Ο πρόεδρος του Μεξικό θέλει να συγκρουστεί με την Ουάσινγκτον | Foreign Affairs - Hellenic Edition
Secure Connection

Ο πρόεδρος του Μεξικό θέλει να συγκρουστεί με την Ουάσινγκτον

Η διοίκηση του Μπάιντεν δεν μπορεί να παραβλέψει τον νότιο γείτονά της
Περίληψη: 

Η κυβέρνηση Μπάιντεν έχει ορίσει την Κούβα και την Βενεζουέλα ως χώρες που την ανησυχούν και έχει κάνει δημόσιες δηλώσεις που επικεντρώνονται σε μεγάλο βαθμό στην Κεντρική Αμερική και σε θέματα μετανάστευσης και ασύλου. Αλλά το Μεξικό παραμένει ένα επικίνδυνο τυφλό σημείο.

Η DENISE DRESSER είναι καθηγήτρια Πολιτικών Επιστημών στο Αυτόνομο Τεχνολογικό Ινστιτούτο του Μεξικό.

Ο πρόεδρος των ΗΠΑ, Τζο Μπάιντεν, έχει ορκιστεί ότι θα επιστρέψει στην διπλωματική ομαλότητα αντί για την προσωπική τρέλα, στην πολυμέρεια αντί για την μονομέρεια, και σε μια εξωτερική πολιτική που διεξάγεται μέσω θεσμοθετημένων καναλιών αντί μέσω του Twitter. Οι περισσότερες ξένες κυβερνήσεις χαιρέτησαν την αλλαγή με ανακούφιση -αλλά τα χειροκροτήματα δεν ήταν ομόφωνα. Ορισμένες χώρες επωφελήθηκαν από την έλλειψη δέσμευσης ή ελέγχου που είχαν υπό τον πρώην πρόεδρο Ντόναλντ Τραμπ. Το Μεξικό, ειδικότερα, φαίνεται έτοιμο να δεχτεί την ατζέντα του Μπάιντεν όχι με ανοιχτές αγκάλες, αλλά με υψωμένη γροθιά.

03022021-1.jpg

Ο πρόεδρος του Μεξικό, Andrés Manuel López Obrador, σε συνέντευξη Τύπου στην Πόλη του Μεξικό, τον Ιούνιο του 2019. Francisco Canedo / Xinhua / Redux
-----------------------------------------------------------

Ανεξάρτητα από τον πολιτικό ρεαλισμό ή τον πραγματικό φόβο, ο πρόεδρος του Μεξικό, Αντρέ Μανουέλ Λόπεζ Ομπραντόρ, καλλιέργησε στενούς δεσμούς με τον Τραμπ και συμφώνησε με τις απαιτήσεις των ΗΠΑ να επαναδιαπραγματευθούν την Συμφωνία Ελεύθερων Συναλλαγών της Βόρειας Αμερικής (North American Free Trade Agreement, NAFTA) και να ελέγξουν τη μετανάστευση. Σε αντάλλαγμα, ο Τραμπ έκανε τα στραβά μάτια στην ανάδυση ενός αυταρχικού λαϊκιστικού καθεστώτος που άρχισε να αγνοεί πολλές από τις δεσμεύσεις τις οποίες είχε αναλάβει ως εταίρος της Βόρειας Αμερικής.

Τώρα, ο López Obrador δεν κρύβει την επιθυμία του να προκαλέσει τον Μπάιντεν. Αρνήθηκε να συγχαρεί τον εκλεγμένο πρόεδρο στην αρχή και έστειλε ένα καθυστερημένο και παγωμένο συγχαρητήριο σημείωμα που είχε μεγάλη αντίθεση με την εντυπωσιακή επιστολή που έγραψε στον Τραμπ το 2016. Πέρασε έναν νόμο που επιβάλλει περιορισμούς στους ξένους πράκτορες που επιχειρούν στο Μεξικό, συμπεριλαμβανομένων εκείνων από την CIA, την Υπηρεσία Επιβολής κατά των Ναρκωτικών (Drug Enforcement Administration, DEA) και το FBI. Οπισθοδρόμησε στην ενεργειακή μεταρρύθμιση -κάτι που ο προκάτοχός του εφάρμοσε προκειμένου να ενθαρρύνει τις ξένες επενδύσεις- προοιωνίζοντας την επιστροφή σε μια ενεργειακή πολιτική που κυριαρχείται από κρατικά μονοπώλια. Και πρότεινε να τερματιστεί η Πρωτοβουλία Mérida για την διμερή ασφάλεια. Σε περίπτωση που αυτά τα μέτρα δεν έστειλαν αρκετά άμεσα μηνύματα, ο πρόεδρος του Μεξικό επιπλέον προσέφερε πολιτικό άσυλο στον Τζούλιαν Ασάνζ, αρνήθηκε να καταδικάσει την βία που εξαπέλυσαν οι υποστηρικτές του Τραμπ στο Καπιτώλιο των ΗΠΑ, κατέκρινε το Facebook και το Twitter για «λογοκρισία» του Τραμπ και κάλεσε τον Ρώσο πρόεδρο, Βλαντιμίρ Πούτιν, να επισκεφθεί το Μεξικό. Είναι σαφές ότι ο López Obrador προετοιμάζει το σκηνικό για μια αντιπαράθεση με τη νέα διοίκηση του Λευκού Οίκου.

Η αναταραχή στην διμερή σχέση με το Μεξικό δεν φαίνεται να έφτασε στο ραντάρ της ομάδας του Μπάιντεν ή στον κατάλογο των προτεραιοτήτων της. Αλλά μια επιστροφή στην σχέση ΗΠΑ-Μεξικού όπως ήταν πριν από τη NAFTA, όταν επικρατούσε η σύγκρουση και η απόσταση έναντι της συνεργασίας, θα μπορούσε να πάει πίσω πολλούς από τους στόχους που η κυβέρνηση Μπάιντεν θεωρεί ζωτικούς. Οι Ηνωμένες Πολιτείες χρειάζονται τη μεξικανική συνεργασία στον τομέα της ασφάλειας, της εμπορικής πολιτικής και της καταπολέμησης της πανδημίας του κορωνοϊού. Ούτε μπορούν να αντέξουν ένα Μεξικό που ολισθαίνει προς τα πίσω σχετικά με την δημοκρατία, που αρνείται να δει την κλιματική αλλαγή ως υπαρξιακή απειλή ή που δεν ελέγχει μια πανδημία η οποία δεν σέβεται σύνορα. Ο πρόεδρος του Μεξικό επιδιώκει έναν καυγά, και η Ουάσιγκτον δεν πρέπει να περιμένει ώστε οι κίνδυνοι να γίνουν βεβαιότητες που θα μπορούσαν να θέσουν σε κίνδυνο τον περιορισμό της πανδημίας και την ανάκαμψη από την διαταραχή που αυτή προκάλεσε.

ΜΙΑ ΑΝΙΕΡΗ ΣΥΜΜΑΧΙΑ

Η κυβέρνηση Τραμπ αγνόησε τα περισσότερα ζητήματα της Λατινικής Αμερικής, άσκησε σκληρότητα στην Κούβα και την Βενεζουέλα, και είχε εμμονή με τη μετανάστευση και τα σύνορα με το Μεξικό. Κατά την διάρκεια της προεκλογικής του εκστρατείας και καθ' όλη την διάρκεια της θητείας του, ο Τραμπ χρησιμοποίησε το Μεξικό ως «πολιτική piñata» σε μια προσπάθεια να ερεθίσει την εκλογική του βάση: οι Μεξικανοί ήταν «βιαστές» και «εγκληματίες», οι Ηνωμένες Πολιτείες ήταν πολιορκημένες από καραβάνια παράνομων μεταναστών, και η NAFTA ήταν μια κακή συμφωνία που έπρεπε να επαναδιαπραγματευτεί προκειμένου να τύχουν υπεράσπισης τα αμερικανικά συμφέροντα. Αυτά τα επαναλαμβανόμενα θέματα μεταφράστηκαν σε πολιτικές -όπως η κατασκευή ενός τείχους σε τμήματα των συνόρων ΗΠΑ-Μεξικού- που έβαλαν το Μεξικό στην άμυνα λόγω της ασυμμετρίας στην σχέση.

Ο López Obrador επέλεξε να αντιμετωπίσει την απουσία προβλεψιμότητας του Trump ακολουθώντας μια υπολογισμένη πολιτική κατευνασμού. Ως υποψήφιος για την προεδρία το 2018, ο López Obrador είχε εκφράσει έντονη κριτική για τις αντι-μεξικανικές και αντι-μεταναστευτικές θέσεις του Trump -δημοσίευσε ακόμη και ένα βιβλίο με τίτλο Oye, Trump (Εεε, Τραμπ). Αλλά όταν ανέλαβε τα καθήκοντά του, ο López Obrador ανέστρεψε τις θέσεις του και σφυρηλάτησε μια ρεαλιστική συμμαχία με τον άνθρωπο που κάποτε είχε κακολογήσει. Όταν ο Τραμπ κλιμάκωσε την ρητορική του κατά της μετανάστευσης και απείλησε να επιβάλει δασμούς στις εξαγωγές του Μεξικό, ο López Obrador άρχισε να καταστέλλει τους Κεντροαμερικανούς [μετανάστες] που είχε αρχικά καλωσορίσει και στους οποίους είχε υποσχεθεί ασφαλή διέλευση.

Ο Τραμπ είχε δηλώσει συχνά ότι το Μεξικό θα καταλήξει να πληρώσει για το τείχος των συνόρων: στην πραγματικότητα, το Μεξικό έγινε το τείχος. Η κυβέρνησή του αντιμετώπισε τους μετανάστες με τρόπο που οι πολιτικοί της συχνά είχαν αποκηρύξει, αναπτύσσοντας τη νεοσυσταθείσα και στρατιωτικοποιημένη Εθνική Φρουρά για να τους κυνηγούν και να τους απελαύνουν.