο βασικές παραδοχές:

α. Αλλαγή πνεύματος των Κανόνων Εμπλοκής: Καθώς ο σαφής και κάθετος διαχωρισμός στρατιωτικών και πολιτικών ενεργειών έχει αποδειχθεί μη αποδοτικός έναντι των υβριδικών απειλών, εκτιμάται ότι οι Κανόνες Εμπλοκής θα πρέπει να επανεξετασθούν. Συγκεκριμένα εκτιμάται ότι είναι επιβεβλημένο να υπάρχει εξουσιοδότηση του στρατιωτικού προσωπικού για επέμβαση στην πολιτική ζωή, σε περιορισμένη τοπικά και χρονικά κλίμακα. Αυτό θα μπορούσε να γίνει μέσω της ανάθεσης περιορισμένων αρμοδιοτήτων «αστυνομικού» τύπου στους τακτικούς διοικητές, καθώς και της δυνατότητάς τους να προβαίνουν σε περιορισμένης έκτασης αλλά δεσμευτικές συμφωνίες με μη κρατικούς δρώντες (πχ ΜΚΟ, ομάδες προσφύγων, ομάδες ατάκτων κλπ). Τα ανωτέρω αν και εκ πρώτης όψεως φαίνεται να διαρρηγνύουν τα στεγανά μεταξύ στρατιωτικών και πολιτικών αρμοδιοτήτων (κάτι που για την υπάρχουσα Δυτική νοοτροπία αποτελεί «ανάθεμα»), είναι ακριβώς το «αδύναμο» σημείο στο οποίο εστιάζονται πολλές από τις ενέργειες του Υβριδικού Πολέμου. Για παράδειγμα οι στρατιωτικές δυνάμεις, όσο ισχυρές και να παρουσιάζονται, είναι στην πραγματικότητα αδύναμες στο να επιβάλλουν αποτελεσματικά την τάξη σε μια περιοχή που ο πληθυσμός υφίσταται επιθέσεις κοινού ποινικού δικαίου από υποκινούμενες ομάδες οργανωμένου εγκλήματος (καθώς ο στρατός δεν έχει το δικαίωμα σύλληψης και κράτησης).

β. Αποδοχή της πιθανότητας λαθών κατά την ανάληψη πρωτοβουλιών από τα υφιστάμενα κλιμάκια και επιβράβευση των επιτυχών πρωτοβουλιών. Αυτό είναι προϋπόθεση ώστε να είναι δυνατή η ανάληψη πρωτοβουλιών προς εκμετάλλευση των τοπικών ευκαιριών από τους διοικητές επί του πεδίου, χωρίς την απαίτηση ενημέρωσης και λήψης οδηγιών από την ηγεσία, αναιρώντας με τον τρόπο αυτό το βασικό πλεονέκτημα του Υβριδικού Πολέμου: τη μεταβλητότητα.

Το μόνο προβληματικό σημείο της εν λόγω προσέγγισης είναι ότι δεν παράγει άμεσα αποτελέσματα. Η αλλαγή νοοτροπίας και εκπαίδευσης, είναι μια σταδιακή διαδικασία, η οποία ξεκινά από τα πανεπιστήμια και τις στρατιωτικές σχολές και απαιτεί χρόνο ώστε τόσο οι υφιστάμενοι όσο και τα προϊστάμενα κλιμάκια (στρατιωτικά και πολιτικά) να εθιστούν στο νέο modus operandi. Επ’ αυτού αξίζει να σημειωθεί ότι η διαδικασία υιοθέτησης της Auftragstaktik στην ίδια την Γερμανία ήταν ιδιαίτερα μακρά και καθόλου εύκολη, καθώς δέχθηκε σημαντική πολεμική τόσο από τον στρατό όσο και από την ίδια την κοινωνία (ακόμα και ο φιλόσοφος Χέγκελ είχε καταφερθεί εναντίον της) (Wittmann, 2012).

Στο σημείο αυτό θα μπορούσαμε να κάνουμε έναν παραλληλισμό μεταξύ αυτής της νέας νοοτροπίας αντιμετώπισης των υβριδικών απειλών και της εννοίας της Υψηλής Στρατηγικής. Αναλύοντας την εξέχουσα σημασία της τελευταίας, οι Ehrhardt et al (2020), χρησιμοποιώντας και αυτοί το παράδειγμα της Βρετανίας, επισημαίνουν ότι δεν υπάρχει κάποιο μεμονωμένο έγγραφο το οποίο να περιγράφει την Υψηλή Στρατηγική της χώρας αυτής. Αντίθετα, η εν λόγω στρατηγική σχηματίσθηκε στο υποσυνείδητο της πολιτικο–στρατιωτικής ηγεσίας μέσα από σειρά ετών, ως απόρροια της παρεχόμενης παιδείας, καθιστώντας αυτή, «A State of Mind». Κάπως έτσι οφείλει να αντιμετωπισθεί και η εκπαίδευση και αντιμετώπιση των υβριδικών απειλών.

Εντούτοις, η εκπαίδευση σε ένα νέο μοντέλο κρατικής και στρατιωτικής δράσης δεν σημαίνει επ’ ουδενί ότι θα πρέπει να υπάρχει περιορισμός των επενδύσεων και της έρευνας σε νέες τεχνολογίες και νέα συμβατικά οπλικά συστήματα, καθώς η εξέλιξη των τελευταίων είναι αυτή που πραγματικά φέρνει επαναστάσεις στον Πόλεμο. Όμως η ολιστική αντιμετώπιση των προκλήσεων ασφαλείας είναι αυτή που, αφενός μεν θα μεγιστοποιήσει την αποτελεσματικότητα των νέων τεχνολογιών και οπλικών συστημάτων, αφετέρου δε, θα δώσει λύσεις στους τομείς που τα τελευταία δεν είναι σχεδιασμένα να λειτουργούν.

ΚΛΕΙΔΙ Η ΝΟΟΤΡΟΠΙΑ

Ο Υβριδικός Πόλεμος φαίνεται να είναι ένα παλιό φάντασμα που έρχεται να στοιχειώσει έναν φαινομενικά αγνό κόσμο ο οποίος διαχωρίζει μεταξύ των εμπόλεμων και μη. Δυστυχώς, η πρόσφατη εμπειρία έχει αποδείξει ότι οι «καθαρές» μάχες που βρίσκονται ως ιδανικό στο μυαλό τόσο των στρατιωτικών όσο και των πολιτικών, δεν ανταποκρίνονται ούτε στο παρόν ούτε στο ορατό μέλλον. Παράλληλα, η διατήρηση της ψευδαίσθησης της νίκης μέσω επιπλέον τεχνολογικών επενδύσεων στον υπάρχον τρόπο διεξαγωγής του πολέμου, φαίνεται να μην μπορεί να ανταποκριθεί στις νέες απειλές.

Αντίθετα η αλλαγή της παιδείας τόσο του στρατιωτικού όσο και του πολιτικού προσωπικού σε μια πιο ανεξάρτητη και δυναμική αντιμετώπιση των απειλών ακόμα και από τα κατώτερα στελέχη της πολιτικο–στρατιωτικής ιεραρχίας, είναι μια προσέγγιση η οποία δύναται να δώσει την κατάλληλη ποιοτική υπεροχή για την αντιμετώπιση όχι μόνο των υβριδικών αλλά του συνόλου των απειλών εναντίον μιας χώρας.

Καθώς, όμως, η απαιτούμενη αλλαγή δεν βρίσκεται σε υποδομές, αλλά στην ίδια την νοοτροπία ενός λαού, την καθιστά πιο δύσκολη και πιο απαιτητική, ίσως και από το σύνολο των εξοπλιστικών δαπανών μιας χώρας.

ΠΑΡΑΠΟΜΠΕΣ:

*Το δοκίμιο αυτό έχει δημοσιευθεί στο τεύχος αριθ. 66 (Οκτώβριος – Νοέμβριος 2020) του Foreign Affairs The Hellenic Edition.

[1] Οι βιαιότητες του Πελοποννησιακού Πολέμου που περιγράφονται από τον Θουκυδίδη, ήταν μάλλον εξαιρέσεις του κανόνα. Ακόμα και κατά την πολιορκία της Αθήνας από την Σπάρτη, οι καταστροφές που προκάλεσαν οι Σπαρτιάτες στην Αττική ήταν περισσότερο συμβολικές, ενώ οι Αθηναίοι μπορούσαν να συνεχίζουν (έστω και με παρενοχλήσεις) την καλλιέργεια των εδαφών τους.
[2] Όρος που αναφέρεται από τον von Clausewitz και περιγράφει την εγγενή αβεβαιότητα του πολέμου.
[3] Ivan Bloch (1898) “The Future of War in its Technical Economic and Political Relations”.
[4] Voyenno-Promyshlennyy Kurier (Military-Industrial Courier).
[5] Να σημειωθεί ότι ο αρχικός εμπνευστής του όρου αυτού, καθηγητής Mark Galeoti, τον έχει πλέον ανακαλέσει ως ανακριβή.
[6] ROE: Rules of Engagement, είναι ο βασικός τρόπος ελέγχου / περιορισμού της άσκησης της στρατιωτικής βίας από την πολιτική ηγεσία στην Δύση.
[7] Το Κεφάλαιο 6 του «Περί Πολέμου» εξετάζει τους λεγόμενους «μικρούς πολέμους» (δηλ. ανταρτοπόλεμο) για τους οποίους οι σύγχρονοι του von Clausewitz είχαν εμπειρία από τον πόλεμο της Ιβηρικής Χερσονήσου.
[8] Ο όρος αυτός απαντάται στην αγγλοσαξονική βιβλιογραφία.
[9] Αυτό πιθανώς να αλλάξει όταν επιτευχθεί η Γενική Τεχνητή Νοημοσύνη (Artificial General Intelligence), αλλά οι πιο αισιόδοξες προβλέψεις τοποθετούν το εν λόγω γεγονός περί το 2050.

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ:
-Γρίβας Κ. (2019) «Η νέα στρατιωτική επανάσταση και η ελληνική αμυντική στρατηγική» Εκδόσεις Λιβάνη, Αθήνα, ISBN 9789601435206.
-Abbott, K. (2016). Understanding and Countering Hybrid Warfare: Next Steps for the North Atlantic Treaty Organization. Ανάκτηση από University of Ottawa: https://www.ruor.uottawa.ca/bitstream/10393/34813/1/ABBOTT,%20Kathleen%2...
-Bogdanov, C. (2013, October). The Nature and Content of a New-Generation War. Ανάκτηση από: https://pdfs.semanticscholar.org/c887/4593b1860de12fa40dadcae8e96861de8e...
-Buchanan B., Miller T. (2017) “Machine Learning for policymakers” Harvard Kennedy School, Ανάκτηση από: https://www.belfercenter.org/publication/machine-learning-policymakers
-Collins J., Futter A. (2015) “Reassessing the Revolution in Military Affairs”, Palgrave MacMillan, New York, ISBN 978-1-349-57069-0
-Conners M. (2020) “Mission command is essential to mission success” US Naval Institute Ανάκτηση από: https://www.usni.org/magazines/proceedings/2020/april/mission-command-es...
-Ehrhardt A., Ryan M. (2020) “Grand Strategy is no silver bullet but it is indispensable”, War on the Rocks, Ανάκτηση από: https://warontherocks.com/2020/05/grand-strategy-is-no-silver-bullet-but...
-Freedman, L. (2017) The future of war. New York: PublicAffairs.
-Gerasimov, V. (2016) ‘The Value of Science Is in the Foresight - Rethinking the Forms and Methods of Carrying out Combat Operations’, Military review (Oprinnelig publisert i Voyenno-Promyshlennyy Kurier 27. februar 2013. Oversatt til engelsk av Robert Coalson), (January-February), pp. 23–29. Ανάκτηση από: http://www.vpk-news.ru/articles/14632.
-Goerlitz, W. (1957) History of the German General Staff, 1657-1945. New York: Frederick A. Praeger INC.
-Hanson V. (1989) “The Western way of war. Infantry battle in ancient Greece”, Alfred A. Knopf, New York, ISBN: 978-0-307-83155-2
-Huntington, S. (1985) “The soldier and the state.” Cambridge, MA: Harverd University Press.
-Ilachinski A. (2017) “Ai, Robots and Swarms” CNA N00014-11-D-0323, Ανάκτηση από: https://www.cna.org/CNA_files/PDF/DRM-2017-U-014796-Final.pdf
-Kilcullen D. (2020) “The dragons and the snakes, how the rest learned how to fight the West” Oxford University Press, Oxford, ISBN 978– 0– 19– 026568– 7.
-Liang Q., Xiangsui W. (1999) “Unrestricted Warfare” PLA Literature and Arts Publishing House, Beijing, Available at: https://www.c4i.org/unrestricted.pdf
-Matthews R. Treddenick J. (2001) “Managing the revolution in military affairs” Palgrave MacMillan, New York, ISBN 978-1-349-41841-1.
-MilitaryReview. (2016, February 1). Rethinking the Forms and Methods of Carrying out Combat Operations. Ανάκτηση June 1, 2019, από United States Army Combined Arms Centre: https://usacac.army.mil/CAC2/MilitaryReview/Archives/English/MilitaryRev...
-Rusnáková, S. (2017). Russian New Art of Hybrid Warfare in Ukraine. Ανάκτηση από Slovak Journal of Political Sciences, Volume 17: https://content.sciendo.com/view/journals/sjps/17/3-4/article-p343.xml
-Scharre, P. (2018) ”Army of none.” New York - London: W.W. Norton & Co
-Tienhoven, M. Van (2016) “Identifying Hybrid Warfare”. Leiden University. Available at: https://openaccess.leidenuniv.nl/bitstream/handle/1887/53645/2016_Tienho....
-US-SOC. (2016). Little Green Men: A Primer on Modern Russian Unconventional Warfare, Ukraine 2013–2014. Ανάκτηση από Johns Hopkins University: https://www.jhuapl.edu/Content/documents/ARIS_LittleGreenMen.pdf
-Wittmann J. (2012) “Auftragstaktik”, Carola Hartmann Miles-Verlag, Berlin, ISBN 9783937885582

Copyright © 2021 by the Council on Foreign Relations, Inc.
All rights reserved.

Μπορείτε να ακολουθείτε το «Foreign Affairs, The Hellenic Edition» στο TWITTER στην διεύθυνση www.twitter.com/foreigngr αλλά και στο FACEBOOK, στην διεύθυνση www.facebook.com/ForeignAffairs.gr και στο linkedin στην διεύθυνση https://www.linkedin.com/company/foreign-affairs-the-hellenic-edition